Κούροι ονομάζονται τα μαρμάρινα αναθηματικά ή επιτύμβια αγάλματα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής που απεικονίζουν όρθιους γυμνούς νέους. Παραμένει άγνωστο πότε ακριβώς οι Έλληνες ξεκίνησαν να σμιλεύουν στο μάρμαρο τους γυμνούς εφήβους με τους φαρδείς ώμους και τη λεπτή μέση, φαίνεται όμως ότι ο τύπος του κούρου διαδόθηκε ταχύτατα σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Οι Κούροι, όπως και οι σύγχρονες με αυτούς Κόρες αντίστοιχα, παρουσιάζονται στο τελευταίο τέταρτο του 7ου π.Χ. αι και η παρουσία τους συνεχίζεται ως τις αρχές του 5ου π.Χ. αι. Αποτελούν τον τύπο του αγάλματος, στον οποίο οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες ερεύνησαν ακούραστα επί εκατόν πενήντα περίπου χρόνια τις σχέσεις που διέπει το ανθρώπινο σώμα εξωτερικά, με την οργανική του δομή, τη λειτουργία της ανατομίας και γενικά τους πολύπλοκους μηχανισμούς του.
Στα μαρμάρινα αυτά έργα, όλα πολύ μεγαλύτερα από το φυσικό, η κυβική κατασκευή μαρτυρεί την προσήλωση των καλλιτεχνών στον όγκο του υλικού. Κύριο αίτημά τους είναι η ισορροπία του αγάλματος στον ελεύθερο χώρο. Για να το κατορθώσουν έδωσαν έμφαση σε δύο στοιχεία: την στήριξη της μορφής σε έναν κεντρικό κατακόρυφο άξονα και την ένταση στους μύες της κνήμης, του μηρού και των γλουτών. Με το πέρασμα των χρόνων ο Κούρος
αποκτά όλη τη φυσική του ελαστικότητα, παρόλο που η μετωπικότητα, η συμμετρική κατανομή των μελών γύρω από τον κεντρικό άξονα, και η στήριξη του σώματος και στα δύο πόδια εξίσου, απλοποιούν φαινομενικά τη μορφή του.
Οι Κούροι που βρέθηκαν στη Νάξο ανήκουν και αυτά στην αρχαϊκή εποχή, δηλαδή μεταξύ 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα. Δεν είναι σύμπτωση ότι και οι τρεις Κούροι έχουν βρεθεί σε λατομεία μαρμάρου, μιας και εκεί οι καλλιτέχνες έβρισκαν την πρώτη ύλη τους. Το μάρμαρο της Νάξου υπήρξε θαυμάσια πρώτη ύλη για τους τεχνίτες της. Έτσι, δημιουργείται εγχώριο καλλιτεχνικό εργαστήριο, που άνθησε ιδιαίτερα γύρω στο 650-550 π.Χ. και παρουσιάζει τάση προς τη μνημειακή γλυπτική, όπως οι κούροι στα λατομεία του Φλεριού (Μέλανες) και του Απόλλωνα, καθώς και ο περίφημος Απόλλωνας της Δήλου.
Η ΄Αρτεμις, αφιέρωμα της Ναξίας Νικάνδρας (μέσα 7ου π.Χ. αι) στη Δήλο, είναι το αρχαιότερο μεγάλο (ύψους 1,75 μ.) έργο πλαστικής στην Ελλάδα. Στο τέλος του 7ου π.Χ. αι κατασκευάζεται και ο Κούρος του Ευθυκαρπίδη με την ιδιόρρυθμη, στολισμένη με γοργόνεια και κεφαλή κριού τριγωνική βάση.
Στα λατομεία του Απόλλωνα κείτεται Κούρος υπερφυσικού μεγέθους (ύψος 10,50 μ.), που παριστάνει το θεό Διόνυσο. Φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του το άγαλμα παρουσίασε ρωγμές (κομμούς) και γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε στο λατομείο.
Στην πεδιάδα των Μελάνων, μέσα σε ένα περιβόλι, βρίσκεται Κούρος ο οποίος βρίσκεται στην ίδια θέση εδώ και 2500 χρόνια. Το ύψος του είναι 6,40 μ.. Πιθανότατα στη θέση αυτή υπήρχε λατομείο, όπου ξεκίνησε η κατασκευή του, αλλά για άγνωστους σε εμάς λόγους δεν τελειοποιήθηκε και δεν παραδόθηκε στον προορισμό του.
Με το τέλος της αρχαϊκής περιόδου το πρόσωπο παρουσιάζει μεγαλύτερη εκφραστικότητα, τα χέρια ελευθερώνονται και απομακρύνονται από τα πλευρά, το προτεινόμενο προς τα εμπρός πόδι ελαφρύνεται, μετατοπίζοντας έτσι το βάρος στο στάσιμο πόδι, και το κεφάλι στρέφεται ελαφρά. Ο πανάρχαιος νόμος της στατικής μετωπικότητας δίνει τη θέση του στην κίνηση, που θα οδηγήσει την ελληνική πλαστική στις μεταγενέστερες εξελίξεις της και στο κλασικό ιδεώδες, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί την κορύφωση της παγκόσμιας πλαστικής.
Οι Κούροι, όπως και οι σύγχρονες με αυτούς Κόρες αντίστοιχα, παρουσιάζονται στο τελευταίο τέταρτο του 7ου π.Χ. αι και η παρουσία τους συνεχίζεται ως τις αρχές του 5ου π.Χ. αι. Αποτελούν τον τύπο του αγάλματος, στον οποίο οι αρχαϊκοί καλλιτέχνες ερεύνησαν ακούραστα επί εκατόν πενήντα περίπου χρόνια τις σχέσεις που διέπει το ανθρώπινο σώμα εξωτερικά, με την οργανική του δομή, τη λειτουργία της ανατομίας και γενικά τους πολύπλοκους μηχανισμούς του.
Στα μαρμάρινα αυτά έργα, όλα πολύ μεγαλύτερα από το φυσικό, η κυβική κατασκευή μαρτυρεί την προσήλωση των καλλιτεχνών στον όγκο του υλικού. Κύριο αίτημά τους είναι η ισορροπία του αγάλματος στον ελεύθερο χώρο. Για να το κατορθώσουν έδωσαν έμφαση σε δύο στοιχεία: την στήριξη της μορφής σε έναν κεντρικό κατακόρυφο άξονα και την ένταση στους μύες της κνήμης, του μηρού και των γλουτών. Με το πέρασμα των χρόνων ο Κούρος
αποκτά όλη τη φυσική του ελαστικότητα, παρόλο που η μετωπικότητα, η συμμετρική κατανομή των μελών γύρω από τον κεντρικό άξονα, και η στήριξη του σώματος και στα δύο πόδια εξίσου, απλοποιούν φαινομενικά τη μορφή του.
Οι Κούροι που βρέθηκαν στη Νάξο ανήκουν και αυτά στην αρχαϊκή εποχή, δηλαδή μεταξύ 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα. Δεν είναι σύμπτωση ότι και οι τρεις Κούροι έχουν βρεθεί σε λατομεία μαρμάρου, μιας και εκεί οι καλλιτέχνες έβρισκαν την πρώτη ύλη τους. Το μάρμαρο της Νάξου υπήρξε θαυμάσια πρώτη ύλη για τους τεχνίτες της. Έτσι, δημιουργείται εγχώριο καλλιτεχνικό εργαστήριο, που άνθησε ιδιαίτερα γύρω στο 650-550 π.Χ. και παρουσιάζει τάση προς τη μνημειακή γλυπτική, όπως οι κούροι στα λατομεία του Φλεριού (Μέλανες) και του Απόλλωνα, καθώς και ο περίφημος Απόλλωνας της Δήλου.
Η ΄Αρτεμις, αφιέρωμα της Ναξίας Νικάνδρας (μέσα 7ου π.Χ. αι) στη Δήλο, είναι το αρχαιότερο μεγάλο (ύψους 1,75 μ.) έργο πλαστικής στην Ελλάδα. Στο τέλος του 7ου π.Χ. αι κατασκευάζεται και ο Κούρος του Ευθυκαρπίδη με την ιδιόρρυθμη, στολισμένη με γοργόνεια και κεφαλή κριού τριγωνική βάση.
Στα λατομεία του Απόλλωνα κείτεται Κούρος υπερφυσικού μεγέθους (ύψος 10,50 μ.), που παριστάνει το θεό Διόνυσο. Φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του το άγαλμα παρουσίασε ρωγμές (κομμούς) και γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε στο λατομείο.
Στην πεδιάδα των Μελάνων, μέσα σε ένα περιβόλι, βρίσκεται Κούρος ο οποίος βρίσκεται στην ίδια θέση εδώ και 2500 χρόνια. Το ύψος του είναι 6,40 μ.. Πιθανότατα στη θέση αυτή υπήρχε λατομείο, όπου ξεκίνησε η κατασκευή του, αλλά για άγνωστους σε εμάς λόγους δεν τελειοποιήθηκε και δεν παραδόθηκε στον προορισμό του.
Με το τέλος της αρχαϊκής περιόδου το πρόσωπο παρουσιάζει μεγαλύτερη εκφραστικότητα, τα χέρια ελευθερώνονται και απομακρύνονται από τα πλευρά, το προτεινόμενο προς τα εμπρός πόδι ελαφρύνεται, μετατοπίζοντας έτσι το βάρος στο στάσιμο πόδι, και το κεφάλι στρέφεται ελαφρά. Ο πανάρχαιος νόμος της στατικής μετωπικότητας δίνει τη θέση του στην κίνηση, που θα οδηγήσει την ελληνική πλαστική στις μεταγενέστερες εξελίξεις της και στο κλασικό ιδεώδες, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί την κορύφωση της παγκόσμιας πλαστικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου