
32 βυζαντινά πλοία χρονολογημένα γύρω στο 1000 μ.Χ. ανακαλύφθηκαν με όλο το ξύλινο σκαρί τους και πολλά με τα εμπορεύματά τους βυθισμένα στην υγρή άμμο του πυθμένα του «Λιμανιού του Θεοδοσίου» στο Γενίκαπι της Κωνσταντινούπολης, ενώ παράλληλα με την ανακάλυψη του μικρού αυτού στόλου, βρέθηκαν κυκλικά και τετράγωνα οικήματα ηλικίας τουλάχιστον 8,000 χρόνων, πράγμα που πιστοποιεί την αδιάλειπτη κατοίκηση της περιοχής σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
Παρόλο που προϋπήρχαν ενδείξεις κατοικισμού από όλες τις περιόδους (περιοχή Φικίρτεπε-Χαλκηδόνος περίπου 4η χιλιετία π.Χ., στην ασιατική πλευρά ευρήματα από τη νεολιθική περίοδο, στην περιοχή του ανακτόρου Τόπκαπι ευρήματα χαλκολιθικής εποχής κλπ), η πρώτη σύσταση οργανωμένης πόλης στην συγκεκριμένη περιοχή ανήκει στους Μεγαρείς, οι οποίοι ίδρυσαν αποικία στην περιοχή της σημερινής Χαλκηδόνας το 680 π.Χ., την οποία και ονόμασαν Βυζάντιο από τον ιδρυτή της Βύζαντα.
Τα οικήματα είχαν κτιστεί σ’ αυτό το σημείο προτού η στάθμη των υδάτων ανεβεί μετακινώντας την γραμμή της ακτής κατά 400 μέτρα και σχηματιστεί το «Ελευθέριον», λιμάνι που οφείλει το όνομά του στον χορηγό ευγενή που ανέλαβε την κατασκευή του επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (4ος αι. μ.Χ.). Η αρχαιολογική σκαπάνη «χτύπησε» στην προκυμαία, σε ξύλινους πασσάλους, καθώς και στον σκελετό ενός ακόμη βυζαντινού πλοίου.
Τρεις εβδομάδες νωρίτερα στην ίδια περιοχή είχε ανακαλυφθεί νεκροταφείο, χρονολογημένο το 6300-6000 π.Χ., το οποίο περιλάμβανε τα λείψανα δύο παιδιών, μιας γυναίκας και ενός άνδρα.
Οι ανακαλύψεις των ανασκαφών στην περιοχή Γενίκαπι, που έγιναν στο πλαίσιο του έργου της υποθαλάσσιας σιδηροδρομικής ζεύξης της ευρωπαϊκής και ασιατικής ακτής της Πόλης, δεν σταμάτησαν όμως εκεί. Σύμφωνα με τον τούρκο αρχαιολόγο Μετίν Γκιοκτσάι, πιστεύεται πως βρέθηκε τμήμα του χαμένου ως τώρα πρώτου οχυρωματικού τείχους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην πάλαι ποτέ αποικία των Μεγαρέων, τα οποία είχαν καταστραφεί από μεγάλο σεισμό στις αρχές του 5ου αιώνα, για να οχυρωθεί εκ νέου από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’, τα τείχη των οποίων βλέπουμε σήμερα.
.