Ο λόγος που πήγα ήταν επειδή λατρεύω τον Van Gogh. Εννοώ, τον λατρεύω. Έχω ασχοληθεί άπειρες ώρες με το έργο του, τη ζωή του, έχω διαβάσει όλες τις βιογραφίες που έχουν γραφτεί για αυτόν, έχω διαβάσει την αλληλογραφία του με τον αδελφό του, ο οποίος και τον συντηρούσε μέχρι τα στερνά, το ταξιδιωτικό ημερολόγιο του Γκωγκέν Νόα Νόα, στο οποίο κάνει αναφορά στη διαμονή του στο Κίτρινο Σπίτι της Αρλ, όπου ο Βαν Γκογκ ήλπιζε πως θα το μετέτρεπε σε εικαστικό κέντρο για να φιλοξενούνται οι ζωγράφοι που θα ήθελαν να αιχμαλωτήσουν, όπως κι εκείνος, το φως της νότιας Γαλλίας. Είδα τους πίνακές του στο μουσείο του Λονδίνου, στο Λούβρο, ταξίδεψα ως την Ολλανδία για να δω από κοντά το σύνολο του έργου του του στο μουσείο του Άμστερναμ, το Rijksmusevm, που είναι αφιερωμένο εξ' ολοκλήρου σε αυτόν.
Όταν λοιπόν ο Νίκος μου πρότεινε να πάμε να δούμε την έκθεση που έχουν διοργανώσει στο Μέγαρο Μουσικής, ήμουν διστακτική. Όχι επειδή θα έβλεπα ξανά Van Gogh, απεναντίας. Όμως, .. δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Μου φαινόταν κάλπικο μια ολόκληρη ομάδα καλλιτεχνών, διοργανωτών, τεχνικών κ.ο.κ. να βασίζουν το αποτέλεσμα του έργου τους (σε επέκταση την επιτυχία της έκθεσης) στο έργο κάποιου άλλου. Μου φαινόταν σαν 'μαρκετίστικη' εκμετάλλευση, έστω, χρησιμοποίηση, του ίδιου του ζωγράφου.
Πήγα, ωστόσο, περισσότερο από περιέργεια. Ναι, ήταν εντυπωσιακό και ναι, σε έβαζε κατά κάποιον τρόπο μέσα στην τέχνη του. Όχι όμως έτσι όπως ήθελα. Όχι αγνά. Σε αποστόμωναν τα εφέ και οι εντυπωσιασμοί έτσι ακριβώς όπως καθηλώνουν τα εφέ του Χόλιγουντ στις αμερικανικές ταινίες και από ουσία μηδέν. Έμεινε στην επιφάνεια, στο θεαθήναι. Και σε καθήλωνε με τα τεράστια πάνελς, τις ημι-3D αποτυπώσεις και τις γρήγορες εναλλαγές που δεν σου άφηναν χρόνο και χώρο να σκεφτείς, να νιώσεις, να επικοινωνήσεις με τον δημιουργό.
Κάπως έτσι μου φάνηκε. Αυτό που για μένα άξιζε στην έκθεση ήταν ο ίδιος. Η αξία του. Η διαχρονικότητά του. Για μένα, πάλι, δεν χρειάζονταν όλες αυτές οι γαρνιτούρες. Ο Βαν Γκογκ είναι ο Βαν Γκογκ, αυτό φτάνει από μόνο του και περισσεύει. Τον έβλεπα στα μεγάλα ταμπλώ, το βλέμμα του που έκρυβε τον ψυχισμό του όλο, το παράπονό του πως δεν τον καταλάβαινε κανείς - πώς θα μπορούσε άλλωστε να τον καταλάβει η εποχή του, αφού δεν ανήκε σε αυτήν, την είχε ξεπεράσει; - τα λόγια του τα γεμάτα λυρισμό και ποίηση που ξεχείλιζαν από αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους και φυσικά τους πίνακές του που λάτρεψα και με παρακίνησαν να τα δω και πάλι, για άλλη μία φορά, από κοντά.
Ωστόσο, οι πίνακες έλειπαν. Στη θέση τους υπήρχε η εικονική πραγματικότητα, μια ψηφιακή εκδοχή τους. Αισθάνθηκα ότι γινόταν θύμα και πάλι από μια εποχή και πάλι αλλότρια, και πάλι αδύναμη να τον καταλάβει... Αισθάνθηκα το παράπονο στο βλέμμα του πιο επίκαιρο από ποτέ και λυπήθηκα αφάνταστα...
Έφυγα από την έκθεση με θλίψη. Πήγα να δω τον λατρεμένο μου Vincent σε μία έκθεση αφιερωμένη σε αυτόν και ο ίδιος, η ουσία του, η παρακαταθήκη του, η ποίησή του, η ομορφιά του, όλα απουσίαζαν. Πώς εξάλλου να στριμώξεις σε δύο διαστάσεις και μερικά εφέ ένα αστέρι; Η θέση του είναι στον ουρανό.
Αλλά, τουλάχιστον είδα κάτι. Κόσμο πολύ που πήγαν εκεί να δουν Βαν Γκογκ, αντί για οτιδήποτε άλλο. Έστω κι έτσι, ψηφιακά. Κάτι είναι κι αυτό. Μια εισαγωγή. Μια υποψία. Τουλάχιστον ξαναθυμήθηκα γιατί τον λατρεύω. Γιατί ταξίδεψα στη μισή Ευρώπη για να τον βρω. Ο κόσμος μένει στο δυνατό φως του ήλιου που αποτυπώνεται με επιτυχία, τα έργα του όμως έχουν κι ένα άλλο φως διαφορετικό, το φως της ψυχής του, την απίστευτη διαύγεια της τέχνης του ακόμα κι όταν το μυαλό του είχε σκοτεινιάσει, ιδίως τότε. Γιατί τότε κάνουν στην άκρη όλα τα εφέ και η παραζάλη των αισθήσεων και της τεχνολογίας και μένει η ουσία. Τότε βλέπεις τον πραγματικό καλλιτέχνη, το πραγματικό έργο και τότε εξηγούνται, αποκαλύπτονται μάλλον, όλα.
Όταν λοιπόν ο Νίκος μου πρότεινε να πάμε να δούμε την έκθεση που έχουν διοργανώσει στο Μέγαρο Μουσικής, ήμουν διστακτική. Όχι επειδή θα έβλεπα ξανά Van Gogh, απεναντίας. Όμως, .. δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Μου φαινόταν κάλπικο μια ολόκληρη ομάδα καλλιτεχνών, διοργανωτών, τεχνικών κ.ο.κ. να βασίζουν το αποτέλεσμα του έργου τους (σε επέκταση την επιτυχία της έκθεσης) στο έργο κάποιου άλλου. Μου φαινόταν σαν 'μαρκετίστικη' εκμετάλλευση, έστω, χρησιμοποίηση, του ίδιου του ζωγράφου.
Πήγα, ωστόσο, περισσότερο από περιέργεια. Ναι, ήταν εντυπωσιακό και ναι, σε έβαζε κατά κάποιον τρόπο μέσα στην τέχνη του. Όχι όμως έτσι όπως ήθελα. Όχι αγνά. Σε αποστόμωναν τα εφέ και οι εντυπωσιασμοί έτσι ακριβώς όπως καθηλώνουν τα εφέ του Χόλιγουντ στις αμερικανικές ταινίες και από ουσία μηδέν. Έμεινε στην επιφάνεια, στο θεαθήναι. Και σε καθήλωνε με τα τεράστια πάνελς, τις ημι-3D αποτυπώσεις και τις γρήγορες εναλλαγές που δεν σου άφηναν χρόνο και χώρο να σκεφτείς, να νιώσεις, να επικοινωνήσεις με τον δημιουργό.
Κάπως έτσι μου φάνηκε. Αυτό που για μένα άξιζε στην έκθεση ήταν ο ίδιος. Η αξία του. Η διαχρονικότητά του. Για μένα, πάλι, δεν χρειάζονταν όλες αυτές οι γαρνιτούρες. Ο Βαν Γκογκ είναι ο Βαν Γκογκ, αυτό φτάνει από μόνο του και περισσεύει. Τον έβλεπα στα μεγάλα ταμπλώ, το βλέμμα του που έκρυβε τον ψυχισμό του όλο, το παράπονό του πως δεν τον καταλάβαινε κανείς - πώς θα μπορούσε άλλωστε να τον καταλάβει η εποχή του, αφού δεν ανήκε σε αυτήν, την είχε ξεπεράσει; - τα λόγια του τα γεμάτα λυρισμό και ποίηση που ξεχείλιζαν από αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους και φυσικά τους πίνακές του που λάτρεψα και με παρακίνησαν να τα δω και πάλι, για άλλη μία φορά, από κοντά.
Ωστόσο, οι πίνακες έλειπαν. Στη θέση τους υπήρχε η εικονική πραγματικότητα, μια ψηφιακή εκδοχή τους. Αισθάνθηκα ότι γινόταν θύμα και πάλι από μια εποχή και πάλι αλλότρια, και πάλι αδύναμη να τον καταλάβει... Αισθάνθηκα το παράπονο στο βλέμμα του πιο επίκαιρο από ποτέ και λυπήθηκα αφάνταστα...
Έφυγα από την έκθεση με θλίψη. Πήγα να δω τον λατρεμένο μου Vincent σε μία έκθεση αφιερωμένη σε αυτόν και ο ίδιος, η ουσία του, η παρακαταθήκη του, η ποίησή του, η ομορφιά του, όλα απουσίαζαν. Πώς εξάλλου να στριμώξεις σε δύο διαστάσεις και μερικά εφέ ένα αστέρι; Η θέση του είναι στον ουρανό.
Αλλά, τουλάχιστον είδα κάτι. Κόσμο πολύ που πήγαν εκεί να δουν Βαν Γκογκ, αντί για οτιδήποτε άλλο. Έστω κι έτσι, ψηφιακά. Κάτι είναι κι αυτό. Μια εισαγωγή. Μια υποψία. Τουλάχιστον ξαναθυμήθηκα γιατί τον λατρεύω. Γιατί ταξίδεψα στη μισή Ευρώπη για να τον βρω. Ο κόσμος μένει στο δυνατό φως του ήλιου που αποτυπώνεται με επιτυχία, τα έργα του όμως έχουν κι ένα άλλο φως διαφορετικό, το φως της ψυχής του, την απίστευτη διαύγεια της τέχνης του ακόμα κι όταν το μυαλό του είχε σκοτεινιάσει, ιδίως τότε. Γιατί τότε κάνουν στην άκρη όλα τα εφέ και η παραζάλη των αισθήσεων και της τεχνολογίας και μένει η ουσία. Τότε βλέπεις τον πραγματικό καλλιτέχνη, το πραγματικό έργο και τότε εξηγούνται, αποκαλύπτονται μάλλον, όλα.