Δεν είχε σταματήσει δευτερόλεπτο όλη τη μέρα με τις αγγαρίες που του είχε βάλει ο πατέρας του να κάνει, να κρατήσει το γραφείο, να πάει στην εφορία για κάτι βεβαιώσεις, να παραδώσει σε δυο πελάτες τα έτοιμα συμβόλαιά τους.. Χρειάστηκε να διανύσει την Αθήνα απ' άκρου σ' άκρο τρεις φορές και μέχρι να επιστρέψει αργά το απόγευμα στο σπίτι η ηρεμία του είχε πάει περίπατο, αφού διαπίστωνε ότι δεν είχε καταφέρει να ασχοληθεί ούτε λεπτό με τα δικά του και τώρα που είχε έρθει επιτέλους η ώρα να καθίσει στον υπολογιστή στην ησυχία του δωματίου του, όλη η κούραση βιάστηκε να ξεχυθεί από μέσα του μονομιάς βάζοντας φρένο στις προθέσεις του για μία ακόμη φορά. Τα μάτια του έκλειναν και το μυαλό του ταξίδευε σε χίλιες δυο μεριές, ήταν μάταιο... Σηκώθηκε εκνευρισμένος, κατευθύνθηκε στην κουζίνα, γέμισε την τσαγιέρα με νερό, την απόθεσε στο μάτι. Οι δικοί του είχαν φύγει από νωρίς το πρωί, θα πήγαιναν σε μια κοινωνική υποχρέωση, του είχαν αναφέρει πού αλλά δεν είχε δώσει σημασία. Αυτό που ήξερε σίγουρα ήταν ότι θα επέστρεφαν την επομένη. Ξανακάθισε στο γραφείο. Όλα μπροστά του τακτοποιημένα, τα βιβλία, οι σημειώσεις, οι μολυβοθήκες. Ανασήκωσε τον κορμό, ίσιωσε την πλάτη και άφησε τα δάχτυλά του να πάρουν τη θέση τους πάνω στο φθαρμένο από τη χρήση πληκτρολόγιο. Μπροστά του μια κατάλευκη οθόνη να
τον κοιτάζει περιπαιχτικά. Σχεδόν την άκουγε να μουρμουρίζει πόσο αναβλητικός είχε γίνει, πόσο στην ουσία δείλιαζε να κάνει λάθη και πως με αυτούς τους ρυθμούς δεν θα τελείωνε το μυθιστόρημά του ποτέ. Αν
δεν ήταν τόσο κουρασμένος ίσως και να αντιδρούσε σε αυτό το κύμα απογοήτευσης που τον είχε καταβάλει, ίσως και βίαια για μια φορά, θα του έκανε καλό, να τρέξει πιο γρήγορα το αίμα στις φλέβες, να πάρει η μηχανή μπροστά, να αρχίσει να στροφάρει. Ίσως αν της πετούσε την ξυλόγλυπτη μολυβοθήκη τώρα που έλειπαν οι δικοί του που είχαν αγοράσει μαζί με το κορίτσι του στο παζάρι της Κωνσταντινούπολης, ποια ήταν; Μάλλον η Φαίη; Όχι, με τη Νάντια είχαν πάει σε εκείνο το ταξίδι. Είχε ρίξει την πρόταση επιπόλαια πάνω στην κουβέντα, όμως η Νάντια την είχε αποδεχτεί με ενθουσιασμό χωρίς δεύτερη σκέψη πιάνοντάς τον απροετοίμαστο. Στην ουσία, δεν ήθελε κανέναν μαζί του σε αυτό το ταξίδι. Ήταν η εποχή που μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό, τον ήθελε αυτόν τον χρόνο για τον εαυτό του, για να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει. Μία εβδομάδα μετά τα χάλασαν χωρίς προφανή λόγο, από ανία, ίσως.. Όχι, δεν ήταν από ανία, ήταν επειδή είχε έρθει μαζί του. Λάθος κίνηση, ή μάλλον, λάθος συγχρονισμός. Όχι, η κίνηση ήταν λάθος, είχε βιαστεί, δεν είχαν καλά-καλά γνωριστεί και είχε αυτοπροσκληθεί στα σχέδιά του; Μα, έπρεπε να το είχε καταλάβει ότι η ερώτηση ήταν ρητορική και την είχε κάνει χάριν ευγενείας, από τακτ. Όμως, εκείνη το εκμεταλλεύτηκε. Η πιο λάθος κίνηση που θα μπορούσε να είχε κάνει. Η λευκή οθόνη εξακολουθούσε να κρατά κλειδωμένη την κάμαρα με τα μυστικά. Τι ωραία έκφραση, γεμάτη μυστήριο, κρίμα που δεν ήταν δική του: η κάμαρα με τα μυστικά... Εκείνη η ασχημούλα βρετανίδα νοικοκυρά είχε βρει το τσουκάλι με το χρυσό χωρίς να κουνήσει ρούπι από την κουζίνα του σπιτιού της, με τον χαριτωμένο της ήρωα-μάγο μικρό και άμαθο και με όλες τις δυνάμεις του κακού να έχουν εξαπολυθεί εναντίον του, αλλά εκείνος να βρίσκει τον πιο αναπάντεχο τρόπο για να γλυτώνει κάθε φορά και στο τέλος να θριαμβεύει. Πόσο προβλέψιμο, κι όμως, πόσο συναρπαστικό. Ίσως αν την κοιτούσε πολύ επίμονα να ξεκλείδωνε η έμπευση και να τον άφηνε κι εκείνον να γευτεί κάτι από τις χάρες της. Εξάλλου, προσπαθούσε, δεν προσπαθούσε; Η πρόθεση υπήρχε, αυτό θα έπρεπε να φτάνει. Αφού δεν έφτανε λοιπόν, θα την ξελόγιαζε πρώτα με το βραβείο του από τον διαγωνισμό διηγήματος του φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας στο οποίο είχε συμμετάσχει κατά τη διάρκεια των νομικών σπουδών του στο Εδιμβούργο με την κορνιζαρισμένη επιταγή που δεν εξαργύρωσε γιατί ήθελε να του μείνει ως αναμνηστικό, η πρώτη του πληρωμή από αυτό που αγαπούσε να κάνει, δεν ήταν και λίγο. Εξάλλου, τα χρήματα ποτέ δεν ήταν θέμα για την οικογένειά τους, μοσχοαναθρεμμένος και εκείνος και ο αδελφός του, όλα στο πιάτο τα είχαν, καλοαναθρεμμένοι και καλομαθημένοι. Γι' αυτό του είχε κακοφανεί τώρα που ο πατέρας του τον είχε αγγαρέψει σε όλες αυτές τις υποχρεώσεις που δεν τον γέμιζαν και δεν τον συγκινούσαν. Τόσοι υπάλληλοι στο γραφείο που πληρώνονταν αδρά, γιατί θα έπρεπε να τα κάνει όλα αυτός; Αυτός ήταν καλλιτέχνης, δεν ήταν για δικηγορικά, πώς να έλεγε όμως στον πατέρα του ότι αυτό που ήθελε πραγματικά ήταν να πετάξει το πτυχίο του στον κάλαθο των αχρήστων και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα γραπτά του και μόνο; Γίνονται αυτά; Δεν γίνονται... Μόνο αν ήταν ο αδελφός του θα γίνονταν... Γένους θηλυκού και η έμπευση και - σε αντίθεση με τις ταραχώδεις σχέσεις του με τον πατέρα του - με τα θηλυκά τα πήγαινε καλά. Εντάξει, με εξαίρεση τη Νάντια, αλλά δεν θα συζητούσε για τη Νάντια τώρα. Θα τη δελέαζε με τα προσόντα του, θα της έδειχνε τους κόπους του, την πορεία του μέχρι τώρα, θα της εξομολογούσε τις ανασφάλειές του - οι γυναίκες πάντα πέφτουν σε τέτοιου είδους χειρισμούς, το άκουγε συνεχώς από τον αδελφό του να το λέει που είχε τρομερή επιτυχία στο ασθενές φύλλο σαν απόσταγμα σοφίας που είχε αποκτηθεί με κόπο, μάλλον επειδή βγαίνει από μέσα τους το μητρικό ένστικτο, της προστατευτικότητας και της στοργής (με εξαίρεση βέβαια τη μητέρα τους που ήταν σταθερά απούσα από την καθημερινότητά τους χαμένη σε έναν δικό της ιδεατό κόσμο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από όσα συνέβαιναν γύρω της, αλλά αυτό ήταν μια άλλη ιστορία που δε θα τον απασχολούσε τώρα) - και θα την έριχνε. Κι εκείνη θα τον συνόδευε στα επτασφράγιστα μυστικά της κάμαράς της με βασιλικές τιμές κρατώντας τον τρυφερά από το χέρι. Η πρωτόγνωρη κούραση που ένιωθε τον είχε σπρώξει στο χείλος μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Τα μάτια του είχαν
κολλήσει στο ρυθμικό αναβόσβημα του κέρσορα που περίμενε από εκείνον την πρώτη
εντολή. Αναμμένο-σβηστό, φως-σκοτάδι, υπαρξία-ανυπαρξία, υπαρξία-ανυπαρξία, υπάρχω-δεν υπάρχω, υπάρχω-δεν υπάρχω, υπάρχω-δεν υπάρχω.. οι παλμοί της καρδιάς του
του φαινόταν πως είχαν συγχρονιστεί με αυτό το παρήγορο αναβόσβημα του κέρσορα που επιβεβαίωνε αυτή την αδιασπαστη ροή μιας κυκλικής συνέχειας περιμένοντας στωικά να δεχτεί από εκείνον την εντολή, την απόφαση για δράση ή αδράνεια, για προσπάθεια ή παράδοση... Υπάρχω-δεν υπάρχω, το βλέμμα του ήταν κολλημένο πάνω στο
ηλεκτρονικό σημείο ζωής παθητικά, σχεδόν υπνωτικά. Η τσαγιέρα άρχισε να σφυρίζει από την κουζίνα αλλά αυτός λες κι είχε ριζώσει στην καρέκλα, τα δάχτυλα κοκκαλωμένα πάνω στο πληκτρολόγιο, άκαμπτα κι εκείνος δεμένος με αλυσίδες δεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση γιατί ακόμα και η πιο ανεπαίσθητη κίνηση θα πυροδοτούσε την πιο καταστροφική για αυτή την κυκλική συνέχεια αλυσιδωτή αντίδραση, όπως οι καμικάζι που είναι ζωσμένοι με δεκάδες κιλά πυρομαχικών και η ζωή τους όλη κρέμεται κυριολεκτικά από μια κλωστή, από ένα φυτίλι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτάζει σε απόλυτη αδράνεια πότε θα έρθει το επόμενο αναβόσβημα του κέρσορα, και όσο το περίμενε να έρθει έτσι ακίνητος όπως ήταν να επιβεβαιώσει το υπάρχω του, τόσο ο κενός χρόνος που μεσολαβούσε ανάμεσα σε κάθε ζεύγος εναλλαγών φαινόταν να μεγαλώνει βασανιστικά, να διογκώνεται, να γιγαντώνεται απομακρύνοντας το ένα ζεύγος από το άλλο τόσο που μετά βίας μπορούσαν πλέον να γίνουν διακριτά. Η απόσταση είχε μετατραπεί σε ένα αδησώπητο, αδυφάγο και αβάσταχτο τιμωρό μαρτύριο που δεν άντεχε πλέον, εξωθώντας τον να πει φτάνει! Φτάνει, ως εδώ... Έκλεισε τον υπολογιστή, έβγαλε την τσαγιέρα από το μάτι της κουζίνας και χωρίς να πιει γουλιά έπεσε αμίλητος για ύπνο.