
«Για να γίνει κανείς αυτό που είναι, δεν πρέπει να’ χει την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό που είναι. Απ’ αυτήν την οπτική γωνία, ακόμη και οι γκάφες της ζωής έχουν το νόημά τους και την αξία τους – οι ενδεχόμενοι παράπλευροι δρόμοι και λάθος δρόμοι, οι καθυστερήσεις, οι «μετριότητες», η σοβαρότητα που σπαταλιέται σε προορισμούς άσχετους με τ ο ν προορισμό. Όλα αυτά μπορούν να εκφράσουν μια μεγάλη σύνεση, ακόμα και την υπέρτατη σύνεση, εκεί που το nosce te ipsum (γνώθι σαυτόν) θα ήταν η συνταγή να καταστραφούμε, για να ξεχάσουμε τον εαυτό μας, για να παρεξηγήσουμε τον εαυτό μας, για να γίνουμε μικρότεροι, στενότεροι, μέτριοι.»

Βασική έννοια με την οποία καταπιάνεται το βιβλίο, όπως δείχνει και ο δευτερότιτλος, είναι πως ο

Χρησιμοποιεί τους ήδη υπάρχοντες κανόνες και αξίες ως αφετηρία, μόνο για να τα εκθέσει γυμνά από επιχειρήματα και να τα ανατρέψει εκ των έσω, γκρεμίζοντας είδωλα και ηθικές αξίες αιώνων. «Η πραγματικότητα έχασε την αξία της, το νόημά της, την αληθοφάνειά της ακριβώς στο βαθμό που επινοήθηκε μ’ ένα ψέμα ένας ιδεώδης κόσμος. Το ψέμα του ιδεώδους ήταν μέχρι τώρα η κατάρα που κρεμόταν πάνω από την πραγματικότητα. Μέσω αυτού του ψέματος η ίδια η ανθρωπότητα έγινε κίβδηλη και ψεύτικη ως τα πιο θεμελιώδη ένστικτά της – σε σημείο να λατρεύει τις αντίθετες αξίες από κείνες που θα εξασφάλιζαν την υγεία της, το μέλλον της, το ανώτερο δικαίωμα για το μέλλον.» (Νίτσε)

Ο Friedrich Nietzsche μεγάλωσε σε ένα αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον (οι δυο παππούδες του και ο πατέρας του κατείχαν σημαντικές θέσεις στην Προτεσταντική Εκκλησία). Παρόλο η επιστήμη της Θεολογίας ήταν η εύλογη επιλογή για ένα παιδί θεοσεβούμενης οικογένειας, ωστόσο ο ίδιος στράφηκε από νωρίς προς την κλασική φιλολογία και τη Φιλοσοφία. Από πολύ μικρή ηλικία φάνηκε η ευστροφία και η οξύτητα του μυαλού του. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του που τον ήθελε εφημέριο, δέχεται την υποτροφία που κερδίζει στις κλασικές σπουδές. Παράλληλα δουλεύει με πάθος πάνω στις μουσικές συνθέσεις του, διερευνώντας όλες τις κλίσεις και τις δυνατότητές του. Στα 25 του είναι ήδη καθηγητής σε πανεπιστήμιο της Ελβετίας. Συνεχώς ερχόταν σε επαφή με νέες ιδέες και ανθρώπους, όπως ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, ως τη στιγμή της οριστικής ρήξης, λόγω του αντισημιτισμού που χαρακτήριζε τον μουσουργό. Μελέτησε σημαντικούς σύγχρονους με αυτόν στοχαστές και φιλοσόφους, όπως ο Σοπενχάουερ. Οι διαλέξεις του στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο άφηναν άναυδους τους φοιτητές του και η ρητορική του δεινότητα ήταν γνωστή σε όλα τα κοσμικά σαλόνια.

Το 1879 ο Νίτσε εγκαταλείπει την πανεπιστημιακή του καριέρα και ταξιδεύει στην Ευρώπη

Ο Καρλ Γιουνγκ θα σχολιάσει: «Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε δεν είναι φιλοσοφία,αλλά η περιγραφή μιας δραματικής μεταμόρφωσης που έχει καταπιεί ολοκληρωτικά τη διανόηση». Ο ίδιος ο Νίτσε γράφει: «Το να καταλάβει κανείς έξι φράσεις απ’ αυτό το βιβλίο – δηλαδή να τις έχει βιώσει πραγματικά – θα’ φτανε για να τον ανεβάσει σ’ ένα επίπεδο ύπαρξης ανώτερο απ’ αυτό στο οποίο μπορεί να φτάσει ο «σύγχρονος» άνθρωπος.» Τα λόγια του θρησκευτικού προφήτη των Περσών γίνονται βάλσαμο και έμπνευση, μόνο για να τα μεταμορφώσει σε μια ολοκαίνουργια αποκαλυπτική θεωρία που οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωσή του, τον κάνει υπεράνθρωπο, απρόσβλητο από κάθε αρνητικό συναίσθημα ή δοξασία ή κοινωνική ηθική ιδέα.
Ο τίτλος Ίδε ο Άνθρωπος (λατ. Ecce homo) είναι παρμένος από την Αγία Γραφή και συγκεκριμένα από το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Είναι η φράση με την οποία ο Πόντιος Πιλάτος παρουσίασε στον ιουδαϊκό λαό τον Ιησού Χριστό φέροντας ακάνθινο στεφάνι και περιβεβλημένο με ρωμαϊκό πορφυρό χιτώνα, έναν συσχετισμό που μόνο ο ίδιος θα τολμούσε να κάνει. Μέσα στην έκδηλη μεγαλομανία του («γιατί είμαι τόσο σοφός», «γιατί είμαι τόσο έξυπνος», «γιατί γράφω τόσο καλά βιβλία», «γιατί είμαι μια μοίρα» είναι ορισμένοι από τους τίτλους των κεφαλαίων του) ενστερνίζεται τον ρόλο του Διονύσου, αφού το έργο του δεν εκφράζει «την απολλώνεια γαλήνη ενός ώριμου σοφού, αλλά τη διονυσιακή έξαψη ενός επαναστάτη», ρόλος που θα μπορούσε να συσχετισθεί με τη συφιλιδική μόλυνση που τον βασάνιζε και που βαθμιαία τον οδηγούσε σε παράλυση και καταρράκωση του σώματός του, και που ο ίδιος τη μετέφρασε σε «μαινάδες που ξεσκίζουν το μαρτυρικό σώμα του Διονύσου». Μετά από ένα κρούσμα διφθερίτιδας και δυσεντερίας, η υγεία του δεν θα επανέλθει ποτέ σε καλή κατάσταση.
Το υπόλοιπο της ζωής του το περνά έγκλειστος σε άσυλο και αργότερα με τη μητέρα και την αδελφή του, σε πλήρες διανοητικό σκοτάδι, όπου και πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900, με την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο.
Αποσπάσματα από το Ίδε ο Άνθρωπος:
«Πόση αλήθεια αντέχει ένα πνεύμα, πόση αλήθεια τολμάει αυτό; Αυτό γινόταν για μένα όλο και πιο πολύ το πραγματικό μέτρο της αξίας. Η πλάνη (δηλαδή η πίστη στο ιδεώδες) δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι δειλία.»
«Η φιλοσοφία, όπως την κατάλαβα και την έζησα μέχρι τώρα, σημαίνει να ζεις με τη θέλησή σου μέσα στα χιόνια και στα ψηλά βουνά – να επιζητάς καθετί παράξενο και αμφισβητήσιμο στην ύπαρξη, καθετί που μέχρι τώρα έχει εξοστρακιστεί από την ηθική.»
«Δεν ψάξατε ακόμη να βρείτε τους εαυτούς σας και βρήκατε εμένα. Έτσι κάνουν όλοι οι πιστεύοντες. Γι’ αυτό είναι τόσο ασήμαντη κάθε πίστη.»
«Η ευσπλαχνία θεωρείται αρετή μόνο από τους παρακμιακούς.»
«Η σιωπή είναι μια αντίρρηση. Το να καταπίνεις τα πράγματα οδηγεί αναγκαστικά σ’ έναν κακό χαρακτήρα – χαλάει ακόμη και το στομάχι. Όλοι εκείνοι που σιωπούν είναι δυσπεπτικοί… το να υποφέρεις από μοναξιά είναι επίσης μια αντίρρηση.»
«Κάθε ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση ενός ισχυρού αντιπάλου ή προβλήματος. Το θέμα δεν είναι απλώς να κυριαρχήσουμε πάνω σ’ ότι αντιστέκεται, αλλά σ’ ότι μας αναγκάζει να κινητοποιήσουμε όλη μας τη δύναμη, την επιδεξιότητα και τη μαχητική ικανότητα: κοντολογίς, το θέμα είναι να κυριαρχήσουμε πάνω σ’ αντιπάλους που είναι ίσοι μας.»
«Η ανθρωπιά μου δεν συνίσταται στο να νιώθω πώς είναι οι άνθρωποι, αλλά στο να αντέχω αυτό που νιώθω μαζί τους.»
«Το να εξακολουθείς να τιμάς κάτι το οποίο απέτυχε, επειδή ακριβώς απέτυχε – αυτό θα ταίριαζε καλύτερα με τη δική μου ηθική.»
«Το διάβασμα είναι ακριβώς η αναψυχή μου από την ίδια τη σοβαρότητά μου.»
«Πρέπει κανείς ν’ αποφεύγει το τυχαίο και τα εξωτερικά ερεθίσματα όσο το δυνατόν περισσότερο. Ένα είδος «μαντρώματος» του εαυτού μας ανήκει στις πιο ενστικτώδικες προφυλάξεις της πνευματικής κυοφορίας.»
«Ο μεγάλος ποιητής αντλεί μόνο από τη δική του πραγματικότητα – στο σημείο να μην μπορεί να υποφέρει καθόλου το έργο του μετά.»
«Δεν ξέρω διάβασμα που να σχίζει τόσο την καρδιά όσο ο Σαίξπηρ.»
«Όλοι φοβόμαστε την αλήθεια.»
«Δεν μπορούμε να είμαστε τίποτε άλλο εκτός από επαναστάτες.»
«Ο κόσμος είναι φτωχός για κείνον που δεν ήταν ποτέ αρκετά άρρωστος.»
«Οι μεγάλες δαπάνες μας είναι αθροίσματα μικρών δαπανών. Το να προσέχουμε, το να μην αφήνουμε τα πράγματα να’ ρχονται κοντά, συνεπάγεται μια δαπάνη, μια ενέργεια που ξοδεύεται για αρνητικούς σκοπούς. Μέσω της διαρκούς ανάγκης για προφύλαξη μόνο, μπορεί να γίνει κανείς αρκετά αδύναμος ώστε να μην μπορεί πια να υπερασπίζεται τον εαυτό του.»
«Δεν έχει έρθει ακόμη καιρός για μένα: μερικοί γεννιούνται μετά θάνατον.»
«Πρέπει κανείς να επαναξιολογήσει όλες τις αξίες για να μπορέσει να χτυπήσει το καρφί στο κεφάλι.»
«Τα βιβλία μου φτάνουν συχνά το ανώτερο πράγμα στο οποίο μπορεί να φτάσει κανείς πάνω στη γη, δηλαδή στον κυνισμό.»
«Όταν φαντάζομαι τον τέλειο αναγνώστη, τον φαντάζομαι τέρας θάρρους και περιέργειας. Επιπλέον, ευλύγιστο, πανούργο, προσεκτικό: έναν γεννημένο τυχοδιώκτη και εξερευνητή.»
«Η τέλεια γυναίκα κάνει κομμάτια αυτόν που αγαπά. Τις ξέρω αυτές τις χαριτωμένες μαινάδες. Αχ, τι επικίνδυνο, έρπον, υποχθόνιο μικρό θηρίο είναι! Κι όμως τόσο ευχάριστο! Μια μικρή γυναίκα που ζητάει εκδίκηση μπορεί να πηδήξει πάνω από την ίδια τη μοίρα. Η γυναίκα είναι πολύ πιο κακή από τον άνδρα. Επίσης και πιο πανούργα: Η καλή φύση σε μια γυναίκα είναι μια μορφή εκφυλισμού. Σε όλες τις λεγόμενες «ωραίες ψυχές» υπάρχει κάτι στραβό από φυσιολογική άποψη.»
«Ο όρος «ελεύθερο πνεύμα» δεν πρέπει να εννοηθεί αλλιώς: σημαίνει ένα πνεύμα που έχει γίνει ελεύθερο, που έχει γίνει πάλι ο κύριος του εαυτού του.»
«Το να μετατρέψω κάθε «ήταν» σε «έτσι το’ θελα εγώ» - μόνο αυτό θα μπορούσα να ονομάσω λύτρωση.»
(πηγές: Δ. Καββαθάς, Ε. Μαραγκόζη, Ίδε ο Άνθρωπος)
-.-