Steenwyck Harmen, Allegory of vanities, 1612-1656 |
Στο νεκροταφείο έφτασε καθυστερημένα. Το φέρετρο βρισκόταν ήδη στη θέση του κάτω από τη φρεσκοσκαμμένη λάσπη όταν έφτασε. Ανάμεσα στους λιγοστούς παρευρισκόμενους είδε την γυναίκα του. Προτίμησε να κρατήσει απόσταση. Κάποια στιγμή κοιταχτήκανε. 'Τι να κάνω;' της έκανε νόημα, όμως εκείνη γύρισε αλλού το βλέμμα ανέκφραστη. Δεν έφταιγε εκείνος που είχε αργήσει, τι ήθελε επιτέλους! Είχε ανασηκώσει τους ώμους συρρικνώνοντας τον σβέρκο του μέσα στην λασπωμένη καπαρντίνα σε μια απολογητική κίνηση, ήταν φανερό όμως ότι δεν έφτανε για να συγχωρεθεί από την πρώην. Δεν του έκανε εντύπωση, ποτέ δεν της έφτανε τίποτα, εκείνη η αλάθητη και εκείνος πάντα ο σκάρτος. Σήμερα ωστόσο ήταν αποφασισμένος να μη δώσει συνέχεια, εξάλλου τη μάνα της έθαβε, δικαιολογούνταν να είναι αναστατωμένη κι ας μην το έδειχνε. Ήταν σίγουρος ότι θα του το συγχωρούσε μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα, όπως του τα συγχωρούσε πάντα κι ας μην το είχε παραδεχτεί ποτέ.
"Έχεις θράσος, αυτό μπορώ να σου το αναγνωρίσω" ήταν η πρώτη φράση που άκουσε με το που βρέθηκαν μόνοι.
"Είχα δουλειά, δεν μπορούσα να φύγω νωρίτερα. Ήρθα, δεν ήρθα;"
Την απάντηση την έδωσε και πάλι το βλέμμα της. Μετά από τόσον καιρό χώρια, εξακολουθούσε να κόβει σαν λεπίδι. Ένιωσε άβολα για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, δεν είχε και άδικο.. Ίσως να ήταν και οι τύψεις για τον τρόπο που της είχε φερθεί που τον έκανε να μην πυροδοτήσει τον καβγά.. Δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, αν και μπορούσε, ήταν καλός σ' αυτό. Πρόσεξε ότι φορούσε το αγαπημένο του μαύρο ταγέρ, αυτό που είχαν αγοράσει μαζί στο ταξίδι τους στην Πράγα. Είχαν περάσει όμορφα τότε, λες κι ήταν σε άλλη ζωή.. Ήταν διακριτικό το μακιγιάζ της, τα μαλλιά της επιμελώς μαζεμένα σε σινιόν. Ήταν όμορφη... Ένας κόμπος του έσφιξε το στομάχι. Η αλήθεια ήταν πως ήταν κάθαρμα τις περισσότερες φορές, ήξερε όμως, είχε προπονηθεί καλά πάνω στο πώς να τα διώχνει μακρυά τέτοια άβολα συναισθήματα.. πώς να διώχνει τα συναισθήματα γενικώς, θα ήταν το πιο σωστό να πει.
"Φρόντισε μεθαύριο να είσαι στην ώρα σου, μπορείς να το κάνεις;"
"Μπορώ.."
"Ωραία. Και βάλε κάτι σιδερωμένο αυτή τη φορά."
Γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσει. Την παρακολουθούσε σιωπηλός που απομακρυνόταν. Εκείνος μέσα στις λάσπες, εκείνη αψεγάδιαστη, σαν κούκλα από πορσελάνη.. Ακόμα περπατούσε με την ίδια χάρη.. πόσο αγαπούσε αυτό το λίκνισμα.. Έβγαλε από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα, άναψε ένα.
"Ντροπή! Σεβαστείτε την ιερότητα του χώρου, παρακαλώ, σβήστε το!" Ήταν ο παπάς. Το έσβησε χωρίς να μιλήσει. Εξάλλου, ήταν εκείνος που πριν από λίγα λεπτά του είχε θάψει την πεθερά, του χρωστούσε αυτή τη χάρη.
6 σχόλια:
Σπουδαίο ως κείμενο,
αλλά και ως αλληγορία.
:)
..ο πεθεροπληκτος??? :P
καλη βδομαδα Ευα :)
@ meggie
Σ΄ευχαριστώ, meggie, καλή εβδομάδα!
@ iLias
Χαχα όχι πια! :)) Καλή εβδομάδα, Ηλία!
Πάρα πολύ ωραίο το κείμενο σου !
Ζωντανό και καλογραμμένο.
Καλή εβδομάδα **
Ρεαλιστικό και καλογραμμένο.Μια παρατήρηση μόνο: λάκτισμα είναι η κλωτσιά ,υλακή είναι το γάβγισμα-αν κατάλαβα σωστά και θέλατε να γράψετε ότι το γάβγισμα των αδέσποτων ενοχλούσε τον ήρωα.
@ Lyriel
Να' σαι καλά, Lyriel, καλή εβδομάδα!
@ Ανώνυμος
Έχετε δίκιο, αλύχτισμα είχα στο μυαλό μου να γράψω, σπεύδω να το διορθώσω! :) Ευχαριστώ για την επισήμανση και για το σχόλιο. Καλό βράδυ :)
Δημοσίευση σχολίου