Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17.1.25

Τρέχων ανάγνωσμα

Ανεμοδαρμένα Ύψη το τρέχων ανάγνωσμα αυτό τον καιρό για παρεμβολή και διάλειμμα ανάμεσα στα τρέχοντα, τα καθιερωμένα, τα πεζά. 

Γιατί μου είχε λείψει η κλασική λογοτεχνία τόσο πολύ και ήθελα διακαώς να ξαναμπώ στην αγκαλιά της. 

Γιατί χρειαζόμουν μια βουτιά στο ακραίο, το απεγνωσμένο, σπαραχτικό δράμα και τους ανεκπλήρωτους έρωτες πάνω στους ανεμοχτυπημένους παγερούς λόφους της επαρχιακής Αγγλίας μιας αλλοτινής εποχής. 

Για αυτή την Αγγλία που ολοένα βρέχει και μια απόκοσμη ομίχλη, σαν παρούσα από πάντα, να σκεπάζει τις απογυμνωμένες κοιλάδες και τις προκαθορισμένες ζωές των ηρώων που χορεύουν ανηλεώς μέσα στη δίνη των ανέμων και των συναισθημάτων τους, μέχρι να φτάσει να τις εξαϋλώσει, να τις καταραστεί, να τις διοχετεύσει στις σφαίρες του απραγματοποίητου, του ονειρικού, του τετελεσμένου, του ηρωικού. 

Για το μαγευτικό αντάμωμα πίσω στους ρομαντικούς παρελθόντες χρόνους με τα απόκοσμα καθηλωτικά τοπία και τους αιώνια καταδικασμένους έρωτες που δεν θα ξεχαστούν ποτέ από τους βιβλιόφιλους απανταχού της γης, αλλά θα ζουν αιώνια και παντοτινά. 

Και γιατί, όπως θα σχολιάσει και η Ουρ. Τουτουντζή στην εισαγωγή του βιβλίου, εκείνοι που είναι φτιαγμένοι από θύελλα, σε θύελλες πάντοτε θα ανήκουν. 

Όπως η Κάθι. Όπως ο Χίθκλιφ. Όπως η Έμιλι. Όπως τα Ανεμοδαρμένα Ύψη.

Με αγάπη,

Εύα 💗

25.5.21

Πού χάθηκες, Μπερναντέτ;

Το βιβλίο έγινε best seller και έμεινε στους χάρτες για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Χαρακτηρίστηκε ως το ιδανικό διάβασμα για διακοπές δίπλα στη θάλασσα ή για ένα ταξίδι με το αεροπλάνο, ως ένα εύκολο διάβασμα δηλαδή. Έτοιμη πρώτη ύλη για σενάριο ταινίας, όπως και έγινε. Η Κέιτ Μπλάνσετ θύμισε κάτι από τους γυναικείους χαρακτήρες του Γούντι Άλεν, λίγο νευρωτική αλλά με αιτία, κι αυτό είναι που με τραβάει όταν βλέπω τέτοιους χαρακτήρες: πολυπρισματικούς και πολυδιάστατους, λίγο αδικημένους από τη ζωή, λίγο βυθισμένους μέσα στην παχύρευστη και ταραχώδη λίμνη των πλατιών συναισθημάτων τους που το εύρος τους δεν χωρά στη στενότητα της πραγματικότητας, με μια ταραχή που διαφαίνεται μέσα από τις εκδηλώσεις στο φέρσιμο, στην όψη και στη συμπεριφορά αυτού του ξεχωριστού είδους των γυναικών. 


Για όλα υπάρχει λόγος, φτάνει κάποιος να τον αναγνωρίσει. Αν δε συμβεί αυτό, τότε χάνεσαι για πάντα, κυρίως από τον ίδιο σου τον εαυτό, και καταλήγεις να γίνεσαι το φάντασμά αυτού που ήσουν κάποτε και κανείς δεν σε αναγνωρίζει πια. Μην αναρωτιέσαι πού χάθηκε η Μπερναντέτ. Εδώ ήταν πάντα, μόνο που σταμάτησες να την βλέπεις.

Με αγάπη,

Εύα 💗

*** φωτό.

26.8.20

Ανδρέας Κονάνος, Στο Βάθος Κήπος και λίγα νέα για τη μετακόμιση


Δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην ιδιαίτερα από το άκουσμα της ανακοίνωσης του π. Ανδρέα Κονάνου ότι επιστρέφει και πάλι πίσω στον κόσμο. Παρόλο που πρόκειται για έναν εκπρόσωπο της Εκκλησίας με ιδιαίτερο χάρισμα στο να περνά μηνύματα στον κοινό, ωστόσο, εδώ και κάμποσο καιρό κάτι με ξένιζε με την όλη προσκόλησή του στα social media, τη δημοσίευση προσωπικών φωτογραφιών που καμία σχέση δεν είχαν με την εκκλησία, γενικά, όλο του το προφίλ είχε αυτόν τον αέρα της εκκοσμίκευσης, που προσωπικά δεν θα ήθελα να βλέπω σε εκπρόσωπο της Εκκλησίας. Όχι ότι είναι κακό βέβαια αυτό, απλά δεν μου αρέσει ιερείς της Ορθοδοξίας μας να έχουν αυτό το φλερτ με τον κόσμο, τους θέλω κάπου αλλού, πιο ψηλά, χωρίς πολλά πολλά, έτσι, πιο αποστασιοποιημένους που απλά να εκπέμπουν αυτό το φως το ιλαρό, αυτή την πνευματικότητα που έχω ανάγκη να βλέπω στους εκπροσώπους της Εκκλησίας και του μοναχισμού, ως οδηγό και υπόδειγμα.

Σίγουρα ο "σκέτος" πλέον, όπως αυτοχαρακτηρίστηκε, Ανδρέας Κονάνος, αν μη τι άλλο, έκανε μια κίνηση που ανατάραξε τα νερά. Υπάρχει μερίδα στο κοινό του που ενοχλήθηκε. Για μένα, δεν με πείραξε ιδιαίτερα, γιατί, όταν αισθανόμενη έτσι όπως αισθανόμουν την παρουσία του όλο αυτό το διάστημα, με το να πάρει την απόφαση που πήρε, θεώρησα πως ήταν το πλέον τίμιο που μπορούσε να κάνει, τόσο για το κοινό του, όσο και για την Εκκλησία, ώστε να μην παραπλανά ούτε τη μία πλευρά ούτε την άλλη. Ήταν μια ειλικρινής απόφαση και το εκτίμησα.

Το πιο ωραίο όμως είναι ότι η είδηση μαθεύτηκε λίγες μέρες αφότου είχα ολοκληρώσει την ανάγνωση του βιβλίου του "Στο Βάθος Κήπος" και ήμουν έτοιμη να κάνω μια ανάρτηση γι' αυτό με την πρώτη ευκαιρία, αφού πρόκειται πράγματι για ένα αξιόλογο βιβλίο, γραμμένο με πολύ προσοχή και ευαισθησία, λυρικό, ποιητικό, με σαφήνεια στα βαθειά μηνύματα της ορθόδοξης πίστης, με συμβουλές και αναλύσεις, που γενικά μου άρεσε πολύ και το συστήνω με θέρμη, έστω και τώρα που ο συγγραφέας του δεν είναι πλέον ποιμένας της εκκλησίας.



Και λίγα νέα σχετικά με τη μετακόμιση. Μπορεί να είμαστε ακόμα άνω-κάτω και το ξεπακετάρισμα καλά να κρατεί, βρήκα όμως τη θέση που θα έχει από εδώ και στο εξής το γραφείο μου! Είναι ακόμα γυμνό και αστόλιστο, όμως μου άρεσε πολύ έτσι όπως τοποθετήθηκε μέσα στον χώρο. 

Από την άλλη πλευρά του δωματίου βέβαια, γίνεται ο κακός χαμός, όμως το προσπερνάω για την ώρα, για να μπορώ να χαίρομαι την εξέλιξη της κάθε μέρας και να μη με καταβάλει το άγχος να τα φτιάξω όλα στην ώρα τους έτσι όπως τα θέλω. Σιγά σιγά και όποτε γίνουν. Απολαμβάνω τη διαδρομή και αγκαλιάζω το κάθε βήμα αυτής της μεγάλης αλλαγής που ήρθε τόσο αναπάντεχα στη ζωή μας, ευγνωμονώντας το Θεό για αυτό το τεράστιο δώρο που μας πρόσφερε.


Αυτά προς το παρόν. Η σύνδεση με το διαδίκτυο στο νέο μας σπίτι ακόμη δεν υπάρχει, ρεύμα επίσης δεν υπάρχει - περιμένουμε την αγαπημένη μας γραφειοκρατία να δεήσει να μας κάνει τη σύνδεση, αφού ακόμα είμαστε στην αναμονή από την αρχή του καλοκαιριού. Έτσι, οι αναρτήσεις γίνονται με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς. Η υπομονή όμως είναι αρετή και με αυτή τη διαδικασία της μετακόμισης προέκυψε μια πολύ ωραία ευκαιρία να εξασκήσω αυτή την αρετή και στην πράξη, και αυτό προσπαθώ να κάνω όλο αυτό το διάστημα.

Μέχρι την επόμενη σύνδεση, λοιπόν!

Με αγάπη,

Εύα 💗

---

* φωτογραφίες μου μπορείτε να δείτε και στον λογαριασμό μου στο instagram εδώ.


11.5.20

Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή


Το είχα αγοράσει πριν από μερικούς μήνες και βρισκόταν στη βιβλιοθήκη μου περιμένοντας τη σειρά του να διαβαστεί. Η ευκαιρία μου δόθηκε χάρη στην καραντίνα του κορωνοϊού και τον χρόνο που μου χάρισε να ασχοληθώ μαζί του με την ησυχία μου.

Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι άγνωστος, το μόνο που ξέρουμε είναι πως πρόκειται για κάποιον ρώσο χριστιανό ορθόδοξο, ο οποίος, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, αποφασίζει να κάνει ένα οδοιπορικό προσκύνημα, διασχίζοντας τις αχανείς εκτάσεις της ρωσικής γης, μέχρι να καταλήξει στο Άγιο Όρος και να γίνει μοναχός.

Κίνητρο του προσκυνητή σε αυτό το οδοιπορικό ήταν να φτάσει στην αλήθεια της νοεράς προσευχής, την αέναη προσευχή της καρδιάς, που δεν είναι άλλη από το "Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Είναι η ευχή που λέγεται πάνω στο κομποσκοίνι, κάθε κόμπος και μια ευχή. Την ευχή του Ιησού Χριστού, που πρέπει να φτάσεις να τη λες όχι με το στόμα, ούτε με το νου, αλλά με την καρδιά. Όταν η καρδιά σου λέει αυτή την προσευχή, τότε όλο σου το είναι πλημμυρίζει από Χριστό. Αυτή η αναζήτηση του πώς φτάνει κανείς ως εκεί είναι το θέμα του βιβλίου.

Πολλοί θεολόγοι χαρακτηρίζουν το βιβλίο ως αριστούργημα, στάθηκε, μάλιστα, και πηγή έμπνευσης στον δικό μας τραγουδοποιό Αλκίνοο Ιωαννίδη να γράψει τον "Προσκυνητή", τραγούδι με βαθείς στίχους που μιλούν στην καρδιά σαν σε προσευχή.

Διαβάζω από το οπισθόφυλλο:

"Ταξίδευα μέρες, πέρασα τόπους πολλούς, συντροφιά με την Προσευχή του Ιησού που με δυνάμωνε και με παρηγορούσε στους δρόμους που διάβαινα, στις καταστάσεις που αντιμετώπιζα, σε κάθε μου συναπάντημα. Στο τέλος σκέφτηκα ότι θα' πρεπε κάπου να σταματήσω, για να βρω μεγαλύτερη ηρεμία και να μελετήσω τη Φιλοκαλία, την οποία δεν μπορούσα να διαβάσω παρά μόνο το βράδυ εκεί όπου κατέφευγα ή το μεσημέρι εκεί όπου ξεκουραζόμουν. Ήθελα διακαώς να βυθιστώ στις σελίδες της για πολλή ώρα ώστε ν' αντλήσω από εκεί με πίστη την αληθινή διδασκαλία για τη σωτηρία της ψυχής μέσω της νοεράς προσευχής..."

Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Προσωπικά, μου άρεσε πολύ.



Με αγάπη,

Εύα 💗

7.11.18

7η Έκθεση Ορθόδοξου Χριστιανικού Βιβλίου 2018

Την αναζητούσα στο διαδίκτυο, μαζί με άλλες εκθέσεις που έτρεχαν παράλληλα και με ενδιέφεραν εξίσου: έκθεση κατοικίας, έκθεση χειροτεχνίας και στην προκειμένη, έκθεση χριστιανικού βιβλίου. Μόνο που η τελευταία για κάποιον λόγο ήταν άφαντη. Δε την είδα να διαφημίζεται πουθενά, παρόλο που επίμονα έψαχνα κάθε τόσο μήπως και την πετύχω, αλλά τίποτα. Υπέθεσα ότι μάλλον δεν θα είχαν σκοπό να τη διοργανώσουν για φέτος.

Εντελώς τυχαία και σε άκαιρο χρόνο και τόπο, βρέθηκε στα χέρια μου το διαφημιστικό φυλλάδιο της έκθεσης. Έληγε την επομένη, οπότε κανόνισα να πάω να την επισκεφτώ. Και πήγα.


Δεν ξέρω αν έφταιγε που την πρόλαβα στην εκπνοή της, αλλά, σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά (διαβάστε για τη σχετική ανάρτηση στο άλλο μου blog εδώ), η έκθεση φέτος ήταν υποτονική πολύ. Βασικά, στενοχωρήθηκα που η διοργάνωση δεν είχε και πολλά ενδιαφέροντα να μου δείξει. Λίγες εκδόσεις, που κι αυτές εύκολα τις βρίσκεις στα βιβλιοπωλεία, αυξημένες οι τιμές, ελάχιστοι οι επισκέπτες, πολλή η φασαρία, από τους διοργανωτές κυρίως, και με λυπούσε που όλο αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την ατμόσφαιρα που θα περίμενε κανείς να έχει μια έκθεση πνευματικού περιεχομένου όπως αυτή.

Δεν είχε να δω πολλά, έτσι έφυγα νωρίς. Δεν ξέρω... Έφυγα με θλίψη στην καρδιά. Η απογοήτευση, όχι τόσο της έκθεσης αυτής καθαυτής, όσο της γενικότερης περιρρέουσας ατμόσφαιρας της πόλης στον πηγαιμό και μετά, στην επιστροφή, των ανθρώπων της, που διάβαιναν τους δρόμους με σκυμμένο το κεφάλι και σβησμένα βλέμματα, μου έχτισαν ένα αόρατο τείχος θλίψης. Δεν κατεβαίνω συχνά στο κέντρο της Αθήνας πλέον, αλλά η αίσθηση ότι απουσίαζε η αισιοδοξία της ζωής, αυτή που έσφυζε κάποτε αβίαστα, ήταν αισθητή. Μια ακαθόριστη αίσθηση απουσίας που δεν μπορούσα να εντοπίσω. Έλειπε η ελπίδα. Γύρισα στο σπίτι άρρωστη από τη στενοχώρια της απογοήτευσης. Πού πήγε η χαρά της πόλης; Πού πήγε το χαμόγελο; Πώς ζει κανείς χωρίς χαμόγελο; Πώς το ξαναποκτά;


Ένα κολάζ από φωτογραφίες της εικαστικής έκθεσης της ζωγράφου Julia Stankova, εκ Βουλγαρίας που συμμετείχε στη διοργάνωση.


Σας αφήνω με μια παρένθεση πράσινου στην επιστροφή μου για το σπίτι, λίγο, για να ξεγελάσει τη διάθεση.



ΕΛΛΑΣ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ
ΝΑ ΠΡΟΦΕΡΕΙ
ΧΩΡΙΣ ΣΕΒΑΣΜΟ
ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ

ΣΑΤΩΒΡΙΑΝΔΟΣ

Χαραγμένο σε μια μαρμάρινη προτομή κάποιου που αγάπησε τη χώρα, πληγωμένη και ταλαίπωρη από τα απανωτά γκράφιτι του σήμερα.


Δεν είχε κόσμο στην έκθεση. Αλλά, τουλάχιστον, υπήρχε έκθεση. Τουλάχιστον, κάποιοι κινήθηκαν να τη διοργανώσουν και κάποιοι ενδιαφέρθηκαν και πήγαν. Είναι κι αυτό κάτι. Μια σπίθα ελπίδας.

Αυτή την σπίθα επιλέγω να κρατήσω, για αυτήν τη σπίθα θα πάω και του χρόνου (πρώτα ο Θεός) και με αυτήν τη σπίθα της ελπίδας, σας χαιρετώ.

Μέχρι την επόμενη φορά

Με αγάπη,

Εύα 💗

19.4.18

Ο Jonathan Jackson στην 5η Έκθεση Ορθόδοξου Χριστιανικού Βιβλίου


Πόσο παράδοξο είναι ένας νέος, ωραίος, πλούσιος και διάσημος ηθοποιός του Hollywood και βραβευμένος μουσικός να απορρίψει τις προτεσταντικές καταβολές του και να στραφεί στην Ορθοδοξία; Τι τον έκανε να πάρει αυτή την απόφαση; Πώς έγινε το κλικ; Πώς κατάλαβε μέσα του ότι μετά από όλα αυτά τα χρόνια μελέτης και έρευνας που αφιέρωσε σε ιστορικές, θεολογικές κτλ. αναφορές στις διακλαδώσεις του Χριστιανισμού, στο ταξίδι του προς τα πίσω, προς τα έσω, πώς συντελέστηκε η αποκάλυψη; Πώς συνειδητοποίησε πως είχε φτάσει στην αλήθεια;

Αυτά και άλλα πολλά θα μπορούσα να είχα ρωτήσει τον διάσημο καλεσμένο της 5ης Έκθεσης Ορθόδοξου Χριστιανικού Βιβλίου που διοργανώθηκε στο ξενοδοχείο Caravel το σαββατοκύριακο που μας πέρασε, στο κέντρο της Αθήνας. Ο Jonathan Jackson ήταν γλυκύτατος με πραότητα και μακροθυμία που θύμιζε μοναχούς του Αγίου Όρους, του "Όρους της Σιωπής" (τι καταπληκτική φράση!!).

Τον είχα παρακολουθήσει στο YouTube σε κάποιο βιντεάκι που κατέθετε την μαρτυρία του ως προς την Ορθοδοξία. Τον είχα παρακολουθήσει με προσοχή. Η σεμνότητά του, οι αργές απαντήσεις που έδινε με είχαν κερδίσει. Δεν ήξερα ότι θα βρισκόταν στην έκθεση. Όταν πρωτομπήκα στην αίθουσα δεν τον είδα καν! Έβλεπα τον συνωστισμό, μπορούσα να καταλάβω ότι κάτι συνέβαινε εκεί, με όλο αυτό το νεανικό ακροατήριο, αλλά εμένα το μυαλό μου ήταν προσανατολισμένο στην έκθεση. Ήθελα να δω, να πάρω πιθανώς, και να φύγω. Ο χρόνος ήταν περιορισμένος.

Εκεί, χαμένη στις ολοκαίνουργες εκδόσεις και τους αμέτρητους τίτλους των βιβλίων, τον άκουσα να μιλάει. Άκουσα τη φωνή του στο μικρόφωνο, μια γλυκειά, σεμνή φωνή που μιλούσε για τον Χριστό, για την προσευχή, για την πίστη. Απαντούσε με προθυμία όποιον τον ρωτούσε, οι απαντήσεις του ήταν γεμάτες συναίσθημα, εγγύτητα, αμεσότητα. Μιλούσε στις καρδιές των ακροατών του, ένα ακροατήριο γεμάτο από παιδιά γυμνασίου ή λυκείου. Παιδιά που είχαν έρθει από σχολεία να επισκεφτούν την έκθεση και να τον ακούσουν.

Και τον άκουγαν με αφοσίωση που ξάφνιαζε και προσήλωση ζηλευτή, ρουφούσαν όλα τα μηνύματα και ρωτούσαν ασταμάτητα, πόσες ερωτήσεις! Ήθελαν να τα μάθουν όλα κι εκείνος δεν χαλούσε χατήρι σε κανέναν.

Στη συνέχεια έμαθα ότι την Παρασκευή, που ήταν τα εγκαίνια της έκθεσης, ο Jonathan μίλησε για το βιβλίο που έγραψε και που είναι μεταφρασμένο πλέον και στα ελληνικά, με τίτλο "Το Μυστήριο της Τέχνης", εκδόσεις Εν πλω. Προλογίζει ο Γέροντας Εφραίμ. Κρίμα που το έχασα! Πήρα ωστόσο ένα αντίτυπο (χωρίς υπογραφή, τι σκεφτόμουν;;;!!!!;;;) και σκοπεύω να επανέλθω με εντυπώσεις μόλις ολοκληρώσω τη μελέτη του.

Κλείνω με μια μικρή γεύση της γραφής του, όπως την διαβάζω από το οπισθόφυλλο:

"Ο Θεός είναι ο τέλειος Καλλιτέχνης και Ποιητής. Η κατ' εικόνα δική Του δημιουργία μας σημαίνει ότι είμαστε κι εμείς καλλιτέχνες και ποιητές, ανεξάρτητα από την κλήση μας στη ζωή. Είμαστε καλλιτέχνες με τον τρόπο που αγαπάμε. Είμαστε ποιητές με τον τρόπο που προσευχόμαστε. Ο καθένας είναι ένας καλλιτέχνης. Συνδεόμαστε κοσμικά ο ένας με τον άλλο μέσα από ένα θείο υφαντό που εκτείνεται κατά μήκος των αιώνων. 
Ο καθένας μας έχει ένα ρόλο μοναδικό να επιτελέσει στη συμφωνία της δημιουργίας του Θεού."

13.1.16

James Joyce - ο 'Καζαντζάκης' της Ιρλανδίας



Σήμερα θα κάνω μία αναδημοσίευση για το σαν σήμερα της ημέρας. Σαν σήμερα, λοιπόν, το 1941 πεθαίνει ο ιρλανδός συγγραφέας Τζέιμς Τζόυς. Αν δηλαδή πεθαίνουν ποτέ λογοτέχνες αυτού του μεγέθους. 

Το διασημότερο βιβλίο του Οδυσσέας, ένας τόμος 816 σελίδων στην ελληνική του έκδοση, περιμένει στωικά εδώ και χρόνια στο ράφι της βιβλιοθήκης μου να διαβαστεί. Είναι από τα έργα καταλύτες της παγκόσμιας λογοτεχνίας που φοβίζουν με το μέγεθος και τη σημασία τους, ζητάει ώριμους αναγνώστες, επαγγελματίες σχεδόν θα μπορούσε να πει κανείς. Απαιτεί να είσαι έτοιμος όταν πάρεις την απόφαση να βουτήξεις στο σύμπαν του, με όλες τις προκλήσεις, επιλογές και διλήμματα που τοποθετούνται επί τάπητος, έτοιμος να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το πιο παράξενο βιβλίο στην ιστορία της λογοτεχνίας, όπως έχει χαρακτηριστεί, αλλά και με τον ίδιο σου τον εαυτό. 

Θα γίνει κι αυτό... ελπίζω.

Το κείμενο που ακολουθεί ανήκει στον Γ.Ι. Μπαμπασάκη. 

******

Η μοίρα των καινοτόμων είναι η περιπέτεια. Όχι μονάχα να ζούνε περιπέτειες αλλά να τις προκαλούν. Αναστατώνουν τα πάντα και τους πάντες γύρω τους, ακόμα κι αν δεν το επιδιώκουν. Αλλάζουν το τοπίο της τέχνης τους. Μεταβάλλουν δραστικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Συνθέτουν ανήκουστες μελωδίες με τις λέξεις, με τα χρώματα, με τις νότες, ακόμα και με το πώς ανάβουν το τσιγάρο τους ή αγγίζουν την αγαπημένη τους. Είναι αυτοί που ανατρέπουν τους κανόνες του παιχνιδιού και επιβάλλουν αναίμακτα τους δικούς τους. Είναι αυτοί που μετά το πέρασμά τους από τούτον τον πλανήτη τίποτα πια δεν είναι όπως ήταν πριν. Είναι αυτοί που παράγουν νέα κριτήρια. 

Τέτοιος άνθρωπος, τέτοιος καινοτόμος ήταν ο Τζέιμς Τζόυς. Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες. Κάθε του βιβλίο ήταν κάτι πέρα και πάνω από τυπωμένες σελίδες, κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία: ήταν ανάσα, βρυχηθμός, σπασμός, ουρλιαχτό, ψίθυρος, εξέγερση, μουσική των κορμιών, κλείσιμο αμετάκλητο ενός κύκλου και υπαινιγμός για το άνοιγμα χιλίων άλλων. «Αυτή η ξέφρενη Σύνοψη των πιο δελεαστικών παιχνιδιών, αυτή η Ποιητική τέχνη σε δέκα χιλιάδες μαθήματα, δεν είναι δημιουργία της τέχνης αλλά αυτοψία του πτώματός της», έγραψε εύστοχα και ανησυχητικά κάποιος θεωρητικός για το περιλάλητο Finnegans Wake. Δεν είναι καθόλου λίγο να καταφέρνεις να συμπυκνώσεις όλο το νόημα, όλο το μεγαλείο και όλη την τραγωδία της Μοντέρνας Τέχνης σε ένα μυθιστόρημα! Καθόλου λίγο! 

Το Δουβλίνο είναι πια ο Τζόυς, είναι το «Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόυς», όπως το Παρίσι είναι το Παρίσι του Ζακ Πρεβέρ. Απαθανάτισε την πόλη όπου είδε, τις 2 Φεβρουαρίου του 1882, το πρώτο φως, όπου περιπλανιόταν ατέρμονες ώρες ρουφώντας το παγερό φως πάνω στη θάλασσα, στην άμμο, στα φουσκωμένα κύματα, παίζοντας ακατάπαυστα με τους λεκτικούς αντικατοπτρισμούς που χόρευαν στο μυαλό του από την εφηβεία και σ’ όλη του τη ζωή. Ταλαιπωρημένος από τους Ιησουίτες του Κολεγίου Κλόνγκουζ Γουντ, όπου τον έστειλε ο πατέρας του για να τον προικίσει με την καλύτερη παιδεία, ο Τζόυς θα τους χαρακτηρίσει « ένα τάγμα άκαρδων ανθρώπων που φέρουν το όνομα του Ιησού κατ’ αντίφρασιν», θα αποφασίσει να αμαρτήσει με μια γυναίκα που θα εκστασιαζόταν μαζί του μέσα στην αμαρτία, θα θελήσει να γίνει ένας περιπλανώμενος τροβαδούρος, ένας ανέστιος ποιητής της ζωής, ένας μεθοδικά ανέμελος παρίας. Το κύριο μέλημά του ήταν να δουλεύει ξανά και ξανά τις συλλαβές μέχρι να μοιάσουν με «αναρίθμητα πολύχρωμα πρίσματα». Ο Ερρίκος Ίψεν και, φυσικά, ο Βάρδος, ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, μαζί με το σύνθημα «Μακριά απ’ το να σε λυπούνται» θα γίνουν οι στύλοι για το γαϊτανάκι των περιπετειών του Τζόυς, θα γίνουν οι προσηλώσεις και τα σημεία αναφοράς του. Η πνευματική νάρκη που άπλωναν τα εκκλησιαστικά δόγματα του ήταν απεχθής. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο με σάρκα και οστά, και μετά να τον μετατρέψει σε ένα πολυκύμαντο, βουερό, παλλόμενο έργο τέχνης.

Όπως τόσοι άλλοι λάτρεις των λέξεων και της ζωής, έτσι και ο Τζόυς θα ονειρευτεί το Παρίσι, ναι, κυριολεκτικά, το είδε στον ύπνο του και ήταν «ένα φως μέσα στο δάσος του κόσμου για τους εραστές». Και φυσικά θα πάει στο Παρίσι. Και θα γίνει εκεί ο βαθύτερος εαυτός του. Ο ίδιος του ο μύθος με σάρκα και οστά. Το γαλάζιο θα γίνει το αγαπημένο του χρώμα, θα έχει γι’ αυτόν μαγικές ιδιότητες φυλαχτού. Θα κάνει παρέα με γλεντζέδες φοιτητές, γλεντζές κι ο ίδιος, και θα φωτογραφίζεται μιμούμενος τις πόζες του Αρθούρου Ρεμπώ, σαν άσωτος μποέμ μ’ ένα μακρύ παλτό και αγέρωχο βλέμμα. Είναι ήδη ένας ανυπότακτος, ένας μοναδικός. Στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, ο Τζόυς θα συνοψίσει , με την πάντα συγκλονιστική λιτότητα των ανθρώπων που ξέρουν τι λένε και τι κάνουν, που λένε αυτό που κάνουν και κάνουν αυτό που λένε, το πιστεύω του, το non serviam, το ου δουλεύσω, δεν θα υποταχτώ: «Δεν θα υπηρετήσω κάτι στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε εκκλησία. Θα προσπαθήσω να εκφράσω τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο ζωής ή τέχνης όσο μπορώ πιο ελεύθερα και πιο ολοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνά μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου – σιωπή, εξορία, πονηρία».

Συνεπής στα λόγια του ήρωά του, ο Τζόυς θα ζήσει εκτός πατρίδας, εκτός εκκλησίας, εκτός οικογένειας, και, κατά πολλές έννοιες, εκτός λογοτεχνίας. Θα καταπιεί τόμους ολόκληρους, θα ελιχθεί στο αχανές ορυχείο της μυθιστοριογραφίας και της ποίησης, θαρρείς για να απορρίψει εντέλει τους πάντες και τα πάντα και να γίνει ο ίδιος ένα έργο τέχνης, ελισσόμενος ανάμεσα στα κολοσσιαία αριστουργήματα χωρίς να γίνει υποτακτικός τους, όπως ακριβώς ελισσόταν στα μπαρ όπου ήταν πασίγνωστος, «ένας υπεροπτικός νεαρός», όπως γράφει όμορφα η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «με τριμμένα ρούχα, λαστιχένια παπούτσια και ναυτικό καπέλο, ικανός να ξεγλιστράει και να προσποιείται, να συζητάει για τον Ευκλείδη, τον Ακινάτη και τη Νέλλυ την Πουτάνα και να προειδοποιεί τους εχθρούς του ότι θα τους κουρελιάσει με τους σατιρικούς του στίχους». Είναι καλό να υπενθυμίζουμε ότι, παρ’ όλα όσα λένε, στην  επιστήμη της εξέγερσης η συνείδηση έρχεται πάντα πολύ νωρίς, κι ότι ο Τζόυς από πολύ νεαρός είχε κατασταλάξει σε θέσεις που άλλοι χρειάζονται δεκαετίες για να υιοθετήσουν όταν πια είναι πολύ αργά. Πίστευε, και το έλεγε μεγαλόφωνα, μεθυσμένος από ιρλανδέζικο ουίσκι και σιγουριά, ότι το ταλέντο του θα καίγεται πάντα με την «αρραγή έκσταση μιας ακατέργαστης πολύτιμης πέτρας», ότι η βία και ο πόθος είναι η αναπνοή της λογοτεχνίας, ότι αν κιοτέψεις έστω και μια στιγμή στη ζωή ή στην τέχνη είναι αναπόφευκτη η ολέθρια ολίσθηση στο βδέλυγμα των βδελυγμάτων: στη μετριότητα!

Θα γνωρίσει τη Νόρα Μπάρνακλ, και θα την ερωτευτεί παράφορα, αδιαφορώντας όπως κάθε γνήσιος άντρας αν αξίζει ή όχι τις περιποιήσεις, τις ικεσίες, τις καντάδες, τους καβγάδες, τον πόνο που συνοδεύουν κάθε τρελό έρωτα – καίτοι το «τρελός» όταν μιλάμε για τον Έρωτα είναι ένας φαιδρός πλεονασμός: κάθε έρωτας είναι τρελός ειδεμή πρόκειται για ανώδυνο και άτονο, για άχρωμο και άοσμο προσκοπισμό! Η κρίσιμη συνάντησή τους στις 16 Ιουνίου του 1904, πριν από ακριβώς έναν αιώνα, θα αναχθεί – και ιδού η ακαταμάχητη δύναμη του ερωτευμένου άντρα – όχι μονάχα σε μία από τις πλέον εμβληματικές ημερομηνίες της λογοτεχνίας αλλά και σε παγκόσμια γιορτή: ο Τζόυς την έκανε πρωταγωνίστρια στο αριστούργημά του, τον Οδυσσέα και έκτοτε όλος ο κόσμος ονομάζει «Μπλούμζντεη», «Μέρα του Μπλουμ», τη 16η Ιουνίου, και στο Δουβλίνο συρρέουν κάθε χρόνο πλήθη για να την τιμήσουν! Πρόκειται για μια από τις ευγενέστερες εκδικήσεις της λογοτεχνίας και του έρωτα το να ξεφαντώνει κάθε χρόνο μια πόλη γεμάτη προσκυνητές από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης επειδή ένας συγγραφέας αντάμωσε με την αγαπημένη του!

O πλάνης Τζόυς θα ζήσει στην Τεργέστη, διδάσκοντας και διαβάζοντας, πίνοντας και γράφοντας, όπως έκανε σχεδόν σε όλη του τη ζωή, κι εκεί θα γεννηθεί ο γιος του, ο Τζόρτζιο και η θυγατέρα του, η Λουτσία. Θα συνθέσει τους περίφημους Δουβλιζένους, θα μετακομίσει στη Ρώμη, θα εργαστεί ως τραπεζικός υπάλληλος, θα επιστρέψει στην Τεργέστη, θα δανείζεται διαρκώς, πνιγμένος πάντα στα χρέη, και θα έχει τη φαεινή, πλην παταγωδώς αποτυχημένη ιδέα, να γίνει εισαγωγέας πυροτεχνημάτων και πράκτορας υφασμάτων!



Ενώ θα μένει προσηλωμένος στη Νόρα,  ο ρομαντικός Τζέιμς Τζόυς δεν έμεινε αλώβητος από τα βέλη του έρωτα (ποιος μένει, άλλωστε; Μονάχα οι δειλοί!) Θα ξετρελαθεί με την Γερτρούδη Κέμπφερ, μια νεαρή γιατρό και συνάμα ασθενή – έπασχε από φυματίωση και βαθιά μελαγχολία. Θα παρασυρθεί σε αφροσύνες για τα μάτια αντιλόπης και τη χαρούμενη τραγουδιστή φωνή της Αμαλίας Πόππερ, μιας φοιτήτριάς του. Θα σαγηνευτεί από την αριστοκρατική ομορφιά της Μάρθας Φλάισμαν, θα την βομβαρδίζει με παθιασμένες ερωτικές επιστολές προτού καν μάθει το όνομά της – τις άφηνε ο ίδιος στο διαμέρισμά της και μετά στεκόταν έξω στο δρόμο  και την απολάμβανε την ώρα που εκείνη διάβαζε τις πυρωμένες και απρεπείς ικεσίες του. Η Φλάισμαν θα απαθανατιστεί,  θα γίνει η Ναυσικά του στον Οδυσσέα, υπέρτατη τιμή για μια γυναίκα που διάβαζε άψυχα μυθιστορήματα, που άλλαζε διάθεση ανάλογα με το φεγγάρι, που κύριο μέλημά της ήταν η ενδυματολογία.Κι ανάμεσα στη Νόρα και τους έρωτές του, ανάμεσα στους κανονιοβολισμούς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την καταφυγή του στη Ζυρίχη και στην ουδετερότητα της Ελβετίας,  ο Τζόυς θ’ αρχίσει να συνθέτει τον Οδυσσέα, έχοντας πια την οικονομική υποστήριξη της διορατικής ευεργέτισσάς του, της εύπορης Χάριετ Σω Γουήβερ. Θα τον ολοκληρώσει στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1920 και έμελλε να μείνει άλλα είκοσι χρόνια, έως λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του.

 Αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, κάτι πέραν του μυθιστορήματος, κάτι σχεδόν πέραν της λογοτεχνίας, όπως και ό,τι άλλο θέλησε να συνθέσει ο Τζόυς, είναι συνάμα ιερουργία και βεβήλωση, είναι τραγούδι και ουρλιαχτό, είναι φιλοσοφική πραγματεία και πονεμένες αναμνήσεις, είναι εκ βαθέων εξομολόγηση και πείραμα, οχετός και ψαλμωδία. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, την ημέρα των τεσσαρακοστών γενεθλίων του, εκδίδεται στο Παρίσι ο Οδυσσέας, από τον εκδοτικό οίκο Shakespeare & Co, της Αμερικανίδας Σύλβια Μπητς. Η έκρηξη έχει συντελεστεί, και η ιστορία της λογοτεχνίας παίρνει άλλη τροπή. Φυσικά, στις πουριτανικές Ηνωμένες Πολιτείες, το βιβλίο απαγορεύεται ως «πορνογράφημα», και θα χρειαστεί να κυλήσουν δύο ολόκληρες δεκαετίες ώσπου ο περίφημος πια δικαστής Γούλζυ με μιαν ακόμα πιο περίφημη αγόρευση αποφασίσει την ανάκληση της απαγόρευσης. Στο ρόλο άριστου λογοτεχνικού κριτικού, ο Γούλζυ θα μιλήσει  για «την οθόνη της συνείδησης με τις διαρκώς μεταλλασσόμενες καλειδοσκοπικές της εντυπώσεις, για πλαστουργημένα παλίμψηστα όχι μόνο της ζωής όπως την παρατηρεί καθένας γύρω του, αλλά και της ζώνης του λυκόφωτος, με τα ιζήματα από προηγούμενες αποτυπώσεις όπου κυριαρχεί το ασυνείδητο».

Στον Οδυσσέα οι λέξεις είναι ζωντανές, συνδυάζονται μαγικά, στροβιλίζονται, πάλλονται, σκιρτούν. Ο Σάμιουελ Μπέκετ επεσήμανε ότι, φέρ’ ειπείν , όταν μιλάει ο Τζόυς για μια χοροεσπερίδα, οι λέξεις δεν περιγράφουν το χορό αλλά χορεύουν οι ίδιες, κι αυτό είναι επίτευγμα του ποιητή, είναι απόλυτος σεβασμός αλλά και απέραντη μουσική ευαισθησία προς την πρώτη ύλη σου, τις λέξεις. Ο ίδιος ο Τζόυς, σε μιαν επιστολή του, χαρακτηρίζει τη γραφή του, το στιλ του, «ένα μουδιασμένο, στουμπωμένο, πατικωμένο, γοργονοειδές, μαρμελαδιαστό, νανουριστικό γράψιμο με κάτι από λιβάνι, μαριολατρεία, αυνανισμό, μύδια βραστά, την παλέτα ενός ζωγράφου, παπαρδέλες, κτλ, κτλ». Καινοτόμος δίχως χιούμορ είναι κάτι σαν εσπρέσο ντεκαφεϊνέ! Αλλά οι κακοήθεις και οι εξουσιαστές δεν έχουν χιούμορ, καθώς φαίνεται. Μετά την έκρηξη που προκάλεσε αυτός ο κυκεώνας των λέξεων, αυτός ο ορυμαγδός των συγκινήσεων, θα αρχίσει και η καταλαλιά: ο Τζόυς θα χαρακτηριστεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, μισάνθρωπος, κοκαϊνομανής, υποχονδριακός κολεγιόπαις που τον τρώνε τα σπυριά του (αυτό από την Βιρτζίνια Γουλφ!), δευτέρας διαλογής (της ιδίας!!!), κόλακας και με το αζημίωτο συνοδός δουκισσών, μπολσεβίκος προπαγανδιστής, κατάσκοπος στην υπηρεσία της Αυστρίας, ενώ κάποιος παράφρων γραφειοκράτης θα πει ότι το κείμενο του Οδυσσέα ήταν ένας κώδικας για να επικοινωνεί ο Τζόυς με τη βρετανική Ιντέλιτζενς Σέρβις! Πολλοί συνάδελφοί του θα επιτεθούν στο στυλ του, θα το καταγγείλουν ως πεποιημένο, εξεζητημένο, αναληθοφανές. Αλλά όπως σημειώνει η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «Από το σχεδόν υπό πολιορκία φυλάκιό του, ο Τζόυς είπε ότι η δεν είχε σημασία αν η τεχνική του ήταν αληθοφανής ή όχι, σημασία είχε ότι του χρησίμευσε ως γέφυρα για να περάσουν από κάτω τα δεκαοκτώ επεισόδια του Οδυσσέα. Τα στρατεύματά του είχαν περάσει, και οι αντίπαλοί του μπορούσαν να τινάξουν τη γέφυρα στον αέρα. Δεν τον ένοιαζε πια».

Παγερά αδιάφορος, ο Τζόυς θα προσηλωθεί στη συγγραφή του περιβόητου Finnegans Wake, διακηρύσσοντας σκασμένος στα γέλια ότι καταπιάνεται με ένα έργο που θα κάνει τους φιλολόγους να σπαζοκεφαλιάζουν τους επόμενους δύο αιώνες. Το έργο αυτό, ένα λεκτικό επίτευγμα άνευ προηγουμένου,  το έφτιαξε από το τίποτα εντελώς, με κεραυνούς και αστροπελέκια, δουλεύοντας εξαντλητικά επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, δημιουργώντας μια νέα γλώσσα στο χωνευτήρι του μυαλού του, πλάθοντας έναν κυκεώνα από «λεξισκουπίδια», από «γλωσσομολυβδοπελεκήματα» όπως έλεγε ο ίδιος μια λεκτική ροή των όπως έρχονται λέξεων, και γελώντας βροντερά μες στα άγρια χαράματα, καθώς ήξερε πολύ καλά ότι πετυχαίνει να σπάσει το φράγμα ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, να φέρει στο πεδίο της εγρήγορσης αυτό που άλλοι κάνουν στον ύπνο τους.

Το 1939, θα εκδοθεί το Finnegans Wake, αυτός ο μεγαλειώδης θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ίδιας της ζωής. Την ίδια χρονιά, ο Σάμιουελ Μπέκετ θα τον βοηθήσει να μαζέψει τα χαρτιά και τα μολύβια του, και να εξοριστεί για μιαν ακόμα φορά. Οι ναζί εισέβαλαν στη Γαλλία, το Παρίσι έπεσε, και ο Ιρλανδός βρέθηκε και πάλι στη Ζυρίχη. Ο Τζόυς, σχεδόν τυφλός, με κλονισμένη την υγεία, θα καταρρεύσει στις 13 Ιανουαρίου του 1941, τρεις εβδομάδες πριν κλείσει τα πενήντα εννιά του χρόνια. Στη λιτή κηδεία του, ο τενόρος Μαξ Μιελί τραγούδησε την άρια «Addioterraaddiocielo» του Μοντεβέρντι. Ένα Βρετανός υπουργός είπε ότι η Ιρλανδία θα εκδικείται εις το διηνεκές την Αγγλία γεννώντας μεγαλοφυείς συγγραφείς που παράγουν λογοτεχνικά αριστουργήματα. Πιο μεστή και πιο… τζοϋσική, η Νόρα Τζόυς, μούσα αλλά και θύμα της ασύγκριτης πένας του Τζέιμς Τζόυς, θα του επιφυλάξει τον καλύτερο, και τόσο ζηλευτό, επιτάφιο: «Ο καημένος μου ο Τζιμ», θα γράψει στην αδελφή της, «ήταν σπουδαίος άνθρωπος.» 

24.7.08

Θάνατος στη Βενετία



Το διήγημα του Τόμας Μαν, Θάνατος στη Βενετία δεν είναι καλά-καλά 120 σελίδες. Ο μικρός του όγκος, παρόλα αυτά, δεν ακυρώνει το γεγονός πως αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά κείμενα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η ικανότητα του συγγραφέα να αγγίζει με εξαιρετική προσοχή και δεξιοτεχνία ακόμη και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας και ψυχοσύνθεσης σε ένα θέμα που προκαλεί, η αριστοτεχνική πένα του, με τη συμπυκνωμένη γραφή και τις λεπτεπίλεπτες αναλύσεις, βρίσκουν εδώ τον φυσικό τους χώρο.

Με όχημα τον κεντρικό ήρωα, τον διάσημο συγγραφέα Γκουστάφ φον Άσενμπαχ, ο Μαν ξετυλίγει σε παράλληλη πορεία ένα διπλό ταξίδι. Το απτό, προς μια πόλη που υπόσχεται στον ήρωα, όχι απλά το άγνωστο, αλλά το ασύγκριτο, το «παραμυθένια διαφορετικό» και το άλλο, το υπόγειο, το εσωτερικό ταξίδι από έναν εγκρατή και πειθαρχημένο τρόπο ζωής στα μυστικά μονοπάτια του ανομολόγητου πάθους, της έκστασης, της ολοκληρωτικής παράδοσης σε απύθμενα βάθη ατόφιου και ολοκληρωτικού συναισθήματος.


Η επιθυμία του για το ταξίδι έρχεται σε μια περίοδο δημιουργικού τέλματος. Το έναυσμα αποτελεί ένα αδιάφορο εξωτερικό ερέθισμα, το οποίο όμως αρκεί για να μετατρέψει την επιθυμία σε πάθος και παραίσθηση. Γίνεται σκοπός ζωής για έναν άνθρωπο που τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του είχαν δαμάσει από πολύ νωρίς οποιαδήποτε μορφή παρόρμησης ή ανεμελιάς. Η καταξίωσή του σε κορυφαίο συγγραφέα, ο προσωπικός τίτλος ευγενείας που του απονεμήθηκε ως δώρο στα πεντηκοστά του γενέθλια από έναν γερμανό ηγεμόνα, η αναγνώριση από τον κόσμο που ταυτιζόταν με τους ήρωες των βιβλίων του, όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα αυστηρής πειθαρχίας και ανεξάντλητης αντοχής στις καθημερινές δοκιμασίες, που είχαν ξεκινήσει από την παιδική του ηλικία.


Η ανάγκη φυγής, μακριά από τη στεγνή από φαντασία καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα συναισθήματα που ζητούν εκδίκηση, η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, μπήκαν στη σκιά μιας ιδέας τόσο πλούσιας σε συνέπειες, να ξεχάσει, να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει υπόγειες, σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος, τον οδηγούν στη μελαγχολική Βενετία, μια πόλη που υπόσχεται την ονειρική απομάκρυνση και τη μεταμόρφωση του κόσμου σε κάτι αλλόκοτο, και στην οποία θα μπορούσε να χαθεί στο άχρονο και το άμετρο για όσο χρόνο επιθυμούσε. «Έτσι, είδε πάλι την πιο καταπληκτική προκυμαία, εκείνη την εκθαμβωτική σύνθεση από υπέροχα οικοδομήματα που παράταξε η Δημοκρατία στα γεμάτα δέος και σεβασμό βλέμματα των ναυτικών που πλησίαζαν την πόλη, την ανάλαφρη μεγαλοπρέπεια του Παλατιού και τη Γέφυρα των Στεναγμών, τους κίονες με το λιοντάρι και τον Άγιο στο μόλο, τον παραμυθένιο ναό που πρόβαλε επιδεικτικά τη μία του πλευρά, τη θέα στον Πύργο του Ρολογιού, και σηκώνοντας τα μάτια του, σκέφτηκε πως το να φτάνεις απ’ τη στεριά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας είναι σα να μπαίνεις σ’ ένα παλάτι από την πίσω πόρτα, κι ότι δεν θα’ πρεπε κανείς να έρχεται στην πιο απίθανη απ’ τις πόλεις αλλιώτικα, παρά μόνο όπως αυτός τώρα, απ’ την ανοιχτή θάλασσα.»
Γοητεύεται από την απεραντοσύνη της θάλασσας. «Ήταν βαθιά κρυμμένοι μέσα του οι λόγοι που αγαπούσε τη θάλασσα: ήταν η ανάγκη του καλλιτέχνη που δουλεύει σκληρά να ξεκουραστεί, η μεγάλη του επιθυμία να φύγει απ’ την απαιτητική πολυμορφία των φαινομένων και να κουρνιάσει προστατευμένος μέσα στην αγκαλιά του απλού, του τεράστιου. Ήταν η απαγορευμένη, εντελώς αντίθετη στο καθήκον του, κι ακριβώς γι’ αυτό δελεαστική ροπή στο αδιάρθρωτο, το άμετρο, το αιώνιο, το Τίποτα. Αυτός που προσπαθεί να πετύχει το Εξαιρετικό, λαχταρά να ξεκουραστεί στο Τέλειο. Και δεν είναι άραγε το Τίποτα μια μορφή του Τέλειου;»
Οι εντυπώσεις που εισπράττει πολλαπλασιάζονται σε ένταση μέσα του λόγω της μοναχικής του ψυχοσύνθεσης. Και τα πιο μικρά γεγονότα τον αναστατώνουν. «Ο άνθρωπος που ζει μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή, βιώνει τις εμπειρίες του πιο συγκεχυμένα και ταυτόχρονα πιο έντονα απ’ ότι ο εξωστρεφής, οι σκέψεις του είναι πιο βαριές, πιο παράξενες, και ποτέ δίχως μια απαλή απόχρωση θλίψης. Εικόνες και παραστάσεις που θα παραμερίζονταν επιπόλαια με μια ματιά, ένα γέλιο, ένα ανάλαφρο σχόλιο τον απασχολούν υπερβολικά, βουλιάζουν στη σιωπή, αποκτούν βαρύτητα, γίνονται βίωμα, περιπέτεια και συναίσθημα.»
Το ομιχλώδες τοπίο της λιμνοθάλασσας, η παρατεταμένη ζέστη και υγρασία, η αποπνικτική ατμόσφαιρα με τα στάσιμα νερά των καναλιών και τον πνιγηρό αέρα, λίγο έλειψε να τον γυρίσουν πίσω για λόγους υγείας, αφού ένιωθε δυσφορία, και πιθανώς αυτό να είχε συμβεί, αν μια σύμπτωση δεν τον έφερνε πρόσωπο με πρόσωπο με το Κάλλος και το Ωραίο μορφοποιημένα σ’ έναν δεκατετράχρονο έφηβο, που έτυχε να διαμένει με τις τρεις αδελφές του, τη μητέρα και την γκουβερνάντα του στο ίδιο ξενοδοχείο με κείνον. Από αυτό το σημείο κι ύστερα, ποτέ δεν θα ξαναγινόταν ο ίδιος. «Σύμβολο και καθρέπτης! Τα μάτια του αγκάλιαζαν την ευγενική μορφή εκεί, στην άκρη της γαλάζιας θάλασσας, και πλημμύριζε αγαλλίαση πιστεύοντας πως μ’ αυτή τη ματιά κατανοούσε την ίδια την ουσία του κάλλους, τη φόρμα σαν σκέψη του Θεού, τη μοναδική και ανόθευτη τελειότητα, που ζει μέσα στο πνεύμα κι ένα ανθρώπινο είδωλο κι ομοίωμά της ορθωνόταν εδώ ανάλαφρο, γεμάτο χάρη για να το λατρέψουν. Αυτό ήταν μέθη, και αδίστακτα, σχεδόν άπληστα την καλωσόρισε ο καλλιτέχνης που γερνούσε.»
Ο συντηρητικός μεσήλικας, με τη στάσιμη σαν τα θολά νερά των βενετσιάνικων καναλιών ζωή, τις αστικές αντιλήψεις και τον άμεμπτο ηθικό κώδικα, αφήνεται σταδιακά σε μια ελεύθερη πτώση από την πατρική καλοσύνη και στοργή προς τον νεαρό, στον ακόρεστο θαυμασμό και κατόπιν στον απόλυτο, αδιαφιλονίκητο, ακαταμάχητο Έρωτα, στην πιο ιερή του σημασία. Ήξερε πως μέσα του υπάρχει ο Θεός, αφού αυτός που αγαπάει είναι πιο θεϊκός από κείνον που αγαπιέται, και βίωνε την υπέρτατη ευτυχία του συγγραφέα, αφού η σκέψη του μπορούσε να εκφραστεί σαν συναίσθημα και το συναίσθημα να συγχωνευτεί με τη σκέψη. Ένιωθε μέσα του τη δύναμη να ελέγχει και να κατευθύνει μια σκέψη που έπαλλε από συναίσθημα, κάνοντάς τον να μπορεί να χαίρεται για πρώτη φορά τις μικρές χαρές της ζωής, τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας, το φαγητό, τον ύπνο, τη φύση, τον θαλασσινό αέρα, την ανεμελιά των υπέροχα ομοιόμορφων μερών που περνούσε στη Βενετία. Η ομορφιά είχε αποκαλυφτεί μπροστά στα μάτια του στην πιο θεϊκή της μορφή, μπορούσε να την παρατηρήσει, να τη θαυμάσει και να παραδοθεί στη σαγήνη της ανεμπόδιστα. Ήταν ευτυχισμένος…

Ωστόσο, μια ανεπαίσθητη αλλαγή στην ατμόσφαιρα της πόλης που ολοένα δυνάμωνε άρχισε σταδιακά να θορυβεί τους επισκέπτες της. Ο αέρας ανέδυε μια γλυκερή φαρμακίλα που θύμιζε «φτώχεια και πληγές και ένοχη καθαριότητα.» Οι αρχές κώφευαν εξωραΐζοντας την κατάσταση. Οι μαγαζάτορες και ξενοδόχοι επίσης. Όμως οι φήμες άρχισαν να μιλούν για εμφάνιση θανάσιμης επιδημίας στην πόλη. Το κακό που περίμεναν να’ ρθει από ξηράς μέσω Μόσχας ήρθε από τη θάλασσα. Η μυρωδιά της άρρωστης πόλης και τα θύματα που αυξάνονταν ραγδαία δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας. Την Βενετία έχει χτυπήσει επιδημία ινδικής χολέρας.


Ο Άσενμπαχ, κυριευμένος από το πάθος του για τον έφηβο, αδιαφορεί για τον κίνδυνο και αρνείται να φύγει. Μέσα στο μυαλό του προσπαθεί να γυρίσει αυτό το κακό προς όφελός του. Φαντάζεται τον κόσμο να λιγοστεύει, ώσπου να μείνουν οι δυο τους μέσα σε μια άδεια πόλη που θα μπορούσε να φιλοξενήσει άκριτα την αγάπη τους. «Στο πάθος, όπως και στο έγκλημα, δεν ταιριάζει η άνετη καθημερινότητα με την εξασφαλισμένη τάξη της, και κάθε χαλάρωση της κοινωνικής συγκρότησης, κάθε αναστάτωση και δοκιμασία του κόσμου του είναι ευπρόσδεκτη, γιατί μπορεί αόριστα να ελπίζει πως θα επωφεληθεί απ’ αυτήν. Έτσι, ο Άσενμπαχ ένιωσε μια σκοτεινή ευχαρίστηση για τα γεγονότα στα βρώμικα σοκάκια της Βενετίας που οι αρχές συγκάλυπταν – αυτό το κακόβουλο μυστικό της πόλης που συγχωνευόταν με το πιο βαθύ δικό του μυστικό, και που θα’ δινε τα πάντα για να το διαφυλάξει. Γιατί ο ερωτευμένος δεν ανησυχούσε για τίποτε άλλο, παρά μόνο μη φύγει ο Τάτζιο, και με τρόμο κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει αν γινόταν κάτι τέτοιο.»

Έχει μεθύσει από ένα αχαλίνωτο πάθος που δεν τολμά να εκδηλωθεί, ενώ τα βήματά του τα οδηγεί ο δαίμονας που διασκεδάζει να ποδοπατά τη σύνεση και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Περιτριγυρισμένος από τη σκιά του θανάτου, ζει την ευτυχία μιας όψιμης και βαθιάς μέθης που καμία σχέση δεν έχει με τους φθοροποιούς αγώνες που είχε κάνει ως τώρα προκειμένου να υπερνικήσει τον εαυτό του. Εξουσιαστής του δεν είναι πλέον ο εαυτός του, αλλά ο θεός Έρωτας. Το πάθος του τον έχει παραλύσει και η νηφαλιότητα βρίσκεται ήδη μακριά.

Για τον ίδιο δεν υπάρχει επιστροφή. «Όταν έχει ελευθερωθεί κανείς από τον εαυτό του, δεν απεχθάνεται τίποτε πιο πολύ από το να ξαναγυρίσει πίσω σκλάβος του.» Η άρρωστη πόλη τον έχει αιχμαλωτίσει. Η τέχνη του, η αρετή, το έργο μιας ολόκληρης ζωής δεν έχουν καμία σημασία «μπροστά στα πλεονεκτήματα του χάους» που τον κοιτούν κατάματα. Ο ηθικός νόμος στον οποίο υπάκουε πειθήνια όλη του τη ζωή έχει γίνει συντρίμια. Συνωμοτεί στην προστασία του μυστικού μιας πόλης γεμάτης από υδρατμούς αποσύνθεσης που κρατά φυλαγμένο το δικό του ανομολόγητο μυστικό, και η οποία θα μετατραπεί σε αυλαία της προσωπικής του διαδρομής από την τέχνη στη ζωή κι από κει στο όνειρο, ενόσω η μυρωδιά της φαινόλης συνεχίζει να μπερδεύεται με τα κακά πνεύματα του αέρα που περιφέρονται μέσα στα σκοτεινά και βρώμικα σοκάκια μοιράζοντας κλήρους θανάτου...


Η εξωτική παρόρμηση στην οποία παραδόθηκε άνευ όρων υπερνικά οποιαδήποτε τύψη κι ενοχή, επειδή ο ήρωάς μας δεν είναι ένας απλός άνθρωπος. Είναι ποιητής. «Εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ομορφιάς χωρίς τον Έρωτα σύντροφο κι οδηγό μας. Ναι, ακόμη κι αν, με τον δικό μας τρόπο, είμαστε ήρωες και πειθαρχημένοι πολεμιστές στην τέχνη μας, πάλι είμαστε σαν τις γυναίκες, γιατί ανάταση στην ψυχή μας φέρνει μονάχα το πάθος, και βαθιά μας επιθυμία μένει πάντα η αγάπη – αυτή είναι η απόλαυσή μας και η ντροπή μας. Καταλαβαίνεις μήπως τώρα ότι εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να είμαστε ούτε σοφοί ούτε αξιοπρεπείς; Πως η παραπλάνησή μας είναι μοιραία, πως αναγκαστικά παραμένουμε ακόλαστοι τυχοδιώκτες του συναισθήματος;»

Κι όταν το αντικείμενο του σκοτεινού του πόθου ανταποκρίνεται με ένα φευγαλέο χαμόγελο, η έκσταση είναι πολύ μεγάλη για να την αντέξει. Συγκλονισμένος από τη συγκίνηση και παραδομένος σε μια αγαλλίαση απέραντη σαν το Τίποτα της θάλασσας, ευτυχισμένος και πλήρης, είναι έτοιμος να δεχτεί τον δικό του κλήρο, αυτόν που του φύλαγε η μυστηριακή Βενετία που όρμησε μέσα του βίαια σαν απρόσκλητος επισκέπτης συνθλίβοντας κάθε πνευματική και ηθική αντίσταση, μόνο για να απογειώσει σε ουρανούς δονούμενης συναισθηματικής έκστασης το βασανισμένο είναι του στον επίλογο της μετρημένης του ζωής…



Το διήγημα Θάνατος στη Βενετία γράφτηκε το 1913 και παραμένει μέχρι σήμερα ένα μοναδικό ψυχογράφημα κορυφαίας αρχιτεκτονικής και περιγραφικής διαύγειας και δεξιοτεχνίας, χαρίζοντας το 1929 στον δημιουργό του, Τόμας Μαν, το Νόμπελ λογοτεχνίας.


-.-


16.7.08

Νόα Νόα



Η περιέργεια, η φυγή, η αναζήτηση είναι ένα γνώρισμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο από καταβολής κόσμου. Το ανθρώπινο πνεύμα δύσκολα επαναπαύεται στο δεδομένο και το τετριμένο, γι’ αυτό και συνεχώς αναζητά νέους προορισμούς και νέα ταξίδια, απτά ή νοητά.

Το φαινόμενο αυτό απέκτησε ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη της βιομηχανικής επανάστασης, της νεωτερικότητας και της ραγδαίας αστικοποίησης. Περιηγητές έψαχναν για το εξωτικό και το μυστηριακό στις «υπανάπτυκτες» χώρες της ανεξερεύνητης Ανατολής (συγκαταλέγεται και η Ελλάδα ανάμεσα σ’ αυτές), κάποιοι αναζήτησαν τον ξεχασμένο παράδεισο σε μέρη μακρινά κι ανέγγιχτα ακόμη από τη μέγγενη του "κήβδιλου" δυτικού πολιτισμού.

Ανάμεσά τους κι ένας ζωγράφος, ο ζωγράφος της Κυριακής, όπως ήταν γνωστός στους κύκλους του. Επιτυχημένος χρηματιστής ως τα 40 του, οικογενειάρχης με πέντε παιδιά και ζωή τακτοποιημένη, αποφασίζει εν μία νυκτί και χωρίς καμία ειδοποίηση ούτε στους πολύ δικούς του ανθρώπους να εγκαταλείψει την ήσυχη ζωή του και να ακολουθήσει τον μοναχικό δρόμο του καλλιτέχνη…

Το όνομά του: Paul Gaugin

Ο Γκωγκέν, καταπιεσμένος από τον τεχνητό παράδεισο του αστικού περιβάλλοντος, που στράγγιζε βίαια τη φαντασία μέσα από μια μηχανικά επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, σύντομα άρχισε να αναζητά τρόπους διαφυγής, που ενισχύθηκαν από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις από ιεραποστόλους, εμπόρους και περιηγητές μέσα από κείμενα και γκραβούρες, οι οποίες εισέβαλαν από παντού εξάπτοντας τον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού εκείνη την εποχή.
Σύντομα οι καθημερινές συμβατικότητες που κάλυπταν τον δρόμο του πεπρωμένου του παραμερίστηκαν για να αποκαλυφτεί το όραμα του ζωγράφου, που από εδώ και στο εξής θα ζούσε μόνο για να ζωγραφίζει, μια απόφαση που πλήρωσε ως το τέλος της ζωής του ακριβά με χρόνια ανέχειας, κακουχιών, απογοήτευσης και κακής υγείας. «Σ’ όλη μου τη ζωή ήμουν καταδικασμένος σε μια διαρκή πτώση» γράφει σ’ ένα γράμμα του ο ίδιος. Παρόλα αυτά ποτέ του δεν μετάνιωσε για αυτή τη στροφή, αφού πίστευε πως η σωτηρία βρίσκεται μόνο στην ακρότητα, πιστεύω που ακολούθησε τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη του.

Η Ταϊτή αποκτά μέσα στο μυαλό του ιδεατή εικόνα και ανυπομονεί να συναντήσει αυτόν τον παράδεισο που κρυβόταν στη μέση του πουθενά. «Μακάρι να ερχόταν και μάλιστα γρήγορα η μέρα που θα μπορούσα να καταφύγω στα δάση ενός νησιού της Ωκεανίας και να ζήσω εκεί μέσα στην έκσταση, τη γαλήνη και την τέχνη… Εκεί, στην Ταϊτή, θα μπορούσα, στη σιγαλιά των όμορφων τροπικών νυχτών ν’ ακούσω τη γλυκιά ψιθυριστή μουσική των χτύπων της καρδιάς μου σε μια ερωτική αρμονία με τα μυστηριώδη πλάσματα του περίγυρου. Εκεί τουλάχιστον, κάτω από έναν ουρανό που δεν γνωρίζει ποτέ χειμώνα, σε μια υπέροχη γόνιμη γη, οι Ταϊτινοί δεν έχουν παρά να σηκώσουν το χέρι τους για να κόψουν την τροφή τους κι έτσι δεν εργάζονται ποτέ.» (Φεβρουάριος 1890).
Κάθε μέρα που περνά πείθεται όλο και περισσότερο πως η Ταϊτή κρατά τα κλειδιά της έμπνευσης. Έναν μήνα μετά αναχωρεί από το Παρίσι και την 1η Ιουνίου αποβιβάζεται στην πρωτεύουσα της Ταϊτής Παπεέτε. Ήταν η πρώτη από πολλές απογοητεύσεις, αφού ο παράδεισος που ονειρευόταν είχε προλάβει να εκφυλιστεί από την αποικιοκρατία… Η πρωτεύουσα, οι άνθρωποι, όλα φάνταζαν στα μάτια του σα μια φτηνή απομίμηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας που ήθελε να αποφύγει.

Αποφασίζει να μετοικήσει στο εσωτερικό του νησιού. Εκεί, βρίσκεται για πρώτη φορά κοντά στο όραμά του και εμπνέεται τα περίφημα έργα του από τη ζωή των ιθαγενών.

Οι οικονομικές δυσκολίες και τα προβλήματα υγείας θα τον αναγκάσουν σε πολλές μετακινήσεις, θα επιστρέψει στη Γαλλία και θα ξαναγυρίσει στα τροπικά νησιά κάμποσες φορές, θα πιει το ποτήρι της πίκρας και της απογοήτευσης άλλες τόσες, όμως το όραμά του για την τέχνη του θα παραμείνει αναλλοίωτο ως το τέλος.


Αυτό το οδοιπορικό ψυχής αποφασίζει να το καταγράψει. Το χειρόγραφό του τιτλοφορείται από τον ίδιο Νόα Νόα, που σημαίνει θεσπέσιο άρωμα, αυτό που συνεπήρε τον ζωγράφο όταν σαν προσκυνητής παραδόθηκε στον «απολεσθέντα παράδεισο», παρόλο που η αλήθεια για τον ίδιο παρέμενε πάντα σκληρή…


«Κάθε ημέρα τα πράγματα ήταν καλύτερα για μένα. Τελικά έφτασα στο σημείο να καταλαβαίνω αρκετά καλά τη γλώσσα. Οι γείτονές μου με θεωρούσαν σαν δικό τους. Τα γυμνά μου πόδια έχουν πια συνηθίσει να πατούν το χώμα αφού είναι σε καθημερινή επαφή με τα χαλίκια. Το σχεδόν πάντα γυμνό σώμα μου δε φοβάται πια τον ήλιο. Ο πολιτισμός αρχίζει να φεύγει σιγά – σιγά από πάνω μου κι αρχίζω να σκέφτομαι απλά, να έχω λίγο μόνο μίσος για τον πλησίον μου και λειτουργώ ζωώδικα, ελεύθερα με τη βεβαιότητα ενός αύριο ίδιου με το σήμερα. Γίνομαι ανέμελος, ήσυχος και γεμάτος αγάπη. Έχω ένα φυσικό φίλο που έρχεται κάθε μέρα να με δει. Μια μέρα του εμπιστεύτηκα τα εργαλεία μου και του είπα να δοκιμάσει να φτιάξει ένα γλυπτό. Παιδί… τέτοιος πρέπει να’ σαι για να πιστέψεις ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να είναι κάτι χρήσιμο…» (Π. Γκωγκέν, Νόα Νόα)


Οι περιπέτειές του στον τροπικό παράδεισο, όπως καταγράφτηκαν στα κείμενά του, οι ρηξικέλευθες αποφάσεις του, το συναρπαστικά πρωτόγονο ύφος στην τέχνη του, σύντομα δημιούργησαν τον θρύλο του Γκωγκέν. Λίγοι είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν ακούσει για τον χρηματιστή που θυσίασε τα πάντα για να ακολουθήσει το προσωπικό του όραμα, τον ζωγράφο που για χάρη του ο Van Gough έκοψε σε μια στιγμή παράκρουσης τον λοβό του αυτιού του για να τον προσφέρει σε μια πόρνη της Αρλ, όταν οι δύο ζωγράφοι συναντήθηκαν σε μια άκαρπη τελικά συνεργασία μεταξύ τους.


Ο Πωλ Γκωγκέν αρχικά υιοθέτησε την ιμπρεσιονιστική τεχνοτροπία στα έργα του, με τις μικρές πινελιές καθαρού χρώματος προκειμένου να συλλάβει το φευγαλέο και το ατμοσφαιρικό. Σύντομα, όμως, ανακάλυψε ένα προσωπικό στυλ με τις καθαρά περιγραμμένες φόρμες και τα έντονα χρώματα, εισάγοντας την τέχνη στον μετα-ιμπρεσιονισμό και τον φωβισμό.


Η θυελλώδης ζωή του τέλειωσε από μια καρδιακή προσβολή στις 8 Μαΐου 1903.

9.7.08

Ίδε ο Άνθρωπος ή πώς γίνεται κανείς αυτό που είναι





«Για να γίνει κανείς αυτό που είναι, δεν πρέπει να’ χει την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό που είναι. Απ’ αυτήν την οπτική γωνία, ακόμη και οι γκάφες της ζωής έχουν το νόημά τους και την αξία τους – οι ενδεχόμενοι παράπλευροι δρόμοι και λάθος δρόμοι, οι καθυστερήσεις, οι «μετριότητες», η σοβαρότητα που σπαταλιέται σε προορισμούς άσχετους με τ ο ν προορισμό. Όλα αυτά μπορούν να εκφράσουν μια μεγάλη σύνεση, ακόμα και την υπέρτατη σύνεση, εκεί που το nosce te ipsum (γνώθι σαυτόν) θα ήταν η συνταγή να καταστραφούμε, για να ξεχάσουμε τον εαυτό μας, για να παρεξηγήσουμε τον εαυτό μας, για να γίνουμε μικρότεροι, στενότεροι, μέτριοι.»

Ανατρεπτικές ιδέες όπως αυτή αναπτύσσονται στο κύκνειο άσμα του Friedrich Nietzsche Ίδε ο Άνθρωπος, μιας από τις πιο μεγαλοφυείς και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες των τελών του 19ου αιώνα, αφού λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση του αυτοβιογραφικού αυτού έργου, το 1899, ο γερμανός φιλόσοφος και στοχαστής που άνοιξε νέους δρόμους στην φιλοσοφική σκέψη, προσβάλλεται από φρενοβλάβεια, για να πεθάνει έναν χρόνο μετά, στο λυκαυγές του 20ου αιώνα.

Βασική έννοια με την οποία καταπιάνεται το βιβλίο, όπως δείχνει και ο δευτερότιτλος, είναι πως ο άνθρωπος είναι αιτία του έργου του. Το δίπολο άνθρωπος – έργο διασπάται από τον συγγραφέα σε δύο αυτόνομες και ανεξάρτητες έννοιες. Έτσι, για τον ίδιο, το τι είναι και το τι γράφει είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Μέσα σε ένα παρανοϊκό ύφος (το ίδιο το έργο μοιάζει σαν παραλήρρημα, μέσα στις υπερβολές και την ελλειπτική και αινιγματική του γραφή), ερμηνεύει και αναλύει μέσα από τον εαυτό του τον Άνθρωπο, απελευθερωμένο από κάθε κρυμμένο νόημα ή απωθημένο στοιχείο. Όλα βγαίνουν στη φόρα. Όλα φωτίζονται από την εντασιακή γλώσσα ενός «κοσμοκράτορα», ενός «υπεράνθρωπου» με τον οποίο δύσκολα μπορεί να ταυτιστεί κανείς, πόσο μάλλον ο μέσος αναγνώστης, δημιουργώντας νέες αφετηρίες στην ερμηνευτική διαδικασία, αφού αποδομεί το status quo του βιογραφικού είδους.

Χρησιμοποιεί τους ήδη υπάρχοντες κανόνες και αξίες ως αφετηρία, μόνο για να τα εκθέσει γυμνά από επιχειρήματα και να τα ανατρέψει εκ των έσω, γκρεμίζοντας είδωλα και ηθικές αξίες αιώνων. «Η πραγματικότητα έχασε την αξία της, το νόημά της, την αληθοφάνειά της ακριβώς στο βαθμό που επινοήθηκε μ’ ένα ψέμα ένας ιδεώδης κόσμος. Το ψέμα του ιδεώδους ήταν μέχρι τώρα η κατάρα που κρεμόταν πάνω από την πραγματικότητα. Μέσω αυτού του ψέματος η ίδια η ανθρωπότητα έγινε κίβδηλη και ψεύτικη ως τα πιο θεμελιώδη ένστικτά της – σε σημείο να λατρεύει τις αντίθετες αξίες από κείνες που θα εξασφάλιζαν την υγεία της, το μέλλον της, το ανώτερο δικαίωμα για το μέλλον.» (Νίτσε)

Στόχος του η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο. Πίστευε πως για να ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά, εννοώντας τον καθολικό επαναπροσδιορισμό των ηθικών του αξιών και κοινωνικών προτύπων, θεωρώντας τον εαυτό του ως τη γέφυρα που θα ένωνε τον Άνθρωπο με τον Υπεράνθρωπο που έκρυβε μέσα του. Για να το πετύχει αυτό δεν διστάζει να εκθέσει τον εαυτό του κάτω από τα φώτα της έντονης κριτικής και δημοσιότητας. Σκίζει τις μάσκες της υποκρισίας και αποκαλύπτει χωρίς αναστολές τον πραγματικό του εαυτό, όπως τον αντιλαμβάνεται ο ίδιος, αυτόν που δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει κανείς. «Ούτε με άκουσε κανείς ποτέ ούτε με είδε» (Νίτσε). Παρομοίαζε τον λόγο του με λόγια του ανέμου, ή με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη, οι στίχοι των οποίων ήταν δύσκολο να κατανοηθούν. «Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';» (Νίτσε) Είχε προβλέψει πως τα έργα του θα παρερμηνευτούν, όπως έγινε από τον ίδιο τον Χίτλερ, που στήριξε τη θεωρία του περί αρρειανής φυλής στο νιτσεϊκό έργο Τάδε έφη Ζαρατούστρα, όπου διαπραγματευόταν την έννοια του υπερανθρώπου. «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν» (Νίτσε).

Ο Friedrich Nietzsche μεγάλωσε σε ένα αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον (οι δυο παππούδες του και ο πατέρας του κατείχαν σημαντικές θέσεις στην Προτεσταντική Εκκλησία). Παρόλο η επιστήμη της Θεολογίας ήταν η εύλογη επιλογή για ένα παιδί θεοσεβούμενης οικογένειας, ωστόσο ο ίδιος στράφηκε από νωρίς προς την κλασική φιλολογία και τη Φιλοσοφία. Από πολύ μικρή ηλικία φάνηκε η ευστροφία και η οξύτητα του μυαλού του. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του που τον ήθελε εφημέριο, δέχεται την υποτροφία που κερδίζει στις κλασικές σπουδές. Παράλληλα δουλεύει με πάθος πάνω στις μουσικές συνθέσεις του, διερευνώντας όλες τις κλίσεις και τις δυνατότητές του. Στα 25 του είναι ήδη καθηγητής σε πανεπιστήμιο της Ελβετίας. Συνεχώς ερχόταν σε επαφή με νέες ιδέες και ανθρώπους, όπως ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, ως τη στιγμή της οριστικής ρήξης, λόγω του αντισημιτισμού που χαρακτήριζε τον μουσουργό. Μελέτησε σημαντικούς σύγχρονους με αυτόν στοχαστές και φιλοσόφους, όπως ο Σοπενχάουερ. Οι διαλέξεις του στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο άφηναν άναυδους τους φοιτητές του και η ρητορική του δεινότητα ήταν γνωστή σε όλα τα κοσμικά σαλόνια.

Είναι η εποχή που ξεκινά και το πλούσιο και πολυμορφικό συγγραφικό του έργο. Η γραφή του είναι θυελλώδης κι επιθετική. Ρέει σαν ποταμός και παρασύρει ό,τι εμποδίζει τη σωτηρία του ανθρώπου και της ανθρώπινης ψυχής. Δε διστάζει να συγκρουστεί μετωπικά αφορίζοντας πάγιες αξίες, όπως ο Χριστιανισμός και η Ηθική ή να τα βάλει με σημαντικά πρόσωπα της εποχής του για τους οποίους δεν έκρυβε την περιφρόνησή του. Πίστευε πως οι άνθρωποι έπρεπε να αναζητήσουν το πνεύμα τους μέσα στην ίδια τους την ψυχή και όχι στις θρησκείες, λέγοντας ευθαρσώς πως «ο Χριστιανισμός είναι το πιο μοιραίο και σαγηνευτικό ψέμα που ειπώθηκε ποτέ – το μεγαλύτερο και το πιο ασεβές ψέμα». Αναθεωρεί όλες τις έννοιες. «Όλα όσα πήρε στα σοβαρά μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα δεν είναι πραγματικότητες αλλά φαντασιοκοπήματα – ακριβέστερα ψέματα που ειπώθηκαν από τα κακά ένστικτα άρρωστων φύσεων που ήταν επιβλαβείς με τη βαθύτερη έννοια – ψέματα όλες αυτές οι έννοιες, ο «Θεός», η «ψυχή», η «αρετή», η «αμαρτία», το «επέκεινα», η «αλήθεια», η «αιώνια ζωή» (Νίτσε).

Το 1879 ο Νίτσε εγκαταλείπει την πανεπιστημιακή του καριέρα και ταξιδεύει στην Ευρώπη προς αναζήτηση του ιδανικότερου κλίματος για τη βεβαρημένη υγεία του. Είναι η εποχή που γνωρίζεται με τη συγγραφέα Λου Σαλομέ, την «ενσάρκωση της ιδανικής συντρόφου», όπως έλεγε, το ειδύλλιο όμως δεν κράτησε πολύ και ο Νίτσε συντετριμμένος επιχειρεί να αυτοκτονήσει τρεις φορές. Είναι η περίοδος που η πνευματική του υγεία αρχίζει να εκφυλίζεται, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως το συγγραφικό του έργο υπέστη ύφεση, απεναντίας, μάλιστα. Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ζωής του και με την ψυχική και σωματική του υγεία καταρρακωμένη, ο φιλόσοφος συλλαμβάνει την ιδέα της «αιώνιας επιστροφής», της ανώτατης διατύπωσης της κατάφασης στη ζωή, το μεγάλο ΝΑΙ που γίνεται η ραχοκοκκαλιά του σημαντικότερου ίσως έργου της καριέρας του Τάδε έφη Ζαρατούστρα.

Ο Καρλ Γιουνγκ θα σχολιάσει: «Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε δεν είναι φιλοσοφία,αλλά η περιγραφή μιας δραματικής μεταμόρφωσης που έχει καταπιεί ολοκληρωτικά τη διανόηση». Ο ίδιος ο Νίτσε γράφει: «Το να καταλάβει κανείς έξι φράσεις απ’ αυτό το βιβλίο – δηλαδή να τις έχει βιώσει πραγματικά – θα’ φτανε για να τον ανεβάσει σ’ ένα επίπεδο ύπαρξης ανώτερο απ’ αυτό στο οποίο μπορεί να φτάσει ο «σύγχρονος» άνθρωπος.» Τα λόγια του θρησκευτικού προφήτη των Περσών γίνονται βάλσαμο και έμπνευση, μόνο για να τα μεταμορφώσει σε μια ολοκαίνουργια αποκαλυπτική θεωρία που οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωσή του, τον κάνει υπεράνθρωπο, απρόσβλητο από κάθε αρνητικό συναίσθημα ή δοξασία ή κοινωνική ηθική ιδέα.

Ο τίτλος Ίδε ο Άνθρωπος (λατ. Ecce homo) είναι παρμένος από την Αγία Γραφή και συγκεκριμένα από το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Είναι η φράση με την οποία ο Πόντιος Πιλάτος παρουσίασε στον ιουδαϊκό λαό τον Ιησού Χριστό φέροντας ακάνθινο στεφάνι και περιβεβλημένο με ρωμαϊκό πορφυρό χιτώνα, έναν συσχετισμό που μόνο ο ίδιος θα τολμούσε να κάνει. Μέσα στην έκδηλη μεγαλομανία του («γιατί είμαι τόσο σοφός», «γιατί είμαι τόσο έξυπνος», «γιατί γράφω τόσο καλά βιβλία», «γιατί είμαι μια μοίρα» είναι ορισμένοι από τους τίτλους των κεφαλαίων του) ενστερνίζεται τον ρόλο του Διονύσου, αφού το έργο του δεν εκφράζει «την απολλώνεια γαλήνη ενός ώριμου σοφού, αλλά τη διονυσιακή έξαψη ενός επαναστάτη», ρόλος που θα μπορούσε να συσχετισθεί με τη συφιλιδική μόλυνση που τον βασάνιζε και που βαθμιαία τον οδηγούσε σε παράλυση και καταρράκωση του σώματός του, και που ο ίδιος τη μετέφρασε σε «μαινάδες που ξεσκίζουν το μαρτυρικό σώμα του Διονύσου». Μετά από ένα κρούσμα διφθερίτιδας και δυσεντερίας, η υγεία του δεν θα επανέλθει ποτέ σε καλή κατάσταση.


Το υπόλοιπο της ζωής του το περνά έγκλειστος σε άσυλο και αργότερα με τη μητέρα και την αδελφή του, σε πλήρες διανοητικό σκοτάδι, όπου και πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900, με την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο.

Αποσπάσματα από το Ίδε ο Άνθρωπος:

«Πόση αλήθεια αντέχει ένα πνεύμα, πόση αλήθεια τολμάει αυτό; Αυτό γινόταν για μένα όλο και πιο πολύ το πραγματικό μέτρο της αξίας. Η πλάνη (δηλαδή η πίστη στο ιδεώδες) δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι δειλία.»

«Η φιλοσοφία, όπως την κατάλαβα και την έζησα μέχρι τώρα, σημαίνει να ζεις με τη θέλησή σου μέσα στα χιόνια και στα ψηλά βουνά – να επιζητάς καθετί παράξενο και αμφισβητήσιμο στην ύπαρξη, καθετί που μέχρι τώρα έχει εξοστρακιστεί από την ηθική.»

«Δεν ψάξατε ακόμη να βρείτε τους εαυτούς σας και βρήκατε εμένα. Έτσι κάνουν όλοι οι πιστεύοντες. Γι’ αυτό είναι τόσο ασήμαντη κάθε πίστη.»

«Η ευσπλαχνία θεωρείται αρετή μόνο από τους παρακμιακούς.»

«Η σιωπή είναι μια αντίρρηση. Το να καταπίνεις τα πράγματα οδηγεί αναγκαστικά σ’ έναν κακό χαρακτήρα – χαλάει ακόμη και το στομάχι. Όλοι εκείνοι που σιωπούν είναι δυσπεπτικοί… το να υποφέρεις από μοναξιά είναι επίσης μια αντίρρηση.»

«Κάθε ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση ενός ισχυρού αντιπάλου ή προβλήματος. Το θέμα δεν είναι απλώς να κυριαρχήσουμε πάνω σ’ ότι αντιστέκεται, αλλά σ’ ότι μας αναγκάζει να κινητοποιήσουμε όλη μας τη δύναμη, την επιδεξιότητα και τη μαχητική ικανότητα: κοντολογίς, το θέμα είναι να κυριαρχήσουμε πάνω σ’ αντιπάλους που είναι ίσοι μας.»

«Η ανθρωπιά μου δεν συνίσταται στο να νιώθω πώς είναι οι άνθρωποι, αλλά στο να αντέχω αυτό που νιώθω μαζί τους.»

«Το να εξακολουθείς να τιμάς κάτι το οποίο απέτυχε, επειδή ακριβώς απέτυχε – αυτό θα ταίριαζε καλύτερα με τη δική μου ηθική.»

«Το διάβασμα είναι ακριβώς η αναψυχή μου από την ίδια τη σοβαρότητά μου.»

«Πρέπει κανείς ν’ αποφεύγει το τυχαίο και τα εξωτερικά ερεθίσματα όσο το δυνατόν περισσότερο. Ένα είδος «μαντρώματος» του εαυτού μας ανήκει στις πιο ενστικτώδικες προφυλάξεις της πνευματικής κυοφορίας.»

«Ο μεγάλος ποιητής αντλεί μόνο από τη δική του πραγματικότητα – στο σημείο να μην μπορεί να υποφέρει καθόλου το έργο του μετά.»

«Δεν ξέρω διάβασμα που να σχίζει τόσο την καρδιά όσο ο Σαίξπηρ.»

«Όλοι φοβόμαστε την αλήθεια.»

«Δεν μπορούμε να είμαστε τίποτε άλλο εκτός από επαναστάτες.»

«Ο κόσμος είναι φτωχός για κείνον που δεν ήταν ποτέ αρκετά άρρωστος.»

«Οι μεγάλες δαπάνες μας είναι αθροίσματα μικρών δαπανών. Το να προσέχουμε, το να μην αφήνουμε τα πράγματα να’ ρχονται κοντά, συνεπάγεται μια δαπάνη, μια ενέργεια που ξοδεύεται για αρνητικούς σκοπούς. Μέσω της διαρκούς ανάγκης για προφύλαξη μόνο, μπορεί να γίνει κανείς αρκετά αδύναμος ώστε να μην μπορεί πια να υπερασπίζεται τον εαυτό του.»

«Δεν έχει έρθει ακόμη καιρός για μένα: μερικοί γεννιούνται μετά θάνατον.»

«Πρέπει κανείς να επαναξιολογήσει όλες τις αξίες για να μπορέσει να χτυπήσει το καρφί στο κεφάλι.»

«Τα βιβλία μου φτάνουν συχνά το ανώτερο πράγμα στο οποίο μπορεί να φτάσει κανείς πάνω στη γη, δηλαδή στον κυνισμό.»

«Όταν φαντάζομαι τον τέλειο αναγνώστη, τον φαντάζομαι τέρας θάρρους και περιέργειας. Επιπλέον, ευλύγιστο, πανούργο, προσεκτικό: έναν γεννημένο τυχοδιώκτη και εξερευνητή.»

«Η τέλεια γυναίκα κάνει κομμάτια αυτόν που αγαπά. Τις ξέρω αυτές τις χαριτωμένες μαινάδες. Αχ, τι επικίνδυνο, έρπον, υποχθόνιο μικρό θηρίο είναι! Κι όμως τόσο ευχάριστο! Μια μικρή γυναίκα που ζητάει εκδίκηση μπορεί να πηδήξει πάνω από την ίδια τη μοίρα. Η γυναίκα είναι πολύ πιο κακή από τον άνδρα. Επίσης και πιο πανούργα: Η καλή φύση σε μια γυναίκα είναι μια μορφή εκφυλισμού. Σε όλες τις λεγόμενες «ωραίες ψυχές» υπάρχει κάτι στραβό από φυσιολογική άποψη.»

«Ο όρος «ελεύθερο πνεύμα» δεν πρέπει να εννοηθεί αλλιώς: σημαίνει ένα πνεύμα που έχει γίνει ελεύθερο, που έχει γίνει πάλι ο κύριος του εαυτού του.»

«Το να μετατρέψω κάθε «ήταν» σε «έτσι το’ θελα εγώ» - μόνο αυτό θα μπορούσα να ονομάσω λύτρωση.»




(πηγές: Δ. Καββαθάς, Ε. Μαραγκόζη, Ίδε ο Άνθρωπος)
-.-