Η χιλιετής ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της ανθρωπότητας, που λόγω της ιδιαιτερότητάς της, δέχτηκε κριτικές, πέρασε από δοκιμασίες, και «αμαυρώθηκε» για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τόσο η προκατάληψη, όσο και το ταραχώδες παρελθόν των δύο τμημάτων της, που ακολούθησαν παράλληλες και συχνά συγκρουόμενες πορείες, εμπόδισαν την στοχαστική και αντικειμενική προσέγγιση ενός λαμπερού πολιτισμού, που συνδέθηκε άμεσα με τον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία. Η θεοκρατία, ο δεσποτισμός και ο σκοταδισμός, ήταν οι χαρακτηρισμοί που δόθηκαν από τους ευρωπαίους ιστοριογράφους του 16ου και 17ου αιώνα στο ανατολικό τμήμα, που απαξιωτικά βαπτίστηκε «Βυζάντιο», σε μία εποχή που η Ευρώπη θα βίωνε μία περίοδο ριζοσπαστικών αλλαγών σε όλους τους τομείς.
Η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική, με την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στις ακτές του Βοσπόρου από τον Κωνσταντίνο (323 μ.Χ.), εγκαινιάζει μία μακρά και δύσκολη περίοδο στην ιστορία της χριστιανοσύνης, την επίσημη θρησκεία του κράτους. Ο χριστιανικός κόσμος θα υποστεί πολλούς κραδασμούς, που θα κλονίσουν την ενότητά του, και θα απειλήσουν ακόμη και το μέλλον της Αυτοκρατορίας. Με το οριστικό σχίσμα του 1054 μ.Χ. ο Χριστιανισμός δέχεται ένα βαθύ πλήγμα, μέσα από το οποίο θα αναδυθούν όλες οι διαφωνίες και διαφορές που ελόχευαν τόσο σε πολιτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, και που αποδείχτηκαν αξεπέραστες μέχρι και σήμερα, παρά τις μετέπειτα απόπειρες για επανένωση των δύο Εκκλησιών.
Εκτός από τον Χριστιανισμό, ο βυζαντινός πολιτισμός στηρίχτηκε σε άλλους δύο πυλώνες: το ρωμαϊκό δίκαιο, προσαρμοσμένο στο νέο περιβάλλον, προκειμένου να γίνει βιώσιμο, και την αρχαία ελληνική παιδεία. Όταν οι Βυζαντινοί λόγιοι και καλλιτέχνες κατέφυγαν στη Δύση μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, μετέφεραν τον διαποτισμένο από τα τρία αυτά στοιχεία πολιτισμό τους, επάνω στον οποίο θα στηρίζονταν το κίνημα της Αναγέννησης, οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και το κίνημα που θα σάρωνε την Εσπερία από τα θεμέλιά της και θα συμπαρέσερνε στη δίνη του κάθε έθνος και κάθε λαό, που θα διεκδικούσε την εθνική και πολιτισμική του οντότητα.
Όταν έναν αιώνα μετά το κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού θα έφτανε και στο υπόδουλο ελληνικό έθνος, θα έβρισκε πρόσφορο έδαφος να ανθίσει και να καρποφορήσει. Στην προσπάθειά τους να αφυπνίσουν την εθνική συνείδηση, οι Διδάσκαλοι του Γένους, αφουγκράστηκαν τα ευρωπαϊκά μηνύματα, και ξαναθυμήθηκαν τις προγονικές τους ρίζες. Στην προσπάθειά τους να απαγκιστρωθούν από την αναχρονιστική Ανατολή, αλλά και να κερδίσουν την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης, η βοήθεια των οποίων ήταν απαραίτητη για τον επερχόμενο ξεσηκωμό, επιλέγουν να παρακάμψουν, μιμούμενοι τους ευρωπαίους συναδέλφους τους, ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας τους, που ερχόταν αντίθετο με τις επαναστατικές ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και το όραμα για ανεξαρτησία, επιλογή που θα επανεκτιμηθεί στα μέσα του 19ου αιώνα από τους ιστοριογράφους Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
Η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική, με την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στις ακτές του Βοσπόρου από τον Κωνσταντίνο (323 μ.Χ.), εγκαινιάζει μία μακρά και δύσκολη περίοδο στην ιστορία της χριστιανοσύνης, την επίσημη θρησκεία του κράτους. Ο χριστιανικός κόσμος θα υποστεί πολλούς κραδασμούς, που θα κλονίσουν την ενότητά του, και θα απειλήσουν ακόμη και το μέλλον της Αυτοκρατορίας. Με το οριστικό σχίσμα του 1054 μ.Χ. ο Χριστιανισμός δέχεται ένα βαθύ πλήγμα, μέσα από το οποίο θα αναδυθούν όλες οι διαφωνίες και διαφορές που ελόχευαν τόσο σε πολιτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, και που αποδείχτηκαν αξεπέραστες μέχρι και σήμερα, παρά τις μετέπειτα απόπειρες για επανένωση των δύο Εκκλησιών.
Εκτός από τον Χριστιανισμό, ο βυζαντινός πολιτισμός στηρίχτηκε σε άλλους δύο πυλώνες: το ρωμαϊκό δίκαιο, προσαρμοσμένο στο νέο περιβάλλον, προκειμένου να γίνει βιώσιμο, και την αρχαία ελληνική παιδεία. Όταν οι Βυζαντινοί λόγιοι και καλλιτέχνες κατέφυγαν στη Δύση μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, μετέφεραν τον διαποτισμένο από τα τρία αυτά στοιχεία πολιτισμό τους, επάνω στον οποίο θα στηρίζονταν το κίνημα της Αναγέννησης, οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και το κίνημα που θα σάρωνε την Εσπερία από τα θεμέλιά της και θα συμπαρέσερνε στη δίνη του κάθε έθνος και κάθε λαό, που θα διεκδικούσε την εθνική και πολιτισμική του οντότητα.
Όταν έναν αιώνα μετά το κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού θα έφτανε και στο υπόδουλο ελληνικό έθνος, θα έβρισκε πρόσφορο έδαφος να ανθίσει και να καρποφορήσει. Στην προσπάθειά τους να αφυπνίσουν την εθνική συνείδηση, οι Διδάσκαλοι του Γένους, αφουγκράστηκαν τα ευρωπαϊκά μηνύματα, και ξαναθυμήθηκαν τις προγονικές τους ρίζες. Στην προσπάθειά τους να απαγκιστρωθούν από την αναχρονιστική Ανατολή, αλλά και να κερδίσουν την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης, η βοήθεια των οποίων ήταν απαραίτητη για τον επερχόμενο ξεσηκωμό, επιλέγουν να παρακάμψουν, μιμούμενοι τους ευρωπαίους συναδέλφους τους, ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας τους, που ερχόταν αντίθετο με τις επαναστατικές ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και το όραμα για ανεξαρτησία, επιλογή που θα επανεκτιμηθεί στα μέσα του 19ου αιώνα από τους ιστοριογράφους Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ
Ένας από τους τρεις βασικούς «πυλώνες», που στήριξαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε όλη τη διάρκειά της και διαπότισε κάθε πτυχή της βυζαντινής ζωής, ήταν ο Χριστιανισμός. Ξεκινώντας από τα βάθη της Ιουδαίας, ως μία μικρή μονοθεϊστική αίρεση, που προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα σε ένα ρωμαϊκό ειδωλολατρικό περιβάλλον, έφτασε με το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., να αναγνωριστεί ως η κύρια και μοναδική θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους. Η πορεία του από τη στιγμή της καθιέρωσής του και μετά, θα ήταν ωστόσο σπαρμένη με αγκάθια, και θα δεχόταν προκλήσεις, που θα κλόνιζαν ανεπανόρθωτα τη συνοχή του χριστιανικού κόσμου. Οι εκκλησιαστικές διαφορές ανάμεσα στα δύο δόγματα της Ορθοδοξίας και του Καθολικισμού, που δημιουργήθηκαν όταν η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, δεν θα ήταν παρά το σύμπτωμα μιας βαθύτερης αντίθεσης δύο εν εξελίξει δυνάμεων, με διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικές κοσμοθεωρίες και επιδιώξεις. Τα εκατέρωθεν αναθέματα, που θα ρίξουν ο πάπας της Ρώμης και ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης κατά το Σχίσμα του 1054 μ.Χ., ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της συγκάλυψης αυτών των διαφορών, κάνοντας κάθε μετέπειτα προσπάθεια για επανασύνδεση των δύο Εκκλησιών μάταιη.
Βασικό μέλημα της χριστιανικής κοινότητας από τα πρώτα της βήματα, ήταν η αποσαφήνιση της σχέσης του Χριστού με τον Θεό[1]. Οι διαφορετικές ερμηνείες, δημιούργησαν διαφορετικά ρεύματα θεολογικής σκέψης, και αντιμαχίες, που προκάλεσαν αναταράξεις στους κόλπους της Εκκλησίας. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, παρά την προσπάθειά τους να δώσουν λύσεις και να καταπολεμήσουν επικίνδυνες για την ενότητα αιρέσεις, όπως ο αρειανισμός, ο νεστοριανισμός και ο μονοφυσιτισμός, δεν κατάφεραν τελικά να αποφύγουν την απόσχιση του τελευταίου, με αποτέλεσμα από τον 7ο αιώνα ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού ποιμνίου να απομακρυνθεί από την Ορθοδοξία. Τον 8ο αιώνα νέα απόσχιση λαμβάνει χώρα, με την συγκρότηση παπικού κράτους στην Μέση Ιταλία[2].
Η διάσπαση του χριστιανικού δόγματος σε Ορθόδοξο και Καθολικό, ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που είχε ήδη δρομολογηθεί από το 323 μ.Χ., με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη Ρώμη στη νέα πρωτεύουσα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, την Κωνσταντινούπολη. Την διάσπαση σε διοικητικό επίπεδο ακολούθησε η διάσπαση σε θρησκευτικό. Πέντε πατριαρχεία δημιουργούνται σε Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και Ιερουσαλήμ, με τον πάπα της Ρώμης να προεδρεύει στις Συνόδους ως πρώτος μεταξύ ίσων. Η απεξάρτηση της Ρώμης από την Αυτοκρατορία της Ανατολής, αλλά και το γεγονός ότι ήταν η μοναδική αποστολική έδρα που υπήρχε στη Δύση, έδωσε την αφορμή στον Πάπα, που ως τότε ήταν πρώτος στα πρεσβεία της τιμής, να θέσει επιτακτικά το ζήτημα του παπικού πρωτείου. Σύντομα οι διεκδικήσεις θα επεκταθούν στην προσθήκη του filioque (και του Υιού) στο Σύμβολο της Πίστεως, που είχε ήδη εμφανιστεί ως θεολογικό ζήτημα από τον 9ο αιώνα[3]. Οι Ανατολικοί προχωρούν σε δογματικές αιτιάσεις, όπως η χρήση άζυμου άρτου στη θεία λειτουργία, και οι Δυτικοί προβάλλουν το αλάθητο του Πάπα, η εξουσία του οποίου παρουσιάζεται ως η μοναδική οικουμενική εξουσία, πάνω από αυτοκράτορες και βασιλείς, προκαλώντας, ως συνέχεια του σχίσματος του 867, το οριστικό του 1054, με αμοιβαία αναθέματα από Πάπα και Πατριάρχη.
Λόγω της πολυπολιτισμικότητας, που χαρακτήριζε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Ορθόδοξη θρησκεία βρέθηκε σε ένα περιβάλλον, όπου άνθιζαν πολλές ανατολικές μυστηριακές θρησκείες με υψηλό ηθικό περιεχόμενο που, όπως και η ίδια, πρέσβευαν τη σωτηρία της ψυχής και τη μεταθανάτιο ζωή. Οι επιρροές που δέχτηκε από τον μιρθαϊσμό, τον ιουδαϊσμό, τον γνωστικισμό κλπ., αλλά και από τους «εθνικούς», πολλά από τα παγανιστικά στοιχεία των οποίων αναμείχθηκαν με τα χριστιανικά, ήταν τόσες, ώστε να την διαφοροποιήσουν σημαντικά από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, που ως κραταιά δύναμη, αλλά και επειδή γεωγραφικά βρισκόταν πολύ μακριά από αυτές τις πολιτισμικές επιρροές, ήταν δύσκολο να διατηρήσει το έντονα πνευματικό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο γαλουχήθηκε ακόμη και ο τελευταίος βυζαντινός πιστός[4]. Εκτός από τις επιρροές σε δογματικά και θεολογικά θέματα, οι ανατολικές θρησκείες, δημιουργήθηκαν στον Χριστιανισμό αμφίρροπες τάσεις, που αφορούσαν στην εικονική ή μη αναπαράσταση του θείου. Η αισθησιακή λατρεία των εικόνων και η αναγνώριση των θαυμάτων βρήκαν αντίθετο τον συριακής καταγωγής Λέοντα Γ’ Ίσαυρο, εγκαινιάζοντας μία εβδομηκονταετή σύρραξη εντός θρησκείας, που διήρκησε από το 730 έως το 813 μ.Χ.[5]. Η έκβαση της Εικονομαχίας, που σφραγίστηκε με την επικράτηση των εικονολατρών στην Ανατολική Ρωμανία, έκβαση αναμενόμενη σε μία επικράτεια όπου το ελληνικό στοιχείο, που επί αιώνες λάτρευε τους ανθρωπόμορφους θεούς του, ήταν το επικρατέστερο, θα απομάκρυνε ακόμη περισσότερο τις ανατολικές από τις δυτικές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Σημαντικό ρόλο στη διαφοροποίηση μεταξύ Ανατολής και Δύσης έπαιξε η γλώσσα. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναπτύχθηκε σε ένα αμιγώς ελληνικό και ελληνίζον περιβάλλον. Σταδιακά, η λατινική παραγκωνίστηκε, ώσπου να αποβληθεί ολοκληρωτικά από τον Ιουστινιανό τον 7ο αιώνα, με την αντικατάστασή της από την ελληνική. Μετά τον 5ο αιώνα λίγοι στη Δυτική Ευρώπη γνώριζαν την ελληνική, ενώ μετά τον 6ο αιώνα το αντίστροφο συνέβη και στην Ανατολή. Εκτός από την αδυναμία συνεννόησης, η χρήση διαφορετικών γλωσσών έφερε βασικές διαφοροποιήσεις και στον τρόπο σκέψης των δύο περιοχών. Η ελληνική γλώσσα, υπήρξε το εκφραστικό μέσο των μεγάλων φιλοσόφων και ρητόρων της αρχαιότητας, που δημιούργησαν τον ένδοξο αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τον δεύτερο «πυλώνα» επάνω στον οποίο στηρίχτηκε ο βυζαντινός πολιτισμός. Έχοντας το πλεονέκτημα να μπορεί να εκφράσει και τις πιο λεπτές αποχρώσεις αφηρημένων εννοιών, ευνόησε την καλλιέργεια της πνευματικότητας, που χαρακτήριζε τον βυζαντινό πολιτισμό και τη θρησκεία του, σε αντίθεση με την πραγματιστική λατινική, που ήταν ιδανική για τη νομική σκέψη, που αποτέλεσε τη βάση του ρωμαϊκού δικαίου.
Όσο η Δύση βίωνε την σκοτεινή της περίοδο, που ξεκίνησε τον 5ο αιώνα με τις αλλεπάλληλες επιδρομές από τα βαρβαρικά φύλα των Βησιγότθων, των Οστρογότθων και των Βανδάλων, το Βυζάντιο βίωνε μία περίοδο ευημερίας και ανάπτυξης σε όλους τους τομείς. Τα σύνορά της ήταν θωρακισμένα, οι αυτοκράτορες κυβερνούσαν ελέω Θεού, η κοινωνική αναρρίχηση, ακόμη και ως τον θρόνο, ήταν προσβάσιμη σε όλους, η Βασιλεύουσα έλαμπε μέσα στην αίγλη και τον πλούτο της. Η μεταμόρφωση της άλλωτε ασήμαντης αποικίας των Μεγαρέων σε ένα πραγματικό κόσμημα στο στέμμα της Ανατολικής Ρωμανίας, σύντομα δημιούργησε τον θρύλο της απόρθητης πόλης-κράτους, που εντός της φυλάσσονταν όλοι οι θησαυροί της γης, ένας θρύλος που δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορες τις επεκτατικές διαθέσεις των ιταλικών πόλεων της Βενετίας και της Γένοβας, που εξελίσσονταν σε σημαντικές ναυτικές δυνάμεις. Όταν οι χριστιανοί της Δύσης αποφάσισαν, με τις ευλογίες του Πάπα, να απελευθερώσουν τους Ιερούς Τόπους από τους αλλόθρησκους Μωαμεθανούς, τίποτε δεν προϊδέαζε την καταστροφική για τη Βασιλεύουσα εξέλιξη που θα ακολουθούσε. Η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας ηγήθηκε της 4ης Σταυροφορίας, και το 1204, αλλάζοντας πορεία, στράφηκε εναντίον της πόλης των πόλεων. Επί τρεις μέρες, χριστιανοί έσφαζαν χριστιανούς, οι δολοφονίες, οι λεηλασίες και οι βιασμοί, που διαπράχθηκαν από τους στρατιώτες του Χριστού, ξεπέρασαν σε φρικαλεότητα και την πιο αρρωστημένη φαντασία, επιβεβαιώνοντας τις καχυποψίες των βυζαντινών για επεκτατικές διαθέσεις της Δύσης, από την εποχή που η Βενετία είχε δημιουργήσει εμπορική παροικία εντός της Βασιλεύουσας, και προκλητικά απολάμβανε προνόμια εις βάρος τους. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης έδωσε την ευκαιρία στην απροκάλυπτη έχθρα που σιγόκαιγε επί αιώνες να αναδυθεί και να μην ξεπεραστεί ποτέ. Ούτε οι προσπάθειες στη Λυών το 1274, ούτε στη Φεράρα-Φλωρεντία το 1438-9 θα ήταν αρκετές να ανατρέψουν τις συνέπειες του τελειωτικού αυτού χτυπήματος, που έδειξε ξεκάθαρα τις ιμπεριαλιστιικές διαθέσεις της δυτικής Εκκλησίας, και που ήταν η αρχή του τέλους για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η οριστική ρήξη για τις δύο Εκκλησίες.
ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Η κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς Τούρκους εισήγαγε τον ελληνισμό σε μία μακρά περίοδο υποδούλωσης και παρακμής, την ίδια στιγμή που η Ευρώπη ξυπνούσε από τον λήθαργο του Μεσαίωνα, και έμπαινε δυναμικά στη σύγχρονη ιστορία της. Ανατροπές συμβαίνουν σε όλους τους τομείς, πάγια δεδομένα και αξίες που είχαν διαποτίσει τις συνειδήσεις του κόσμου αμφισβητούνται και ανατρέπονται. Η κόσμος της Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να παρακολουθεί την παραβίαση των κεκτημένων της από τον ανερχόμενο ουμανισμό, χωρίς να αναλάβει δράση. Και το έκανε. Μετά την Αναγέννηση, μία νέα περίοδος σκοταδισμού βρίσκει την Ευρώπη, τα αποτελέσματα της οποίας θα οξυνθούν από τη φονική επιδημία πανώλης, που εξολόθρεψε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της, προκαλώντας ρήγματα στην χριστιανική πίστη. Όταν τον 17ο αιώνα η ευρωπαϊκή διανόηση ανακαλύπτει εκ νέου την αξία του ανθρώπου, τις ικανότητες και τα δικαιώματά του, οι αντιθέσεις ανάμεσα στην θεοκρατική ιδεολογία που πρέσβευε το Βυζάντιο και στις νέες ευρωπαϊκές διεκδικήσεις φάνταζαν απροσπέλαστες. Ο βυζαντινός πολιτισμός εκπροσωπούσε όλα όσα με σθένος η φωτισμένη Ευρώπη αντιμαχόταν, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να ενσωματωθεί, ούτε στην ευρωπαϊκή ούτε στη νεότερη ελληνική ιστορία.
Μία από τις θεμελιώδεις αντιλήψεις, που είχαν οι βυζαντινοί για την αυτοκρατορία τους ήταν ότι από την αρχή της θεωρήθηκε έργο θεόπνευστο[6]. Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στο συγκεκριμένο σημείο κατ’ εντολή του Θεού, όπως κατ’ εντολή Του, έπρεπε να κυβερνήσει και ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Ως διάδοχος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ήταν ο «εκλεκτός» του Θεού, που όφειλε να προστατέψει την οικουμενική βασιλεία Του επί γης, τόσο από την βαρβαρική Ανατολή, όσο και από την απολίτιστη Δύση. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν ο απόλυτος μονάρχης, στα χέρια του οποίου συγκεντρώνονταν όλες οι εξουσίες, προσδίδοντας στο πολίτευμα δεσποτικό χαρακτήρα. Ο δεσποτισμός, που ενισχυόταν από την δεύτερη ιεραρχικά εξουσία στην βυζαντινή αυτοκρατορία, την Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τις νέες αναζητήσεις του Διαφωτισμού, που δεν συμβιβάζονταν με καμίας μορφής αυθεντία, κοσμική ή θρησκευτική.
Ο έντονα θεοκρατικός χαρακτήρας του Βυζαντίου δεν άφηνε περιθώρια για εναλλακτικές γνωστικές αρχές και αναζητήσεις, καλλιεργώντας την πλάνη, τον φανατισμό και την άγνοια, που ο Διαφωτισμός προσπαθούσε να καταπολεμήσει[7]. Έχοντας ανακαλύψει το δρόμο προς τον Ορθολογισμό, καταρρίπτεται κάθε μεταφυσική ερμηνεία του κόσμου. Τα ζητήματα που τους απασχολούν τώρα είναι η ελευθερία του ατόμου και οι προσωπικές επιλογές, εγκαινιάζοντας έναν νέο τρόπο σκέψης, που μπορούσε να μελετήσει τη φύση, και μέσα από τον εμπειρισμό να καταλήξει σε λογικά συμπεράσματα, αποτινάζοντας τα πέπλα της δυσειδαιμονίας που είχαν σκεπάσει κάθε πτυχή της βυζαντινής ανθρώπινης ζωής. Ο θρησκευτικός δογματισμός, που έδινε απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα της φύσης και του ανθρώπου, έδινε τώρα τη θέση του στην επιστημονική γνώση και τον Ορθό λόγο, απελευθερώνοντας το πνεύμα, που θα μπει σε νέες ηθικές και επιστημονικές αναζητήσεις και θα χειραφετηθεί από τα δεσμά της μεσαιωνικής κοσμοθεωρίας. Η αναζήτηση της ευτυχίας παίρνει πιο επίγεια μορφή, μέσα από την απόκτηση νέων εκκοσμικευμένων αξιών, όπως ο πλούτος και η ατομική ευημερία.
Σε διαδικασία αποδέσμευσης από το θείο θα μπει και η πολιτική εξουσία. Στην Ευρώπη των Διαφωτιστών το έθνος ορίζεται ως η μοναδική πηγή εξουσίας, παρόλο που οι ριζοσπαστικές καινοτομίες αφορούσαν κυρίως τον αστικό πληθυσμό[8]. Ο συγκεντρωτισμός και η απολυταρχία παύουν να νομιμοποιούνται «ελέω Θεού», και η σωτηρία του κόσμου δε βρίσκεται στη θεία βούληση, αλλά στην ανθρώπινη λογική. Όταν το Βυζάντιο παλεύει να προστατέψει την οικουμενικότητά του, στην οποία ενσωματώνεται μία πανσπερμία λαών και πολιτισμών μέσα σε ένα ομόθρησκο και ομόδοξο περιβάλλον, ο Διαφωτισμός μάχεται για την ανάδειξη της εθνικής και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας κάθε έθνους ξεχωριστά. Η ισονομία, ο σεβασμός του υπηκόου, η προστασία της ιδιοκτησίας, η κατάργηση της δουλοπαροικίας και των βασανιστηρίων, η πρόνοια και η έννομη τάξη, γίνονται οι αρχές που πρεσβεύει ο Ορθός Λόγος των Διαφωτιστών[9].
Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει δυναμικά τις εξωτερικές απειλές, το Βυζάντιο επιστρατεύει δίπλα στον Χριστιανισμό την αρχαία ελληνική παιδεία, η οποία λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος και η απόκτησή της δίνει τη δυνατότητα κοινωνικής αναρρίχησης, ακόμη και εντός της Εκκλησίας. Οι αξίες του κλασικισμού, ωστόσο, παρόλο που διαπέρασαν την πολιτική σκέψη του Διαφωτισμού, δεν στάθηκαν ικανές να σβήσουν τη γοητεία που εξέπεμπε η εκλαΐκευση των επιστημονικών γνώσεων μέσα από τους εγκυκλοπαιδιστές, με αποτέλεσμα ο πολιτισμός της αρχαιότητας να φαντάζει υποδεέστερος και απλοϊκότερος[10]. Η νέα «φωτισμένη» διανόηση στρατεύεται υπέρ της ανθρωπότητας, που τώρα εντάσσεται σε ένα ηλιοκεντρικό κοσμικό ιστορικό περιβάλλον, που αποκόβεται από τις ως τώρα βιβλικές πεποιθήσεις περί οικουμενικότητας και κοσμολογικών σχημάτων. Σε αντίθεση με τη βυζαντινή πεποίθηση ότι τα υπερφυσικά μυστήρια της πίστης δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αντικείμενο φιλοσοφικής έρευνας, η ευρωπαϊκή φιλοσοφία στράφηκε σε μία ασυμβίβαστη αναζήτηση της πραγματικής γνώσης, με μόνο μέτρο αλήθειας τον ορθό λόγο, που έριχνε άπλετο φως στον σκοταδισμό της βυζαντινής πίστης[11].
ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ
Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός άνοιξε τον δρόμο προς την επανεξέταση του παρελθόντος μέσα από μια νέα οπτική. Η απομυθοποίηση όλων των φυσικών φαινομένων από τις νέες επιστήμες, βοήθησαν στην κατανόηση του παρελθόντος με λογικά κριτήρια, απομακρύνοντας από αυτή τη λειτουργία τον θρησκευτικό δογματισμό. Η απομάκρυνση του Θεού από την ερμηνεία του κόσμου συντέλεσε στην αναδιάταξη των αξιών της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, στην κλίμακα των οποίων προστίθεται και η έντονη κριτική, που έριξε φως στις τυφλές προκαταλήψεις του παρελθόντος[12]. Η ανάγκη εκκοσμίκευσης της ιστορικής συνείδησης έδωσε στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία το έναυσμα να συνδέσει την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας με την παρακμή και διαφθορά. Ως πρέσβειρα του σκοταδισμού, της θεοκρατίας και του δεσποτισμού δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συνέχεια του ένδοξου αρχαιοελληνικού πολιτισμού, με τον οποίο και δεν μπορούσε να συνδεθεί πουθενά.
Αυτή η αντίληψη έγινε γνωστή στην ελληνική διανόηση σε μία εποχή που η ιστορική συνείδηση μεταξύ των νεότερων Ελλήνων μόλις είχε αρχίσει να διαμορφώνεται. Η ιδεολογική μεταμόρφωση που επέφερε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και η χειραφέτηση της ανθρώπινης νόησης από κάθε μορφής αυθεντία, έδινε στο κίνημα πολιτική χροιά, που μπορούσε να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο την έξοδο του υπόδουλου ελληνισμού από τον δικό της σκοταδιστικό μεσαίωνα. Η αποτίναξη του αλλόθρησκου και απολίτιστου δυνάστη με τη βοήθεια της χριστιανικής και πολιτισμένης Δύσης, γίνεται αυτοσκοπός για όλους όσους οραματίζονταν ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο ελληνικό έθνος, και ο Διαφωτισμός, ως κίνημα κοινωνικής και πολιτικής ανανέωσης, αναδείχτηκε σε πρόσφορη λύση για τις ανάγκες της μεταβαλλόμενης κοινωνίας της Οθωμανικής Ελλάδας του 18ου αιώνα[13]. Η συμπόρευση, λοιπόν, με τις πεποιθήσεις του ήταν επιτακτική, ακόμη και αν αυτό σήμαινε πως ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας έπρεπε να ξεχαστεί.
Πολλοί Νεοέλληνες διαφωτιστές, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ρήγας Φερραίος, έζησαν στη Δυτική Ευρώπη την εποχή της μεγάλης αφύπνισης και γνώρισαν τις τρεις θεμελιώδεις αρχές του Διαφωτισμού, που ήταν η ελευθερία της σκέψης, ο ορθολογισμός και η πίστη στη νεότερη επιστήμη, πλησιάζοντας το ηθικό του όραμα. Ο Κοραής βίωσε την εφαρμογή των αρχών του ως αυτόπτης μάρτυρας της Γαλλικής Επανάστασης, και ξεκίνησε έναν παθιασμένο αγώνα ανεύρεσης τρόπων, που θα μπορούσαν να βρουν εφαρμογή και στην ελληνική πραγματικότητα, μέσα από την εθνική αφύπνιση και τη μόρφωση. Ο Ρήγας οραματίστηκε ένα διαβαλκανικό χριστιανικό κράτος, το οποίο θα μπορούσε να αποτινάξει τον κοινό δυνάστη, μόνο αν ακολουθούσε τις ευρωπαϊκές αρχές. Οι αρχές αυτές μεταφέρθηκαν στον υπόδουλο ελληνισμό μέσα από ένα εκδοτικό πρόγραμμα, κατά το οποίο έργα σημαντικών Ευρωπαίων Διαφωτιστών, όπως του Βολταίρου, του Ρουσσώ και των εγκυκλοπαιδιστών, μεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα, περιορίζοντας τα βιβλία θεολογικού περιεχομένου και συμβάλλοντας στην απελευθέρωση της ελληνικής σκέψης, που πραγματοποιούσε σημαντικά βήματα στον δρόμο του Διαφωτισμού.
Την επιτακτική ανάγκη άμεσης σύνδεσης του νέου ελληνισμού με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, πυροδότησε η αποκοπή του από την κοινή καταγωγή των υπόλοιπων χριστιανικών λαών, που οραματίζονταν εδαφικές διεκδικήσεις, όταν θα απαγκιστρώνονταν από την Οθωμανική κυριαρχία. Οι Ρωμιοί, που τώρα μετονομάζονται σε Έλληνες, είναι οι άμεσοι απόγονοι των ένδοξων Ελλήνων που οι Ευρωπαίοι θαύμαζαν και που απομεινάρια του οποίου ήταν διάσπαρτα σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Ο ζήλος της Ευρώπης για τη μελέτη της κλασικής ιστορίας και η νέα αντίληψη της κοσμικής ιστορικής ταυτότητας, μεταλαμπαδεύτηκαν μέσω των διανοούμενων των ελληνικών παροικιών, αλλά και των εμπόρων και ναυτικών που δρούσαν στα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, στον υπόδουλο ελληνισμό, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι προέρχεται από ένα ένδοξο γένος, με ένα ένδοξο παρελθόν. Από τη στιγμή που απέκτησε επίγνωση της εθνικής του προέλευσης τέθηκε και το πρόβλημα της ιστορικής συνέχειας. Η ανάγκη να αποκατασταθεί η σύνδεση των Νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους έγινε ουσιαστική προϋπόθεση της εθνικής αναβίωσης. Απάντηση σε αυτό έδινε η ελληνική γλώσσα, η οποία παράμενε αδιάλλειπτα το εκφραστικό όργανο των Ελλήνων, και η λαϊκή παράδοση, μέσα στην οποία σωζόταν όλη η ελληνική πνευματική κληρονομιά. Αυτά αναπλήρωναν τον απαξιωμένο από την αλυσίδα της ελληνικής ιστορίας κρίκο του Βυζαντίου, που ακόμα δεν είχε μπει ως δίλημμα στην ελληνική ιστορική συνείδηση[14]. Η βυζαντινή περίοδος συνέδεε την Ελλάδα με τον εκφυλισμό και τη βαρβαρότητα της Ανατολής, πράγμα που δεν εξυπηρετούσε τον ιερό σκοπό της εθνικής απελευθέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό.
Η ευρωπαϊκή ιστοριογραφία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βυζαντινή πολιτική ενθάρρυνε τη μοναστική απραξία με την ενίσχυση και πολλαπλασιασμό των μοναστηριών. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή αντίληψη, αυτή η πολιτική επικροτούσε την οκνηρία και τη διαφθορά, υποσκάπτοντας τα ίδια τα θεμέλια της αυτοκρατορίας, επακόλουθο για μία πολιτική κοινότητα, όπου τα μέλη της είναι φυγόπονα και ανενεργά[15]. Όταν ο πατριωτισμός και η δικαιοσύνη μπαίνουν τελευταία στον κατάλογο των αξιών, τότε η παρακμή και η πτώση είναι αναπόφευκτα, ακόμη και για μια αυτοκρατορία, όπως το Βυζάντιο. Εάν ο υπόδουλος ελληνισμός επιθυμούσε να απαγκιστρωθεί από τον δυνάστη του, επιβαλλόταν να απορρίψει το κομμάτι του πολιτισμού του που θα εμπόδιζε την επίτευξη αυτού του σκοπού, και να αναζητήσει τις σωστές αξίες στους αρχαίους προγόνους του.
Η ευρωπαϊκή αντίληψη ότι το Βυζάντιο συνέβαλε στον εκφυλισμό του ελληνικού πολιτισμού έθετε εμπόδιο στην ελληνική εθνική αναβίωση, την οποία η νεοελληνική ιστοριογραφία δεν ήταν σε θέση να καταρρίψει, γιατί δεν διέθετε ακόμη τα επιστημονικά γνωστικά κριτήρια που θα μπορούσαν να εκτοπίσουν τα κατάλοιπα της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού, αποκαλύπτοντας μέσα στην βυζαντινή παράδοση τους ιστορικούς δεσμούς των Νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους[16]. Όταν ο επιστημονικός ορθολογισμός θα εισβάλει στον χώρο της ιστοριογραφίας στα μέσα του 19ου αιώνα, η σπιλωμένη αξία του βυζαντινού πολιτισμού θα αποκατασταθεί πανηγυρικά.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Όταν μία αυτοκρατορία διαρκεί χίλια χρόνια και τον αυτοκρατορικό της θρόνο τον διαδέχονται ογδόντα επτά αυτοκράτορες, όταν ο πολιτισμός της αφήνει μία αδιαμφισβήτητα πλέον ανεκτίμητη παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα, εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι οι συνδετικοί κρίκοι που διατήρησαν τη συνοχή της και χαρακτήρισαν την κοσμοαντίληψή της στάθηκαν τόσο δυνατοί, ώστε ούτε το πλήρωμα του χρόνου, ούτε η απαξιωτική κριτική που δέχτηκε από τους λόγιους της Δύσης και της Ανατολής ως τα μέσα του 19ου αιώνα, θα αρκούσαν να φθείρουν τη λάμψη και την αξία της. Μελετώντας την ιστοριογραφία της Ευρώπης, διερωτάται κανείς πώς μπορεί να συνδεθεί η απαξίωση που δέχτηκε από τους λόγιους του θρησκευτικού περιβάλλοντος και τους υποστηρικτές του Διαφωτισμού και του Κλασσικισμού, με την καταφανή επιρροή της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η αδυναμία μετατόπισης του ενδιαφέροντος από τον μοναστικό σκοταδισμό και την μαζική δεισιδαιμονία, στην ανεύρεση των ιστορικών κρίκων που συνέδεαν τους Νεοέλληνες με τον κλασσικό πολιτισμό, αμαύρωσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα έναν από τους πιο λαμπρούς πολιτισμούς της ανθρωπότητας.
Οι ιστορικές συγκυρίες και οι ιδιαίτερες συνθήκες στον ελλαδικό χώρο, θα συνέχιζαν αυτή την απαξίωση. Όταν ζητήθηκε από την νεοελληνική ιστοριογραφία να αντιτάξει μπροστά στην προκατάληψη των ξένων επικριτών τα ελληνικά πολιτισμικά επιτεύγματα, καθώς και ένα πάνθεον πεφωτισμένων Ελλήνων διανοούμενων, που ξεκινάει από τους αρχαίους φιλοσόφους, συνεχίζει με τους βυζαντινούς λογίους και καταλήγει στη διανόηση που άκμασε κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν αδύνατον να ανταποκριθεί, αφού βρισκόταν σε νηπιακή ηλικία. Ο ανθελληνισμός του Fallmerayer, με τον ισχυρισμό ότι οι Νεοέλληνες κατάγονται από σλαβικά και αλβανικά φύλα, απορρίπτοντας την σύνδεσή τους με τους αρχαίους Έλληνες, θα ήταν ο καταλύτης, που θα την έβαζε σε τροχιά ενηλικίωσης[17].
Με τους Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πρόβαλε κάτω από ένα διαφορετικό φως, ως το πλαίσιο που διατήρησε την ελληνική εθνότητα και διαφύλαξε την ελληνική παιδεία και χριστιανοσύνη από τις βαρβαρικές επιδρομές και τη φθορά. Όσο το κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού υποχωρούσε κάτω από την επίδραση του ρομαντισμού, τόσο προχωρούσε η αποκατάσταση του Βυζαντίου, μέχρι να ενταχθεί ολοκληρωτικά ως ο χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της ελληνικής ιστορίας, δίνοντας τη συνέχεια του ελληνισμού στον χώρο και στον χρόνο, και βγαίνοντας από το σκοτάδι της υποκειμενικότητας και της προκατάληψης. Με τις βυζαντινές σπουδές να μπαίνουν σε νέα επιστημονική βάση και με αναπτερωμένο το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη περίοδο, η βυζαντινή χιλιετία κέρδισε επάξια τη θέση της στον χάρτη του παγκόσμιου πολιτισμού, αλλά και τη σημασία που έχει στην ανίχνευση της πολιτισμικής ταυτότητας του Νεοέλληνα, αποδεικνύοντας ότι τα εμπόδια της ανθρώπινης προκατάληψης και δεισιδαιμονίας, που φράζουν το δρόμο της αλήθειας είναι δύσκολα, όχι όμως και ανυπέρβλητα[18].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ι., ΚΑΤΣΙΑΜΠΟΥΡΑ, Γ., ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗ, Α.,
Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό – Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμος Β, ΕΑΠ, Πάτρα 1999
- ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ, Ε., Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ.
Ψυχογιός, Αθήνα 2007
- ΚΗΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ, Π., Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000
- ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Γ., ΜΑΡΚΕΤΟΣ, ΣΠ., ΜΑΥΡΕΑΣ Κ., ΡΟΤΖΩΚΟΣ, Ν., Ελληνική Ιστορία-
Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ, ΕΑΠ, Πάτρα 1999
[1] Ι. Γιαννόπουλος, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό-Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ,
Πάτρα 2000, σ.282
[2] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.300
[3] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.291
[4] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.274
[5] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.286
[6] Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2007, σ.17
[7] Π.Μ.Κητρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σ.13
[8] Γ. Μαργαρίτης, Ελληνική Ιστορία-Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ’, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ.32
[9] Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σ.29
[10] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.15
[11] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.58
[12] Π.Μ.Κητρομιλήδης, ό.π., σ.83
[13] Π.Μ.Κητρομιλήδης, ό.π., σ.56
[14] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.105
[15] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.156
[16] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.106
[17] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.483
[18] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.252