Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ζωής και έργου που θα μπορούσε να φωτίσει μέρος της ακατάλυπτης για πολλούς πολυπλοκότητας μιας γυναικείας καλλιτεχνικής ψυχής, είναι εκείνο της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη. Το όνομά της έχει συνδεθεί με την νεορομαντική έκφραση των εκφάνσεων του έρωτα και της ζωής μέσα στον ποιητικό λόγο, ρεύμα που κυριαρχούσε στον λογοτεχνικό χώρο στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα. Παρά τον εμπνευσμένο ποιητικό της λόγο, οι κριτικοί δεν μπόρεσαν να διακρίνουν την αξία του έργου της παρά μόνο λίγο πριν τον θάνατό της. Η αιτία αυτού του παραγκωνισμού δεν είχε να κάνει όμως με την ποιότητα της δουλειάς της, αλλά με έναν αξεπέραστο σκόπελο που εμπόδιζε την ελεύθερη πρόσβαση σε εκείνη και το έργο της. Το όνομα αυτού του σκοπέλου: Κώστας Καρυωτάκης. Η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη παραμελήθηκε για χρόνια, αφού για τους περισσότερους κριτικούς η Μαρία ήταν απλά το μέσον για να φτάσουν στην ποίηση του μεγάλου ποιητή και στην ερμηνεία της, προσανατολίζοντας έτσι το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στην ερωτική τους σχέση.
Η Μαρία φαίνεται πως δεν πολυενδιαφερόταν για την αναγνώριση και την καταξίωσή της ως ποιήτρια, αφού για την ίδια το έργο της ήταν η ζωή της. Δεν έγραφε για χάρη της ποίησης, αλλά από ανάγκη εσωτερική να εκφράσει όλες τις εμπειρίες, τα ερεθίσματα και τα συναισθήματα που αντλούσε από την ίδια της τη ζωή. Προσωπικότητα βαθιά ρομαντική διοχετεύει όλον τον ρομαντισμό της σε μια ελεγειακή ποίηση, όπου, στην αρχή τουλάχιστον, η θεματική είναι εντελώς τυχαία. Μιλά για την οικογένεια, τον θρήνο για το πτώμα ενός ναυτικού που ξέβρασε η θάλασσα, για τους κυνηγούς και τη φύση, κι όταν γνωρίζεται με τον Κώστα Καρυωτάκη, μιλά για πρώτη φορά για τον έρωτα.
Η σχέση της με τον Καρυωτάκη αλλάζει άρδειν το ποιητικό της ύφος. Η ποίησή της αρχίζει και απομακρύνεται από τη χαρά και την ξεγνοιασιά της ανέμελης ζωής, γίνεται προοδευτικά όλο και πιο σκοτεινή και πάλλεται από ένα εκχύλισμα πίκρας που απλώνεται σχεδόν στο σύνολο του έργου της, για να καταλήξει, μετά την αυτοκτονία του ποιητή, σε θρήνο για τον χαμό του και στη συνέχεια για τον δικό της χαμό. Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης είναι ο άνθρωπος που σημαδεύει βαθιά τόσο τη ζωή της όσο και το ποιητικό της έργο. Για κείνη είναι ο μεγάλος έρωτας. Για κείνον… όχι και τόσο. Η ανταπόκριση είναι μικρή και επιφανειακή και η σχέση τους λήγει άδοξα, ποτέ όμως δεν θα καταφέρει να τον ξεπεράσει. Ο πόνος του ανεκπλήρωτου και της απώλειας θα την συντροφεύει ως το τέλος, που δεν αργεί να’ ρθει.
«… Έρχεται. Ακούω που χτυπά πιο βιαστικά η καμπάνα.
Είμαι έτοιμη. Μονάχη της το τέλος αντικρύζει
πιο γρήγορο, στον πόθο της η τραγική ψυχή μου,
αμφίβολη αν την πίστεψε αυτός που τη γνωρίζει…»
Το μόνο που διακόπτει τον χείμαρρο του πόνου και του θρήνου είναι κάποιες στιγμές πυρπολημένες από το ερωτικό πάθος και μια κρυφή λαχτάρα ζωής.
«… Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου…»
Έρωτας και Θάνατος γίνονται οι δύο πόλοι στην ποιητική πορεία της Πολυδούρη, μα το ταξίδι της από τον έναν πόλο στον άλλο πάντοτε κυριαρχείται από παλλόμενο λυρισμό.
«… Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου ο κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάει
κι αν του ανακόβεται η στιγμή
να’ ρθεί που τον προσμένω…»
Το οξύμωρο με την Μαρία Πολυδώρη ωστόσο, είναι πως όσο πεσιμιστική κι αν είναι η ποίησή της, άλλο τόσο προοδευτική και φιλελεύθερη ήταν η νοοτροπία της για τη ζωή. Στην δεκατετία του 1920 είναι από τις λίγες γυναίκες που φοιτούν στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ο ανυπότακτος χαρακτήρας της επαρχιωτοπούλας που ήρθε στην πρωτεύουσα για να σπουδάσει δεν θα περνούσε απαρατήρητος. Ακόμα και στη σχέση της με τον Κώστα Καρυωτάκη, η ίδια είναι που θα πάρει την πρωτοβουλία και θα του κάνει με ένα γράμμα της πρόταση γάμου. Ξεκινά να γράφει το ημερολόγιό της την εποχή που γνωρίζει τον Καρυωτάκη, το οποίο από μόνο του αποτελεί ένα αξιόλογο λογοτέχνημα που τολμά να σαρκάσει τις συμβατικότητες μιας συντηρητικής κοινωνίας. Σε μια εποχή που η γυναικεία φωνή δεν ήταν ακόμα αρκετά ηχηρή ώστε να ακουστεί στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, η ίδια υιοθέτησε μια ιδιότυπη και ριζοσπαστική στάση ζωής απέναντι στην συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Αυτές οι ασυνήθιστες και ριζοσπαστικές για την εποχή επιλογές όμως, δεν φαίνεται να πέρασαν στην ποίησή της, κάτι που γεννά το εύλογο ερώτημα: πού βρίσκεται η αληθινή Πολυδούρη, στη ζωή ή στο έργο της; Η ίδια υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της που είναι ακατάλυτες. Φαντασία και πραγματικότητα μπλέκονται σε ένα αδιάσπαστο κουβάρι και ενώ η ίδια αισθάνεται και ζει με πολύ σοβαρότητα και με πολύ πάθος και στους δύο κόσμους της, έχει κανείς την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει. Η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο ειλικρινές πάθος που έχει κι η ποίησή της. Και το αντίστροφο, η ποίησή της έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας ή και αναρχίας που έχει η ζωή, φτάνοντας να δραπετεύει απ’ τη ζωή, με την ίδια γενναιότητα που την έζησε.
Συνεχίζοντας τον συλλογισμό θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: Γιατί θα πρέπει να ακυρώνει ο ένας κόσμος τον άλλο (ζωή και ποίηση) και όχι να τον συμπληρώνει; Καμία καλλιτεχνική προσωπικότητα δεν είναι, άλλωστε, μονοδιάστατη, πόσο μάλλον η γυναικεία. Έζησε τη ζωή της σύμφωνα με τις αρχές της και παράλληλα εξέφρασε μέσα από τον ποιητικό λόγο όλον τον συναισθηματισμό που πλημμύριζε τον εσωτερικό της κόσμο, το πάθος για τη ζωή, το πάθος για τον έρωτα, τη συντριβή για ό,τι δεν έζησε, το κενό του ανεκπλήρωτου, τη φθαρτότητα, τη σκιά του θανάτου και στο τέλος, τον ίδιο τον θάνατο. Δεν θα μπορούσε να γράψει για οτιδήποτε άλλο, γιατί απλά, οτιδήποτε άλλο θα ήταν λίγο.
«Δεν θα το πουν, ο πόνος μου πώς άνθισε
παρά τα λυπημένα μου τραγούδια
σαν πεταλούδες οι χαρές με σίμωναν
γιατί ήμουν δροσερή σαν τα λουλούδια.
Δεν θα το πουν, ο πόνος μου πώς μέστωσε
παρά τα πικραμένα μου τραγούδια
οι έρωτες, αηδόνια μου τραγούδαγαν
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια.
Δεν θα το πουν, πώς γιγαντώθη ο πόνος μου
παρά τα σπαραγμένα μου τραγούδια
οι χαροκόποι ανύποπτα με σίμωναν
γιατί ήμουν σιωπηλή σαν τα λουλούδια.
Δεν θα το πουν ο πόνος μου πώς πέθανε
παρά τα σιωπημένα μου τραγούδια
και θα περνά΄η ζωή πάνω μου ξένοιαστη
πώς έσβησα γλυκά σαν τα λουλούδια.»
Μιλώντας για την Πολυδούρη σε σχέση με τον Καρυωτάκη, η Λιλή Ζωγράφου γράφει:
«Μέσα στην Πολυδούρη φώλιαζε μια μανία ζωής, ενώ εκείνος ήταν ολότελα αντιζωικός. Αλλ’ όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς... Πως να μην συγκλονιστεί λοιπόν ο Καρυωτάκης – που γεννήθηκε νικημένος – από μια γυναίκα που ’βαλε σε δοκιμασία την υποκρισία, τη βλακεία και την ανηθικότητα της εποχής της με μόνη τη λεβεντιά της να ’ναι ειλικρινής και γνήσια;...»Συνεχίζοντας να μιλά για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη:
«… Μια αιώνια παρεξήγηση, να τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους. Μια μοιραία αλυσίδα παρανοήσεων και παρεξηγήσεων που θα τους χωρίζει στις πιο δύσκολες στιγμές και ακριβώς όταν θα ’χουν περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλο.»Και μιλώντας μόνο για τη Μαρία:
«… Από τέτοιους μεγάλους άπιστους, μεγάλους ερωτικούς τυχοδιώκτες, μα πιστούς σ’ ένα πείσμα ν’ ανακαλύψουν μιαν ανύπαχτη τελειότητα κι ένα πάθος να ζήσουνε την απόλυτη ομορφιά, δημιουργηθήκανε τα σύμβολα της ακατάλυτης πίστης – Πηνελόπη, Βεατρίκη, Περσεφόνη – και η Μαρία Πολυδούρη ήτανε από τη στόφα αυτή των Ποιητών.»
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1902 στην Καλαμάτα. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύτηκε στα 14 της χρόνια. Το 1918 τελειώνει το Γυμνάσιο και διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο Ζήτημα και τη χειραφέτηση της Γυναίκας. Το 1921 εγγράφεται στη Νομική Σχολή και μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Φοιτάει στο Πανεπιστήμιο και γνωρίζει τον Καρυωτάκη, οπόταν και ξεκινά το σύντομο αλλά καταλυτικό για την πορεία τους ειδύλλιο. Το 1925 εγγράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Έναν χρόνο μετά προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται. Τα επόμενα δύο χρόνια μπαινο-βγαίνει στα νοσοκομεία. Το 1928 μαθαίνει την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Τον Μάρτη του 1930 μεταφέρεται από την κλινική Χριστομάνου στην εξοχή, μετά από παράκλησή της. Στις 3 τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου πεθαίνει. Είναι μόλις 28 χρονών.
«Νέε, με την άχρωμη ματιά, με το σφιγμένο στόμα,
η θλίψη σου έκαμε ν’ ανθίσει η σκοτεινή καρδιά μου.
Μα δεν εθάρρεψα ποτέ κι ούτε και τώρα ακόμα
και τράβηξα στο γνώριμο στρατί προς τη νυχτιά μου.
Άλλες ελπίδες γύρω σου χαρούμενες γυρίζουν
έχεις ένα χαμόγελο γλυκά υποσχετικό
κι εγώ όλο απομακρύνομαι, που να μην ξεχωρίζουν
στα προδομένα μάτια μου το μάταιο μυστικό.
Κι αν δε με πήρε ούτε στιγμή στ’ ανάλαφρα φτερά της
η πίστη της χαράς εμέ, κι εγώ να ονειρευτώ
μα πως εσύ χαμογελάς γλυκά στο κάλεσμά της
ας μη μου τύχαινε ποτέ να’ ναι μια πλάνη αυτό.
Τη θλίψη σου που αγάπησα να μην ιδώ ποτέ μου
ενάντια σου να εγείρεται μοιραία καταστροφή
και ανώφελη η αγάπη μου, πάλι χαρά του ανέμου
να’ ναι και μας ασίγαστης μανίας η τροφή.»
Η Μαρία φαίνεται πως δεν πολυενδιαφερόταν για την αναγνώριση και την καταξίωσή της ως ποιήτρια, αφού για την ίδια το έργο της ήταν η ζωή της. Δεν έγραφε για χάρη της ποίησης, αλλά από ανάγκη εσωτερική να εκφράσει όλες τις εμπειρίες, τα ερεθίσματα και τα συναισθήματα που αντλούσε από την ίδια της τη ζωή. Προσωπικότητα βαθιά ρομαντική διοχετεύει όλον τον ρομαντισμό της σε μια ελεγειακή ποίηση, όπου, στην αρχή τουλάχιστον, η θεματική είναι εντελώς τυχαία. Μιλά για την οικογένεια, τον θρήνο για το πτώμα ενός ναυτικού που ξέβρασε η θάλασσα, για τους κυνηγούς και τη φύση, κι όταν γνωρίζεται με τον Κώστα Καρυωτάκη, μιλά για πρώτη φορά για τον έρωτα.
Η σχέση της με τον Καρυωτάκη αλλάζει άρδειν το ποιητικό της ύφος. Η ποίησή της αρχίζει και απομακρύνεται από τη χαρά και την ξεγνοιασιά της ανέμελης ζωής, γίνεται προοδευτικά όλο και πιο σκοτεινή και πάλλεται από ένα εκχύλισμα πίκρας που απλώνεται σχεδόν στο σύνολο του έργου της, για να καταλήξει, μετά την αυτοκτονία του ποιητή, σε θρήνο για τον χαμό του και στη συνέχεια για τον δικό της χαμό. Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης είναι ο άνθρωπος που σημαδεύει βαθιά τόσο τη ζωή της όσο και το ποιητικό της έργο. Για κείνη είναι ο μεγάλος έρωτας. Για κείνον… όχι και τόσο. Η ανταπόκριση είναι μικρή και επιφανειακή και η σχέση τους λήγει άδοξα, ποτέ όμως δεν θα καταφέρει να τον ξεπεράσει. Ο πόνος του ανεκπλήρωτου και της απώλειας θα την συντροφεύει ως το τέλος, που δεν αργεί να’ ρθει.
«… Έρχεται. Ακούω που χτυπά πιο βιαστικά η καμπάνα.
Είμαι έτοιμη. Μονάχη της το τέλος αντικρύζει
πιο γρήγορο, στον πόθο της η τραγική ψυχή μου,
αμφίβολη αν την πίστεψε αυτός που τη γνωρίζει…»
Το μόνο που διακόπτει τον χείμαρρο του πόνου και του θρήνου είναι κάποιες στιγμές πυρπολημένες από το ερωτικό πάθος και μια κρυφή λαχτάρα ζωής.
«… Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου…»
Έρωτας και Θάνατος γίνονται οι δύο πόλοι στην ποιητική πορεία της Πολυδούρη, μα το ταξίδι της από τον έναν πόλο στον άλλο πάντοτε κυριαρχείται από παλλόμενο λυρισμό.
«… Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου ο κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάει
κι αν του ανακόβεται η στιγμή
να’ ρθεί που τον προσμένω…»
Το οξύμωρο με την Μαρία Πολυδώρη ωστόσο, είναι πως όσο πεσιμιστική κι αν είναι η ποίησή της, άλλο τόσο προοδευτική και φιλελεύθερη ήταν η νοοτροπία της για τη ζωή. Στην δεκατετία του 1920 είναι από τις λίγες γυναίκες που φοιτούν στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ο ανυπότακτος χαρακτήρας της επαρχιωτοπούλας που ήρθε στην πρωτεύουσα για να σπουδάσει δεν θα περνούσε απαρατήρητος. Ακόμα και στη σχέση της με τον Κώστα Καρυωτάκη, η ίδια είναι που θα πάρει την πρωτοβουλία και θα του κάνει με ένα γράμμα της πρόταση γάμου. Ξεκινά να γράφει το ημερολόγιό της την εποχή που γνωρίζει τον Καρυωτάκη, το οποίο από μόνο του αποτελεί ένα αξιόλογο λογοτέχνημα που τολμά να σαρκάσει τις συμβατικότητες μιας συντηρητικής κοινωνίας. Σε μια εποχή που η γυναικεία φωνή δεν ήταν ακόμα αρκετά ηχηρή ώστε να ακουστεί στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, η ίδια υιοθέτησε μια ιδιότυπη και ριζοσπαστική στάση ζωής απέναντι στην συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Αυτές οι ασυνήθιστες και ριζοσπαστικές για την εποχή επιλογές όμως, δεν φαίνεται να πέρασαν στην ποίησή της, κάτι που γεννά το εύλογο ερώτημα: πού βρίσκεται η αληθινή Πολυδούρη, στη ζωή ή στο έργο της; Η ίδια υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της που είναι ακατάλυτες. Φαντασία και πραγματικότητα μπλέκονται σε ένα αδιάσπαστο κουβάρι και ενώ η ίδια αισθάνεται και ζει με πολύ σοβαρότητα και με πολύ πάθος και στους δύο κόσμους της, έχει κανείς την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει. Η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο ειλικρινές πάθος που έχει κι η ποίησή της. Και το αντίστροφο, η ποίησή της έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας ή και αναρχίας που έχει η ζωή, φτάνοντας να δραπετεύει απ’ τη ζωή, με την ίδια γενναιότητα που την έζησε.
Συνεχίζοντας τον συλλογισμό θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: Γιατί θα πρέπει να ακυρώνει ο ένας κόσμος τον άλλο (ζωή και ποίηση) και όχι να τον συμπληρώνει; Καμία καλλιτεχνική προσωπικότητα δεν είναι, άλλωστε, μονοδιάστατη, πόσο μάλλον η γυναικεία. Έζησε τη ζωή της σύμφωνα με τις αρχές της και παράλληλα εξέφρασε μέσα από τον ποιητικό λόγο όλον τον συναισθηματισμό που πλημμύριζε τον εσωτερικό της κόσμο, το πάθος για τη ζωή, το πάθος για τον έρωτα, τη συντριβή για ό,τι δεν έζησε, το κενό του ανεκπλήρωτου, τη φθαρτότητα, τη σκιά του θανάτου και στο τέλος, τον ίδιο τον θάνατο. Δεν θα μπορούσε να γράψει για οτιδήποτε άλλο, γιατί απλά, οτιδήποτε άλλο θα ήταν λίγο.
«Δεν θα το πουν, ο πόνος μου πώς άνθισε
παρά τα λυπημένα μου τραγούδια
σαν πεταλούδες οι χαρές με σίμωναν
γιατί ήμουν δροσερή σαν τα λουλούδια.
Δεν θα το πουν, ο πόνος μου πώς μέστωσε
παρά τα πικραμένα μου τραγούδια
οι έρωτες, αηδόνια μου τραγούδαγαν
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια.
Δεν θα το πουν, πώς γιγαντώθη ο πόνος μου
παρά τα σπαραγμένα μου τραγούδια
οι χαροκόποι ανύποπτα με σίμωναν
γιατί ήμουν σιωπηλή σαν τα λουλούδια.
Δεν θα το πουν ο πόνος μου πώς πέθανε
παρά τα σιωπημένα μου τραγούδια
και θα περνά΄η ζωή πάνω μου ξένοιαστη
πώς έσβησα γλυκά σαν τα λουλούδια.»
Μιλώντας για την Πολυδούρη σε σχέση με τον Καρυωτάκη, η Λιλή Ζωγράφου γράφει:
«Μέσα στην Πολυδούρη φώλιαζε μια μανία ζωής, ενώ εκείνος ήταν ολότελα αντιζωικός. Αλλ’ όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς... Πως να μην συγκλονιστεί λοιπόν ο Καρυωτάκης – που γεννήθηκε νικημένος – από μια γυναίκα που ’βαλε σε δοκιμασία την υποκρισία, τη βλακεία και την ανηθικότητα της εποχής της με μόνη τη λεβεντιά της να ’ναι ειλικρινής και γνήσια;...»Συνεχίζοντας να μιλά για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη:
«… Μια αιώνια παρεξήγηση, να τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους. Μια μοιραία αλυσίδα παρανοήσεων και παρεξηγήσεων που θα τους χωρίζει στις πιο δύσκολες στιγμές και ακριβώς όταν θα ’χουν περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλο.»Και μιλώντας μόνο για τη Μαρία:
«… Από τέτοιους μεγάλους άπιστους, μεγάλους ερωτικούς τυχοδιώκτες, μα πιστούς σ’ ένα πείσμα ν’ ανακαλύψουν μιαν ανύπαχτη τελειότητα κι ένα πάθος να ζήσουνε την απόλυτη ομορφιά, δημιουργηθήκανε τα σύμβολα της ακατάλυτης πίστης – Πηνελόπη, Βεατρίκη, Περσεφόνη – και η Μαρία Πολυδούρη ήτανε από τη στόφα αυτή των Ποιητών.»
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1902 στην Καλαμάτα. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύτηκε στα 14 της χρόνια. Το 1918 τελειώνει το Γυμνάσιο και διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο Ζήτημα και τη χειραφέτηση της Γυναίκας. Το 1921 εγγράφεται στη Νομική Σχολή και μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Φοιτάει στο Πανεπιστήμιο και γνωρίζει τον Καρυωτάκη, οπόταν και ξεκινά το σύντομο αλλά καταλυτικό για την πορεία τους ειδύλλιο. Το 1925 εγγράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Έναν χρόνο μετά προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται. Τα επόμενα δύο χρόνια μπαινο-βγαίνει στα νοσοκομεία. Το 1928 μαθαίνει την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Τον Μάρτη του 1930 μεταφέρεται από την κλινική Χριστομάνου στην εξοχή, μετά από παράκλησή της. Στις 3 τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου πεθαίνει. Είναι μόλις 28 χρονών.
«Νέε, με την άχρωμη ματιά, με το σφιγμένο στόμα,
η θλίψη σου έκαμε ν’ ανθίσει η σκοτεινή καρδιά μου.
Μα δεν εθάρρεψα ποτέ κι ούτε και τώρα ακόμα
και τράβηξα στο γνώριμο στρατί προς τη νυχτιά μου.
Άλλες ελπίδες γύρω σου χαρούμενες γυρίζουν
έχεις ένα χαμόγελο γλυκά υποσχετικό
κι εγώ όλο απομακρύνομαι, που να μην ξεχωρίζουν
στα προδομένα μάτια μου το μάταιο μυστικό.
Κι αν δε με πήρε ούτε στιγμή στ’ ανάλαφρα φτερά της
η πίστη της χαράς εμέ, κι εγώ να ονειρευτώ
μα πως εσύ χαμογελάς γλυκά στο κάλεσμά της
ας μη μου τύχαινε ποτέ να’ ναι μια πλάνη αυτό.
Τη θλίψη σου που αγάπησα να μην ιδώ ποτέ μου
ενάντια σου να εγείρεται μοιραία καταστροφή
και ανώφελη η αγάπη μου, πάλι χαρά του ανέμου
να’ ναι και μας ασίγαστης μανίας η τροφή.»
28 σχόλια:
Θα μπορουσα να μιλαω ωρες γι αυτους τους δυο
-λατρευω τον Καρυωτακη
μα πιστευω οτι ειναι απιστευτα αδικο για μια τετοια γυναικα
να ταυτιζεται πρωτα συνειρμικα με αυτον στο μυαλο μας
και μετα για το εργο της..
Θα ειναι παντα στην σκια του
κι ας ηταν στην ουσια αυτη η δυνατη!
(Φαντασία και πραγματικότητα μπλέκονται σε ένα αδιάσπαστο κουβάρι και ενώ η ίδια αισθάνεται και ζει με πολύ σοβαρότητα και με πολύ πάθος και στους δύο κόσμους της, έχει κανείς την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει...........εκεινος ειναι βαθια αντιζωικος)
-και παρατημενος
πως θα μπορουσε να κρατησει διπλα του μια τετοια γυναικα?
Οπως και να χει
πιστευω οτι ο ερωτας ειναι στην κυριολεξια
-τυφλος
αυτο που κανει ολη τη δουλεια
ειναι η δυναμη
η ενταση
και ο χαρακτηρας του καθενος να τον αντεξει
και να τον ζησει.
και ω ναι ..πιστευω οτι με καποιον αλλον ερωτα ,
αυτη η γυναικα
(για τους πολλους )
θα ειχε μια πιο αυτονομη παρουσια
..
(για τους λιγους παραμενει μια αξιολογοτατη ποιητρια )
-κι ισως να πεθαινε και ευτυχισμενη εχοντας αγαπηθει απο καποιον που αγαπουσε τη ζωη και ηθελε να ζησει ομορφα!
ΑΥΤΟ που δεν ξερω ειναι αν θα ειχε αφησει το ιδιο σπαραχτικο εργο πισω της:))
Κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε να μιλήσει για την Πολυδούρη χωρίς να μιλήσει για τον Καρυωράκη. Είναι σαν όλες τις οι λέξεις να οδηγούν σε αυτόν κάτι που δεν ισχύει στη γραφή του Καρυωτάκη.
Προσωπικά η ποίησή της δε με συγκινεί, πιστεύω όμως πως ήταν μια σημαντική προσωπικότητα για την εποχή εκείνη. Δε ξέρω αν κυκλοφορεί καμία βιογραφία της, αν ναι θα ήθελα να τη διαβάσω.
κι εγω που χαρακτηρισα σπαραχτικο το εργο της δεν ειμαι απο αυτους που τους συγκινει διαιτερα ..
Πιστευω οπως ακριβως ειπε και η Εβανζελι οτι ηταν εγκλωβισμενη σε αυτη τη σχεση
το συναισθημα -το σχεδον μονοπωλιακο -και δεν προλαβε να δωσει αλλα δειγματα ..
Γι αυτο λεω πως την αδικει η σκια του..
(και δεν ειπα τους λατρευω :)αλλα τον)
Σαν γυναικα ομως,
για την εποχη της
ηταν απιστευτα δυναμικη και γεματη προοπτικες
...και ειναι απιστευτο πως ειδικα αυτες οι γυναικες εγκλωβιζονται σε αεναες και ατερμονες σχεσεις με αφοσιωση σχεδον αυτοθυσιας.
@Τάλι, με πρόλαβες με το δεύτερο σχόλιο, αυτό ακριβώς θα έλεγα κι εγώ, ότι ίσως αν δεν είχαν συναντηθεί οι δρόμοι τους να μην έφτανε στην αλήθεια της δικής της ποίησης. Όπως έγραψα και στο κείμενο, ζωή και ποίηση ήταν το ίδιο και το αυτό για την ίδια, το ένα αντλούσε δύναμη και έμπνευση από το άλλο. Κι όταν ήρθε ο έρωτας, όλα αντλούσαν δύναμη και έμπνευση από αυτόν. Όλα τα υπόλοιπα είχαν σβήσει γιατί δεν είχαν σημασία. Ο Καρυωτάκης ήταν ήδη καταξιωμένος ποιητής, όμως εκείνη δεν έγραφε για να τον φτάσει, αλλά για να εκφράσει όλα αυτά που την έπνιγαν, μιας και δεν υπήρχε η προσδοκώμενη ανταπόκριση, κάτι που φαίνεται ολοκάθαρα στις σελίδες του ημερολογίου της. Δεν προσπάθησε να την αποκωδικοποιήσει, να δει τη ζωή μέσα από τα δικά της μάτια, κι έτσι δεν ξεπέρασε ποτέ τα όρια του δικού του αρνητισμού. Γι' αυτό και η μορφή του λόγου της δεν ακολουθεί πιστά την πεπατημένη τεχνική και μοιάζει σα να φτιάχνεται καθ' οδόν, ακριβώς γι' αυτό, επειδή δεν την καθοδηγούσε η ίδια η ποίηση, αλλά η ζωή.
@Librarian, η ποίησή της μοιάζει σαν ακατέργαστη, σα να ακολουθεί ελεύθερη πορεία, όμως δεν θα έλεγα πως είναι στην ουσία της. Δεν την ένοιαζε πού θα κατέληγε, αυτό που την απασχολούσε ήταν να εκφράσει όλα αυτά που της συνέβαιναν με λόγο λυρικό και εκλεπτυσμένο, όπως λυρική και εκλεπτυσμένη ήταν και η ίδια. Ποτέ δεν ξέφυγε από τα όρια της ευπρέπειας, όσο κι αν θύμωνε, όσο κι αν επαναστατούσε ή θρηνούσε. Οι λέξεις της ξεπηδούσαν από μια πηγαία ευγένεια με μόνο σκοπό να μορφοποιήσουν συναισθήματα. Δεν την ενδιέφεραν οι τεχνικές λεπτομέρειες της διαδικασίας, γι' αυτό και ο λόγος της θα μπορούσε να ξενίσει τους λιγότερο μυημένους στην τέχνη της.
Η πιο σημαντική βιογραφία για την Πολυδούρη νομίζω ότι είναι εκείνη της Λιλής Ζωγράφου, η οποία αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής της, για να την καταλάβει, τόσο ως ποιήτρια όσο και ως γυναίκα. Βιογραφία της θα βρεις και στα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη από τις εκδόσεις Αστάρτη, στο οποίο υπάρχουν και αποσπάσματα από το ημερολόγιό της.
έμαθα πολλά πράγματα για την πολυδούρη από αυτήν την ανάρτηση.
ευχαριστώ ευαγγελία!
καλό βράδυ, φιλιά στο μικρό ολυμπιακό!
@ria, σε ποιον από τους τρεις; Καλά, και στους τρεις :))
Εγώ σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Φιλιά :)
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες...
Η λατρεμένη μου Πολυδούρη. Αν και έκδηλος ο πεσιμισμός της, με μεγεύει η ποίησή της. Όπως γράφεις άλλωστε, είναι τόσο προσωπική, αληθινή, ειλικρινής! Είναι ο εσωτερικός της κόσμος και η θάλασσα των αισθημάτων της.
Χαιρετώ!
Καλησπέρα.Αργοπορημένη και γοητευμένη..Από την επιλογή του θέματος.Η Ζωγράφου με την οξυδερκή της ματιά το κατέγραψε μοναδικά θαρρώ.Η Πολυδούρη ήταν βασανιστικά ζωντανός άνθρωπος!!Γιατί θά' πρεπε άραγε να θεωρήσει κανείς πως η ικανότητά της να δημιουργεί ήταν ετερόφωτη, εξαρτώμενη από τον πλανήτη Καρυωτάκη;Ηταν μια συγκλονιστική δημιουργός, μια συγκλονιστική γυναίκα.Και σαν γυναίκα ερωτεύτηκε με πάθος, έγραψε με πάθος , έζησε με πάθος.Σου εύχομαι evaggelia μου μαγεμένες γιορτές.Σε ευχαριστώ θερμά για τις ευχές..Να έχεις ένα όμορφο βράδυ
Είχε μια μαρτυρική ζωή, και ίσως ήταν λύτρωση για 'κείνη ο θάνατός της, τον προείπε όμως με τα Νηπενθή...
Δυο μεγάλα πνεύματα που συναντήθηκαν, ήταν το ειδύλλιο που έζησαν εκέινη και ο Καρυωτάκης...
Πόσο εύστοχα επισημαίνεις τους δύο πόλους του Έρωτα και του Θανάτου που κινήθηκε για την όλη ποιητική της διαδρομή!!
Ο παλλόμενος λυρισμός της μαζί με το φιλελεύθερο πνεύμα της που κληρονόμισε, από το περιβάλλον που ανατράφηκε, έκανε αυτή τη γυναίκα 79 χρόνια μετά τον θάνατό της να εμπναίει ακόμα και σήμερα τους μέλλοντες ποιητές και όχι μόνον.
Στάση ζωής με θέση, δεν ξέρω κατά πόσο σήμερα όλοι εμείς μπορούμε ν' ακολουθήσουμε.
Φυσικά ισχύει ότι και η εποχή γεννά τις προσωπικότητες εκείνες που εξακολουθούν να φωτίζουν τις μελλούμενες γενιές.
Θα μας αγγίζει η γραφή της και πάντα θα επιστρέφουμε...
Καλημέρα Ευαγγελία μου. Συνήθεια μου έγινε πια, να σου λέω πόσο όμοργη, καλογραμμένη και περιεκτική παρουσίαση έκανες.
@Antoine
"Ω, δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα
και μου τις έσβησε η ζωή σα μια ψυχρή πνοή
τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή."
Πεσιμιστική, αλλά χωρίς να παραδίδει τα όπλα της ούτε για μια στιγμή και λυρική ως το κόκκαλο.
Ευχάριστη έκπληξη η προτίμησή σου στην τέχνη της, Antoine :)
Καλό σου βράδυ
@Carpe diem, δεν παίζει ο χρόνος εδώ μέσα :)
Το ότι είχε μπει στην τροχιά του Καρυωτάκη, δεν νομίζω πως έχει να κάνει με αδυναμία, αντίθετα θα έλεγα, πως έχει να κάνει με δύναμη, την δύναμη της συνειδητής επιλογής. Το διάλεξε και το έκανε, έχοντας πλήρη επίγνωση του τι συνεπάγεται μια τέτοια ολοκληρωτική παράδοση σε έναν άλλον άνθρωπο. Αυτό για μένα δείχνει δύναμη ψυχής, γενναιότητα και κατάφαση, στον έρωτα, στη μάχη, στη ζωή και σε όλα όσα μπορεί αυτή να σου προσφέρει, είσαι-δεν είσαι έτοιμος γι' αυτά, άρα κατάφαση στον ίδιο σου τον εαυτό.
Φιλιά και ευχές για ένα όμορφο Πάσχα, καλή μου, σ' ευχαριστώ πολύ.
@Artanis, όσο μαρτυρική μπορεί να είναι η κατά μέτωπο σύγκρουση με τόσο δυνατά συναισθήματα. Ή μένεις και πολεμάς μέχρι τελικής εξόντωσης ή παρακολουθείς από τις κερκίδες. Είναι καθαρά θέμα επιλογής και στάσης ζωής, αν αντέχεις δηλαδή να βάλεις τον εαυτό σου σε τέτοια δοκιμασία και αν είσαι έτοιμος να λουστείς τις όποιες συνέπειες. Η ίδια, όπως φαίνεται, ήταν.
Καλό βράδυ, αρτανάκι μου :)
Δύσκολοι καιροί για μεγάλους έρωτες, @Σοφία μου :) Πρέπει να σιγοντάρουν λίγο και οι εποχές σ' αυτό, έτσι δεν είναι; Χωρίς την επιβίωση κάποιων σταθερών σημείων αναφοράς, κάποιων αξιών όπως δόσιμο, αγώνας για τον άλλον, θυσία, αυτοθυσία, πίστη, επιμονή, υπομονή, εμπιστοσύνη στους άλλους, στον ίδιο του τον εαυτό και στις δυνάμεις που κρύβει μέσα του, υπευθυνότητα για τις επιλογές που κάνει ο ίδιος και αποφασιστικότητα να τις τηρήσει μέχρι τέλους, με όποιο κόστος, ο άνθρωπος ρηχαίνει, κι όταν ρηχαίνει, δεν χωράνε ούτε πάθη ούτε έρωτες εντός του. Με το ζόρι αν θα χωράει μοναχός του. Αυτός και η μοναξιά του.
Σ' ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια σου, με τιμούν κάθε φορά.
Καλό σου βράδυ, Σοφία μου :)
Έχω διαβάσει το βιογραφικό βιβλίο της Ζωγράφου για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη και ομολογώ πως κατάλαβα πολλά από την ζωή κυρίως την δική της αλλά και την δική του αδυναμία και φυγή.
Περίεργοι άνθρωποι και οι δυο τους για διαφορετικούς λόγους σε μια εποχή που όλα ηταν περιορισμένα και αποστειρωμένα.
Το αγαπημένο μου ποίημα της Πολυδούρη
Πεπρωμένο
Ψυχή μου, του άσωτου καημού παιδί, σαν ποια προσμένεις
γαλανή μέρα να διαβή, μαζί της να σε πάρη;
Κάτω απ' το φως δε θα μπορείς τα όνειρα ν' ανασταίνης,
θα σβήση η ωραία φλόγα σου και θα σου μείνη η χάρη,
μέσα σε θρόνο ολόχρυσο καρτερικά να μένης
σα σ' ένα πλούσιο κόσμημα χλωμό μαργαριτάρι.
Της Νύχτας, σα μυστήριο του ₼δη σκοτεινιασμένης
περνάει το φάσμα, κοίταξε, με θριαμβικό καμάρι.
Σήκωσε τα περήφανα χέρια σου και δεήσου
να γίνης ένα απ' τα πολλά τα μαύρα μυστικά της,
να μη σ' αγγίζη η ελπίδα, όπως τ' ανήλια της αβύσσου
η αχτίδα, για τα πρόσχαρα πούνε για σένα ξένα.
Και μόνο η σκέψη κάποτε στο άσκοπο πέταμά της
να βρίσκης όλα που πόθησες, τα ωραία στερημένα.
Εξαίρετη ανάρτηση, μας ξύπνησες, μας θύμισες...
... εγώ είμαι με την Πολυδούρη, πιστεύω σ'αυτούς που γράφουν από ανάγκη χωρίς να αποβλέπουν σε κάτι! (χωρίς να θέλω να μειώσω την αξία του Καρυωτάκη)...
την καλησπέρα μου :)
@Anastasia, η πίστη είναι αυτή που σε κρατά από το να μην εγκαταλείπεις και για να γίνει αυτό, πρέπει να έχεις και το σθένος και την ξεροκεφαλιά για να μπορείς να πιστεύεις στην πίστη σου. Πίστη στην πίστη σου, δηλαδή. Η Πολυδούρη το είχε. Ο Καρυωτάκης, όχι.
Το ποίημα που διάλεξες καθρεπτίζει καθαρά την ποιήτρια και τη γυναίκα Πολυδούρη. Θα αφήσω τα λόγια του "ενόχου" να τους απαντήσουν εκείνα, άστους να τα πούνε οι δυο τους:
"Είσαι, ψυχή μου, η κόρη που τη σβήνει
ολοένα κάποιος έρωτας πικρός
που λησμονήθηκε κοιτώντας προς
τα περασμένα, κι έτσι θ' απομείνει.
Κατάμονη σε μι' άκρη, όπως εκείνη,
σε παρατούν ο κόσμος, ο καιρός
ένας άκόμη θα' σουνα νεκρός
αν οι νεκροί δεν είχαν τη γαλήνη.
Σαν αδερφούλα η κόρη αυτή σου μοιάζει
που γέρνει, συλλογίζεται κι αργεί
χαμένη ευτυχία να νοσταλγεί.
Δικό σου λέω, ψυχή μου, είναι μαράζι
όσα το βράδυ δάκρυα την αυγή
στα ρόδα κατεβαίνει και μοιράζει."
Κ.Καρυωτάκης
Καλό σου βράδυ, Αναστασία μου :)
@adaeus, προσωπικά θεωρώ πως καλλιτέχνης γεννιέσαι, δεν γίνεσαι. Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας και ψυχοσύνθεσης, όχι ταλέντου ή τεχνικής κατάρτισης. Είσαι καλλιτέχνης γιατί δεν μπορείς να είσαι τίποτε άλλο. Αν δεν γράφεις, αν δεν δημιουργείς από πηγαία εσωτερική ανάγκη, αν δεν γίνεται απαραίτητο σα την αναπνοή σου, τότε έχεις γίνει καλλιτέχνης για όλους τους λάθος λόγους και δεν πρέπει να θεωρείσαι καλλιτέχνης, αλλά ένας ακόμα επαγγελματίας όπως όλοι οι άλλοι. Αυτό πιστεύω.
Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Κι εγώ με την Πολυδούρη είμαι :)
Καλό σου βράδυ, adaeus.
Ξεχωριστή η Μαρία Πολυδούρη
Γυναίκα Δυναμική και Ποιήτρια
Στέκεται μόνη της, απέναντι μας.
Δεν έχει ανάγκη άλλο σημείο αναφοράς. (και το λέω αυτό παρόλο, ότι ο Κώστας Καρυωτάκης είναι ο αγαπημένος μου ποιητής,…)
Στέκεται απέναντι μας η Μαρία
Με την ατέλειωτη Δίψα της για Ζωή πρώτα και με το Ποιητικό της Έργο, μικρό (όσο και η σύντομη ζωή της) αλλά αξιόλογο,…
Και η παρουσία της φαντάζει, ακόμα και σήμερα ξεχωριστή, όπου η αλήθεια για τη σύγχρονη Γυναίκα, βρίσκεται, βίαια εγκλωβισμένη, ανάμεσα στο τεχνητό δίπολο: από τη μια στην ανέραστη εκδοχή: τέχνη για την τέχνη, αδιαφορώντας για την ίδια τη ζωή και τις ομορφιές της και από την άλλη, στην απόλυτη αδιαφορία για τον άνθρωπο και για την καλλιέργεια της «ψυχής» του και η προσήλωση μόνο στον επίπεδο φασισμό της τηλεόρασης, της φτηνής «γκλαμουριάς» της βιτρίνας και της ακατάσχετης κοκέτας,…
Ευαγγελία μου
Μοναδική η ανάρτηση σου, όπως πάντα (και επίκαιρη, αφού, όπως μαθαίνω, κορυφώνεται το δράμα και στο τηλεοπτικό σήριαλ του Τάσου Ψαρρά)
Καλημέρα να έχεις
Ανοιξιάτικη και Εμπνευσμένη
@Βασίλη, η Πολυδούρη τόλμησε να εφαρμόσει στην πράξη όλα αυτά που χαρακτηρίζουν τη γυναικεία ιδιοσυγκρασία χωρίς φόβο και με πολύ πάθος. Με άλλα λόγια, τόλμησε να ζήσει ως γυναίκα, κάτι που πρόλαβε και το πέρασε στην τέχνη της, γι' αυτό και έχει λατρευτεί ιδιαίτερα από το γυναικείο φύλο, γι' αυτό και εξακολουθεί να αποτελεί σύμβολο της ελεύθερης γυναικείας ψυχής.
Ανοιξιάτικες καλημέρες και σε σένα, Βασίλη :)
Χαίρομαι πολύ, που ανακάλυψα το ιστολόγιό σου, μετά από το όμορφό σου σχόλιο!
Υπέροχη ανάρτηση!
Καλημέρα!
Ευαγγελία μου, καλά να περάσεις αυτές τις μέρες, καλο Πάσχα να έχουμε...Σε φιλώ...
@Lucy of wild flowers, σ' ευχαριστώ πολύ και ανταποδίδω!
Καλή σου μέρα, Lucy :)
@Artanis, τις καλύτερες ευχές μου σε σένα και στους δικούς σου, υγεία, αγάπη κι ό,τι επιθυμείς.
Καλό Πάσχα, γλυκειά μου, φιλιά πολλά.
Μπήκα (ημερολογιακά) κάπως αργά αλλά δεν πειράζει...Ψάχνοντας στο διαδίκτυο να βρεις συνοδοιπόρους, δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση...
Επικροτώ κάθε ανάρτηση που αναφέρεται σε πρόσωπα τέτοιου διαμετρήματος!
@Diatton, συμφωνώ μαζί σου, δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά δεν πτοούμαστε :)
Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, σ' ευχαριστώ για το πέρασμα.
Καλό απόγευμα!
Δημοσίευση σχολίου