Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα modern art. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα modern art. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22.5.11

Μετά τον μετα-μοντερνισμό, τι;


Αν ανατρέξει κανείς στη νεότερη ιστορία της τέχνης διαπιστώνει ότι σε κάθε περίοδο υπήρξαν λίγο ως πολύ κάποιες κοινές κατευθυντήριες γραμμές σε τεχνοτροπίες και ιδεολογικές αφετηρίες. Όλα βρίσκονταν σε άμεση συνάρτηση με το ιστορικό γίγνεσθαι της περιόδου, αλλά και με το τι συνέβαινε στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, που πάντα βέβαια προπορευόταν σε πρωτοτυπία και καινοτομίες. Ήρθε λοιπόν η μόδα του κλασικισμού, μετά του ρομαντισμού, ύστερα έκανε την εμφάνισή της η ηθογραφία, ο ρεαλισμός.. Και εντάξει ως εκεί, όλα αυτά τα ρεύματα και οι τεχνοτροπικές τάσεις θεωρήθηκαν ως παράδοση και έγιναν ευρέως αποδεκτά. Με τον μοντερνισμό, τι γίνεται; Πάλι ρεαλισμός, πάλι εσωτερικοί μονόλογοι, αλλά όλα κατακερματισμένα πλέον. Φεύγει το διήγημα, έρχεται το μυθιστόρημα, εκλείπει το επικό, έρχεται η εσωτερικότητα, το εγώ, η υποκειμενική λήψη της πραγματικότητας. Δεν σταματάει όμως εκεί. Μετά την κάμψη της ήττας σε πολιτικό και ιστορικό επίπεδο (κατάρρευση Μεγάλης Ιδέας, χαμένες πατρίδες, βαλκανικοί, παγκόσμιοι πόλεμοι, κατοχή, αντίσταση, ήττα αριστεράς, μεταξική δικτατορία και πάει λέγοντας), η ηττοπάθεια και στην λογοτεχνία, πάλι η τέχνη κατά πόδας. Οράματα και ιδεολογίες που σβήσαν, ηγέτες που δεν υπάρχουν και μια πατρίδα που ολοένα συρρικτώνει και εξαφανίζεται.. Οι λογοτέχνες στρέφονται προς αναζήτηση απαντήσεων σε υπαρξιακά πλέον ζητήματα και η τεχνοτροπία τους ακολουθεί: αποσπασματικότητα, ελλειπτικότητα, ο χρόνος να τρέχει μπρος πίσω, η τάξη εξαφανίζεται, η αρμονία επίσης, χάος, εγκλωβισμός και απογοήτευση, όλα χαρακτηριστικά ενός μετα-μοντερνισμού και μετα-υπερρεαλισμού που ακολουθεί κατά πόδας την σύγχρονή τους πραγματικότητα. Πολυπρόσωπα έργα, υπερίσχυση του υποσυνείδητου, λόγος που βγαίνει σπασμωδικά, μέσα από σπασμένες προτάσεις, ακατάστατη στίξη και σύνταξη, άλογες σκέψεις και μια απουσία αίτιου-αιτιατού που υποχρέωνε τον δέκτη να συμμετάσχει, τον διέταζε να στίψει το μυαλό του προκειμένου να βρει τι βρίσκεται ανάμεσα στις λέξεις, να φτάσει σε ένα συμπέρασμα, σε μια ουσία..

Ωραία! Και μετά; Μετά την ουσία, τι;...

Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα επόμενο στάδιο από αυτό. Οι γενιές με τα κοινά οράματα και τις παράλληλες πορείες έχουν εκλείψει, το ίδιο και η αναζήτηση για κάτι καινούργιο και πρωτοποριακό. Και το κυριότερο; Φαίνεται πως έχει χαθεί η ουσία. Βλέπεις, διαβάζεις κάτι ακραίο και αναζητάς πίσω από αυτό, τον λόγο, το τι υπαινίσσεται ο δημιουργός.. και δεν βρίσκεις τίποτα, κανέναν συνειρμό, κανένα υπόβαθρο θεωρητικό ή συνομιλία με το παρελθόν ή έστω με το μέλλον. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως είναι αυτό ακριβώς που θέλουν να καταδείξουν οι σημερινοί δημιουργοί, το ότι δηλαδή όσο και να ψάξεις, δεν πρόκειται να βρεις κανένα απολύτως νόημα, καμιά ουσία;
Και πάλι δηλαδή, η τέχνη μιμείται τη ζωή; Ένα γίγνεσθαι και μια ιστορική συγκυρία απόλυτης διάλυσης τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε ατομικό; Ο άνθρωπος έχει χάσει το ενδιαφέρον του για τα σημαντικά και τα πανανθρώπινα, και είναι φυσικό: όταν γύρω σου όλα καταρρέουν, ποιος ο λόγος να ψάξεις για την ουσία και να την εκφράσεις μέσα από την τέχνη σου; Αφού κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται πλέον σε κανένα επίπεδο. Έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί όλος αυτός ο καταιγισμός από έργα που μας κάνουν να αναρωτούμαστε: είναι τέχνη τώρα αυτό που βλέπω ή μια μπούρδα στο τετράγωνο;
Κι όμως, είναι τέχνη. Ζούμε στην εποχή της μη ουσίας και ως συνεπακόλουθο, μη ουσίας θα είναι και η τέχνη της - μη έλλογης, τουλάχιστον - δεν θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά.

3.11.08

Τέχνης παιχνίδια


Ένα από τα πιο γοητευτικά χαρακτηριστικά στην τέχνη είναι η διαφορετική επίδραση που μπορεί να έχει πάνω στους ανθρώπους. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σε συγκινήσει και τι θα σε αφήσει αδιάφορο. Και ποτέ δεν ξέρεις τι θα εισπράξει ο καθένας κάθε φορά.

Για μένα, το θέμα ενός εικαστικού έργου έχει συνήθως δευτερεύουσα σημασία ή και καθόλου. Αυτό που με ελκύει σε ένα έργο τέχνης είναι η γλώσσα του χρώματος και η πορεία της πινελιάς, τα μέσα δηλαδή και η διαδικασία. Συνήθως αυτή τη διαδικασία της ροής της πινελιάς, και κατ’ επέκταση, της σκέψης του καλλιτέχνη και της συναισθηματικής του φόρτισης όταν δημιουργεί το έργο, δεν μπορείς να την απολαύσεις αρκετά άμεσα στην παραστατική τέχνη, γιατί στην παραστατική τέχνη σημασία έχει το αποτέλεσμα, το θέμα δηλαδή αυτό καθαυτό και η σωστή του απόδοση, όχι η διαδικασία. Αυτός είναι ο λόγος που με αιχμαλωτίζουν περισσότερο τα μη παραστατικά έργα τέχνης.

Με την υποβάθμιση του θέματος που σημειώνεται σε όλα τα εικαστικά ρεύματα του μοντερνισμού, αναδεικνύεται αυτόματα η μορφή, το υλικό και η επεξεργασία. Είναι σα να βλέπεις τον πίνακα πίσω από τον πίνακα, τον καλλιτέχνη την ώρα της δημιουργίας. Η παραμόρφωση, τα αντιρρεαλιστικά θέματα, η πολλαπλή προοπτική, η προβολή της ιδιοσυστασίας των υλικών, όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά και επιδιώξεις του μοντερνισμού, που οδηγούν σταδιακά από τις αρχές του 20ου αιώνα στην αφηρημένη τέχνη. Ο φουτουρισμός, ο ντανταϊσμός, ο σουρεαλισμός, ο φωβισμός, ο εξπρεσιονισμός, ο κυβισμός, είναι μερικά από τα κινήματα που ήρθαν σε ρήξη με τον αποστειρωμένο από κάθε πρωτοτυπία ακαδημαϊσμό που επικρατούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Ακόμη και στην Ελλάδα, οι διάφορες εκφραστικές τάσεις της αφαίρεσης, με εκπροσώπους όπως ο Μπουζιάνης, ο Σπυρόπουλος, ο Κοντόπουλος, ο Λεφάκης κ.ά. προσέφεραν μοναδικά δείγματα αφηρημένης τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο πιο τολμηρός βέβαια από όλους τους Έλληνες ζωγράφους, ιδανικός εκφραστής του εξπρεσιονισμού, είναι, κατά τη γνώμη μου, ο Γιώργος Μπουζιάνης. Γι’ αυτόν η πορεία από το οπτικό ερέθισμα προς την αντιληπτική του μεταγραφή περνά πάντα μέσα από τις υπόγειες διαδρομές του θυμικού. Αυτή η πορεία καταργεί κάθε πιστή μίμηση στα πράγματα. Η τέχνη του υπονομεύει την πραγματικότητα όπως την γνωρίζουμε, παραμορφώνοντας τα θέματα που επιλέγει τόσο ώστε να αποσυνδεθούν τελείως από την οπτική πραγματικότητα, όπως την γνωρίζουμε και την δεχόμαστε.

Ο Μπουζιάνης είναι μοναχικός καλλιτέχνης. Δεν ακολουθεί τον συρμό των υπόλοιπων Ελλήνων συναδέλφων του (γι’ αυτό και δεν έγινε εύκολα αποδεκτός από το ευρύ ελληνικό κοινό), γιατί προήλθε από έναν τόπο με πολύ διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, αφού είχε προλάβει να βιώσει από πρώτο χέρι όλη την βίαιη και ηρωική εποχή του εξπρεσιονισμού της ομάδας Γέφυρα (1907) και την ζωγραφική της άμεσης κοινωνικής κριτικής της Γερμανίας των αρχών του 20ου αιώνα.

Οι μοναχικές φιγούρες στα έργα του μαρτυρούν τον διαρκή αγώνα του συνειδητού να ανιχνεύσει τα όρια του υποσυνείδητου και οι εξπρεσιονιστικές παραμορφώσεις που επιλέγει ως εκφραστικό μέσο, υπαγορεύουν την επιδίωξή του να περιγράψει με σχήματα αντιστοιχίες του εσωτερικού χώρου της ανθρώπινης συνείδησης. Στα έργα του μιλά η ψυχή, όχι τα μάτια και αυτό σαγηνεύει και τελικά αιχμαλωτίζει τον θεατή των έργων του.

Η ένταση των χρωμάτων, η ακανόνιστη πορεία της γραμμής, οι αντιθέσεις των σχεδιαστικών και χρωματικών στοιχείων, το επίσης αφηρημένο φόντο που συμμετέχει ισότιμα στο έργο με τη μορφή, δίνουν σε όλα τα έργα του μεγάλη εικαστική δύναμη και την ένταση που μόνο τα μεγάλα έργα τέχνης μπορούν να εκπέμψουν.

Επιλέγω λοιπόν τον Μπουζιάνη ως πρωτοπόρο μιας πιο υπόγειας μη πεπατημένης εικαστικής διαδρομής και συγκεκριμένα το έργο του Γυναίκα με Λουλούδια, λάδι σε μουσαμά, φτιαγμένο το 1949, με διαστάσεις 98x69 cm. Ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος σ' αυτό το έργο αντιμετωπίζει την ανθρώπινη μορφή σχεδόν βάρβαρα. Η βιαιότητα της πινελιάς και ο άναρχος χειρισμός του χρώματος μετατρέπουν τον καμβά σε αρένα δράσης, με τη φιγούρα να ταλαντεύεται στα όρια της αφαίρεσης προκειμένου να φτάσει στην ιδέα της, στο ιδεατό και όχι σε μια τυφλή αναπαράσταση της πραγματικότητας, ένα έργο που προκάλεσε αντιδράσεις όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο αθηναϊκό κοινό και που εικαστικά με εκφράζει απόλυτα.



Για ποίημα επιλέγω ένα σονέτο του αγαπημένου Σαίξπηρ. Θα το παραθέσω χωρίς ανάλυση, γιατί πάντα έχω την αίσθηση πως όποιος επιχειρεί να αναλύσει Σαίξπηρ, απλώς βεβηλώνει την ομορφιά του:

Κατάκοπος πλαγιάζω, ανάπαψη γλυκιά
να βρω για μέλη από πορεία κουρασμένα
μα μόλις στο κορμί μου σταματά η δουλειά
αρχίζει στο κεφάλι, εργάζονται τα φρένα.

Οι στοχασμοί μου τότε φεύγουν, παν μακριά
με ζήλο στο προσκύνημά σου και κρατάνε
ορθάνοιχτα τα βλέφαρά μου τα βαριά,
που όπως θωρεί ο τυφλός στα σκοτεινά κοιτάνε.

Μα της ψυχής μου η όραση η φανταστική
τη σκιά σου παρουσιάζει στην τυφλή μου θέα
σαν διαμάντι ψηλά στη νύχτα τη φρικτή
που από μαύρη και γριά την κάνει ωραία και νέα.

Κι έτσι ημέρα τα μέλη μου, νύχτα τα φρένα
δεν ησυχάζουν από μένα κι από σένα…

Και πώς μπορώ το κέφι μου να ξαναβρώ
αφού μου λείπει η ανάπαψη που γαληνεύει;
Που η νύχτα δεν κοιμίζει της ημέρας τον καημό
κι η ημέρα-νύχτα, η νύχτα-ημέρα με παιδεύει;

Κι οι δυο τους, μόλον που’ ναι δυο εχθρικά βασίλεια,
δίνουν τα χέρια για να τυραννούν εμένα
η μια με τη δουλειά και η άλλη με τη ζήλια
που με κρατάει μακριά η δουλειά, μακριά από σένα.

Λέω στην ημέρα να την καλοπιάσω, πως
η ομορφιά σου καταλεί τη συγνεφιά της
στη νύχτα ότι από σένα λάμπει ο ουρανός
όταν η μαύρη χάνει την αστροφεγγιά της.

Η ημέρα, κάθε ημέρα τον καημό μου αξαίνει
κι η νύχτα ολονυχτίς τον πόνο μου αβγαταίνει…

Sonet Nr. 27, W. Shakespeare



Τέλος, για ρητό επιλέγω το:

Τίποτα δεν είναι αυτονόητο και τίποτα ακατόρθωτο.

Δεν το έχει πει κάποιος επώνυμος, αλλά ένας καθηγητής μου σε μια δύσκολη στιγμή, παρακαταθήκη που πάντα θα κουβαλάω μαζί μου.


Ευχαριστώ τον Antoine και την artanis για την πρόσκληση, η οποία βεβαίως και είναι ανοιχτή για όποιον θέλει να συνεχίσει… και πολλά φιλιά στην εμπνεύστρια του παιχνιδιού roadartist!