Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Hommer. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Hommer. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18.11.08

Η τέχνη του πολέμου στα ομηρικά χρόνια


ΙΛΙΑΔΑ

ΡΑΨΩΔΙΑ Χ (στίχοι: 249-366)

ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΑΧΙΛΛΕΑ - ΕΚΤΟΡΑ


Ο Έκτωρ πρωτομίλησεν: «Εμπρός σου δεν θα φύγω
Πηλείδη, πλέον ως προτού, που ολόγυρα εις τα τείχη
τρεις μ’ εκυνήγησες φορές, και αντίκρυ εις την ορμήν σου
να μείνω δεν ετόλμησα. Τώρα η ψυχή μου θέλει
αντίμαχα να σου στηθώ. Θα πέσεις ή θα πέσω.
Και πρώτ’ ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι
θα’ ναι οι θεοί και έφοροι στο λόγο που θα ειπούμε.
Άπρεπα εγώ το σώμα σου δεν θα χαλάσω, αν ίσως
μου δώσει ο Δίας δύναμη και την ζωή σου πάρω.
Γυμνόν απ’ τ’ άρματα λαμπρά το σώμα σου, ω Πηλείδη,
θα δώσω εγώ των Αχαιών. Όμοια και συ να πράξεις».

Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησε ο γρήγορος Πηλείδης:
«Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου,
λιοντάρια κι άνθρωποι ποτέ δεν ώμοσαν ειρήνη,
λύκοι κι αρνιά δεν γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν
αλλ΄ έχθραν έχουν άσπονδη κακή ανάμεσόν τους.
Τόσο κι εγώ δεν δύναμαι ποτέ να σ’ αγαπήσω
και όρκους δεν θα ομόσωμε πριν ένας απ’ τους δύο
χορτάσει με το αίμα του τον ανδρειωμένον Άρη.
Κάθε αρετή πολεμική να θυμηθείς είν’ ώρα
καλός να δείξεις λογχιστής και μαχητής ανδρείος.
αποφυγή δεν έχεις πια, στη λόγχη μου αποκάτω
θα σε δαμάσ’ η Αθηνά. Και θα πληρώσεις όλο
τον πόνο των συντρόφων μου που η λόγχη σου έχει σφάξει».

Είπε και το μακρόσκιο επέταξε κοντάρι.
Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ
κι επέταξε απ’ επάνω του το χάλκινο κοντάρι
και αυτού στυλώθη μες στη γη κι η Αθηνά το παίρνει
κι από τον Έκτορα κρυφά το δίνει του Αχιλλέα.
Ο Έκτωρ τότε εμίλησε στον άψογο Πηλείδη:
«Δεν πέτυχες, ισόθεε Πηλείδη, μήτε ο Δίας
σου είπε ακόμα, ως έλεγες, το πότε θ’ αποθάνω.
Αλλ’ έχεις λόγια στρογγυλά και κλεφτολόγος είσαι
να με δειλιάσεις στην ψυχή το θάρρος να νεκρώσεις.
Δεν φεύγω εγώ, την λόγχη σου στις πλάτες να μου μπήξεις
αλλά στο στήθος, που άντικρυς προβάλλω, πέρασέ την,
αν τούτο θέλησε ο θεός. Ωστόσο απ’ την δική μου
φυλάξου, κι είθε ολόβολη στα σπλάχνα σου να φτάσει.
στους Τρώες ελαφρότερο θα κάνει τον αγώνα
ο θάνατός σου, ότι σ’ εσέ την συμφορά τους βλέπουν».

Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι
και του Πηλείδη επέτυχε στη μέση την ασπίδα.
Αλλά τινάχτηκε μακριά απ’ την ασπίδα εκείνο.

Χαμένο είδε τ’ ακόντι του ο Έκτωρ κι εχολώθη,
κατηφιασμένος έμεινε, που άλλην δεν είχε λόγχην.

Κι έσυρε δυνατήν φωνή να πει του Δηιφόβου
κοντάρι να του φέρει ευθύς, κι αυτός εκεί δεν ήταν.
Κι ο Έκτωρ το εννόησε στο πνεύμα του και είπε:
«Το βλέπω, οιμένα, που οι θεοί μ’ εκάλεσαν στον Άδη.
Τον ήρωα Δηίφοβο επίστευα κοντά μου
κι είναι στο τείχος. Η Αθηνά με τύφλωσε με δόλο.
Θάνατος τώρα μ’ εύρηκε κακός, μακράν δεν είναι.
Αχ! τούτο ηθέλαν απ’ αρχής ο Ζευς κι ο μακροβόλος
υιός του, αυτοί που πρόθυμα με προστατεύαν πρώτα.




Και η μοίρα τώρα μ’ έπιασεν. Αλλά χωρίς αγώνα
άδοξα δεν θα πέσω εγώ και πρώτα κάτι μέγα
θα πράξω και όσοι γεννηθούν κατόπιν θα το μάθουν».

Είπε ατά και έσυρε ευθύς ακονημένο ξίφος
που στο μηρί του εκρέμουνταν και δυνατό και μέγα,
μαζώχθη και ωσάν αετός εχύθ’ υψηλοπέτης
που στην πεδιάδα χύνεται μέσ’ από μαύρα νέφη
λαγόν ν’ αρπάξει άνανδρον ή τρυφεράν αρνάδα.
Τόσο κι ο Έκτωρ όρμησε τινάζοντας το ξίφος.

Πετάχθη πάλι κι ο Αχιλλεύς με ορμή πολέμου αγρία
την εξαισία πρόβαλε ασπίδα του στο στήθος,
με το κεφάλι έκλειν’ εμπρός την περικεφαλαία
κι ολόγυρ’ αναδεύονταν οι ολόχρυσες πλεξίδες,
που από τον κώνο έσυρε πυκνές του Ηφαίστου η τέχνη.
Και όπως μες στ’ άστρα προχωρεί λαμπρός ο αποσπερίτης,
που είναι τ’ ωραιότερο μες στ’ ουρανού τ’ αστέρια
τόσο η λόγχη έλαμπε, που στο δεξί του εκείνος
ετίναξε κακόγνωμα στον Έκτορα τον θείο
κοιτώντας ξέσκεπο να βρει το τρυφερό του σώμα.
Το άλλο σώμα εσκέπαζαν τα χάλκιν’ άρματά του
τα ωραία, που απ’ το λείψανο επήρε του Πατρόκλου.
Αλλ’ όχι όπου ο τράχηλος χωρίζει από τον ώμο
και όπου απίστευτη ροπή σβήν’ η ψυχή του ανθρώπου.

Εκεί τον λόγχισ’ ο Αχιλλεύς, επάνω του ως ορμούσε
και απ’ τον απαλόν τράχηλον αντίκρυ εβγήκε η λόγχη.
Δεν του’ κοψε τον λάρυγγα το χαλκοφόρο ακόντι,
δια να’ χει ακόμη την λαλιά στον άλλον ν’ απαντήσει.
Κι επάνω του, αφού έπεσε, καυχήθηκε ο Πηλείδης:

«Ω Έκτορ, όταν φόνευες τον Πάτροκλο, να πάθεις
δεν είχες φόβο, ούτ’ εμέ που έλειπα εστοχάσθης,
ανόητε, κι εβρίσκομουν εγώ στα κοίλα πλοία
εκδικητής του, στην ανδρειά πολύ καλύτερός σου,
που τώρα σε θανάτωσα. Και σε θα σύρουν σκύλοι,
ενώ εκείνον οι Αχαιοί με μνήμα θα τιμήσουν.»

Κι ο Έκτωρ του απάντησε με την ψυχή στο στόμα:
«Αχ! την ζωή σου να χαρείς και των γλυκών γονέων
μη θέλεις βρώση των σκυλιών στις πρύμνες να μ’ αφήσεις.
Δέξου απ’ τον πατέρα μου και την σεπτή μητέρα
λύτρα χρυσάφι και χαλκό, και συ στα γονικά μου
πίσω δώσε το σώμα μου, κι εμέ τον πεθαμένο
θα καταλύσουν στην πυρά οι άνδρες κι οι μητέρες».

Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησε ο γρήγορος Πηλείδης:
«Μη μ’ εξορκίζεις, σκύλαρε, σ’ ότι αγαπά η καρδιά μου.
Τόσο να μ’ άφηνε η ψυχή κομμάτια να σου φάγω
ωμό εγώ το σώμα σου, για όσα μου’ χεις κάνει,
όσο απ’ το στόμα των σκυλιών κανείς την κεφαλή σου
δεν θα φυλάξει κι αν εδώ ζυγοστατούσε δώρα
εικοσοπλάσια πάντοτε κι αν υποσχόταν κι άλλα.
Κι ο Δαρδανίδης Πρίαμος να πρόσφερε χρυσάφι
του σώματός σου εξαγορά. Ποτέ δεν θα σε κλάψει
η μάνα οπού σ’ εγέννησε, στην νεκρική σου κλίνη
αλλά εσέ συγκόκαλο τα’ αγρίμια θα σπαράξουν».

Και ξεψυχώντας του’ λεγε ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Το βλέπω από την όψη σου, πως δεν θα σε μαλάξω
κι είναι η καρδιά σου σίδερο. Μόνο στοχάσου τώρα,
μη εξ αφορμής μου οργή θεϊκή σε έβρη την ημέρα
που έμπροσθεν των Σκαιών Πυλών ο Αλέξανδρος κι ο Φοίβος
θενα σου πάρουν τη ζωή, εξαίσιε πολεμάρχε».

Με αυτά τα λόγια απέθανε και παραπονεμένη
του άφησε της νεότητος και της ανδρειάς την χάρη
από τα μέλη του η ψυχή κατέβαινε στον Άδη.
Και κείνον πάλι και νεκρό προσφώνησε ο Πηλείδης:
«Πήγαινε κι εγώ καρτερώ την ώρα του θανάτου
που ο Ζευς κι οι άλλοι αθάνατοι για με θ’ αποφασίσουν».

ΟΜΗΡΟΣ


Στο συγκεκριμένο απόσπασμα περιγράφεται η πιο διάσημη ίσως μονομαχία όλων των εποχών, όχι μόνο επειδή έχει ως πρωταγωνιστές δύο από τους σημαντικότερους ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, αλλά κυρίως επειδή σκιαγραφεί μια ολόκληρη εποχή, κατά την οποία η έννοια του πολέμου ήταν ταυτόσημη με την έννοια της αρετής και της τέχνης. Παρόλο που ο Όμηρος είναι ποιητής και όχι ιστορικός, ωστόσο, μέσα από τη μονομαχία των δύο ηρώων μας αποκαλύπτει με πειστικότητα τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονταν οι μάχες εκείνη την εποχή. Οι ατομικές μονομαχίες και η επιδίωξη του προσωπικού κλέους ήταν για τους αρίστους τα ιδανικά για τα οποία εκπαιδεύονταν όλη τους τη ζωή, αφού ο πόλεμος θεωρείτο αποκλειστικό προνόμιο της αριστοκρατικής τάξης. Μονομαχίες σώμα με σώμα, σε μια αναμέτρηση όπου υπερισχύει ο καλύτερος στο σώμα και στο πνεύμα.

Ατρόμητοι ήρωες που θα θεοποιηθούν κατά τα αρχαϊκά χρόνια και θα λατρευτούν ως πρότυπα ομορφιάς, αγωνιστικότητας και ηρωικού κλέους.