
Ο υπογράφων, Α.Π. Τσέχωφ, γεννήθηκα στις 17 Ιανουαρίου 1860, στο Ταγκανρόγκ. Γράφτηκα πρώτα στο ελληνικό σχολείο της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου κι ύστερα στο λύκειο του Ταγκανρόγκ. Το 1879 έγινα δεκτός στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Μόσχας. Γενικά τότε, δεν είχα ιδέα για τις πανεπιστημιακές σχολές και δεν θυμάμαι τώρα τους λόγους που μ’ έκαναν να επιλέξω αυτή τη σχολή, αλλά ούτε και το μετάνιωσα.
Από τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο, άρχισα να γράφω για εβδομαδιαία περιοδικά και εφημερίδες, και στις αρχές της δεκαετίας του 1880 αυτές οι φιλολογικές μου ασχολίες είχαν πάρει χαρακτήρα μόνιμο και επαγγελματικό. Το 1888 μου απένειμαν το βραβείο Πούσκιν. Είμαι βέβαιος πως το γεγονός ότι ασχολήθηκα με την ιατρική έχει επηρεάσει σοβαρά τη λογοτεχνική μου δραστηριότητα. Δεδομένου ότι είμαι γνώστης των φυσικών επιστημών και της επιστημονικής μεθόδου, είμαι πάντοτε πολύ προσεκτικός. Δεν ανήκω στους συγγραφείς εκείνους που παίρνουν αρνητική θέση έναντι της επιστήμης, και δεν θα ήθελα, από την άλλη, να είμαι κι εγώ σαν μερικούς που όλα τα καταφέρνουν με μοναδική βοήθεια το καθαρό μυαλό τους. Μέχρι τώρα έχω γράψει και δημοσιεύσει περισσότερες από πέντε χιλιάδες τυπωμένες σελίδες, χωρίς να υπολογίζω τα καθημερινά άρθρα που γράφω για τις εφημερίδες.

Είμαι γιατρός, αλλά κυρίως, είμαι συγγραφέας. Κάθομαι πάλι στο γραφείο του σπιτιού μου. Προσεύχομαι στην ξεθωριασμένη πατρική μου στέγη και γράφω. Και αισθάνομαι σα να μην έχω φύγει καθόλου από αυτό το σπίτι. Σε κάθε έρευνα που αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας, μου προτείνουν να πάρω μερικούς βοηθούς, όμως εγώ προτιμώ να εργάζομαι μόνος μου. Όποτε βλέπω συγγραφείς και διανοούμενους να συγκεντρώνονται, για οποιονδήποτε λόγο, νιώθω πως απειλείται η ελευθερία μου. Γι’ αυτό και δεν μου αρέσει να γράφω στα περιοδικά, δεν θα το έκανα αν δεν είχα βιοποριστικούς λόγους να το κάνω. Στα περιοδικά κυριαρχεί μια αφόρητη ατμόσφαιρα λέσχης και φατρίας. Πνίγεσαι. Γι’ αυτό προτιμώ να δουλεύω μόνος. Αυτό που δεν ξέρουν οι πολλοί είναι ότι στην ουσία, δεν με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της έρευνας. Ο βασικός σκοπός μου δεν είναι τα αποτελέσματα, ποτέ δεν ήταν, αλλά οι εντυπώσεις που μου δίνει αυτή καθεαυτή η εξέλιξη της έρευνας.

Ελπίζω να το καταλαβαίνεις αυτό που σου γράφω. Εγώ χρειάστηκε να πάω στο νησί των κολασμένων για να το καταλάβω. Ήταν το ταξίδι που με βοήθησε να αποσαφηνίσω τους λόγους που έγραφα και να συγκεντρωθώ στους έσχατους στόχους μου. Έπρεπε να πάω στην κόλαση, να βιώσω την φρικτή πραγματικότητα της φυλακής για να καταλάβω πως η ζωή είναι μια πορεία προς τη φυλακή και πως η αληθινή λογοτεχνία οφείλει να διδάσκει πώς να διαφεύγεις από αυτήν… ή έστω, να σου υπόσχεται την ελευθερία. Η λογοτεχνία πρέπει να σου τάζει την ελευθερία ειδικά εδώ, στη Ρωσία. Η ζωή στη Ρωσία συντρίβει τον άνθρωπο, μέχρι του σημείου να μη μένει τίποτα από αυτόν, ούτε καν μια υγρή κηλίδα, τον συντρίβει όπως θα τον συνέτριβε ένας βράχος. Κι αυτό σε κάνει να νιώθεις αποξενωμένος. Το να γράφεις γι’ αυτό είναι μια πράξη ελευθερίας. Στην ουσία είμαι ένας απλός χρονικογράφος. Γράφω για την αλήθεια, όπως αυτή είναι, απεριόριστη και τίμια. Άρα, γράφω για τη ζωή, όπως είναι, παρόλο που μπορώ και αισθάνομαι όλο τον παραλογισμό της αντίθεσης μεταξύ αυτών που λέω, αυτών που γράφω και της ζωής που κάνω, ανάλογα με το πόσο παράλογη είναι και η αντίθεση μεταξύ αυτού που πιστεύω ότι είναι και αυτού που πράγματι είναι. Το να γράφεις για τη ζωή και την αλήθεια είναι σα να ψαρεύεις κόντρα στο πνεύμα.

Πολλές φορές οι σελίδες μου βγαίνουν πυκνογραμμένες, σα να είναι πρεσαρισμένες, και οι εντυπώσεις συνωστίζονται κι αυτές, συσσωρεύονται, συνθλίβουν η μία την άλλη. Κάθε αρχή και δύσκολη, όμως δεν το βάζω κάτω. Επαγρυπνώ, προσέχω και μοχθώ γράφοντας, συντομεύοντας και ξαναγράφοντας τέσσερις και πέντε φορές το ίδιο πράγμα. Δεν είναι εύκολο να κρατάς αποστάσεις από τους ήρωές σου. Δεν είναι εύκολο να είσαι ο αμερόληπτος μάρτυρας των προσώπων και των καταστάσεων του κειμένου σου. Πώς θα μπορούσε να είναι απλό να ξεχωρίζεις τα σημαντικά από τα ασήμαντα, να φωτίζεις σωστά τα πρόσωπα και να μιλάς τη δική τους γλώσσα; Στην τέχνη, όπως και στη ζωή, τίποτε τυχαίο δεν υπάρχει.

Αυτό σημαίνει πως μπορεί για ένα μικροπραγματάκι να σέρνεσαι βράδια ολόκληρα. Πρέπει να φτάσεις, όταν απεικονίζεις ένα πράγμα, ο αναγνώστης να μπορεί να το βλέπει, να το ψηλαφίζει με τα χέρια. Στις περιγραφές της φύσης πρέπει να καταπιάνεσαι με μικρές λεπτομέρειες, οργανώνοντάς τες με τέτοιον τρόπο, ώστε, όταν ο αναγνώστης τις διαβάσει και κλείσει τα μάτια, να δει την εικόνα. Οι περιγραφές της φύσης τότε μόνο είναι κατάλληλες, όταν βοηθούν να μεταφερθεί στον αναγνώστη η μια ή η άλλη διάθεση, όπως η μουσική σε μια απαγγελία. Αυτή είναι η πραγματική τέχνη. Δεν πρέπει να αφήνουμε τα χέρια να γράφουν όταν το μυαλό τεμπελιάζει. Δεν πρέπει να καταγράφουμε ιδέες αν δεν τις έχουμε επεξεργαστεί μέσα στο μυαλό μας τουλάχιστον επί δύο συνεχείς ατέλειωτες μέρες. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να στερούμε την σκέψη μας από την ελευθερία της και ικανός γι’ αυτό είναι μόνο εκείνος ο οποίος δεν φοβάται να γράφει κουταμάρες.

Δεν είμαστε θεοί και οι άνθρωποι που γράφουν θα πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσουν ότι σ’ αυτό τον κόσμο δεν ξέρουμε τίποτε, όπως κάποτε το συνειδητοποίησε ο Σωκράτης και, πιο κοντά σ’ εμάς, ο Βολταίρος. Ο λαός νομίζει ότι τα ξέρει όλα και τα καταλαβαίνει όλα. Όσο πιο ανόητοι είναι οι άνθρωποι όμως, τόσο πλατύτερο βλέπουν τον ορίζοντα. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να πέφτει σε αυτή την παγίδα. Είναι πολύ άσχημο πράγμα όταν ο καλλιτέχνης καταπιάνεται με κάτι που δεν καταλαβαίνει. Ο κύκλος του είναι το ίδιο περιορισμένος όπως και κάθε άλλου ειδικού. Η δουλειά του καλλιτέχνη δεν είναι η λύση του προβλήματος, αλλά η σωστή τοποθέτηση του προβλήματος. Στο είδος του είναι ένας απλός ανταποκριτής.
Τα ξέρω όλα αυτά και μου είναι ευχάριστο να γράφω, αλλά φοβάμαι ότι, μην έχοντας συνηθίσει να γράφω πολλά, και ακριβώς γι’ αυτό, ξεφεύγω από το ύφος μου, κουράζομαι, δεν ολοκληρώνω τις σκέψεις μου και δεν είμαι αρκετά σοβαρός. Αθέλητα είναι τα λάθη μου, γιατί δεν ξέρω ακόμα πώς να γράφω μεγάλα έργα. Παρηγορούμαι από το γεγονός πως τα χειρόγραφα όλων των πραγματικών λογοτεχνών είναι μουτζουρωμένα, σβησμένα κατά μήκος και κατά πλάτος, τριμμένα, καλυμμένα με μπαλώματα, κι ακόμα, διαγραμμένα και βρομισμένα. Πολλοί θα με πουν αντάρτη. Κάποιοι θα με πουν και αναρχικό. Δεν είμαι αναρχικός. Πιστεύω στο πρόγραμμα ζωής. Πιστεύω στην ατομική ελευθερία που θα την ορίζει, στο δικαίωμα του καθενός να δοκιμάζει διάφορες φωνές μέχρι να βρει τη φωνή του και να κάνει λάθη, αισθανόμενος έτσι απόλυτα τον ανθρωπισμό του.
Τι πρέπει να ζητά ο συγγραφέας; Την πλοκή; Μα, αυτό είναι δευτερεύον. Αυτό που θα πρέπει να τον ενδιαφέρει είναι αυτό που γίνεται στο βαθύ και φευγαλέο «αχ» μιας εκπνοής, στα δυο βλέμματα που σμίγουν, στην άπιαστη στιγμή όπου όλα είναι φανερά και μυστηριώδη ταυτόχρονα. Θέλεις να λογάσαι καλλιτέχνης; Αφιέρωσε τον εαυτό σου στη μελέτη της ζωής. Ο καλλιτέχνης κοιτάζει καλά τη ζωή και λέει χαμηλόφωνα: «Γιατί, τελικά, αυτή είναι η ζωή. Ή μήπως όχι;»… κι ύστερα, αρχίζει τη δουλειά για να το εκφράσει.
***
