Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πυρκαγιές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πυρκαγιές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19.8.21

Η σιωπή του φετινού καλοκαιριού

Ένα καλοκαίρι που δύσκολα θα ξεχάσει κανείς 

ποτέ στη ζωή του

φωτιά

κάρβουνο

απώλεια

και δάκρυ βουβό που κολλά 

χωρίς να κυλά

στην πίσω πλευρά του μάγουλου

στην άλλη όψη της ζωής

σαν το ρετσίνι που μόλις έσκασε

πάνω στην πληγωμένη χαρακιά 

ενός ακόμη 

αμάραντου πεύκου

που δεν θα ξαναδώ ποτέ.

Ένας τόπος

ένας κόσμος

μια πληγή

και κάπου εκεί ανάμεσα

ένα ίχνος στο ζοφερό σκοτάδι

από ελπίδα

δυο ξωκκλήσια αλώβητα

φρεσκοασβεστωμένα 

λες και βαφτήκαν μόλις χτες

αναμεσίς στις φλόγες.

Να,

κι άλλο ένα λίγο πιο πέρα

κι ένα μοναστήρι

ανέγγιχτο απ' το κακό

με την καμπάνα να χτυπά

εμβατήρια νίκης

μες στην κοιλάδα του θανάτου.

Θεός και άγιοι όλοι εδώ

και μια ανάσα πιο κάτω

άνθρωποι απλοί, 

χαροκαμένοι

και ηρωικοί

βαστούν γερά

πάνω στα δυο τους πόδια

σ' αυτή τη μάνα γη, 

Εύβοια, Μάνη, Αττική, 

Μεσσήνη, Αρκαδία,

τη μαύρη

την πυρπολημένη.

Αναμμένοι  λύχνοι 

που μετά βίας μπορείς να διακρίνεις

μες στην πηχτή ομίχλη

το τράνταγμα

και το σκοτάδι

που ολοένα πυκνώνει

ολοένα σιμώνει

θέρος το θέρος

σιωπή τη σιωπή

ολοένα περισσότερο..



Με αγάπη,

Εύα 💗

7.8.21

Η κατάρα του πεύκου

 Εύβοιά μου, μην κλαις...


«Γιάννη, γιατί ἔκοψες τὸν πεῦκο;
Γιατί; Γιατί;»
Ἀγέρας θὰ ’ναι, λέει ὁ Γιάννης
καὶ περπατεῖ.

Ἀνάβει ἡ πέτρα, τὸ λιβάδι
βγάνει φωτιά.
Νὰ ’βρισκε ὁ Γιάννης μία βρυσοῦλα,
μία ρεματιά!

Μὲς τὸ λιοπύρι, μὲς στὸν κάμπο
νὰ ἕνα δεντρί...
Ξαπλώθη ὁ Γιάννης ἀποκάτου,
δροσιὰ νὰ βρεῖ.

Τὸ δέντρο παίρνει τὰ κλαριά του
καὶ περπατεῖ!
Δὲν θ΄ ἀνασάνω, λέει ὁ Γιάννης,
γιατί, γιατί;

«Γιάννη, ποῦ κίνησες νὰ φτάσεις;»
«Στὰ δύο χωριά.»
«Κι ἀκόμα βρίσκεσαι δῶ κάτου;
Πολὺ μακριά!»

«Ἐγὼ πηγαίνω, ὅλο πηγαίνω.
Τί ἔφταιξα ἐγώ;
Σκιάζεται ὁ λόγκος καὶ μὲ φεύγει,
γι' αὐτὸ εἶμαι δῶ.

Πότε ξεκίνησα; Εἶναι μέρες...
γιὰ δύο, γιὰ τρεῖς...
Ὁ νοῦς μου σήμερα δὲ ξέρω,
τ' εἶναι βαρύς».

«Νὰ μία βρυσοῦλα, πιε νεράκι
νὰ δροσιστεῖς».
Σκύβει νὰ πιεῖ νερὸ στὴ βρύση,
στερεύει εὐθύς.

Οἱ μέρες πέρασαν κι οἱ μῆνες,
φεύγει ὁ καιρός,
Στὸν ἴδιο τόπο εἲν' ὁ Γιάννης,
κι ἂς τρέχει ἐμπρός...

Νὰ τὸ χινόπωρο, νὰ οἱ μπόρες,
μὰ ποῦ κλαρί;
Χτυπιέται ὀρθὸς μὲ τὸ χαλάζι,
μὲ τὴ βροχή.

«Γιάννη, γιατί ἔσφαξες τὸ δέντρο,
τὸ σπλαχνικό,
ποῦ 'ριχνεν ἴσκιο στὸ κοπάδι
καὶ στὸ βοσκό;»

Ὁ πεῦκος μίλαε στὸν ἀέρα
- τ' ἀκοῦς, τ' ἀκοῦς;-
καὶ τραγουδοῦσε σὰ φλογέρα
στοὺς μπιστικούς.

«Φρύγανο καὶ κλαρὶ τοῦ πῆρες
καὶ τὶς δροσιὲς
Καὶ τὸ ρετσίνι του ποτάμι
ἂπ΄ τὶς πληγές.

Σακάτης ἤτανε κι ὁλόρθος,
ὡς τὴ χρονιά,
Πού τὸν ἐγκρέμισες γιὰ ξύλα,
Γιάννη φονιά!»

«Τὴ χάρη σου ἐρημοκλησάκι,
τὴν προσκυνῶ,
Βόηθα νὰ φτάσω κάποιαν ὥρα
καὶ νὰ σταθῶ...

Ἡ μάνα μου θὰ περιμένει
κι ἔχω βοσκή...
Κι εἶχα καὶ τρύγο... Τί ὥρα νάναι
καὶ τί ἐποχή;

Ξεκίνησα τὸ καλοκαῖρι
-νὰ στοχαστεῖς-
Κι ἦρθε καὶ μ' ἧβρε ὁ χειμῶνας
μεσοστρατίς.

Πάλι Ἁλωνάρης καὶ λιοπύρι!
Πότε ἦρθε; Πῶς;
Ἅγιε, σταμάτησε τὸ λόγκο,
ποῦ τρέχει ἐμπρός.

Ἅγιε, τὸ δρόμο δὲν τὸν βγάνω
-μὲ τί καρδιά;-
Θέλω νὰ πέσω νὰ πεθάνω,
ἐδῶ κοντά.»

Πέφτει σὰ δέντρο ἂπ΄ τὸ πελέκι...
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε τὸ δάσος,
πολὺ μακριά.

Ἐκεῖ τριγύρω οὔτε χορτάρι,
φωνὴ καμιά.
Στ΄ ἀγκάθια πέθανε, στὸν κάμπο,
στὴν ἐρημιά.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)

(πηγές από εδώ και εδώ.)