Την αναζητούσα στο διαδίκτυο, μαζί με άλλες εκθέσεις που έτρεχαν παράλληλα και με ενδιέφεραν εξίσου: έκθεση κατοικίας, έκθεση χειροτεχνίας και στην προκειμένη, έκθεση χριστιανικού βιβλίου. Μόνο που η τελευταία για κάποιον λόγο ήταν άφαντη. Δε την είδα να διαφημίζεται πουθενά, παρόλο που επίμονα έψαχνα κάθε τόσο μήπως και την πετύχω, αλλά τίποτα. Υπέθεσα ότι μάλλον δεν θα είχαν σκοπό να τη διοργανώσουν για φέτος.
Εντελώς τυχαία και σε άκαιρο χρόνο και τόπο, βρέθηκε στα χέρια μου το διαφημιστικό φυλλάδιο της έκθεσης. Έληγε την επομένη, οπότε κανόνισα να πάω να την επισκεφτώ. Και πήγα.
Δεν ξέρω αν έφταιγε που την πρόλαβα στην εκπνοή της, αλλά, σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά (διαβάστε για τη σχετική ανάρτηση στο άλλο μου blog εδώ), η έκθεση φέτος ήταν υποτονική πολύ. Βασικά, στενοχωρήθηκα που η διοργάνωση δεν είχε και πολλά ενδιαφέροντα να μου δείξει. Λίγες εκδόσεις, που κι αυτές εύκολα τις βρίσκεις στα βιβλιοπωλεία, αυξημένες οι τιμές, ελάχιστοι οι επισκέπτες, πολλή η φασαρία, από τους διοργανωτές κυρίως, και με λυπούσε που όλο αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την ατμόσφαιρα που θα περίμενε κανείς να έχει μια έκθεση πνευματικού περιεχομένου όπως αυτή.
Δεν είχε να δω πολλά, έτσι έφυγα νωρίς. Δεν ξέρω... Έφυγα με θλίψη στην καρδιά. Η απογοήτευση, όχι τόσο της έκθεσης αυτής καθαυτής, όσο της γενικότερης περιρρέουσας ατμόσφαιρας της πόλης στον πηγαιμό και μετά, στην επιστροφή, των ανθρώπων της, που διάβαιναν τους δρόμους με σκυμμένο το κεφάλι και σβησμένα βλέμματα, μου έχτισαν ένα αόρατο τείχος θλίψης. Δεν κατεβαίνω συχνά στο κέντρο της Αθήνας πλέον, αλλά η αίσθηση ότι απουσίαζε η αισιοδοξία της ζωής, αυτή που έσφυζε κάποτε αβίαστα, ήταν αισθητή. Μια ακαθόριστη αίσθηση απουσίας που δεν μπορούσα να εντοπίσω. Έλειπε η ελπίδα. Γύρισα στο σπίτι άρρωστη από τη στενοχώρια της απογοήτευσης. Πού πήγε η χαρά της πόλης; Πού πήγε το χαμόγελο; Πώς ζει κανείς χωρίς χαμόγελο; Πώς το ξαναποκτά;
Ένα κολάζ από φωτογραφίες της εικαστικής έκθεσης της ζωγράφου Julia Stankova, εκ Βουλγαρίας που συμμετείχε στη διοργάνωση.
Σας αφήνω με μια παρένθεση πράσινου στην επιστροφή μου για το σπίτι, λίγο, για να ξεγελάσει τη διάθεση.
Δεν είχε κόσμο στην έκθεση. Αλλά, τουλάχιστον, υπήρχε έκθεση. Τουλάχιστον, κάποιοι κινήθηκαν να τη διοργανώσουν και κάποιοι ενδιαφέρθηκαν και πήγαν. Είναι κι αυτό κάτι. Μια σπίθα ελπίδας.
Αυτή την σπίθα επιλέγω να κρατήσω, για αυτήν τη σπίθα θα πάω και του χρόνου (πρώτα ο Θεός) και με αυτήν τη σπίθα της ελπίδας, σας χαιρετώ.
Μέχρι την επόμενη φορά
Με αγάπη,
Εύα 💗
Εντελώς τυχαία και σε άκαιρο χρόνο και τόπο, βρέθηκε στα χέρια μου το διαφημιστικό φυλλάδιο της έκθεσης. Έληγε την επομένη, οπότε κανόνισα να πάω να την επισκεφτώ. Και πήγα.
Δεν είχε να δω πολλά, έτσι έφυγα νωρίς. Δεν ξέρω... Έφυγα με θλίψη στην καρδιά. Η απογοήτευση, όχι τόσο της έκθεσης αυτής καθαυτής, όσο της γενικότερης περιρρέουσας ατμόσφαιρας της πόλης στον πηγαιμό και μετά, στην επιστροφή, των ανθρώπων της, που διάβαιναν τους δρόμους με σκυμμένο το κεφάλι και σβησμένα βλέμματα, μου έχτισαν ένα αόρατο τείχος θλίψης. Δεν κατεβαίνω συχνά στο κέντρο της Αθήνας πλέον, αλλά η αίσθηση ότι απουσίαζε η αισιοδοξία της ζωής, αυτή που έσφυζε κάποτε αβίαστα, ήταν αισθητή. Μια ακαθόριστη αίσθηση απουσίας που δεν μπορούσα να εντοπίσω. Έλειπε η ελπίδα. Γύρισα στο σπίτι άρρωστη από τη στενοχώρια της απογοήτευσης. Πού πήγε η χαρά της πόλης; Πού πήγε το χαμόγελο; Πώς ζει κανείς χωρίς χαμόγελο; Πώς το ξαναποκτά;
Ένα κολάζ από φωτογραφίες της εικαστικής έκθεσης της ζωγράφου Julia Stankova, εκ Βουλγαρίας που συμμετείχε στη διοργάνωση.
Σας αφήνω με μια παρένθεση πράσινου στην επιστροφή μου για το σπίτι, λίγο, για να ξεγελάσει τη διάθεση.
ΕΛΛΑΣ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ
ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ
ΝΑ ΠΡΟΦΕΡΕΙ
ΧΩΡΙΣ ΣΕΒΑΣΜΟ
ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ
ΣΑΤΩΒΡΙΑΝΔΟΣ
Χαραγμένο σε μια μαρμάρινη προτομή κάποιου που αγάπησε τη χώρα, πληγωμένη και ταλαίπωρη από τα απανωτά γκράφιτι του σήμερα.
Δεν είχε κόσμο στην έκθεση. Αλλά, τουλάχιστον, υπήρχε έκθεση. Τουλάχιστον, κάποιοι κινήθηκαν να τη διοργανώσουν και κάποιοι ενδιαφέρθηκαν και πήγαν. Είναι κι αυτό κάτι. Μια σπίθα ελπίδας.
Αυτή την σπίθα επιλέγω να κρατήσω, για αυτήν τη σπίθα θα πάω και του χρόνου (πρώτα ο Θεός) και με αυτήν τη σπίθα της ελπίδας, σας χαιρετώ.
Μέχρι την επόμενη φορά
Με αγάπη,
Εύα 💗
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου