Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημιουργική συγγραφή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημιουργική συγγραφή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30.7.15

Στα εύκολα και στα δύσκολα

web pic

Ώρα 7:30 το πρωί στην αίθουσα αναμονής των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου για εξετάσεις ρουτίνας. 
Ο θάλαμος άδειος και σιωπηλός φωτιζόταν ιλαρά με το πρώτο φως του πρωινού που περνούσε μέσα από τον φεγγίτη. Η γραμματεία ήταν ακόμα κλειστή. 
Δυο τρεις ασθενείς περίμεναν μαζί μου καθισμένοι στις σιδερένιες καρέκλες αναμονής. Όσο περνούσε η ώρα, ο κόσμος άρχισε να πληθαίνει.
Η κοπέλα της γραμματείας δεν άργησε να φανεί. Προτού αφήσει τα πράγματά της καλά-καλά, άρχισαν να την ρωτούν για τα ραντεβού τους ανυπόμονα. 
"Δώστε μου μισό λεπτάκι να ανοίξω το γραφείο και θα σας εξυπηρετήσω" τους είπε καθησυχαστικά. Είχε μια γλύκα η φωνή της, οι αντιδράσεις της έδειχαν αγάπη και σύνδεση μαζί τους, παρά το προκατειλημμένο κλίμα που επικρατούσε. Ήταν φανερό πως βρισκόταν στη θέση ακριβώς που ήθελε να βρίσκεται. 
Εκείνοι ωστόσο, θαρρείς από ανασφάλεια πως θα έχαναν τη σειρά τους, επέμεναν. Στέκονταν εριστικά μπροστά στον γκισέ, χτυπούσαν νευρικά τα δάχτυλά τους πάνω στον ξύλινο πάγκο, την αγριοκοιτούσαν κάθε που η νεαρή κοπέλα έστρεφε το βλέμμα της αλλού. Έδειχναν μαθημένοι στις γραφειοκρατικές δυσκολίες των υπηρεσιών και ήταν ταμπουρωμένοι και ετοιμοπόλεμοι για τα χειρότερα, δείχνοντας δυσπιστία για τα καλύτερα που έβλεπαν να διαδραμματίζονται τώρα μπροστά τους.
Όλοι, πλην ενός ζευγαριού που καθόταν δίπλα μου. Και οι δυο τους βρίσκονταν σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, υποθέτω γύρω στα ογδόντα, αλλά και εκείνος και εκείνη περίμεναν με γαλήνη και δεκτικότητα τη σειρά τους. 
Ήταν εμφανές πως από τους δυο τους, εκείνη ήταν η ασθενής. Το γλυκύτατο πρόσωπό της σειόταν κάθε μερικά δευτερόλεπτα από την νόσο Πάρκινσον. Έδειχνε όμως τόσο ήρεμη, τόσο μονιασμένη με το πρόβλημά της, σα να είχαν συμφιλιωθεί με την ασθένεια εδώ και χρόνια. Θυμήθηκα τα λόγια γνωστού ηθοποιού που, χτυπημένος από καρκίνο, συνέχισε (και συνεχίζει) να αγωνίζεται χωρίς κανείς να υποπτεύεται τον σταυρό που κουβαλάει εντός του: 
"Εκείνο κάνει τη δουλειά του κι εγώ τη δική μου."
Ο σύζυγος, στωικά καθήμενος στην καρέκλα δίπλα της, δεν έλεγε πολλά. Σε ό,τι συνέβαινε, η στάση του ήταν ανεκτική και μεγαλόψυχη. Λιγομίλητος, με τη ρεντικότα να καλύπτει το μισό του κεφάλι, καθόταν στη σιδερένια καρέκλα της αναμονής περίμενοντας τη σύζυγο να τελειώσει με την επίσκεψή της στους γιατρούς, η οποία και είχε αναλάβει τα ηνία όλων των διαδικαστικών. Εκείνη μίλησε με τη γραμματεία, εκείνη έπιασε ψιλοκουβέντα με την κοπέλα που εμφανώς τη συμπαθούσε πολύ (φαίνεται πως ήταν συχνή θαμώνας του τμήματος), εκείνη έπιασε βιβλιάρια ασθενείας και λοιπά χαρτιά να τα τακτοποιήσει, παρόλο που φαινόταν να υποφέρει από κάθε κίνηση που έκανε, ενημερώνοντας κάθε λίγο τον καπελοφόρο σύζυγο για τα πάντα με την παραμικρή λεπτομέρεια. 
"Θα περιμένουμε λίγο ακόμα να έρθει η κοπέλα της αιμοδοσίας". 
Η ομιλία της αργή, ισχνή, δύσκολη, αλλά δεν έδειχνε να πτοείται. Ήταν αξιολάτρευτη. Και οι δυο τους; Ένα τέλειο ζευγάρι. Με τις ψιλογκρίνιες της καθημερινότητας (που τα λέω γκρίνιες της αγάπης αυτά) αλλά δοσμένοι ο ένας στον άλλο με απόλυτη στοργή και αφοσίωση, να σιγοντάρουν, να είναι εκεί, να πειράζονται για να κάνουν πιο υποφερτή τη δυσκολία που καλείται να αντιμετωπίσει το ταίρι τους, παραβλέποντας βάσανα, αναποδιές και χρόνια.
- Τι θα γίνει, κυρία Ειρήνη; Εδώ θα περάσουμε τη μέρα μας; την ρώτησε κάποια στιγμή πειραχτικά, λίγο αφού η κυρία Ειρήνη είχε επιστρέψει από την αιμοληψία πιέζοντας με το δάχτυλο του αριστερού της χεριού πάνω στο σημείο με τον αυτοκόλλητο επίδεσμο.
- Μου είπε να περιμένω, γιατί θα τρέξει, απάντησε αργά, λόγω του προβλήματος.
Εκείνος δεν απάντησε, μόνο έμεινε εκεί να την περιμένει. Ήξερε ότι ήταν για το καλό της, έτσι δεν πρόβαλε καμία διαμαρτυρία, καμία δυσφορία, τίποτα.
Ξάφνου, χωρίς προειδοποίηση, εκείνη σηκώθηκε. Τακτοποίησε την τσάντα της στον ώμο, συμμάζεψε το χαρτομάνι και βιαστικά τράβηξε για την έξοδο.
- Άντε, θα έρθεις επιτέλους; γύρισε και είπε ανυπόμονα στον σύζυγο.
Πάλι καμία αντίδραση από εκείνον. Μόνο σηκώθηκε σιωπηλά και την ακολούθησε. 
Τους ακολούθησα κι εγώ με το βλέμμα ώσπου χάθηκαν στο βάθος του διαδρόμου. Χαμογελούσα. Τους έβλεπα, τους άκουγα όλη αυτή την ώρα και έλεγα μέσα μου πόσα άραγε ζευγάρια σημερινά θα φτάσουν στα βαθειά τους γεράμματα παραμένοντας έτσι, όπως αυτοί οι δύο, να νοιάζονται ο ένας για τον άλλο αληθινά επειδή τους το ορίζει η καρδιά τους και όχι επειδή πρέπει λόγω γάμου να αισθάνονται έτσι. 
Δυο άνθρωποι με τις προσωπικότητές τους σε πλήρη ανάπτυξη, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνεται πρόβλημα, που να γνωρίζουν το άλλο τους μισό σα την παλάμη του χεριού τους, να ξέρουν τα χούγια του και να είναι εντάξει με αυτά, αφού ξέρουν ότι και ο άλλος το ίδιο ακριβώς κάνει και αισθάνεται, και να πορεύονται μαζί σαν ένα, στα εύκολα και τα δύσκολα.

Εργασία στο σπίτι σήμερα, εν μέσω δημιουργικών διαλειμμάτων, εννοείται.




17.9.12

Paris je t' aime

Αν μπορούσε να επιλέξει έναν οποιονδήποτε τόπο διαμονής στον κόσμο αυτός θα ήταν το δίχως άλλο το Παρίσι. Για αυτή της την αγάπη είχε την απόλυτη πεποίθηση πως σε κάποια προηγούμενη ζωή δεν μπορούσε παρά μόνο να είχε ζήσει στην πόλη του φωτός και των τεχνών. Στην πόλη του έρωτα. Όπως ήξερε και πως θα έδινε τα πάντα χωρίς κανέναν δισταγμό να μπορούσε να δραπέτευε από την τρέχουσα ζωή της της ανελέητης καθημερινότητας, και να χανόταν μέσα στα φώτα της χλιδής, της λάμψης και των ηδονών. Σαν τη Νανά, την πανέμορφη ηρωίδα του Ζολά που είχε όλο το Παρίσι στρωμένο μπροστά στα καλλίγραμμα πόδια της.

Όμως εκείνη δε την έλεγαν Νανά, αλλά Αθηνά και δεν ζούσε στην πόλη του φωτός, αλλά σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στις παρυφές της πολιτισμένης Ευρώπης, όπου οι πάντες γνώριζαν τα πάντα για τους πάντες και τίποτε το συνταρακτικό δε συνέβαινε ποτέ που να μπορούσε να ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα νερά, όπως διακαώς επιθυμούσε. Σα να μη της έφταναν αυτά, η τύχη της τα είχε φέρει έτσι ώστε να παντρευτεί - κατά γονεϊκή προτροπή - τον πιο βαρετό και συντηρητικό άντρα αυτής της μικρής επαρχιακής πόλης - κατά την ίδια -, που μία την ανέβαζε στους επτά ουρανούς με την ασφάλεια και σταθερότητα του χαρακτήρα του και δέκα την έστελνε στα μαύρα τάρταρα της απελπισίας, εξαιτίας της εξωφρενικής για τα μέτρα της επικοινωνιακής ατροφίας του. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να βρίσκεται σε μια μόνιμη φάση εκνευρισμού που πολλές φορές έφτανε στα όρια της υστερίας ως απόρροια της αναισθησίας που τον έδερνε και της συνεπακόλουθης ασυνεννοησίας μεταξύ τους, αφού έδειχνε πως, παρά την πηγαία αγάπη του για κείνη και την οικογένειά τους, του ήταν αδύνατο να συνδεθεί συγκινησιακά με οτιδήποτε υπήρχε ή συνέβαινε γύρω του, βγάζοντάς την κάθε τόσο από τα ρούχα της και κάνοντάς την να εύχεται να μπει επιτέλους ένα τέλος σ' αυτό το αβάσταχτο καθημερινό της μαρτύριο.


Αυτή η διάθεση απόγνωσης ήταν μια μόνιμη κατάσταση που τη συνόδευε σχεδόν από την αρχή του γάμου της, τις τελευταίες μέρες, ωστόσο, φαινόταν σαν κάτι πως πήγαινε να αλλάξει. Διαπίστωνε πως όλες οι ευχές και οι σκέψεις της για μια καλύτερη ζωή όχι μόνο την είχαν κουράσει, αλλά έδειχναν να φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιθυμούσε. Την έκαναν να αισθάνεται ακόμα χειρότερα για τη ζωή της και αυτό την εξόντωνε, αφού τη γέμιζε οργή και θυμό σε ποσότητες που δεν άντεχε άλλο.

Έτσι, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Αντί να κάθεται νυχθημερόν να καταριέται την κακορίζικη μοίρα της θα έπαιρνε το παιχνίδι στα χέρια της. Θα έριχνε γροθιά στο σπαθί. Η κατάσταση είχε φτάσει στο ως εδώ και μη παρέκει. Αν δεν άλλαζε εκείνος, θα άλλαζε η ίδια, και από μια παραδομένη στη μοίρα της καθωσπρέπει μεσοαστή κυρία του κυρίου, θα γινόταν κάτι άλλο. Κάτι μεγάλο και σημαντικό. Και τόσο, μα τόσο απελευθερωτικό. Θα γινόταν ο εαυτός της. Θα τον ανακάλυπτε και θα τον ξανάχτιζε από την αρχή, πετραδάκι-πετραδάκι, αναζητώντας για αρχή το σημείο μηδέν, το σημείο δηλαδή εκείνο που είχε ξεκινήσει να απορροφάται από τις ζωές των μελών της οικογένειάς της με όλα τους τα προβλήματα, που λειτουργούσαν απέναντί της ως ηλεκτρική σκούπα εξαφανίζοντάς την ως προσωπικότητα όπως εξαφανιζόταν η σκόνη από τα έπιπλα του σαλονιού της στο πέρασμα του ξεσκονόπανου. Θα γινόταν ο εαυτός της, πετώντας οτιδήποτε άχρηστο, ενοχλητικό ή δυσάρεστο που της είχε φορτωθεί χωρίς να ρωτηθεί στον κάλαθο των αχρήστων κάνοντας χώρο για τη νέα της αναγεννημένη εκδοχή.

Όσο το σκεφτόταν τόσο το έβλεπε ως τη μόνη λύση στην αποκαρδιωτική κατάστασή της. Χρειαζόταν να αναθεωρήσει τα πάντα, ό,τι την όριζε ως άνθρωπο, τη φιλοσοφία της, τις αντιδράσεις της, τον τρόπο που σκεφτόταν και ενεργούσε, τον τρόπο που ντυνόταν, που μιλούσε, που γελούσε, τον τρόπο που φερόταν στους άλλους, τα πάντα που δε συμβάδιζαν με αυτό που ήταν στην πραγματικότητα. Γιατί η Αθηνά μέσα της δεν ήταν καθόλου συμβατική, παρά τα φαινόμενα. Ήταν επαναστάτρια. Και είχε έρθει η ώρα να δράσει. Ή τώρα θα ήταν ή ποτέ, δεν χωρούσε αμφιβολία ούτε και αναβολή. Η αντίστροφη μέτρηση είχε πλέον αρχίσει και έπρεπε να δράσει τώρα, πριν θαφτεί εντελώς μέσα στο λάκκο που μόνη της έσκαβε ατέλειωτα χρόνια μαζοχιστικά με τα ίδια της τα νύχια.

 Παρόλο που όλες αυτές οι εκ βάθρων αλλαγές έδειχναν προκλήσεις ανυπέρβλητες, και μόνο στην σκέψη των προοπτικών μιας τέτοιας ριζικής μεταμόρφωσης πλημμύρισε από ένα αναπάντεχο κύμα ευτυχίας, κάτι που είχε να συμβεί πολύ καιρό. Μπήκε στο μπάνιο, έκλεισε πίσω της την πόρτα, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Αχ.. απορούσε τι σκεφτόταν όταν διοχέτευε σαν υπνωτισμένη όλες τις στενοχώριες της μέσα στα φανταχτερά περιτυλίγματα ολέθριων για τη σιλουέτα της γευστικών πειρασμών, λες και αυτά θα της έδιναν πίσω τη χαμένη της ευτυχία και δικαίωση...

Παρατήρησε προσεχτικά και με γενναιότητα κάθε της ατέλεια, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν πόσα χρόνια τώρα είχε αφήσει τον εαυτό της έρμαιο του χρόνου και της εγκατάλειψης. Ανέβηκε στη ζυγαριά. Να πάρει, πώς ανέβηκε τόσο πολύ ο δείκτης; Πότε έγινε αυτό; Πού ήταν εκείνη; Την έσπρωξε ξανά πίσω στη θέση της κάτω από το ντουλάπι της τουαλέτας. Ήταν πολύ θυμωμένη με τον εαυτό της. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη και πάλι. Τον κοίταξε κατάματα. Αυστηρά. Επικριτικά. Αυτό ήταν. Ήξερε ότι δεν οφελούσε να κλαίει πάνω από το χυμένο γάλα. Θα έκανε πράξη αυτό που της υπόσχονταν καθημερινά οι εκπρόσωποι της πολιτικής του τόπου της μέσα από τα κανάλια της τηλεόρασης: μια νέα αρχή. Μόνο που εκείνη θα το εννοούσε. Για τη σωτηρία της ψυχής της. Και των γύρω της. Γιατί η μητέρα της της είχε δηλώσει κάποτε σε μια στιγμή απελπισίας της ότι δεν θα τη γεννούσε δυο φορές.

Αν λοιπόν δεν μπορούσε να πάει στο λατρεμένο της Παρίσι, θα έφερνε το Παρίσι σε εκείνη. Κι αν η μοίρα δεν της είχε φέρει στο κατώφλι της τον ακαταμάχητο σύντροφο με την ακαταμάχητη προσωπικότητα και την ακαταμάχητη γοητεία, θα τα έβρισκε όλα μέσα στον κύριο Μυστήριο (όπως της άρεσε να τον αποκαλεί ως αυθυποβολή για να μπορεί να αντισταθμίζει αυτή τη βασική για κείνη έλλειψη από τα συστατικά της ζωής της). Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι κάπου εκεί μέσα βρίσκονταν όλα, μόνο που βρίσκονταν κοιμισμένα, περιμένοντας απλά την ευκαιρία να αναδυθούν. Και την ευκαιρία θα τη δημιουργούσε η ίδια. Θα το έβαζε σκοπό να τα ανακαλύψει και να τα βγάλει στην επιφάνεια, έστω και με το ζόρι. Το νερό έτρεχε καυτό πάνω στο γυμνό της κορμί παρασύροντας κάθε κόμπο άγχους και υπαρξιακής αγωνίας από πάνω της. Το τοπίο είχε επιτέλους ξεκαθαρίσει. Αισθανόταν τον ερωτισμό της να θεριεύει. Κράτησε την αίσθηση μέχρι το επικείμενο βράδυ, όπου κάπου λίγο πριν ξημερώματα δεν του άφησε κανένα περιθώριο να αντισταθεί στις προθέσεις της.

Για μεγάλη της έκπληξη ο κύριος Μυστήριος ανταποκρίθηκε με ιδιαίτερα μεγάλη προθυμία σε αυτή την αντιστροφή των όρων. Από ένα παιχνίδι του μυαλού η Αθηνά είχε κατορθώσει να ξυπνήσει την ερωτική τους ζωή και πάλι. Και πόσο χαιρόταν την αίσθηση που της έδινε το γεγονός ότι το μήνυμα που του είχε στείλει, πως εκείνος ήταν για εκείνο το βράδυ το αντικείμενο ηδονής, είχε περάσει απέναντι, φτάνοντας, όπως διαπίστωνε προς μεγάλη της ικανοποίηση, στον αποδέκτη του με απόλυτη επιτυχία.
"Λέγε με Νανά" του είχε ψυθιρίσει στο αυτί. "Ό,τι θες εσύ, Νανά μου, ό,τι θες εσύ.." της απάντησε έχοντας παραδοθεί ψυχή τε και σώματι στον νέο της αναγεννημένο εαυτό. Χαμογέλασε φιλάρεσκα. Ω, ναι, η εξουσία της πήγαινε πολύ.
 


26.7.12

Δεσμοί Αίματος - το πρώτο μου μυθιστόρημα

Γράφω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ποιήματα, μικρές ιστορίες, άρθρα σε διάφορα έντυπα, εδώ, στο μπλογκ μου.. Όλα όμως ήταν μικρής έκτασης. Η μεγαλύτερή μου ιστορία (η οποία μάλιστα βραβεύτηκε και σε διαγωνισμό διηγήματος παίρνοντας την τρίτη θέση) δεν ξεπερνούσε τις τριάντα σελίδες.

Όμως, δεν με κάλυπτε εξ' ολοκλήρου. Στην άκρη του μυαλού μου υπήρχε πάντα μια λαχτάρα να γράψω κάτι μεγαλύτερο. Ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα, σαν κι αυτά που διάβαζα τόσα χρόνια, μια ιστορία με ήρωες καθημερινούς ανθρώπους που όμως η ζωή τους τους βάζει μπροστά σε καταστάσεις όπου καλούνται να φτάσουν στα όρια των αντοχών και του χαρακτήρα τους, να διανύσουν το εύρος και το βάθος της προσωπικότητάς τους από το ένα άκρο ως το άλλο μέσα από ανατροπές και αναθεωρήσεις.

Δεν τολμούσα να το κάνω πράξη. Μερικές φορές, όταν έχεις διαβάσει πολλά και σημαντικά πράγματα από μεγαθήρια του πνεύματος, αυτό μπορεί να σου γυρίσει και μπούμερανγκ. Εννοώ, ότι σε σύγκριση με όλους αυτούς και τα έργα τους, θεωρείς αστείο ακόμα και να επιχειρήσεις να κάνεις κάτι από μόνος σου. Τα αντιμετώπιζα με τόσο δέος που αισθανόμουν τη δική μου φωνή να εξαφανίζεται από τον χάρτη του δημιουργικού μου κόσμου και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι' αυτό.

Το συζήτησα με έναν καθηγητή μου, με τον οποίο ακόμα επικοινωνώ μετά από τόσα χρόνια, το συζήτησα με κάποιους φίλους κοντινούς που είχαν κάποια σχέση με τον χώρο με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, αφού είχε γίνει ένα σαράκι που μου έτρωγε τα σωθικά. Ήθελα να γράψω και δεν μπορούσα! Φοβόμουν...

Μερικές φορές, αυτό που λένε, ότι πρέπει να συμπέσουν οι συγκυρίες για να πάρει κάτι μπροστά, έχει πράγματι ισχύ. Αυτό έγινε σε μένα. Το συζητούσα με κάποιον φίλο, λέγοντάς του πόσο φοβόμουν μήπως αρχίσω να γράφω βλακείες και η απάντηση κεραυνός που εισέπραξα μου έφτασε για να ξεκινήσω: "Ε, και;" Αυτό μου είπε. "Το πρόβλημά σου δεν είναι τι θα γράψεις, αλλά να ξεκινήσεις να γράφεις. Θέλεις να γράψεις μυθιστόρημα, έτσι δεν είναι; Ε, ο μόνος τρόπος για να γράψεις ένα μυθιστόρημα είναι να καθίσεις κάτω και να το γράψεις."

Με σόκαρε η απλότητα της σκέψης του, που όμως αποκαλύφθηκε ως η μεγάλη κρυμμένη αλήθεια που αναζητούσα. Αν ήθελα να γράψω, έπρεπε να καθίσω να γράψω. Τι πιο απλό! Καλοκαίρι ήταν όπως και τώρα. Καθόμουν στη βεράντα και η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη γύρω μου που μπορούσα να ακούσω την εσωτερική μου φωνή με μεγάλη ευκρίνεια. 'Ο μόνος τρόπος για να το γράψεις, είναι να καθίσεις και να το γράψεις.' Κι έτσι όπως μου έρχονταν σαν αποκάλυψη αυτές οι λέξεις σηκώθηκα, πήγα στο γραφείο μου, άνοιξα τον υπολογιστή μου σε ένα έγγραφο word και ξεκίνησα να γράφω. Έτσι απλά. Ξεκίνησα και μετά δεν είχα σταματημό. Στην αρχή έκανα κάποιους άγαρμπους χειρισμούς, κάπου μου έφευγε κάπου με τράβαγε, όμως μετά από λίγο άρχισε να κυλάει σα νερό, πολλές φορές σαν χείμαρρος, μέχρι που το τελείωσα πριν καλά-καλά το καταλάβω. Σχεδόν μόνο του με οδήγησε προς τα εκεί. Και τι λύτρωση όταν έφτασα στην πιο πολυπόθητη λέξη απ' όλες, τη λέξη ΤΕΛΟΣ. Το είχα τελειώσει!

Για περισσότερο από έναν χρόνο το μυθιστόρημά μου καθόταν κλεισμένο στο συρτάρι του γραφείου μου. Μια όμορφη ιδέα που ήρθε από τον e-φίλο Gyro με έκανε να αλλάξω γνώμη και να το βγάλω προς τα έξω. 'Η τέχνη είναι για να μοιράζεται' μου είπε και θυμήθηκα τον εαυτό μου να γράφει την ίδια φράση σε κάποιο σχόλιό μου που απαντούσε στην απορία ενός αναγνώστη στους Εαπίλεκτους γιατί κάθομαι και ασχολούμαι με τα του ΕΑΠ, αφού δεν υπάρχει καμία απολαβή για μένα. Το μόνο που διέφερε ήταν το ουσιαστικό. Αντί για τέχνη είχα γράψει γνώση, μικρή όμως η διαφορά, αφού και η τέχνη και η γνώση είναι για να μοιράζονται. Μετέτρεψα λοιπόν τους Δεσμούς Αίματος με οδηγό τις οδηγίες του σε ηλεκτρονική μορφή και σας το παρουσιάζω! :)

Με αυτή την ανάρτηση σας αποχαιρετώ για το καλοκαίρι. Σας εύχομαι να περάσετε καλά, να περάσετε τέλεια, είτε φύγετε είτε μείνετε. Εγώ φεύγω αύριο, για λίγο. Για μετά, βλέπουμε.
Θα περνάω να σας βλέπω όποτε επιστρέφω στο σπίτι.

Εύχομαι σε όλους σας Καλό Καλοκαίρι!


Book reviews:

α) από Gyro


β) από maria



Νέα Ενημέρωση:


Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας και τα καλά σας λόγια!


Έχετε δίκιο για το δύσκολο της ανάγνωσης μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Κι εγώ της ίδιας άποψης είμαι, κι εγώ θέλω να μπορώ να το κρατάω στα χέρια μου, να έχω φυσική επαφή με το βιβλίο που διαβάζω, να ακούω τις σελίδες στο γύρισμά τους, να μυρίζω τη μυρωδιά του, να σημειώνω πάνω του..


Όμως, είμαι πολύ ντροπαλή για να αποφασίσω να το τρέξω σε εκδοτικούς οίκους, δεν μου πηγαίνει καθόλου αυτό το κομμάτι της προώθησης της δουλειάς, το βλέπω σαν εφιάλτη. Γι' αυτό και δεν βγήκε από το συρτάρι παρά μόνο όταν ο Gyro μου υπέδειξε και αυτή την εναλλακτική της ηλεκτρονικής παρουσίασης, την οποία δεν είχα σκεφτεί ως τότε. 

Το να το βγάλω σε ηλεκτρονική μορφή ήταν η αμέσως επόμενη δυνατή επιλογή για μένα που γενικά δεν έχω καθόλου καλές σχέσεις με προωθήσεις, marketings και τα λοιπά συναφή.
Εννοείται πως ο απώτερος σκοπός είναι να βρεθεί εκδότης και το βιβλίο να εκδοθεί κανονικά, σε έντυπη μορφή και να πάρει το δρόμο του στα ράφια των βιβλιοθηκών μέσω της κλασικής, παραδοσιακής έντυπης οδού. Στο εξωτερικό αυτά τα κάνουν αντζέντηδες, εδώ όλα πρέπει να τα κάνουμε μόνοι μας, σνιφ.... 

:)


Σας ευχαριστώ και πάλι!


30.12.11

Γράμμα στον Άγιο Βασίλη

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,

ύστερα από 42 χρόνια αποφάσισα να σου γράψω κι εγώ ένα γράμμα, μέρες που είναι. Πρώτα απ' όλα, θα ήθελα να σου υπενθυμίσω πόσο καλό κορίτσι ήμουν όλα αυτά τα χρόνια, ήσυχη, ευγενική, συνεπής στις υποχρεώσεις μου, με το χαμόγελο σταθερά διαθέσιμο για όποιον το είχε ανάγκη και με διάθεση αλληλεγγύης και προσφοράς προς τους συνανθρώπους μου. Θέλω να πιστεύω πως υπήρξα καλή σύζυγος και μητέρα, ίσως όχι τόσο καλή κόρη όσο θα μπορούσα, σίγουρα όχι τόσο καλή αδελφή.. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, μπορώ να πω με ότι, ναι, ήμουνα εκεί. Για τους πάντες. Απόψε σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σου ζητήσω με τη σειρά μου να ακούσεις μερικά από τα δικά μου θέλω.

Θέλω για αρχή να πάρεις από πάνω μου την κατάρα του 'καλού κοριτσιού'. Δώσε την κάπου αλλού, εγώ χόρτασα. Θέλω επίσης να μου φτιάξεις μια πανοπλία που θα με κάνει άτρωτη στην αχαριστία, την υποκρισία, την αναισθησία, το ψέμα. Θα χτυπούν επάνω της όλες οι πληγές του κόσμου και θα σωριάζονται σαν κουνούπια στο έδαφος. Θέλω επίσης να μου χτίσεις έναν εγωισμό τόσο τεράστιο που να γκρεμίζει τείχη στο πέρασμά του, ωσάν ολυμπιονίκης αλλοτινών εποχών. Να με μάθεις να με ενδιαφέρει μόνο τι θα γίνει στο επόμενο επεισόδιο αυτού του τούρκικου σίριαλ που έχει καθηλώσει όλη την Ελλάδα και ποιον μπρατσαρά σούπερ γκόμενο φιλοξένησε αυτό τον μήνα στο κρεβάτι της η τάδε τηλεπαρουσιάστρια και όλες οι καλλίγραμμες γλάστρες των τηλεοπτικών καναλιών, να γνωρίζω κάθε επιταγή της μόδας, όλα τα trendy νυχτερινά κλαμπάκια της πόλης, να ξέρω ποιος χώρισε με ποια και ποια κοιμήθηκε με ποιον, προκειμένου να είμαι μέσα στα πράγματα και in.
Αυτά θέλω να με απασχολούν από εδώ και πέρα, η μασημένη τροφή και τα νια-νια, που δεν απαιτούν φαιά ουσία για να τα αφομοιώσεις, που δεν ζητούν ευθύνες και απολογισμούς και που βάζουν κρίση και κριτική στα αζήτητα, μέχρι που να γίνουν ατροφικά και να εξαφανιστούν από μόνα τους και να μην ενοχλούν πλέον τύψεις και συνειδήσεις. Με δυο λόγια, θέλω να με κάνεις ίδια με όλους τους 'πέρα βρέχει' αυτού του κόσμου... Έλα όμως που μου αρέσει η βροχή και ΘΕΛΩ να είμαι εκεί όταν βρέχει.. και με αυτό το τελευταίο 'θέλω' θαρρώ πως ακύρωσα και επισήμως όλα τα προηγούμενα 'θέλω' που γράφτηκαν σε αυτό το γράμμα..

Τελευταία ανάρτηση του χρόνου

Καλή Πρωτοχρονιά

10.11.11

Η μέρα της μαρμότας

Sleep of the merry by eve.ps
Sleep of the merry, a photo by Eva Psarrou on Flickr.

Με την τηλεόραση δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις, εδώ και τρεις μέρες όμως σχεδόν δεν έχει σβήσει. Στήνομαι με τις ώρες μπροστά της, παρακολουθώ με περισσή προσοχή τα τεκταινόμενα σε ζωντανή μετάδοση και περιμένω το αυτονόητο, που για κάποιον λόγο που μου διαφεύγει, αρνείται με πείσμα να φανεί. Κι όσο εκείνο δεν έρχεται, τόσο περισσότερο κολλάω μπροστά στην οθόνη. Με το που βλέπω να αλλάζει το κανάλι σε κάτι άσχετο, ορύομαι και επαναφέρω την τάξη, εδώ καιγόμαστε σίριαλ θα βλέπουμε;

Η Νέλλη κολλημένη στα πόδια μου, εγώ κολλημένη στην οθόνη και στην οθόνη κολλημένη η λεζάντα 'σε λίγο το όνομα του νέου πρωθυπουργού'. Αναρωτιέμαι πόσο λίγο διαρκεί αυτό το 'σε λίγο' σε πολιτικό χρόνο. "Ξέρω γιατί το κάνουν" ακούω το Γιάννη να μουρμουράει ενοχλημένος από την αναπάντεχη κατάληψη της ηλ. συσκευής από τη μαμά, "για μας τα παιδιά το κάνουν, για να μη βλέπουμε κινούμενα σχέδια." Με αποστομώνει. Μένω έκπληκτη στη διαπίστωση ότι αυτή είναι η πιο σοβαρή δήλωση που έχω ακούσει εδώ και μέρες, και ερχόταν από τον 11χρονο γιο μου.

Παραμένω απτόητη και συνεχίζω να παρακολουθώ με προσήλωση τα τεκταινόμενα σε ζωντανή μετάδοση. Ο Γιάννης επιστρέφει στο δωμάτιο, πάλι δεν είδε παιδικό κανάλι. Προσπαθώ να λύσω τους γρίφους που μου έχουν βάλει, αισθάνομαι ότι συμμετέχω σε τηλεοπτικό παιχνίδι ερωτήσεων που αν βρω τη σωστή απάντηση κερδίζω τη διαμονή σε έναν ονειρεμένο προορισμό: Γιατί διαστρεβλώθηκε η έννοια του χρόνου; Γιατί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνείται να αντιδράσει; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να χωρίσουν δυο γαϊδάρων άχυρα; Γιατί δεν τα βρίσκουν; Γιατί γελούν όλοι μαζί μας; Γιατί φτάσαμε να μιλάμε για σωτηρία της Ελλάδας; Γιατί μένουμε στα λόγια;


Συνεχίζω και περιμένω με αγωνία στημένη στην τηλεόραση. Και μαζί μου περιμένει η Ελλάδα. Και μαζί με την Ελλάδα ο κόσμος όλος. Οι περαστικοί μέσα από τα αυτοκίνητά τους ρωτούν τους δημοσιογράφους που καταγράφουν μπροστά στα γραφεία των Μεγάλων "βγάλαμε πρωθυπουργό;" Άλλη μία ερώτηση που προστίθεται στο μαραθώνιο τηλε-κουίζ. Δεν απαντά κανείς. Περιμένουμε όλοι με κομμένη την ανάσα να εκπνεύσει το 'σε λίγο' κι όσο γίνεται αυτό, τόσο τα σκηνικά, οι δηλώσεις, τα σχόλια που διαδέχονται το ένα το άλλο στην οθόνη δείχνουν να επαναλαμβάνονται με την ίδια σειρά και με τα ίδια πρόσωπα που χρησιμοποιούν την ίδια ξύλινη εξωκοσμική γλώσσα ξανά και ξανά και ξανά, κι εγώ συνεχίζω να παραμένω εκεί, κολλημένη, να περιμένω, κι ας ξέρω ότι ακούω το ίδιο σενάριο που έχω αποστηθίσει όσο περιμένω να εκπνεύσει το 'σε λίγο' ζώντας για πολλοστή φορά τη μέρα της μαρμότας.


4.11.11

Εσάνς από φθινόπωρο

Autumn is here by eve.ps
Autumn is here, a photo by Eva Psarrou on Flickr.
Τρεις κούπες σπόροι από ρόδι, δυο κούπες ζάχαρη, λίγα μυρωδικά. Για αλκοόλ, πεντάστερο κονιάκ. Τα βάζω σε κατσαρόλα, τα σβήνω λίγο πριν πάρουν βράση ίσα για να αναμειχθούν οι γεύσεις. Κλείνω το καπάκι και τα αφήνω να κοιμηθούν παρέα για 24 ώρες. Μαζεύω τα φλούδια, πλένω τα σκεύη, σκουπίζω το νεροχύτη. Όλα είναι τακτοποιημένα πίσω στη θέση τους. Το μόνο που μαρτυράει το τελετουργικό που μόλις προηγήθηκε είναι το ανεπαίσθητο άρωμα του γαρύφαλλου και της κανέλας που έχει διαποτίσει την ατμόσφαιρα του σπιτιού.
Η πρώτη γουλιά, όπως κάθε φορά, ανήκει στον άνδρα μου. Πριν δοκιμάσω οτιδήποτε αφήνω να προηγηθεί αυτή η ανεκτίμητη στιγμή που θα δω την έκφρασή του σε μια καινούργια γεύση, σε μια καινούργια έκπληξη. Του αρέσει-δεν του αρέσει-του αρέσει, φυλλομετράω αθόρυβες σκέψεις εναλλάξ, σα να μαδάω την πρώτη μαργαρίτα της άνοιξης αδημονώντας με χτυποκάρδι να φτάσω στο τελευταίο πέταλο. Χαμογελάει. Του αρέσει... Δοκιμάζω κι εγώ. Μου αρέσει κι εμένα. Το χριστουγεννιάτικο λικέρ είναι έτοιμο. Στην υγειά σας!


30.10.11

Αλληγορία των ματαιοτήτων (3)

Had I wings by eve.ps
Had I wings, a photo by Eva Psarrou on Flickr.
"Δεν μπορώ να σε καταλάβω, βρε Παναγιώτη, μα τον σταυρό που σου κάνω.. Η Μίνα σ' αγαπάει και ξέρω ότι την αγαπάς κι εσύ, κάντε μια προσπάθεια ακόμα, βρε αγόρι μου, αμαρτία από τον Θεό να χαλάσετε έτσι το σπίτι σας!" Ήταν η ίδια υποδοχή που του επιφύλασσε κάθε φορά που τον επισκεπτόταν στο γηροκομείο και η συζήτηση γυρνούσε σταθερά στο θέμα της Μίνας και του γάμου τους. Αγαπιόντουσαν τόσο, δεν είχε άδικο ο γέρος του, μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευε ότι ήταν μια χαρά μεταξύ τους, τι είχε πάει στραβά;...
Είχαν γνωριστεί στη Γερμανία, εκείνος γεννημένος εκεί, εκείνη είχε πάει να κάνει το μεταπτυχιακό της στην ψυχολογία. Συναντήθηκαν στο πάρτυ ενός φίλου του, ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον κεραυνοβόλα, παντρεύτηκαν εκεί, χώρισαν εδώ.. Δεν πρόλαβαν καλά καλά να τακτοποιηθούν με το σπίτι τους, με τις δουλειές τους και χώρισαν.. Λες και ο τόπος δεν τους ήθελε... Η αλήθεια είναι βέβαια ότι εκείνη δεν ήθελε τον τόπο, του το είχε πει, άλλωστε, από πριν φύγουν από την Γερμανία. Της άρεσε η ζωή εκεί, ο τρόπος που ήταν όλα ρυθμισμένα ως την τελευταία λεπτομέρεια, της άρεσε αυτό το ελεγχόμενο περιβάλλον που πρόσφερε η ξένη χώρα. Εκείνος όμως πίστευε ότι ήταν ένας κύκλος που είχε έρθει η ώρα του να κλείσει. Δεν θεωρούσε τις ενστάσεις της Μίνας άξιες σοβαρής συζήτησης, εκείνος την είχε ζήσει την ξενιτιά από τα γεννοφάσκια του, κανείς δεν την ήξερε καλύτερα από εκείνον. Ενθουσιασμός ήταν που θα καταλάγιαζε με τον καιρό, ήταν σίγουρος γι' αυτό, και τότε θα έβλεπε πόσο δίκιο είχε που σκεφτόταν να επιστρέψουν.
Για τον ίδιο βέβαια δεν ήταν στην ουσία επιστροφή, αφού επιστροφή προϋπέθετε πως είχε φύγει πρώτα, ενώ εκείνος δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα. Άκουγε που συζητούσαν γι’ αυτήν οι δικοί του, ιστορίες για τον τόπο τους και τους ανθρώπους που είχαν αφήσει πίσω για να τους ζεσταίνουν τις παγωμένες νύχτες του βορρά, έβλεπε το νόστο να τους καίει τα σωθικά, η εμπειρία του ωστόσο από την πατρίδα σταματούσε εκεί. Πόσες φορές δεν άκουγε τη μάνα του να παρακαλάει τον πατέρα του να επιστρέψουν πίσω. ‘Πάρε μας από δω, δεν αντέχω άλλη ξενιτιά, θα πεθάνω... Δεν θέλω να πεθάνω στα ξένα...’ του έλεγε δακρυσμένη στις κουβέντες που έκαναν μόνοι οι δυο τους όταν νόμιζαν ότι εκείνος είχε αποκοιμηθεί με μια φωνή που λυγούσε και σίδερα. "Αγάντα γυναίκα" ήταν η σταθερή απάντηση που εισέπρατε από τον κυρ-Γιάννη, "αγάντα να ξεμπερδέψουμε πρώτα." Και έκανε ‘αγάντα’ η Ειρήνη και έσφιγγε τα δόντια μήνες, χρόνια, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε η καρδιά από το ‘αγάντα’ και πέθανε στα ξένα. Από εκείνη τη στιγμή η ψυχολογία του Παναγιώτη άλλαξε. Δεν έβρισκε πλέον κανένα ενδιαφέρον στη δουλειά του, οι γερμανοί φίλοι του του φαίνονταν αδιάφοροι, δεν τον χωρούσε το σπίτι του. Το ανέφερε στη Μίνα, όμως εκείνη δεν ήθελε ούτε να ακούσει για επιστροφή, με το που τελείωσε ήρθαν αμέσως κάποιες δελεαστικότατες επαγγελματικές προτάσεις, η μία δίπλα σχεδόν στο σπίτι τους, στο αντικείμενό της, τα λεφτά ήταν πολύ καλά, ο Παναγιώτης όμως δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό της γυναίκας του, το σαράκι του είχε ήδη ρημάξει τα σωθικά.
"Τώρα που όλοι κοιτάζουν να φύγουν από εκεί, εμείς θα επιστρέψουμε; Σύνελθε, αγάπη μου, εδώ είναι το μέλλον μας, δεν μπορείς να το δεις;" εκλιπαρούσε η Μίνα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να του αλλάξει τα μυαλά. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να το δει. Παρόλο που οι προοπτικές δεν ζωγραφίζονταν ευοίωνες αφού θα ξεκινούσε από το μηδέν σε έναν τόπο που μόνο ακουστά τον είχε, είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Κι έτσι, μια ωραία πρωία, τα μαζέψανε και φύγανε. Και η Μίνα.. τον ακολούθησε χωρίς να πει τίποτα.
Δεν ξανασυζήτησαν για το θέμα, δεν το θεώρησε απαραίτητο αφού το ζήτημα είχε λυθεί. Βρίσκονταν όλοι πίσω στην Αθήνα, ο διάδοχος ήταν ήδη στα σχαριά -είχε φροντίσει άμεσα γι' αυτό, ο καιρός περνούσε κι εκείνος δεν γινόταν νεώτερος- και δεν θα μπορούσε να είναι πιο ενθουσιασμένος για το νέο ξεκίνημα της ζωής τους στην Ελλάδα, τον τόπο του πατέρα και της μάνας του και από εδώ και στο εξής, και δικό του και της οικογένειάς του..

26.10.11

Αλληγορία των ματαιοτήτων (2)

Death river by eve.ps
Death river, a photo by Eva Psarrou on Flickr.
Μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι είχε γίνει μούσκεμα από τη νεροποντή που τον βρήκε στο δρόμο, δυο-τρεις φορές γλύτωσε παρά τρίχα το τρακάρισμα. Το μόνο καλό με τη βροχή ήταν πως έκανε τα αδέσποτα να λουφάξουν κι έτσι θα είχε λίγη ησυχία πριν ξαναφύγει το απόγευμα. Από κηδεία σε γάμο.. ωραία... Μετά από έναν χρόνο χωρισμένοι, ήρθε μια κηδεία για να πουν δυο κουβέντες. Και αυτές γεμάτες κυνισμό και πικρία.. Έβγαλε τα παπούτσια, τα έβαψε για να είναι έτοιμα και τα τοποθέτησε κάτω από το παντελόνι δίπλα στην καρέκλα. Δεν έφταιγε εκείνος που είχαν φτάσει ως εκεί. Σίγουρα έφταιγε, όμως δεν έφταιγε. Δεν είχε χαλάσει εκείνος το σπίτι τους. Δεν ξενοπερπατούσε, δεν έβγαινε με τις παρέες του, δούλευε. Δούλευε μέρα-νύχτα για να μην τους λείψει τίποτα, και το ευχαριστώ ήταν να τον πετάξει έξω από το σπίτι. Τι άλλο ήθελε, επιτέλους; Γιατί δεν μπορούσε να είναι ευχαριστημένη; Τι της έλειπε;
Η ώρα ήταν περασμένη. Πεινούσε. Παρήγγειλε δυο σουβλάκια και μια μπύρα από το σουβλατζίδικο της γειτονιάς. Δεν είχε φύγει στ' αλήθεια, του ήταν αδύνατο να απομακρυνθεί από το σπίτι του και έψαχνε από την πρώτη στιγμή να βρει ένα διαμέρισμα κάπου εκεί κοντά, ας ήταν και μια τρύπα δεν τον ένοιαζε, αρκεί να μπορούσε να βλέπει τον μικρό να πηγαίνει στο σχολείο. Τι καλά που θα ήταν να περνούσε κάθε μέρα μπροστά από το σπίτι του, να τον βλέπει πίσω από τις γρύλιες του παραθύρου του, τέλεια θα ήταν... Και η τύχη του χαμογέλασε. Με το που είδε το τοιχοκολλημένο ενοικιαστήριο πήρε τηλέφωνο και το έκλεισε κατευθείαν, χωρίς καν να το ελέγξει. Ό,τι και να' ταν, ήταν αυτό που ήθελε, στη θέση που το ήθελε.
Ζούσε μέσα σε ένα σκοτεινό και άδειο διαμέρισμα, μόνα έπιπλα ένα τραπέζι, μια καρέκλα και ένα στρώμα στο πάτωμα. Δεν πήρε τίποτα από το σπίτι, πέρα από μερικά ρούχα του, της τα είχε αφήσει όλα. Άναψε ένα τσιγάρο, έβαλε ένα ποτό, σήκωσε το ποτήρι ψηλά.. 'στην υγειά της αχάριστης' μονολόγησε και το κατέβασε μονορούφι..
Σε κάποιο επαγγελματικό του ραντεβού έτυχε να περνάει έξω από ένα κατάστημα εξοπλισμού camping. Η βιτρίνα ήταν γεμάτη από χίλια δυο εξαρτήματα, πολλά από τα οποία ούτε και ήξερε πού χρησίμευαν. Του τράβηξε την προσοχή ένα ζευγάρι κυάλια. Μπήκε και τα αγόρασε. Και από τότε άρχισε να στήνεται καθημερινά στο παράθυρο του σαλονιού και να παρακολουθεί τη γειτονιά περιμένοντας την ώρα που θα εμφανιζόταν ο γιος του. Είχε πάει μία και, ό,που να'ταν θα εμφανιζόταν... Νά' τος! Επέστρεφε παρέα με τους φίλους του. Η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Το μουτράκι του ήταν καταϊδρωμένο, σίγουρα θα έπαιζε μπάλα με την ομάδα του σχολείου του.. Το μαναράκι του... Κάθε φορά που το έβλεπε του φαινόταν και πιο ψηλός, πιο όμορφος... Τι του έκανε; Τι του είχε κάνει;... Τον παρατηρούσε έτοιμος να κλάψει με τα κυάλια, είχε ψηλώσει. Την είχε κατηγορήσει πως είχε βρει άλλον, ότι γι' αυτό το είχε διαλύει. Έναν χρόνο όμως τώρα που παρακολουθούσε την κίνηση του σπιτιού του με τα κυάλια, άντρας δεν είχε πατήσει στο σπίτι. Τον ακολούθησε με το βλέμμα ώσπου χάθηκε πίσω από την πόρτα του σπιτιού. Άφησε τα κυάλια στο περβάζι του παραθύρου και έπιασε να ντυθεί όπως-όπως, πώς πέρασε έτσι η ώρα, είδηση δεν πήρε. Η βροχή είχε σταματήσει και ένας ήλιος λαμπερός εμφανίστηκε πίσω από τα μολυβιά σύννεφα. Ούτε και σήμερα φάνηκε κανείς.. Είχε αργήσει.

24.10.11

Αλληγορία των ματαιοτήτων (1)

Steenwyck Harmen, Allegory of vanities, 1612-1656
Ο καιρός ήταν μουντός, είχε μπει από νωρίς το φθινόπωρο εκείνη τη χρονιά. Όλα ήταν βρεγμένα από τη νεροποντή της προηγούμενης νύχτας. Την άκουγε τη βροχή στον ύπνο του, αλλά τώρα διαπίστωνε ότι δεν ήταν όνειρο.  Είχε ξυπνήσει μέσα στα νεύρα από το αλύχτισμα των αδέσποτων που είχαν κάνει κατάληψη στη γειτονιά εδώ και μήνες, ευχόμενος να βρισκόταν κάποτε ένας χριστιανός να τα ξεπαστρέψει. Και τώρα που επιτέλους είχαν ησυχάσει, εκείνος έπρεπε να σηκωθεί. Άσχημα ξεκινούσε η μέρα του, κάτι που προμήνυε ότι θα συνεχιζόταν με τον ίδιο τρόπο, την έβλεπε τη δουλειά. Άνοιξε εκνευρισμένος τη ντουλάπα, έβγαλε το μοναδικό σκουρόχρωμο κοστούμι, έψαξε για κανένα σιδερωμένο πουκάμισο, πού στο διάβολο εξαφανίζονταν όλα όποτε τα χρειαζόταν; Γεμάτος δυσφορία φόρεσε το πρώτο που βρήκε και βγήκε στον δρόμο. Βρίζοντας για τις λάσπες που λέρωσαν τα παπούτσια του και για την ανικανότητα του δημάρχου να φτιάξει επιτέλους τον δρόμο έξω από το σπίτι του τόσον καιρό μετά τα έργα αποχέτευσης, μπήκε όλος τσαντίλα στο αυτοκίνητο.
Στο νεκροταφείο έφτασε καθυστερημένα. Το φέρετρο βρισκόταν ήδη στη θέση του κάτω από τη φρεσκοσκαμμένη λάσπη όταν έφτασε. Ανάμεσα στους λιγοστούς παρευρισκόμενους είδε την γυναίκα του. Προτίμησε να κρατήσει απόσταση. Κάποια στιγμή κοιταχτήκανε. 'Τι να κάνω;' της έκανε νόημα, όμως εκείνη γύρισε αλλού το βλέμμα ανέκφραστη. Δεν έφταιγε εκείνος που είχε αργήσει, τι ήθελε επιτέλους! Είχε ανασηκώσει τους ώμους συρρικνώνοντας τον σβέρκο του μέσα στην λασπωμένη καπαρντίνα σε μια απολογητική κίνηση, ήταν φανερό όμως ότι δεν έφτανε για να συγχωρεθεί από την πρώην. Δεν του έκανε εντύπωση, ποτέ δεν της έφτανε τίποτα, εκείνη η αλάθητη και εκείνος πάντα ο σκάρτος. Σήμερα ωστόσο ήταν αποφασισμένος να μη δώσει συνέχεια, εξάλλου τη μάνα της έθαβε, δικαιολογούνταν να είναι αναστατωμένη κι ας μην το έδειχνε. Ήταν σίγουρος ότι θα του το συγχωρούσε μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα, όπως του τα συγχωρούσε πάντα κι ας μην το είχε παραδεχτεί ποτέ.
"Έχεις θράσος, αυτό μπορώ να σου το αναγνωρίσω" ήταν η πρώτη φράση που άκουσε με το που βρέθηκαν μόνοι.
"Είχα δουλειά, δεν μπορούσα να φύγω νωρίτερα. Ήρθα, δεν ήρθα;"
Την απάντηση την έδωσε και πάλι το βλέμμα της. Μετά από τόσον καιρό χώρια, εξακολουθούσε να κόβει σαν λεπίδι. Ένιωσε άβολα για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, δεν είχε και άδικο.. Ίσως να ήταν και οι τύψεις για τον τρόπο που της είχε φερθεί που τον έκανε να μην πυροδοτήσει τον καβγά.. Δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, αν και μπορούσε, ήταν καλός σ' αυτό. Πρόσεξε ότι φορούσε το αγαπημένο του μαύρο ταγέρ, αυτό που είχαν αγοράσει μαζί στο ταξίδι τους στην Πράγα. Είχαν περάσει όμορφα τότε, λες κι ήταν σε άλλη ζωή.. Ήταν διακριτικό το μακιγιάζ της, τα μαλλιά της επιμελώς μαζεμένα σε σινιόν. Ήταν όμορφη... Ένας κόμπος του έσφιξε το στομάχι. Η αλήθεια ήταν πως ήταν κάθαρμα τις περισσότερες φορές, ήξερε όμως, είχε προπονηθεί καλά πάνω στο πώς να τα διώχνει μακρυά τέτοια άβολα συναισθήματα.. πώς να διώχνει τα συναισθήματα γενικώς, θα ήταν το πιο σωστό να πει.
"Φρόντισε μεθαύριο να είσαι στην ώρα σου, μπορείς να το κάνεις;"
"Μπορώ.."
"Ωραία. Και βάλε κάτι σιδερωμένο αυτή τη φορά."
Γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσει. Την παρακολουθούσε σιωπηλός που απομακρυνόταν. Εκείνος μέσα στις λάσπες, εκείνη αψεγάδιαστη, σαν κούκλα από πορσελάνη.. Ακόμα περπατούσε με την ίδια χάρη.. πόσο αγαπούσε αυτό το λίκνισμα.. Έβγαλε από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα, άναψε ένα.
"Ντροπή! Σεβαστείτε την ιερότητα του χώρου, παρακαλώ, σβήστε το!" Ήταν ο παπάς. Το έσβησε χωρίς να μιλήσει. Εξάλλου, ήταν εκείνος που πριν από λίγα λεπτά του είχε θάψει την πεθερά, του χρωστούσε αυτή τη χάρη.

14.9.11

Σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο μουσείο Ηρακλειδών


Καταξιωμένοι λογοτέχνες θα πραγματοποιήσουν στον υπέροχο χώρο του μουσείου Ηρακλειδών στο Θησείο σειρά σεμιναρίων για όσους αγαπούν τη λογοτεχνία και ενδιαφέρονται να γνωρίσουν την διαδιακασία της συγγραφής εκ των έσω. Τα σεμινάρια ξεκινούν από αρχές Οκτώβρη, όσοι επίδοξοι συγγραφείς, σπεύσατε!

Για περισσότερα διαβάστε εδώ:

PaintBox magazine: Σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο μουσείο Ηρακλειδ...: Σε μια εποχή, που η αναζήτηση των χαμένων αξιών και η ανάγκη της δημιουργικής έκφρασης έχουν καταστεί περισσότερο επιτακτικές από ποτέ,...

***