Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα books. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα books. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

24.7.08

Θάνατος στη Βενετία



Το διήγημα του Τόμας Μαν, Θάνατος στη Βενετία δεν είναι καλά-καλά 120 σελίδες. Ο μικρός του όγκος, παρόλα αυτά, δεν ακυρώνει το γεγονός πως αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά κείμενα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η ικανότητα του συγγραφέα να αγγίζει με εξαιρετική προσοχή και δεξιοτεχνία ακόμη και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας και ψυχοσύνθεσης σε ένα θέμα που προκαλεί, η αριστοτεχνική πένα του, με τη συμπυκνωμένη γραφή και τις λεπτεπίλεπτες αναλύσεις, βρίσκουν εδώ τον φυσικό τους χώρο.

Με όχημα τον κεντρικό ήρωα, τον διάσημο συγγραφέα Γκουστάφ φον Άσενμπαχ, ο Μαν ξετυλίγει σε παράλληλη πορεία ένα διπλό ταξίδι. Το απτό, προς μια πόλη που υπόσχεται στον ήρωα, όχι απλά το άγνωστο, αλλά το ασύγκριτο, το «παραμυθένια διαφορετικό» και το άλλο, το υπόγειο, το εσωτερικό ταξίδι από έναν εγκρατή και πειθαρχημένο τρόπο ζωής στα μυστικά μονοπάτια του ανομολόγητου πάθους, της έκστασης, της ολοκληρωτικής παράδοσης σε απύθμενα βάθη ατόφιου και ολοκληρωτικού συναισθήματος.


Η επιθυμία του για το ταξίδι έρχεται σε μια περίοδο δημιουργικού τέλματος. Το έναυσμα αποτελεί ένα αδιάφορο εξωτερικό ερέθισμα, το οποίο όμως αρκεί για να μετατρέψει την επιθυμία σε πάθος και παραίσθηση. Γίνεται σκοπός ζωής για έναν άνθρωπο που τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του είχαν δαμάσει από πολύ νωρίς οποιαδήποτε μορφή παρόρμησης ή ανεμελιάς. Η καταξίωσή του σε κορυφαίο συγγραφέα, ο προσωπικός τίτλος ευγενείας που του απονεμήθηκε ως δώρο στα πεντηκοστά του γενέθλια από έναν γερμανό ηγεμόνα, η αναγνώριση από τον κόσμο που ταυτιζόταν με τους ήρωες των βιβλίων του, όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα αυστηρής πειθαρχίας και ανεξάντλητης αντοχής στις καθημερινές δοκιμασίες, που είχαν ξεκινήσει από την παιδική του ηλικία.


Η ανάγκη φυγής, μακριά από τη στεγνή από φαντασία καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα συναισθήματα που ζητούν εκδίκηση, η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, μπήκαν στη σκιά μιας ιδέας τόσο πλούσιας σε συνέπειες, να ξεχάσει, να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει υπόγειες, σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος, τον οδηγούν στη μελαγχολική Βενετία, μια πόλη που υπόσχεται την ονειρική απομάκρυνση και τη μεταμόρφωση του κόσμου σε κάτι αλλόκοτο, και στην οποία θα μπορούσε να χαθεί στο άχρονο και το άμετρο για όσο χρόνο επιθυμούσε. «Έτσι, είδε πάλι την πιο καταπληκτική προκυμαία, εκείνη την εκθαμβωτική σύνθεση από υπέροχα οικοδομήματα που παράταξε η Δημοκρατία στα γεμάτα δέος και σεβασμό βλέμματα των ναυτικών που πλησίαζαν την πόλη, την ανάλαφρη μεγαλοπρέπεια του Παλατιού και τη Γέφυρα των Στεναγμών, τους κίονες με το λιοντάρι και τον Άγιο στο μόλο, τον παραμυθένιο ναό που πρόβαλε επιδεικτικά τη μία του πλευρά, τη θέα στον Πύργο του Ρολογιού, και σηκώνοντας τα μάτια του, σκέφτηκε πως το να φτάνεις απ’ τη στεριά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας είναι σα να μπαίνεις σ’ ένα παλάτι από την πίσω πόρτα, κι ότι δεν θα’ πρεπε κανείς να έρχεται στην πιο απίθανη απ’ τις πόλεις αλλιώτικα, παρά μόνο όπως αυτός τώρα, απ’ την ανοιχτή θάλασσα.»
Γοητεύεται από την απεραντοσύνη της θάλασσας. «Ήταν βαθιά κρυμμένοι μέσα του οι λόγοι που αγαπούσε τη θάλασσα: ήταν η ανάγκη του καλλιτέχνη που δουλεύει σκληρά να ξεκουραστεί, η μεγάλη του επιθυμία να φύγει απ’ την απαιτητική πολυμορφία των φαινομένων και να κουρνιάσει προστατευμένος μέσα στην αγκαλιά του απλού, του τεράστιου. Ήταν η απαγορευμένη, εντελώς αντίθετη στο καθήκον του, κι ακριβώς γι’ αυτό δελεαστική ροπή στο αδιάρθρωτο, το άμετρο, το αιώνιο, το Τίποτα. Αυτός που προσπαθεί να πετύχει το Εξαιρετικό, λαχταρά να ξεκουραστεί στο Τέλειο. Και δεν είναι άραγε το Τίποτα μια μορφή του Τέλειου;»
Οι εντυπώσεις που εισπράττει πολλαπλασιάζονται σε ένταση μέσα του λόγω της μοναχικής του ψυχοσύνθεσης. Και τα πιο μικρά γεγονότα τον αναστατώνουν. «Ο άνθρωπος που ζει μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή, βιώνει τις εμπειρίες του πιο συγκεχυμένα και ταυτόχρονα πιο έντονα απ’ ότι ο εξωστρεφής, οι σκέψεις του είναι πιο βαριές, πιο παράξενες, και ποτέ δίχως μια απαλή απόχρωση θλίψης. Εικόνες και παραστάσεις που θα παραμερίζονταν επιπόλαια με μια ματιά, ένα γέλιο, ένα ανάλαφρο σχόλιο τον απασχολούν υπερβολικά, βουλιάζουν στη σιωπή, αποκτούν βαρύτητα, γίνονται βίωμα, περιπέτεια και συναίσθημα.»
Το ομιχλώδες τοπίο της λιμνοθάλασσας, η παρατεταμένη ζέστη και υγρασία, η αποπνικτική ατμόσφαιρα με τα στάσιμα νερά των καναλιών και τον πνιγηρό αέρα, λίγο έλειψε να τον γυρίσουν πίσω για λόγους υγείας, αφού ένιωθε δυσφορία, και πιθανώς αυτό να είχε συμβεί, αν μια σύμπτωση δεν τον έφερνε πρόσωπο με πρόσωπο με το Κάλλος και το Ωραίο μορφοποιημένα σ’ έναν δεκατετράχρονο έφηβο, που έτυχε να διαμένει με τις τρεις αδελφές του, τη μητέρα και την γκουβερνάντα του στο ίδιο ξενοδοχείο με κείνον. Από αυτό το σημείο κι ύστερα, ποτέ δεν θα ξαναγινόταν ο ίδιος. «Σύμβολο και καθρέπτης! Τα μάτια του αγκάλιαζαν την ευγενική μορφή εκεί, στην άκρη της γαλάζιας θάλασσας, και πλημμύριζε αγαλλίαση πιστεύοντας πως μ’ αυτή τη ματιά κατανοούσε την ίδια την ουσία του κάλλους, τη φόρμα σαν σκέψη του Θεού, τη μοναδική και ανόθευτη τελειότητα, που ζει μέσα στο πνεύμα κι ένα ανθρώπινο είδωλο κι ομοίωμά της ορθωνόταν εδώ ανάλαφρο, γεμάτο χάρη για να το λατρέψουν. Αυτό ήταν μέθη, και αδίστακτα, σχεδόν άπληστα την καλωσόρισε ο καλλιτέχνης που γερνούσε.»
Ο συντηρητικός μεσήλικας, με τη στάσιμη σαν τα θολά νερά των βενετσιάνικων καναλιών ζωή, τις αστικές αντιλήψεις και τον άμεμπτο ηθικό κώδικα, αφήνεται σταδιακά σε μια ελεύθερη πτώση από την πατρική καλοσύνη και στοργή προς τον νεαρό, στον ακόρεστο θαυμασμό και κατόπιν στον απόλυτο, αδιαφιλονίκητο, ακαταμάχητο Έρωτα, στην πιο ιερή του σημασία. Ήξερε πως μέσα του υπάρχει ο Θεός, αφού αυτός που αγαπάει είναι πιο θεϊκός από κείνον που αγαπιέται, και βίωνε την υπέρτατη ευτυχία του συγγραφέα, αφού η σκέψη του μπορούσε να εκφραστεί σαν συναίσθημα και το συναίσθημα να συγχωνευτεί με τη σκέψη. Ένιωθε μέσα του τη δύναμη να ελέγχει και να κατευθύνει μια σκέψη που έπαλλε από συναίσθημα, κάνοντάς τον να μπορεί να χαίρεται για πρώτη φορά τις μικρές χαρές της ζωής, τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας, το φαγητό, τον ύπνο, τη φύση, τον θαλασσινό αέρα, την ανεμελιά των υπέροχα ομοιόμορφων μερών που περνούσε στη Βενετία. Η ομορφιά είχε αποκαλυφτεί μπροστά στα μάτια του στην πιο θεϊκή της μορφή, μπορούσε να την παρατηρήσει, να τη θαυμάσει και να παραδοθεί στη σαγήνη της ανεμπόδιστα. Ήταν ευτυχισμένος…

Ωστόσο, μια ανεπαίσθητη αλλαγή στην ατμόσφαιρα της πόλης που ολοένα δυνάμωνε άρχισε σταδιακά να θορυβεί τους επισκέπτες της. Ο αέρας ανέδυε μια γλυκερή φαρμακίλα που θύμιζε «φτώχεια και πληγές και ένοχη καθαριότητα.» Οι αρχές κώφευαν εξωραΐζοντας την κατάσταση. Οι μαγαζάτορες και ξενοδόχοι επίσης. Όμως οι φήμες άρχισαν να μιλούν για εμφάνιση θανάσιμης επιδημίας στην πόλη. Το κακό που περίμεναν να’ ρθει από ξηράς μέσω Μόσχας ήρθε από τη θάλασσα. Η μυρωδιά της άρρωστης πόλης και τα θύματα που αυξάνονταν ραγδαία δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας. Την Βενετία έχει χτυπήσει επιδημία ινδικής χολέρας.


Ο Άσενμπαχ, κυριευμένος από το πάθος του για τον έφηβο, αδιαφορεί για τον κίνδυνο και αρνείται να φύγει. Μέσα στο μυαλό του προσπαθεί να γυρίσει αυτό το κακό προς όφελός του. Φαντάζεται τον κόσμο να λιγοστεύει, ώσπου να μείνουν οι δυο τους μέσα σε μια άδεια πόλη που θα μπορούσε να φιλοξενήσει άκριτα την αγάπη τους. «Στο πάθος, όπως και στο έγκλημα, δεν ταιριάζει η άνετη καθημερινότητα με την εξασφαλισμένη τάξη της, και κάθε χαλάρωση της κοινωνικής συγκρότησης, κάθε αναστάτωση και δοκιμασία του κόσμου του είναι ευπρόσδεκτη, γιατί μπορεί αόριστα να ελπίζει πως θα επωφεληθεί απ’ αυτήν. Έτσι, ο Άσενμπαχ ένιωσε μια σκοτεινή ευχαρίστηση για τα γεγονότα στα βρώμικα σοκάκια της Βενετίας που οι αρχές συγκάλυπταν – αυτό το κακόβουλο μυστικό της πόλης που συγχωνευόταν με το πιο βαθύ δικό του μυστικό, και που θα’ δινε τα πάντα για να το διαφυλάξει. Γιατί ο ερωτευμένος δεν ανησυχούσε για τίποτε άλλο, παρά μόνο μη φύγει ο Τάτζιο, και με τρόμο κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει αν γινόταν κάτι τέτοιο.»

Έχει μεθύσει από ένα αχαλίνωτο πάθος που δεν τολμά να εκδηλωθεί, ενώ τα βήματά του τα οδηγεί ο δαίμονας που διασκεδάζει να ποδοπατά τη σύνεση και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Περιτριγυρισμένος από τη σκιά του θανάτου, ζει την ευτυχία μιας όψιμης και βαθιάς μέθης που καμία σχέση δεν έχει με τους φθοροποιούς αγώνες που είχε κάνει ως τώρα προκειμένου να υπερνικήσει τον εαυτό του. Εξουσιαστής του δεν είναι πλέον ο εαυτός του, αλλά ο θεός Έρωτας. Το πάθος του τον έχει παραλύσει και η νηφαλιότητα βρίσκεται ήδη μακριά.

Για τον ίδιο δεν υπάρχει επιστροφή. «Όταν έχει ελευθερωθεί κανείς από τον εαυτό του, δεν απεχθάνεται τίποτε πιο πολύ από το να ξαναγυρίσει πίσω σκλάβος του.» Η άρρωστη πόλη τον έχει αιχμαλωτίσει. Η τέχνη του, η αρετή, το έργο μιας ολόκληρης ζωής δεν έχουν καμία σημασία «μπροστά στα πλεονεκτήματα του χάους» που τον κοιτούν κατάματα. Ο ηθικός νόμος στον οποίο υπάκουε πειθήνια όλη του τη ζωή έχει γίνει συντρίμια. Συνωμοτεί στην προστασία του μυστικού μιας πόλης γεμάτης από υδρατμούς αποσύνθεσης που κρατά φυλαγμένο το δικό του ανομολόγητο μυστικό, και η οποία θα μετατραπεί σε αυλαία της προσωπικής του διαδρομής από την τέχνη στη ζωή κι από κει στο όνειρο, ενόσω η μυρωδιά της φαινόλης συνεχίζει να μπερδεύεται με τα κακά πνεύματα του αέρα που περιφέρονται μέσα στα σκοτεινά και βρώμικα σοκάκια μοιράζοντας κλήρους θανάτου...


Η εξωτική παρόρμηση στην οποία παραδόθηκε άνευ όρων υπερνικά οποιαδήποτε τύψη κι ενοχή, επειδή ο ήρωάς μας δεν είναι ένας απλός άνθρωπος. Είναι ποιητής. «Εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ομορφιάς χωρίς τον Έρωτα σύντροφο κι οδηγό μας. Ναι, ακόμη κι αν, με τον δικό μας τρόπο, είμαστε ήρωες και πειθαρχημένοι πολεμιστές στην τέχνη μας, πάλι είμαστε σαν τις γυναίκες, γιατί ανάταση στην ψυχή μας φέρνει μονάχα το πάθος, και βαθιά μας επιθυμία μένει πάντα η αγάπη – αυτή είναι η απόλαυσή μας και η ντροπή μας. Καταλαβαίνεις μήπως τώρα ότι εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να είμαστε ούτε σοφοί ούτε αξιοπρεπείς; Πως η παραπλάνησή μας είναι μοιραία, πως αναγκαστικά παραμένουμε ακόλαστοι τυχοδιώκτες του συναισθήματος;»

Κι όταν το αντικείμενο του σκοτεινού του πόθου ανταποκρίνεται με ένα φευγαλέο χαμόγελο, η έκσταση είναι πολύ μεγάλη για να την αντέξει. Συγκλονισμένος από τη συγκίνηση και παραδομένος σε μια αγαλλίαση απέραντη σαν το Τίποτα της θάλασσας, ευτυχισμένος και πλήρης, είναι έτοιμος να δεχτεί τον δικό του κλήρο, αυτόν που του φύλαγε η μυστηριακή Βενετία που όρμησε μέσα του βίαια σαν απρόσκλητος επισκέπτης συνθλίβοντας κάθε πνευματική και ηθική αντίσταση, μόνο για να απογειώσει σε ουρανούς δονούμενης συναισθηματικής έκστασης το βασανισμένο είναι του στον επίλογο της μετρημένης του ζωής…



Το διήγημα Θάνατος στη Βενετία γράφτηκε το 1913 και παραμένει μέχρι σήμερα ένα μοναδικό ψυχογράφημα κορυφαίας αρχιτεκτονικής και περιγραφικής διαύγειας και δεξιοτεχνίας, χαρίζοντας το 1929 στον δημιουργό του, Τόμας Μαν, το Νόμπελ λογοτεχνίας.


-.-


9.7.08

Ίδε ο Άνθρωπος ή πώς γίνεται κανείς αυτό που είναι





«Για να γίνει κανείς αυτό που είναι, δεν πρέπει να’ χει την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό που είναι. Απ’ αυτήν την οπτική γωνία, ακόμη και οι γκάφες της ζωής έχουν το νόημά τους και την αξία τους – οι ενδεχόμενοι παράπλευροι δρόμοι και λάθος δρόμοι, οι καθυστερήσεις, οι «μετριότητες», η σοβαρότητα που σπαταλιέται σε προορισμούς άσχετους με τ ο ν προορισμό. Όλα αυτά μπορούν να εκφράσουν μια μεγάλη σύνεση, ακόμα και την υπέρτατη σύνεση, εκεί που το nosce te ipsum (γνώθι σαυτόν) θα ήταν η συνταγή να καταστραφούμε, για να ξεχάσουμε τον εαυτό μας, για να παρεξηγήσουμε τον εαυτό μας, για να γίνουμε μικρότεροι, στενότεροι, μέτριοι.»

Ανατρεπτικές ιδέες όπως αυτή αναπτύσσονται στο κύκνειο άσμα του Friedrich Nietzsche Ίδε ο Άνθρωπος, μιας από τις πιο μεγαλοφυείς και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες των τελών του 19ου αιώνα, αφού λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση του αυτοβιογραφικού αυτού έργου, το 1899, ο γερμανός φιλόσοφος και στοχαστής που άνοιξε νέους δρόμους στην φιλοσοφική σκέψη, προσβάλλεται από φρενοβλάβεια, για να πεθάνει έναν χρόνο μετά, στο λυκαυγές του 20ου αιώνα.

Βασική έννοια με την οποία καταπιάνεται το βιβλίο, όπως δείχνει και ο δευτερότιτλος, είναι πως ο άνθρωπος είναι αιτία του έργου του. Το δίπολο άνθρωπος – έργο διασπάται από τον συγγραφέα σε δύο αυτόνομες και ανεξάρτητες έννοιες. Έτσι, για τον ίδιο, το τι είναι και το τι γράφει είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Μέσα σε ένα παρανοϊκό ύφος (το ίδιο το έργο μοιάζει σαν παραλήρρημα, μέσα στις υπερβολές και την ελλειπτική και αινιγματική του γραφή), ερμηνεύει και αναλύει μέσα από τον εαυτό του τον Άνθρωπο, απελευθερωμένο από κάθε κρυμμένο νόημα ή απωθημένο στοιχείο. Όλα βγαίνουν στη φόρα. Όλα φωτίζονται από την εντασιακή γλώσσα ενός «κοσμοκράτορα», ενός «υπεράνθρωπου» με τον οποίο δύσκολα μπορεί να ταυτιστεί κανείς, πόσο μάλλον ο μέσος αναγνώστης, δημιουργώντας νέες αφετηρίες στην ερμηνευτική διαδικασία, αφού αποδομεί το status quo του βιογραφικού είδους.

Χρησιμοποιεί τους ήδη υπάρχοντες κανόνες και αξίες ως αφετηρία, μόνο για να τα εκθέσει γυμνά από επιχειρήματα και να τα ανατρέψει εκ των έσω, γκρεμίζοντας είδωλα και ηθικές αξίες αιώνων. «Η πραγματικότητα έχασε την αξία της, το νόημά της, την αληθοφάνειά της ακριβώς στο βαθμό που επινοήθηκε μ’ ένα ψέμα ένας ιδεώδης κόσμος. Το ψέμα του ιδεώδους ήταν μέχρι τώρα η κατάρα που κρεμόταν πάνω από την πραγματικότητα. Μέσω αυτού του ψέματος η ίδια η ανθρωπότητα έγινε κίβδηλη και ψεύτικη ως τα πιο θεμελιώδη ένστικτά της – σε σημείο να λατρεύει τις αντίθετες αξίες από κείνες που θα εξασφάλιζαν την υγεία της, το μέλλον της, το ανώτερο δικαίωμα για το μέλλον.» (Νίτσε)

Στόχος του η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο. Πίστευε πως για να ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά, εννοώντας τον καθολικό επαναπροσδιορισμό των ηθικών του αξιών και κοινωνικών προτύπων, θεωρώντας τον εαυτό του ως τη γέφυρα που θα ένωνε τον Άνθρωπο με τον Υπεράνθρωπο που έκρυβε μέσα του. Για να το πετύχει αυτό δεν διστάζει να εκθέσει τον εαυτό του κάτω από τα φώτα της έντονης κριτικής και δημοσιότητας. Σκίζει τις μάσκες της υποκρισίας και αποκαλύπτει χωρίς αναστολές τον πραγματικό του εαυτό, όπως τον αντιλαμβάνεται ο ίδιος, αυτόν που δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει κανείς. «Ούτε με άκουσε κανείς ποτέ ούτε με είδε» (Νίτσε). Παρομοίαζε τον λόγο του με λόγια του ανέμου, ή με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη, οι στίχοι των οποίων ήταν δύσκολο να κατανοηθούν. «Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';» (Νίτσε) Είχε προβλέψει πως τα έργα του θα παρερμηνευτούν, όπως έγινε από τον ίδιο τον Χίτλερ, που στήριξε τη θεωρία του περί αρρειανής φυλής στο νιτσεϊκό έργο Τάδε έφη Ζαρατούστρα, όπου διαπραγματευόταν την έννοια του υπερανθρώπου. «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν» (Νίτσε).

Ο Friedrich Nietzsche μεγάλωσε σε ένα αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον (οι δυο παππούδες του και ο πατέρας του κατείχαν σημαντικές θέσεις στην Προτεσταντική Εκκλησία). Παρόλο η επιστήμη της Θεολογίας ήταν η εύλογη επιλογή για ένα παιδί θεοσεβούμενης οικογένειας, ωστόσο ο ίδιος στράφηκε από νωρίς προς την κλασική φιλολογία και τη Φιλοσοφία. Από πολύ μικρή ηλικία φάνηκε η ευστροφία και η οξύτητα του μυαλού του. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του που τον ήθελε εφημέριο, δέχεται την υποτροφία που κερδίζει στις κλασικές σπουδές. Παράλληλα δουλεύει με πάθος πάνω στις μουσικές συνθέσεις του, διερευνώντας όλες τις κλίσεις και τις δυνατότητές του. Στα 25 του είναι ήδη καθηγητής σε πανεπιστήμιο της Ελβετίας. Συνεχώς ερχόταν σε επαφή με νέες ιδέες και ανθρώπους, όπως ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, ως τη στιγμή της οριστικής ρήξης, λόγω του αντισημιτισμού που χαρακτήριζε τον μουσουργό. Μελέτησε σημαντικούς σύγχρονους με αυτόν στοχαστές και φιλοσόφους, όπως ο Σοπενχάουερ. Οι διαλέξεις του στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο άφηναν άναυδους τους φοιτητές του και η ρητορική του δεινότητα ήταν γνωστή σε όλα τα κοσμικά σαλόνια.

Είναι η εποχή που ξεκινά και το πλούσιο και πολυμορφικό συγγραφικό του έργο. Η γραφή του είναι θυελλώδης κι επιθετική. Ρέει σαν ποταμός και παρασύρει ό,τι εμποδίζει τη σωτηρία του ανθρώπου και της ανθρώπινης ψυχής. Δε διστάζει να συγκρουστεί μετωπικά αφορίζοντας πάγιες αξίες, όπως ο Χριστιανισμός και η Ηθική ή να τα βάλει με σημαντικά πρόσωπα της εποχής του για τους οποίους δεν έκρυβε την περιφρόνησή του. Πίστευε πως οι άνθρωποι έπρεπε να αναζητήσουν το πνεύμα τους μέσα στην ίδια τους την ψυχή και όχι στις θρησκείες, λέγοντας ευθαρσώς πως «ο Χριστιανισμός είναι το πιο μοιραίο και σαγηνευτικό ψέμα που ειπώθηκε ποτέ – το μεγαλύτερο και το πιο ασεβές ψέμα». Αναθεωρεί όλες τις έννοιες. «Όλα όσα πήρε στα σοβαρά μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα δεν είναι πραγματικότητες αλλά φαντασιοκοπήματα – ακριβέστερα ψέματα που ειπώθηκαν από τα κακά ένστικτα άρρωστων φύσεων που ήταν επιβλαβείς με τη βαθύτερη έννοια – ψέματα όλες αυτές οι έννοιες, ο «Θεός», η «ψυχή», η «αρετή», η «αμαρτία», το «επέκεινα», η «αλήθεια», η «αιώνια ζωή» (Νίτσε).

Το 1879 ο Νίτσε εγκαταλείπει την πανεπιστημιακή του καριέρα και ταξιδεύει στην Ευρώπη προς αναζήτηση του ιδανικότερου κλίματος για τη βεβαρημένη υγεία του. Είναι η εποχή που γνωρίζεται με τη συγγραφέα Λου Σαλομέ, την «ενσάρκωση της ιδανικής συντρόφου», όπως έλεγε, το ειδύλλιο όμως δεν κράτησε πολύ και ο Νίτσε συντετριμμένος επιχειρεί να αυτοκτονήσει τρεις φορές. Είναι η περίοδος που η πνευματική του υγεία αρχίζει να εκφυλίζεται, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως το συγγραφικό του έργο υπέστη ύφεση, απεναντίας, μάλιστα. Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ζωής του και με την ψυχική και σωματική του υγεία καταρρακωμένη, ο φιλόσοφος συλλαμβάνει την ιδέα της «αιώνιας επιστροφής», της ανώτατης διατύπωσης της κατάφασης στη ζωή, το μεγάλο ΝΑΙ που γίνεται η ραχοκοκκαλιά του σημαντικότερου ίσως έργου της καριέρας του Τάδε έφη Ζαρατούστρα.

Ο Καρλ Γιουνγκ θα σχολιάσει: «Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε δεν είναι φιλοσοφία,αλλά η περιγραφή μιας δραματικής μεταμόρφωσης που έχει καταπιεί ολοκληρωτικά τη διανόηση». Ο ίδιος ο Νίτσε γράφει: «Το να καταλάβει κανείς έξι φράσεις απ’ αυτό το βιβλίο – δηλαδή να τις έχει βιώσει πραγματικά – θα’ φτανε για να τον ανεβάσει σ’ ένα επίπεδο ύπαρξης ανώτερο απ’ αυτό στο οποίο μπορεί να φτάσει ο «σύγχρονος» άνθρωπος.» Τα λόγια του θρησκευτικού προφήτη των Περσών γίνονται βάλσαμο και έμπνευση, μόνο για να τα μεταμορφώσει σε μια ολοκαίνουργια αποκαλυπτική θεωρία που οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωσή του, τον κάνει υπεράνθρωπο, απρόσβλητο από κάθε αρνητικό συναίσθημα ή δοξασία ή κοινωνική ηθική ιδέα.

Ο τίτλος Ίδε ο Άνθρωπος (λατ. Ecce homo) είναι παρμένος από την Αγία Γραφή και συγκεκριμένα από το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Είναι η φράση με την οποία ο Πόντιος Πιλάτος παρουσίασε στον ιουδαϊκό λαό τον Ιησού Χριστό φέροντας ακάνθινο στεφάνι και περιβεβλημένο με ρωμαϊκό πορφυρό χιτώνα, έναν συσχετισμό που μόνο ο ίδιος θα τολμούσε να κάνει. Μέσα στην έκδηλη μεγαλομανία του («γιατί είμαι τόσο σοφός», «γιατί είμαι τόσο έξυπνος», «γιατί γράφω τόσο καλά βιβλία», «γιατί είμαι μια μοίρα» είναι ορισμένοι από τους τίτλους των κεφαλαίων του) ενστερνίζεται τον ρόλο του Διονύσου, αφού το έργο του δεν εκφράζει «την απολλώνεια γαλήνη ενός ώριμου σοφού, αλλά τη διονυσιακή έξαψη ενός επαναστάτη», ρόλος που θα μπορούσε να συσχετισθεί με τη συφιλιδική μόλυνση που τον βασάνιζε και που βαθμιαία τον οδηγούσε σε παράλυση και καταρράκωση του σώματός του, και που ο ίδιος τη μετέφρασε σε «μαινάδες που ξεσκίζουν το μαρτυρικό σώμα του Διονύσου». Μετά από ένα κρούσμα διφθερίτιδας και δυσεντερίας, η υγεία του δεν θα επανέλθει ποτέ σε καλή κατάσταση.


Το υπόλοιπο της ζωής του το περνά έγκλειστος σε άσυλο και αργότερα με τη μητέρα και την αδελφή του, σε πλήρες διανοητικό σκοτάδι, όπου και πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900, με την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο.

Αποσπάσματα από το Ίδε ο Άνθρωπος:

«Πόση αλήθεια αντέχει ένα πνεύμα, πόση αλήθεια τολμάει αυτό; Αυτό γινόταν για μένα όλο και πιο πολύ το πραγματικό μέτρο της αξίας. Η πλάνη (δηλαδή η πίστη στο ιδεώδες) δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι δειλία.»

«Η φιλοσοφία, όπως την κατάλαβα και την έζησα μέχρι τώρα, σημαίνει να ζεις με τη θέλησή σου μέσα στα χιόνια και στα ψηλά βουνά – να επιζητάς καθετί παράξενο και αμφισβητήσιμο στην ύπαρξη, καθετί που μέχρι τώρα έχει εξοστρακιστεί από την ηθική.»

«Δεν ψάξατε ακόμη να βρείτε τους εαυτούς σας και βρήκατε εμένα. Έτσι κάνουν όλοι οι πιστεύοντες. Γι’ αυτό είναι τόσο ασήμαντη κάθε πίστη.»

«Η ευσπλαχνία θεωρείται αρετή μόνο από τους παρακμιακούς.»

«Η σιωπή είναι μια αντίρρηση. Το να καταπίνεις τα πράγματα οδηγεί αναγκαστικά σ’ έναν κακό χαρακτήρα – χαλάει ακόμη και το στομάχι. Όλοι εκείνοι που σιωπούν είναι δυσπεπτικοί… το να υποφέρεις από μοναξιά είναι επίσης μια αντίρρηση.»

«Κάθε ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση ενός ισχυρού αντιπάλου ή προβλήματος. Το θέμα δεν είναι απλώς να κυριαρχήσουμε πάνω σ’ ότι αντιστέκεται, αλλά σ’ ότι μας αναγκάζει να κινητοποιήσουμε όλη μας τη δύναμη, την επιδεξιότητα και τη μαχητική ικανότητα: κοντολογίς, το θέμα είναι να κυριαρχήσουμε πάνω σ’ αντιπάλους που είναι ίσοι μας.»

«Η ανθρωπιά μου δεν συνίσταται στο να νιώθω πώς είναι οι άνθρωποι, αλλά στο να αντέχω αυτό που νιώθω μαζί τους.»

«Το να εξακολουθείς να τιμάς κάτι το οποίο απέτυχε, επειδή ακριβώς απέτυχε – αυτό θα ταίριαζε καλύτερα με τη δική μου ηθική.»

«Το διάβασμα είναι ακριβώς η αναψυχή μου από την ίδια τη σοβαρότητά μου.»

«Πρέπει κανείς ν’ αποφεύγει το τυχαίο και τα εξωτερικά ερεθίσματα όσο το δυνατόν περισσότερο. Ένα είδος «μαντρώματος» του εαυτού μας ανήκει στις πιο ενστικτώδικες προφυλάξεις της πνευματικής κυοφορίας.»

«Ο μεγάλος ποιητής αντλεί μόνο από τη δική του πραγματικότητα – στο σημείο να μην μπορεί να υποφέρει καθόλου το έργο του μετά.»

«Δεν ξέρω διάβασμα που να σχίζει τόσο την καρδιά όσο ο Σαίξπηρ.»

«Όλοι φοβόμαστε την αλήθεια.»

«Δεν μπορούμε να είμαστε τίποτε άλλο εκτός από επαναστάτες.»

«Ο κόσμος είναι φτωχός για κείνον που δεν ήταν ποτέ αρκετά άρρωστος.»

«Οι μεγάλες δαπάνες μας είναι αθροίσματα μικρών δαπανών. Το να προσέχουμε, το να μην αφήνουμε τα πράγματα να’ ρχονται κοντά, συνεπάγεται μια δαπάνη, μια ενέργεια που ξοδεύεται για αρνητικούς σκοπούς. Μέσω της διαρκούς ανάγκης για προφύλαξη μόνο, μπορεί να γίνει κανείς αρκετά αδύναμος ώστε να μην μπορεί πια να υπερασπίζεται τον εαυτό του.»

«Δεν έχει έρθει ακόμη καιρός για μένα: μερικοί γεννιούνται μετά θάνατον.»

«Πρέπει κανείς να επαναξιολογήσει όλες τις αξίες για να μπορέσει να χτυπήσει το καρφί στο κεφάλι.»

«Τα βιβλία μου φτάνουν συχνά το ανώτερο πράγμα στο οποίο μπορεί να φτάσει κανείς πάνω στη γη, δηλαδή στον κυνισμό.»

«Όταν φαντάζομαι τον τέλειο αναγνώστη, τον φαντάζομαι τέρας θάρρους και περιέργειας. Επιπλέον, ευλύγιστο, πανούργο, προσεκτικό: έναν γεννημένο τυχοδιώκτη και εξερευνητή.»

«Η τέλεια γυναίκα κάνει κομμάτια αυτόν που αγαπά. Τις ξέρω αυτές τις χαριτωμένες μαινάδες. Αχ, τι επικίνδυνο, έρπον, υποχθόνιο μικρό θηρίο είναι! Κι όμως τόσο ευχάριστο! Μια μικρή γυναίκα που ζητάει εκδίκηση μπορεί να πηδήξει πάνω από την ίδια τη μοίρα. Η γυναίκα είναι πολύ πιο κακή από τον άνδρα. Επίσης και πιο πανούργα: Η καλή φύση σε μια γυναίκα είναι μια μορφή εκφυλισμού. Σε όλες τις λεγόμενες «ωραίες ψυχές» υπάρχει κάτι στραβό από φυσιολογική άποψη.»

«Ο όρος «ελεύθερο πνεύμα» δεν πρέπει να εννοηθεί αλλιώς: σημαίνει ένα πνεύμα που έχει γίνει ελεύθερο, που έχει γίνει πάλι ο κύριος του εαυτού του.»

«Το να μετατρέψω κάθε «ήταν» σε «έτσι το’ θελα εγώ» - μόνο αυτό θα μπορούσα να ονομάσω λύτρωση.»




(πηγές: Δ. Καββαθάς, Ε. Μαραγκόζη, Ίδε ο Άνθρωπος)
-.-

6.4.08

Ηλεκτρονική πρόσβαση στις βιβλιοθήκες των ελληνικών Πανεπιστημίων


Το διαδίκτυο τρύπωσε στις βιβλιοθήκες και των ελληνικών Πανεπιστημίων, που προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα των καιρών! Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα της Ελλάδας, το ένα μετά το άλλο, κάνουν την έκπληξη, υιοθετώντας τις επιταγές του "κινήματος ανοικτής πρόσβασης", το οποίο έχει ξεκινήσει εδώ και τέσσερα χρόνια και πρεσβεύει ότι πρέπει να δίνεται από τους συγγραφείς η άδεια ελεύθερης δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ερευνών τους για το ευρύ κοινό, προκειμένου η επιστημονική γνώση να βγει πιο έξω από τους χοντρούς τοίχους των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών.

Κατευθυντήρια γραμμή δόθηκε από το Πανεπιστήμιο Cornell, το οποίο έδωσε την εναλλακτική δυνατότητα στους ερευνητές να καταθέσουν στην ηλεκτρονική του διεύθυνση (arxiv.org) τις επιστημονικές τους εργασίες, αντί των επιστημονικών περιοδικών ιδιωτικών εκδοτικών οίκων, οι συνδρομές των οποίων είναι ένας σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας μη απόκτησής τους από τις βιβλιοθήκες των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα οι ερευνητές των πανεπιστημίων να μην έχουν πρόσβαση στις έρευνες των συναδέλφων τους.


Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τα Πανεπιστήμια Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Πάτρας, Κρήτης, κάποιες σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχουν ήδη συγκεντρώσει στα καταθετήρια των βιβλιοθηκών τους κάθε μορφής περιεχόμενο που παράγεται στα δημόσια πανεπιστήμια. Το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας μετρά ήδη 9.000 εγγεγραμμένους χρήστες, οι οποίοι μπορούν να παρακολουθήσουν 750 μαθήματα και να «σερφάρουν» σε εργασίες, σημειώσεις, βιβλιογραφία, κλπ. Πάνω από 100.000 μεταπτυχιακές διπλωματικές εργασίες και διπλωματικές εργασίες έχουν πάρει ηλεκτρονική μορφή και είναι προσβάσιμες, ενώ παράλληλα έχουν δημιουργηθεί συστήματα τηλε-εκπαίδευσης (Eclass.aueb.gr, eclass.uth.gr και compus.uom.gr) για όσους Έλληνες πολίτες επιθυμούν την ελεύθερη πρόσβαση στην επιστημονική γνώση. Ήδη έχει ξεκινήσει η πρώτη ελληνική διαδικτυακή πύλη σε θέματα ελεύθερης πρόσβασης στην επιστήμη και γνώση από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης με πληροφοριακό υλικό (www.openaccess.gr) και μέσα στο 2008 θα παρουσιαστούν εκεί τα πρώτα ελληνικά επιστημονικά περιοδικά, που θα αφορούν στους τομείς της Βιολογίας, της Χημείας, των επιστημών υγείας και των Ανθρωπιστικών σπουδών.


Ανοικτή πρόσβαση στη γνώση, λοιπόν, και απρόσκοπτη διεύρυνση του δημόσιου γνωστικού χώρου, όπως αποκαλείται. Μια ιδέα που ήρθε από το εξωτερικό με καθυστέρηση τεσσάρων ετών. Τα προβλήματα που πρέπει να υπερπηδηθούν είναι πολλά και ιδιαίτερα. Ένα από αυτά είναι η νοοτροπία μας, αφού ενώ οι επιστήμονες που έρχονται από το εξωτερικό με ευκολία παραχωρούν τις εργασίες τους για ηλεκτρονική αρχειοθέτηση, οι δικοί μας επιστήμονες προτιμούν να παραχωρούν τα δικαιώματα των έργων τους αποκλειστικά σε ιδιωτικούς εκδοτικούς οίκους, κάνοντας την δυνατότητα της δημόσιας διάθεσής τους σχεδόν αδύνατη. Η αδυναμία προστασίας των εργασιών από την αντιγραφή παραμένει πρόβλημα άλυτο, αφού αντίθετα από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού, στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν υπάρχει λογισμικό που να ελέγχει τέτοιας φύσεως ζητήματα. Ευρύτερο πρόβλημα, η ελλιπής πληροφοριακή παιδεία που θα επέτρεπε στους μαθητές-φοιτητές να παραπέμπουν σωστά στις πηγές, ώστε να μην εκλαμβάνεται ως λογοκλοπή. Συχνά, επίσης, ο κακός σχεδιασμός των ιστοσελίδων που παρέχουν «ανοικτές» επιστημονικές μελέτες ή η πολυπλοκότητα των συστημάτων των πανεπιστημίων είναι σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας για τη μη σωστή πλοήγηση σε αυτές, ενώ η χρηματοδότηση αυτής της αξιόλογης προσπάθειας από τα ακαδημαϊκά ιδρύματα εξακολουθεί να παραμένει ο πιο σημαντικός απ’ όλους.


Πρόκειται για μια προσπάθεια που, παρά τα προβλήματα που ακόμη αναζητούν τη λύση τους, αποτελεί ένα επαναστατικό βήμα της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας, που φέρνει την επιστημονική γνώση κυριολεκτικά μέσα στα σπίτια μας και μόνο γι' αυτό της αξίζει η ευρύτερη κοινωνική αποδοχή και επικρότηση.