Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Πολυδούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Πολυδούρη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

7.4.09

Έμπνευση που σε έλεγαν Γυναίκα



Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ζωής και έργου που θα μπορούσε να φωτίσει μέρος της ακατάλυπτης για πολλούς πολυπλοκότητας μιας γυναικείας καλλιτεχνικής ψυχής, είναι εκείνο της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη. Το όνομά της έχει συνδεθεί με την νεορομαντική έκφραση των εκφάνσεων του έρωτα και της ζωής μέσα στον ποιητικό λόγο, ρεύμα που κυριαρχούσε στον λογοτεχνικό χώρο στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα. Παρά τον εμπνευσμένο ποιητικό της λόγο, οι κριτικοί δεν μπόρεσαν να διακρίνουν την αξία του έργου της παρά μόνο λίγο πριν τον θάνατό της. Η αιτία αυτού του παραγκωνισμού δεν είχε να κάνει όμως με την ποιότητα της δουλειάς της, αλλά με έναν αξεπέραστο σκόπελο που εμπόδιζε την ελεύθερη πρόσβαση σε εκείνη και το έργο της. Το όνομα αυτού του σκοπέλου: Κώστας Καρυωτάκης. Η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη παραμελήθηκε για χρόνια, αφού για τους περισσότερους κριτικούς η Μαρία ήταν απλά το μέσον για να φτάσουν στην ποίηση του μεγάλου ποιητή και στην ερμηνεία της, προσανατολίζοντας έτσι το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στην ερωτική τους σχέση.

Η Μαρία φαίνεται πως δεν πολυενδιαφερόταν για την αναγνώριση και την καταξίωσή της ως ποιήτρια, αφού για την ίδια το έργο της ήταν η ζωή της. Δεν έγραφε για χάρη της ποίησης, αλλά από ανάγκη εσωτερική να εκφράσει όλες τις εμπειρίες, τα ερεθίσματα και τα συναισθήματα που αντλούσε από την ίδια της τη ζωή. Προσωπικότητα βαθιά ρομαντική διοχετεύει όλον τον ρομαντισμό της σε μια ελεγειακή ποίηση, όπου, στην αρχή τουλάχιστον, η θεματική είναι εντελώς τυχαία. Μιλά για την οικογένεια, τον θρήνο για το πτώμα ενός ναυτικού που ξέβρασε η θάλασσα, για τους κυνηγούς και τη φύση, κι όταν γνωρίζεται με τον Κώστα Καρυωτάκη, μιλά για πρώτη φορά για τον έρωτα.

Η σχέση της με τον Καρυωτάκη αλλάζει άρδειν το ποιητικό της ύφος. Η ποίησή της αρχίζει και απομακρύνεται από τη χαρά και την ξεγνοιασιά της ανέμελης ζωής, γίνεται προοδευτικά όλο και πιο σκοτεινή και πάλλεται από ένα εκχύλισμα πίκρας που απλώνεται σχεδόν στο σύνολο του έργου της, για να καταλήξει, μετά την αυτοκτονία του ποιητή, σε θρήνο για τον χαμό του και στη συνέχεια για τον δικό της χαμό. Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης είναι ο άνθρωπος που σημαδεύει βαθιά τόσο τη ζωή της όσο και το ποιητικό της έργο. Για κείνη είναι ο μεγάλος έρωτας. Για κείνον… όχι και τόσο. Η ανταπόκριση είναι μικρή και επιφανειακή και η σχέση τους λήγει άδοξα, ποτέ όμως δεν θα καταφέρει να τον ξεπεράσει. Ο πόνος του ανεκπλήρωτου και της απώλειας θα την συντροφεύει ως το τέλος, που δεν αργεί να’ ρθει.

«… Έρχεται. Ακούω που χτυπά πιο βιαστικά η καμπάνα.
Είμαι έτοιμη. Μονάχη της το τέλος αντικρύζει
πιο γρήγορο, στον πόθο της η τραγική ψυχή μου,
αμφίβολη αν την πίστεψε αυτός που τη γνωρίζει…»

Το μόνο που διακόπτει τον χείμαρρο του πόνου και του θρήνου είναι κάποιες στιγμές πυρπολημένες από το ερωτικό πάθος και μια κρυφή λαχτάρα ζωής.

«… Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου…»

Έρωτας και Θάνατος γίνονται οι δύο πόλοι στην ποιητική πορεία της Πολυδούρη, μα το ταξίδι της από τον έναν πόλο στον άλλο πάντοτε κυριαρχείται από παλλόμενο λυρισμό.

«… Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου ο κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάει
κι αν του ανακόβεται η στιγμή
να’ ρθεί που τον προσμένω…»

Το οξύμωρο με την Μαρία Πολυδώρη ωστόσο, είναι πως όσο πεσιμιστική κι αν είναι η ποίησή της, άλλο τόσο προοδευτική και φιλελεύθερη ήταν η νοοτροπία της για τη ζωή. Στην δεκατετία του 1920 είναι από τις λίγες γυναίκες που φοιτούν στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ο ανυπότακτος χαρακτήρας της επαρχιωτοπούλας που ήρθε στην πρωτεύουσα για να σπουδάσει δεν θα περνούσε απαρατήρητος. Ακόμα και στη σχέση της με τον Κώστα Καρυωτάκη, η ίδια είναι που θα πάρει την πρωτοβουλία και θα του κάνει με ένα γράμμα της πρόταση γάμου. Ξεκινά να γράφει το ημερολόγιό της την εποχή που γνωρίζει τον Καρυωτάκη, το οποίο από μόνο του αποτελεί ένα αξιόλογο λογοτέχνημα που τολμά να σαρκάσει τις συμβατικότητες μιας συντηρητικής κοινωνίας. Σε μια εποχή που η γυναικεία φωνή δεν ήταν ακόμα αρκετά ηχηρή ώστε να ακουστεί στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, η ίδια υιοθέτησε μια ιδιότυπη και ριζοσπαστική στάση ζωής απέναντι στην συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.

Αυτές οι ασυνήθιστες και ριζοσπαστικές για την εποχή επιλογές όμως, δεν φαίνεται να πέρασαν στην ποίησή της, κάτι που γεννά το εύλογο ερώτημα: πού βρίσκεται η αληθινή Πολυδούρη, στη ζωή ή στο έργο της; Η ίδια υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της που είναι ακατάλυτες. Φαντασία και πραγματικότητα μπλέκονται σε ένα αδιάσπαστο κουβάρι και ενώ η ίδια αισθάνεται και ζει με πολύ σοβαρότητα και με πολύ πάθος και στους δύο κόσμους της, έχει κανείς την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει. Η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο ειλικρινές πάθος που έχει κι η ποίησή της. Και το αντίστροφο, η ποίησή της έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας ή και αναρχίας που έχει η ζωή, φτάνοντας να δραπετεύει απ’ τη ζωή, με την ίδια γενναιότητα που την έζησε.

Συνεχίζοντας τον συλλογισμό θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: Γιατί θα πρέπει να ακυρώνει ο ένας κόσμος τον άλλο (ζωή και ποίηση) και όχι να τον συμπληρώνει; Καμία καλλιτεχνική προσωπικότητα δεν είναι, άλλωστε, μονοδιάστατη, πόσο μάλλον η γυναικεία. Έζησε τη ζωή της σύμφωνα με τις αρχές της και παράλληλα εξέφρασε μέσα από τον ποιητικό λόγο όλον τον συναισθηματισμό που πλημμύριζε τον εσωτερικό της κόσμο, το πάθος για τη ζωή, το πάθος για τον έρωτα, τη συντριβή για ό,τι δεν έζησε, το κενό του ανεκπλήρωτου, τη φθαρτότητα, τη σκιά του θανάτου και στο τέλος, τον ίδιο τον θάνατο. Δεν θα μπορούσε να γράψει για οτιδήποτε άλλο, γιατί απλά, οτιδήποτε άλλο θα ήταν λίγο.

«Δεν θα το πουν, ο πόνος μου πώς άνθισε
παρά τα λυπημένα μου τραγούδια
σαν πεταλούδες οι χαρές με σίμωναν
γιατί ήμουν δροσερή σαν τα λουλούδια.

Δεν θα το πουν, ο πόνος μου πώς μέστωσε
παρά τα πικραμένα μου τραγούδια
οι έρωτες, αηδόνια μου τραγούδαγαν
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια.

Δεν θα το πουν, πώς γιγαντώθη ο πόνος μου
παρά τα σπαραγμένα μου τραγούδια
οι χαροκόποι ανύποπτα με σίμωναν
γιατί ήμουν σιωπηλή σαν τα λουλούδια.

Δεν θα το πουν ο πόνος μου πώς πέθανε
παρά τα σιωπημένα μου τραγούδια
και θα περνά΄η ζωή πάνω μου ξένοιαστη
πώς έσβησα γλυκά σαν τα λουλούδια.»


Μιλώντας για την Πολυδούρη σε σχέση με τον Καρυωτάκη, η Λιλή Ζωγράφου γράφει:
«Μέσα στην Πολυδούρη φώλιαζε μια μανία ζωής, ενώ εκείνος ήταν ολότελα αντιζωικός. Αλλ’ όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς... Πως να μην συγκλονιστεί λοιπόν ο Καρυωτάκης – που γεννήθηκε νικημένος – από μια γυναίκα που ’βαλε σε δοκιμασία την υποκρισία, τη βλακεία και την ανηθικότητα της εποχής της με μόνη τη λεβεντιά της να ’ναι ειλικρινής και γνήσια;...»Συνεχίζοντας να μιλά για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη:
«… Μια αιώνια παρεξήγηση, να τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους. Μια μοιραία αλυσίδα παρανοήσεων και παρεξηγήσεων που θα τους χωρίζει στις πιο δύσκολες στιγμές και ακριβώς όταν θα ’χουν περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλο.»Και μιλώντας μόνο για τη Μαρία:
«… Από τέτοιους μεγάλους άπιστους, μεγάλους ερωτικούς τυχοδιώκτες, μα πιστούς σ’ ένα πείσμα ν’ ανακαλύψουν μιαν ανύπαχτη τελειότητα κι ένα πάθος να ζήσουνε την απόλυτη ομορφιά, δημιουργηθήκανε τα σύμβολα της ακατάλυτης πίστης – Πηνελόπη, Βεατρίκη, Περσεφόνη – και η Μαρία Πολυδούρη ήτανε από τη στόφα αυτή των Ποιητών.»

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1902 στην Καλαμάτα. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύτηκε στα 14 της χρόνια. Το 1918 τελειώνει το Γυμνάσιο και διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο Ζήτημα και τη χειραφέτηση της Γυναίκας. Το 1921 εγγράφεται στη Νομική Σχολή και μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Φοιτάει στο Πανεπιστήμιο και γνωρίζει τον Καρυωτάκη, οπόταν και ξεκινά το σύντομο αλλά καταλυτικό για την πορεία τους ειδύλλιο. Το 1925 εγγράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Έναν χρόνο μετά προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται. Τα επόμενα δύο χρόνια μπαινο-βγαίνει στα νοσοκομεία. Το 1928 μαθαίνει την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Τον Μάρτη του 1930 μεταφέρεται από την κλινική Χριστομάνου στην εξοχή, μετά από παράκλησή της. Στις 3 τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου πεθαίνει. Είναι μόλις 28 χρονών.

«Νέε, με την άχρωμη ματιά, με το σφιγμένο στόμα,
η θλίψη σου έκαμε ν’ ανθίσει η σκοτεινή καρδιά μου.
Μα δεν εθάρρεψα ποτέ κι ούτε και τώρα ακόμα
και τράβηξα στο γνώριμο στρατί προς τη νυχτιά μου.

Άλλες ελπίδες γύρω σου χαρούμενες γυρίζουν
έχεις ένα χαμόγελο γλυκά υποσχετικό
κι εγώ όλο απομακρύνομαι, που να μην ξεχωρίζουν
στα προδομένα μάτια μου το μάταιο μυστικό.

Κι αν δε με πήρε ούτε στιγμή στ’ ανάλαφρα φτερά της
η πίστη της χαράς εμέ, κι εγώ να ονειρευτώ
μα πως εσύ χαμογελάς γλυκά στο κάλεσμά της
ας μη μου τύχαινε ποτέ να’ ναι μια πλάνη αυτό.

Τη θλίψη σου που αγάπησα να μην ιδώ ποτέ μου
ενάντια σου να εγείρεται μοιραία καταστροφή
και ανώφελη η αγάπη μου, πάλι χαρά του ανέμου
να’ ναι και μας ασίγαστης μανίας η τροφή.»