Δεν έρχεται όταν θέλει εκείνη. Δεν της αρέσει να επιβάλλεται, να δολοπλοκεί ή να υποβάλει. Δεν σε κατευθύνει. Η πίστη έρχεται σε ανείπωτη στιγμή, όταν εσύ δεν το περιμένεις, όταν είσαι έτοιμος.
Για μένα, η στιγμή αυτή ήρθε όταν βρέθηκα μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση υγείας που κόντεψε να μου στοιχίσει τη ζωή. Έπρεπε να φτάσω στο σημείο μηδέν για να μπορέσω να κάνω μια επανεκτίμηση των πραγμάτων και της ζωής γενικότερα, το πόσο εφήμερη είναι και το πόσο εύθραυστο είναι το μέλλον και απρόβλεπτο. Τα έχεις προγραμματίσει όλα, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και κάτι σου συμβαίνει στη ζωή και παθαίνεις σοκ. Και βλέπεις ότι τελικά ο άνθρωπος και η ζωή του είναι κάτι τόσο προσωρινό και εφήμερο που ή σε απογοητεύει και σε φέρνει στο μηδέν και στο τίποτα, ή αρχίζεις να ψάχνεις και να ψάχνεσαι. Όχι τόσο στο συγκεκριμένο συμβάν, αλλά στη φόρμα. Άρχισα να αναζητώ το πλαίσιο, τη μεγάλη εικόνα, το ολοκληρωμένο παζλ, του οποίου ήμουν ένα μεμονωμένο κομμάτι του. Απαραίτητου όμως, γιατί χωρίς αυτό, και ένα κομματάκι να λείπει, το παζλ μένει ανολοκλήρωτο.
Όσο μικροσκοπικοί κι αν είμαστε, όταν πιστεύεις, συνειδητοποιείς το πόσο σημαντική είναι αυτή η μοναδικότητα της ύπαρξής σου. Το συνειδητοποιείς όταν αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό το σταθερό σημείο που χάνουμε στη ζωή με τα χιλιάδες απρόοπτα και τις κακοτοπιές δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε μας, αλλά πάνω και έξω από εμάς, που ωστόσο με κάποιον τρόπο είναι άμεσα συνδεδεμένο μαζί μας.
Έτσι άρχισα να ψάχνω προς αυτή την κατεύθυνση σε θεωρητικό πάντα επίπεδο. Ήθελα να μάθω περισσότερα. Το ότι είμαι χριστιανή ορθόδοξη ήταν και παραμένει μεγάλη, τεράστια ευλογία, που τουλάχιστον και από αυτή την χλιαρή και ολίγον αστοιχείωτη γνώση μου πάνω στο θέμα όλα αυτά τα χρόνια, τουλάχιστον είχα μια ηθική σύνδεση μαζί της, λόγω της οικογένειάς μου, του σχολείου μου, και γενικά των καταβολών μου που προέρχονταν από τον ορθόδοξο τρόπο.
Αυτό το ανώτερο που με ξεπερνούσε άρχισα να το αντιλαμβάνομαι στο πετσί μου όταν βρέθηκα σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο. Γιατί τόσο κοντά είχα φτάσει. Δόξα τω Θεώ, σήμερα όλα πηγαίνουν κατ' ευχήν, τότε όμως ήρθα αντιμέτωπη με βαθιά ερωτηματικά υπαριακού τύπου που δεν μπορούσα να απαντήσω. Τότε ήταν που προσευχήθηκα αληθινά, μέσα από την ψυχή μου για πρώτη φορά. Το σπίτι ήταν άδειο, η τηλεόραση κλειστή και ασυναίσθητα γονάτισα στο πάτωμα και άρχισα να κλαίω. Δεν ήταν να ξεκινήσω, έκλαιγα και έκλαιγα με αναφιλητά και σταματημό δεν είχα. Το παράδοξο όμως δεν ήταν ότι έκλαιγα προς τον Θεό για να με λυπηθεί, για να μου τη χαρίσει, αλλά για να με συγχωρήσει. Το μόνο που έλεγα ήταν "συγχώρα με! Θεέ μου, συγχώρα με! Συγχώρεσέ με!"
Έτσι, χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς να το έχω προκαλέσει.
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό, θυμάμαι όμως ότι με βρήκε το ξημέρωμα. Είχα μείνει άυπνη όλη τη νύχτα, είχα ξεχάσει τον πόνο της αρρώστιας μου, με όλη την απόγνωση και την απελπισία που συνεπαγόταν η όλη κατάσταση, και το μόνο που έκανα ήταν να κλαίω με αναφιλητά και να ζητώ συγχώρεση.
Αργότερα έμαθα για τα δάκρυα της μετάνοιας και το πόσο λυτρωτικό ρόλο παίζουν στο ξεκίνημα της αληθινής πορείας προς τον Χριστό. Κάπου πρόσφατα το είδα γραμμένο ως "δεύτερο βάπτισμα". Την επόμενη μέρα αισθανόμουν τόσο λυτρωμένη που μου ερχόταν να τραγουδάω όλη μέρα. Ήμουν ξεκούραστη, αναζωογοννημένη, ότι αγαπούσα όλο τον κόσμο, ήμουν σα να είχα γεννηθεί εκείνο το ξημέρωμα για δεύτερη φορά. Αισθανόμουν σα να μου είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία ζωής. Και το πίστευα ακράδαντα, με μια πίστη που δεν είχα ξανανιώσει μέχρι τότε.
Όλο αυτό που βίωσα εκείνη τη νύχτα ήταν αποκαλυπτικό. Ήξερα ότι κάτι μέσα μου είχε αλλάξει και ότι αυτό το κάτι δεν προερχόταν από μένα, ωστόσο ήταν απόλυτα συνδεδεμένο μαζί μου. Ήταν οικείο, σα να το γνώριζα ήδη. Ήταν σα να μου είχαν ανοιχτεί τα μάτια, όχι του σώματος, αλλά της ψυχής. Έβλεπα τα πάντα γύρω μου διαφορετικά, από μια άλλη γωνία, πιο καθαρή και πιο πανοραμική.
Εννοείται ότι δεν το άφησα να προσπεράσει. Μου είχε δοθεί κάτι, ένα παράθυρο στο σκοτάδι της αρρώστιας μου, ένα φως στην απελπισία μου, ένα δίχτυ ασφαλείας στην πτώση μου μέσα στην άβυσσο της απόγνωσης και της παραίτησης. Κάτι με είχε συγκρατήσει από αυτή την πτώση, κάτι που δεν εξαρτιόταν από μένα και αυτό το κάτι δεν ήταν ανθρώπινο, αυτό ήταν το μόνο που ήξερα. Είχα βιώσει την αγάπη Του, τη ζεστασιά Του, με είχε λυπηθεί. Με απάλλαξε από την απελπισία μου και μου χάρισε την ελπίδα για ζωή. Ήμουν χαμένη, και με βρήκε. Όταν βρέθηκα στο σημείο όπου δεν μπορούσα πλέον να ελέγξω τίποτα. Και μέσα από αυτή την Θεία αποκάλυψη, στην πιο απρόσμενη στιγμή, μου ξανάδωσε πίσω την αγάπη μου για Κείνον, μου ξανάδωσε την πίστη. Όχι εκείνη τη μισοκρύα, μισοζεστή που είχα ως τότε, όπως ο χλιαρός καφές που ξεχάστηκε στο τραπεζάκι, αυτή τη φορά ήταν μια πίστη καυτή σα χρυσάφι, έτοιμη να σφυρηλατηθεί. Ήμουν έτοιμη.
Βρήκα πνευματικό, πήγα εξομολογήθηκα, κοινώνησα τη θεία κοινωνία. Εκκλησιάζομαι πιο συχνά, τουλάχιστον εκκλησιαζόμουν μέχρι τον κορωνοϊό. Φοράω τον σταυρό μου πάντα, για να μην ξεχνώ τον δικό Του Σταυρό, ώστε ο δικός μου να γίνεται ελαφρύς σαν παρηγοριά και σα βάλσαμο. Σήκωσε τον Σταυρό για μένα και ο σταυρός αυτός έγινε η θωράκισή μου. Αγόρασα μια Αγία Γραφή, την έχω διαβάσει ήδη μία φορά από την αρχή ως το τέλος και αποσπασματικά σε κάθε ευκαιρία, τώρα διαβάζω ξανά από την αρχή ως το τέλος τη δεύτερη, αυτές τις μέρες τελειώνω τον Ιησού του Ναυή. Η ανάγνωση της Αγίας Γραφής έχει γίνει καθημερινή μου συνήθεια, είναι το καθημερινό μου τελετουργικό, η ανάσα μου, η ενδοσκόπησή μου πάνω σε ανθρώπους και πράγματα, πάνω στον εαυτό μου σε σχέση με μένα, με τους άλλους, με τον Θεό. Κάθε φορά, νέες αποκαλύψεις που με αφορούν, με καθοδηγούν και με σιγοντάρουν. Ένα κείμενο ζωντανό που απευθύνεται στον καθένα προσωπικά, όταν είναι έτοιμος.
Η πίστη με βρήκε αβίαστα, χωρίς καν να την αναζητήσω. Όπως κάθε τι που είναι πραγματικά ελεύθερο, έτσι κι εκείνη, ήρθε στο τέλος. Όταν ήμουν έτοιμη. Και αυτό δρομολόγησε μια νέα αρχή στη ζωή μου. Μια Νέα ζωή. Με έναν Νέο άνθρωπο στη θέση μου: Τον καινούργιο μου Εαυτό, αυτόν που μπορεί πλέον να διακρίνει ανθρώπους, πράγματα και καταστάσεις που πριν του ήταν αδύνατο να το κάνει για αμέτρητους λόγους. Με Εμένα Παρούσα μέσα μου εξαιτίας Του, και με Κείνον στο πλευρό μου πάντα.
... και της χάρισε πίσω τη ζωή.
Για μένα, η στιγμή αυτή ήρθε όταν βρέθηκα μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση υγείας που κόντεψε να μου στοιχίσει τη ζωή. Έπρεπε να φτάσω στο σημείο μηδέν για να μπορέσω να κάνω μια επανεκτίμηση των πραγμάτων και της ζωής γενικότερα, το πόσο εφήμερη είναι και το πόσο εύθραυστο είναι το μέλλον και απρόβλεπτο. Τα έχεις προγραμματίσει όλα, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και κάτι σου συμβαίνει στη ζωή και παθαίνεις σοκ. Και βλέπεις ότι τελικά ο άνθρωπος και η ζωή του είναι κάτι τόσο προσωρινό και εφήμερο που ή σε απογοητεύει και σε φέρνει στο μηδέν και στο τίποτα, ή αρχίζεις να ψάχνεις και να ψάχνεσαι. Όχι τόσο στο συγκεκριμένο συμβάν, αλλά στη φόρμα. Άρχισα να αναζητώ το πλαίσιο, τη μεγάλη εικόνα, το ολοκληρωμένο παζλ, του οποίου ήμουν ένα μεμονωμένο κομμάτι του. Απαραίτητου όμως, γιατί χωρίς αυτό, και ένα κομματάκι να λείπει, το παζλ μένει ανολοκλήρωτο.
Όσο μικροσκοπικοί κι αν είμαστε, όταν πιστεύεις, συνειδητοποιείς το πόσο σημαντική είναι αυτή η μοναδικότητα της ύπαρξής σου. Το συνειδητοποιείς όταν αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό το σταθερό σημείο που χάνουμε στη ζωή με τα χιλιάδες απρόοπτα και τις κακοτοπιές δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε μας, αλλά πάνω και έξω από εμάς, που ωστόσο με κάποιον τρόπο είναι άμεσα συνδεδεμένο μαζί μας.
Έτσι άρχισα να ψάχνω προς αυτή την κατεύθυνση σε θεωρητικό πάντα επίπεδο. Ήθελα να μάθω περισσότερα. Το ότι είμαι χριστιανή ορθόδοξη ήταν και παραμένει μεγάλη, τεράστια ευλογία, που τουλάχιστον και από αυτή την χλιαρή και ολίγον αστοιχείωτη γνώση μου πάνω στο θέμα όλα αυτά τα χρόνια, τουλάχιστον είχα μια ηθική σύνδεση μαζί της, λόγω της οικογένειάς μου, του σχολείου μου, και γενικά των καταβολών μου που προέρχονταν από τον ορθόδοξο τρόπο.
Αυτό το ανώτερο που με ξεπερνούσε άρχισα να το αντιλαμβάνομαι στο πετσί μου όταν βρέθηκα σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο. Γιατί τόσο κοντά είχα φτάσει. Δόξα τω Θεώ, σήμερα όλα πηγαίνουν κατ' ευχήν, τότε όμως ήρθα αντιμέτωπη με βαθιά ερωτηματικά υπαριακού τύπου που δεν μπορούσα να απαντήσω. Τότε ήταν που προσευχήθηκα αληθινά, μέσα από την ψυχή μου για πρώτη φορά. Το σπίτι ήταν άδειο, η τηλεόραση κλειστή και ασυναίσθητα γονάτισα στο πάτωμα και άρχισα να κλαίω. Δεν ήταν να ξεκινήσω, έκλαιγα και έκλαιγα με αναφιλητά και σταματημό δεν είχα. Το παράδοξο όμως δεν ήταν ότι έκλαιγα προς τον Θεό για να με λυπηθεί, για να μου τη χαρίσει, αλλά για να με συγχωρήσει. Το μόνο που έλεγα ήταν "συγχώρα με! Θεέ μου, συγχώρα με! Συγχώρεσέ με!"
Έτσι, χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς να το έχω προκαλέσει.
Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό, θυμάμαι όμως ότι με βρήκε το ξημέρωμα. Είχα μείνει άυπνη όλη τη νύχτα, είχα ξεχάσει τον πόνο της αρρώστιας μου, με όλη την απόγνωση και την απελπισία που συνεπαγόταν η όλη κατάσταση, και το μόνο που έκανα ήταν να κλαίω με αναφιλητά και να ζητώ συγχώρεση.
Αργότερα έμαθα για τα δάκρυα της μετάνοιας και το πόσο λυτρωτικό ρόλο παίζουν στο ξεκίνημα της αληθινής πορείας προς τον Χριστό. Κάπου πρόσφατα το είδα γραμμένο ως "δεύτερο βάπτισμα". Την επόμενη μέρα αισθανόμουν τόσο λυτρωμένη που μου ερχόταν να τραγουδάω όλη μέρα. Ήμουν ξεκούραστη, αναζωογοννημένη, ότι αγαπούσα όλο τον κόσμο, ήμουν σα να είχα γεννηθεί εκείνο το ξημέρωμα για δεύτερη φορά. Αισθανόμουν σα να μου είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία ζωής. Και το πίστευα ακράδαντα, με μια πίστη που δεν είχα ξανανιώσει μέχρι τότε.
Όλο αυτό που βίωσα εκείνη τη νύχτα ήταν αποκαλυπτικό. Ήξερα ότι κάτι μέσα μου είχε αλλάξει και ότι αυτό το κάτι δεν προερχόταν από μένα, ωστόσο ήταν απόλυτα συνδεδεμένο μαζί μου. Ήταν οικείο, σα να το γνώριζα ήδη. Ήταν σα να μου είχαν ανοιχτεί τα μάτια, όχι του σώματος, αλλά της ψυχής. Έβλεπα τα πάντα γύρω μου διαφορετικά, από μια άλλη γωνία, πιο καθαρή και πιο πανοραμική.
Εννοείται ότι δεν το άφησα να προσπεράσει. Μου είχε δοθεί κάτι, ένα παράθυρο στο σκοτάδι της αρρώστιας μου, ένα φως στην απελπισία μου, ένα δίχτυ ασφαλείας στην πτώση μου μέσα στην άβυσσο της απόγνωσης και της παραίτησης. Κάτι με είχε συγκρατήσει από αυτή την πτώση, κάτι που δεν εξαρτιόταν από μένα και αυτό το κάτι δεν ήταν ανθρώπινο, αυτό ήταν το μόνο που ήξερα. Είχα βιώσει την αγάπη Του, τη ζεστασιά Του, με είχε λυπηθεί. Με απάλλαξε από την απελπισία μου και μου χάρισε την ελπίδα για ζωή. Ήμουν χαμένη, και με βρήκε. Όταν βρέθηκα στο σημείο όπου δεν μπορούσα πλέον να ελέγξω τίποτα. Και μέσα από αυτή την Θεία αποκάλυψη, στην πιο απρόσμενη στιγμή, μου ξανάδωσε πίσω την αγάπη μου για Κείνον, μου ξανάδωσε την πίστη. Όχι εκείνη τη μισοκρύα, μισοζεστή που είχα ως τότε, όπως ο χλιαρός καφές που ξεχάστηκε στο τραπεζάκι, αυτή τη φορά ήταν μια πίστη καυτή σα χρυσάφι, έτοιμη να σφυρηλατηθεί. Ήμουν έτοιμη.
Βρήκα πνευματικό, πήγα εξομολογήθηκα, κοινώνησα τη θεία κοινωνία. Εκκλησιάζομαι πιο συχνά, τουλάχιστον εκκλησιαζόμουν μέχρι τον κορωνοϊό. Φοράω τον σταυρό μου πάντα, για να μην ξεχνώ τον δικό Του Σταυρό, ώστε ο δικός μου να γίνεται ελαφρύς σαν παρηγοριά και σα βάλσαμο. Σήκωσε τον Σταυρό για μένα και ο σταυρός αυτός έγινε η θωράκισή μου. Αγόρασα μια Αγία Γραφή, την έχω διαβάσει ήδη μία φορά από την αρχή ως το τέλος και αποσπασματικά σε κάθε ευκαιρία, τώρα διαβάζω ξανά από την αρχή ως το τέλος τη δεύτερη, αυτές τις μέρες τελειώνω τον Ιησού του Ναυή. Η ανάγνωση της Αγίας Γραφής έχει γίνει καθημερινή μου συνήθεια, είναι το καθημερινό μου τελετουργικό, η ανάσα μου, η ενδοσκόπησή μου πάνω σε ανθρώπους και πράγματα, πάνω στον εαυτό μου σε σχέση με μένα, με τους άλλους, με τον Θεό. Κάθε φορά, νέες αποκαλύψεις που με αφορούν, με καθοδηγούν και με σιγοντάρουν. Ένα κείμενο ζωντανό που απευθύνεται στον καθένα προσωπικά, όταν είναι έτοιμος.
Η πίστη με βρήκε αβίαστα, χωρίς καν να την αναζητήσω. Όπως κάθε τι που είναι πραγματικά ελεύθερο, έτσι κι εκείνη, ήρθε στο τέλος. Όταν ήμουν έτοιμη. Και αυτό δρομολόγησε μια νέα αρχή στη ζωή μου. Μια Νέα ζωή. Με έναν Νέο άνθρωπο στη θέση μου: Τον καινούργιο μου Εαυτό, αυτόν που μπορεί πλέον να διακρίνει ανθρώπους, πράγματα και καταστάσεις που πριν του ήταν αδύνατο να το κάνει για αμέτρητους λόγους. Με Εμένα Παρούσα μέσα μου εξαιτίας Του, και με Κείνον στο πλευρό μου πάντα.
"Ενώ ακόμη ο Ιησούς μιλούσε, έρχονται άνθρωποι του άρχοντα της συναγωγής και του λένε: "Η κόρη σου πέθανε, τι εξακολουθείς να ενοχλείς τον δάσκαλο;" Ο Ιησούς όμως αμέσως μόλις άκουσε να λένε τα λόγια αυτά, είπε στον άρχοντα της συναγωγής: "Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε."
~ Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 5: 35-36
... και της χάρισε πίσω τη ζωή.
Όπως και τη δική μου.
Με αγάπη,
Εύα 💗
~~~~~~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου