26.2.08

Δύση vs Ανατολή: Οι λόγοι που οδήγησαν στην απαξίωση του Βυζαντίου


Η χιλιετής ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της ανθρωπότητας, που λόγω της ιδιαιτερότητάς της, δέχτηκε κριτικές, πέρασε από δοκιμασίες, και «αμαυρώθηκε» για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τόσο η προκατάληψη, όσο και το ταραχώδες παρελθόν των δύο τμημάτων της, που ακολούθησαν παράλληλες και συχνά συγκρουόμενες πορείες, εμπόδισαν την στοχαστική και αντικειμενική προσέγγιση ενός λαμπερού πολιτισμού, που συνδέθηκε άμεσα με τον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία. Η θεοκρατία, ο δεσποτισμός και ο σκοταδισμός, ήταν οι χαρακτηρισμοί που δόθηκαν από τους ευρωπαίους ιστοριογράφους του 16ου και 17ου αιώνα στο ανατολικό τμήμα, που απαξιωτικά βαπτίστηκε «Βυζάντιο», σε μία εποχή που η Ευρώπη θα βίωνε μία περίοδο ριζοσπαστικών αλλαγών σε όλους τους τομείς.

Η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε ανατολική και δυτική, με την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στις ακτές του Βοσπόρου από τον Κωνσταντίνο (323 μ.Χ.), εγκαινιάζει μία μακρά και δύσκολη περίοδο στην ιστορία της χριστιανοσύνης, την επίσημη θρησκεία του κράτους. Ο χριστιανικός κόσμος θα υποστεί πολλούς κραδασμούς, που θα κλονίσουν την ενότητά του, και θα απειλήσουν ακόμη και το μέλλον της Αυτοκρατορίας. Με το οριστικό σχίσμα του 1054 μ.Χ. ο Χριστιανισμός δέχεται ένα βαθύ πλήγμα, μέσα από το οποίο θα αναδυθούν όλες οι διαφωνίες και διαφορές που ελόχευαν τόσο σε πολιτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, και που αποδείχτηκαν αξεπέραστες μέχρι και σήμερα, παρά τις μετέπειτα απόπειρες για επανένωση των δύο Εκκλησιών.


Εκτός από τον Χριστιανισμό, ο βυζαντινός πολιτισμός στηρίχτηκε σε άλλους δύο πυλώνες: το ρωμαϊκό δίκαιο, προσαρμοσμένο στο νέο περιβάλλον, προκειμένου να γίνει βιώσιμο, και την αρχαία ελληνική παιδεία. Όταν οι Βυζαντινοί λόγιοι και καλλιτέχνες κατέφυγαν στη Δύση μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, μετέφεραν τον διαποτισμένο από τα τρία αυτά στοιχεία πολιτισμό τους, επάνω στον οποίο θα στηρίζονταν το κίνημα της Αναγέννησης, οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και το κίνημα που θα σάρωνε την Εσπερία από τα θεμέλιά της και θα συμπαρέσερνε στη δίνη του κάθε έθνος και κάθε λαό, που θα διεκδικούσε την εθνική και πολιτισμική του οντότητα.


Όταν έναν αιώνα μετά το κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού θα έφτανε και στο υπόδουλο ελληνικό έθνος, θα έβρισκε πρόσφορο έδαφος να ανθίσει και να καρποφορήσει. Στην προσπάθειά τους να αφυπνίσουν την εθνική συνείδηση, οι Διδάσκαλοι του Γένους, αφουγκράστηκαν τα ευρωπαϊκά μηνύματα, και ξαναθυμήθηκαν τις προγονικές τους ρίζες. Στην προσπάθειά τους να απαγκιστρωθούν από την αναχρονιστική Ανατολή, αλλά και να κερδίσουν την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης, η βοήθεια των οποίων ήταν απαραίτητη για τον επερχόμενο ξεσηκωμό, επιλέγουν να παρακάμψουν, μιμούμενοι τους ευρωπαίους συναδέλφους τους, ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας τους, που ερχόταν αντίθετο με τις επαναστατικές ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και το όραμα για ανεξαρτησία, επιλογή που θα επανεκτιμηθεί στα μέσα του 19ου αιώνα από τους ιστοριογράφους Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ


Ένας από τους τρεις βασικούς «πυλώνες», που στήριξαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε όλη τη διάρκειά της και διαπότισε κάθε πτυχή της βυζαντινής ζωής, ήταν ο Χριστιανισμός. Ξεκινώντας από τα βάθη της Ιουδαίας, ως μία μικρή μονοθεϊστική αίρεση, που προσπαθούσε να επιβιώσει μέσα σε ένα ρωμαϊκό ειδωλολατρικό περιβάλλον, έφτασε με το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., να αναγνωριστεί ως η κύρια και μοναδική θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους. Η πορεία του από τη στιγμή της καθιέρωσής του και μετά, θα ήταν ωστόσο σπαρμένη με αγκάθια, και θα δεχόταν προκλήσεις, που θα κλόνιζαν ανεπανόρθωτα τη συνοχή του χριστιανικού κόσμου. Οι εκκλησιαστικές διαφορές ανάμεσα στα δύο δόγματα της Ορθοδοξίας και του Καθολικισμού, που δημιουργήθηκαν όταν η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, δεν θα ήταν παρά το σύμπτωμα μιας βαθύτερης αντίθεσης δύο εν εξελίξει δυνάμεων, με διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικές κοσμοθεωρίες και επιδιώξεις. Τα εκατέρωθεν αναθέματα, που θα ρίξουν ο πάπας της Ρώμης και ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης κατά το Σχίσμα του 1054 μ.Χ., ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της συγκάλυψης αυτών των διαφορών, κάνοντας κάθε μετέπειτα προσπάθεια για επανασύνδεση των δύο Εκκλησιών μάταιη.


Βασικό μέλημα της χριστιανικής κοινότητας από τα πρώτα της βήματα, ήταν η αποσαφήνιση της σχέσης του Χριστού με τον Θεό[1]. Οι διαφορετικές ερμηνείες, δημιούργησαν διαφορετικά ρεύματα θεολογικής σκέψης, και αντιμαχίες, που προκάλεσαν αναταράξεις στους κόλπους της Εκκλησίας. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, παρά την προσπάθειά τους να δώσουν λύσεις και να καταπολεμήσουν επικίνδυνες για την ενότητα αιρέσεις, όπως ο αρειανισμός, ο νεστοριανισμός και ο μονοφυσιτισμός, δεν κατάφεραν τελικά να αποφύγουν την απόσχιση του τελευταίου, με αποτέλεσμα από τον 7ο αιώνα ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού ποιμνίου να απομακρυνθεί από την Ορθοδοξία. Τον 8ο αιώνα νέα απόσχιση λαμβάνει χώρα, με την συγκρότηση παπικού κράτους στην Μέση Ιταλία[2].


Η διάσπαση του χριστιανικού δόγματος σε Ορθόδοξο και Καθολικό, ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που είχε ήδη δρομολογηθεί από το 323 μ.Χ., με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη Ρώμη στη νέα πρωτεύουσα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, την Κωνσταντινούπολη. Την διάσπαση σε διοικητικό επίπεδο ακολούθησε η διάσπαση σε θρησκευτικό. Πέντε πατριαρχεία δημιουργούνται σε Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και Ιερουσαλήμ, με τον πάπα της Ρώμης να προεδρεύει στις Συνόδους ως πρώτος μεταξύ ίσων. Η απεξάρτηση της Ρώμης από την Αυτοκρατορία της Ανατολής, αλλά και το γεγονός ότι ήταν η μοναδική αποστολική έδρα που υπήρχε στη Δύση, έδωσε την αφορμή στον Πάπα, που ως τότε ήταν πρώτος στα πρεσβεία της τιμής, να θέσει επιτακτικά το ζήτημα του παπικού πρωτείου. Σύντομα οι διεκδικήσεις θα επεκταθούν στην προσθήκη του filioque (και του Υιού) στο Σύμβολο της Πίστεως, που είχε ήδη εμφανιστεί ως θεολογικό ζήτημα από τον 9ο αιώνα[3]. Οι Ανατολικοί προχωρούν σε δογματικές αιτιάσεις, όπως η χρήση άζυμου άρτου στη θεία λειτουργία, και οι Δυτικοί προβάλλουν το αλάθητο του Πάπα, η εξουσία του οποίου παρουσιάζεται ως η μοναδική οικουμενική εξουσία, πάνω από αυτοκράτορες και βασιλείς, προκαλώντας, ως συνέχεια του σχίσματος του 867, το οριστικό του 1054, με αμοιβαία αναθέματα από Πάπα και Πατριάρχη.

Λόγω της πολυπολιτισμικότητας, που χαρακτήριζε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Ορθόδοξη θρησκεία βρέθηκε σε ένα περιβάλλον, όπου άνθιζαν πολλές ανατολικές μυστηριακές θρησκείες με υψηλό ηθικό περιεχόμενο που, όπως και η ίδια, πρέσβευαν τη σωτηρία της ψυχής και τη μεταθανάτιο ζωή. Οι επιρροές που δέχτηκε από τον μιρθαϊσμό, τον ιουδαϊσμό, τον γνωστικισμό κλπ., αλλά και από τους «εθνικούς», πολλά από τα παγανιστικά στοιχεία των οποίων αναμείχθηκαν με τα χριστιανικά, ήταν τόσες, ώστε να την διαφοροποιήσουν σημαντικά από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, που ως κραταιά δύναμη, αλλά και επειδή γεωγραφικά βρισκόταν πολύ μακριά από αυτές τις πολιτισμικές επιρροές, ήταν δύσκολο να διατηρήσει το έντονα πνευματικό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο γαλουχήθηκε ακόμη και ο τελευταίος βυζαντινός πιστός[4]. Εκτός από τις επιρροές σε δογματικά και θεολογικά θέματα, οι ανατολικές θρησκείες, δημιουργήθηκαν στον Χριστιανισμό αμφίρροπες τάσεις, που αφορούσαν στην εικονική ή μη αναπαράσταση του θείου. Η αισθησιακή λατρεία των εικόνων και η αναγνώριση των θαυμάτων βρήκαν αντίθετο τον συριακής καταγωγής Λέοντα Γ’ Ίσαυρο, εγκαινιάζοντας μία εβδομηκονταετή σύρραξη εντός θρησκείας, που διήρκησε από το 730 έως το 813 μ.Χ.[5]. Η έκβαση της Εικονομαχίας, που σφραγίστηκε με την επικράτηση των εικονολατρών στην Ανατολική Ρωμανία, έκβαση αναμενόμενη σε μία επικράτεια όπου το ελληνικό στοιχείο, που επί αιώνες λάτρευε τους ανθρωπόμορφους θεούς του, ήταν το επικρατέστερο, θα απομάκρυνε ακόμη περισσότερο τις ανατολικές από τις δυτικές θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Σημαντικό ρόλο στη διαφοροποίηση μεταξύ Ανατολής και Δύσης έπαιξε η γλώσσα. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναπτύχθηκε σε ένα αμιγώς ελληνικό και ελληνίζον περιβάλλον. Σταδιακά, η λατινική παραγκωνίστηκε, ώσπου να αποβληθεί ολοκληρωτικά από τον Ιουστινιανό τον 7ο αιώνα, με την αντικατάστασή της από την ελληνική. Μετά τον 5ο αιώνα λίγοι στη Δυτική Ευρώπη γνώριζαν την ελληνική, ενώ μετά τον 6ο αιώνα το αντίστροφο συνέβη και στην Ανατολή. Εκτός από την αδυναμία συνεννόησης, η χρήση διαφορετικών γλωσσών έφερε βασικές διαφοροποιήσεις και στον τρόπο σκέψης των δύο περιοχών. Η ελληνική γλώσσα, υπήρξε το εκφραστικό μέσο των μεγάλων φιλοσόφων και ρητόρων της αρχαιότητας, που δημιούργησαν τον ένδοξο αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τον δεύτερο «πυλώνα» επάνω στον οποίο στηρίχτηκε ο βυζαντινός πολιτισμός. Έχοντας το πλεονέκτημα να μπορεί να εκφράσει και τις πιο λεπτές αποχρώσεις αφηρημένων εννοιών, ευνόησε την καλλιέργεια της πνευματικότητας, που χαρακτήριζε τον βυζαντινό πολιτισμό και τη θρησκεία του, σε αντίθεση με την πραγματιστική λατινική, που ήταν ιδανική για τη νομική σκέψη, που αποτέλεσε τη βάση του ρωμαϊκού δικαίου.


Όσο η Δύση βίωνε την σκοτεινή της περίοδο, που ξεκίνησε τον 5ο αιώνα με τις αλλεπάλληλες επιδρομές από τα βαρβαρικά φύλα των Βησιγότθων, των Οστρογότθων και των Βανδάλων, το Βυζάντιο βίωνε μία περίοδο ευημερίας και ανάπτυξης σε όλους τους τομείς. Τα σύνορά της ήταν θωρακισμένα, οι αυτοκράτορες κυβερνούσαν ελέω Θεού, η κοινωνική αναρρίχηση, ακόμη και ως τον θρόνο, ήταν προσβάσιμη σε όλους, η Βασιλεύουσα έλαμπε μέσα στην αίγλη και τον πλούτο της. Η μεταμόρφωση της άλλωτε ασήμαντης αποικίας των Μεγαρέων σε ένα πραγματικό κόσμημα στο στέμμα της Ανατολικής Ρωμανίας, σύντομα δημιούργησε τον θρύλο της απόρθητης πόλης-κράτους, που εντός της φυλάσσονταν όλοι οι θησαυροί της γης, ένας θρύλος που δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορες τις επεκτατικές διαθέσεις των ιταλικών πόλεων της Βενετίας και της Γένοβας, που εξελίσσονταν σε σημαντικές ναυτικές δυνάμεις. Όταν οι χριστιανοί της Δύσης αποφάσισαν, με τις ευλογίες του Πάπα, να απελευθερώσουν τους Ιερούς Τόπους από τους αλλόθρησκους Μωαμεθανούς, τίποτε δεν προϊδέαζε την καταστροφική για τη Βασιλεύουσα εξέλιξη που θα ακολουθούσε. Η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας ηγήθηκε της 4ης Σταυροφορίας, και το 1204, αλλάζοντας πορεία, στράφηκε εναντίον της πόλης των πόλεων. Επί τρεις μέρες, χριστιανοί έσφαζαν χριστιανούς, οι δολοφονίες, οι λεηλασίες και οι βιασμοί, που διαπράχθηκαν από τους στρατιώτες του Χριστού, ξεπέρασαν σε φρικαλεότητα και την πιο αρρωστημένη φαντασία, επιβεβαιώνοντας τις καχυποψίες των βυζαντινών για επεκτατικές διαθέσεις της Δύσης, από την εποχή που η Βενετία είχε δημιουργήσει εμπορική παροικία εντός της Βασιλεύουσας, και προκλητικά απολάμβανε προνόμια εις βάρος τους. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης έδωσε την ευκαιρία στην απροκάλυπτη έχθρα που σιγόκαιγε επί αιώνες να αναδυθεί και να μην ξεπεραστεί ποτέ. Ούτε οι προσπάθειες στη Λυών το 1274, ούτε στη Φεράρα-Φλωρεντία το 1438-9 θα ήταν αρκετές να ανατρέψουν τις συνέπειες του τελειωτικού αυτού χτυπήματος, που έδειξε ξεκάθαρα τις ιμπεριαλιστιικές διαθέσεις της δυτικής Εκκλησίας, και που ήταν η αρχή του τέλους για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η οριστική ρήξη για τις δύο Εκκλησίες.



ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ




Η κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς Τούρκους εισήγαγε τον ελληνισμό σε μία μακρά περίοδο υποδούλωσης και παρακμής, την ίδια στιγμή που η Ευρώπη ξυπνούσε από τον λήθαργο του Μεσαίωνα, και έμπαινε δυναμικά στη σύγχρονη ιστορία της. Ανατροπές συμβαίνουν σε όλους τους τομείς, πάγια δεδομένα και αξίες που είχαν διαποτίσει τις συνειδήσεις του κόσμου αμφισβητούνται και ανατρέπονται. Η κόσμος της Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να παρακολουθεί την παραβίαση των κεκτημένων της από τον ανερχόμενο ουμανισμό, χωρίς να αναλάβει δράση. Και το έκανε. Μετά την Αναγέννηση, μία νέα περίοδος σκοταδισμού βρίσκει την Ευρώπη, τα αποτελέσματα της οποίας θα οξυνθούν από τη φονική επιδημία πανώλης, που εξολόθρεψε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της, προκαλώντας ρήγματα στην χριστιανική πίστη. Όταν τον 17ο αιώνα η ευρωπαϊκή διανόηση ανακαλύπτει εκ νέου την αξία του ανθρώπου, τις ικανότητες και τα δικαιώματά του, οι αντιθέσεις ανάμεσα στην θεοκρατική ιδεολογία που πρέσβευε το Βυζάντιο και στις νέες ευρωπαϊκές διεκδικήσεις φάνταζαν απροσπέλαστες. Ο βυζαντινός πολιτισμός εκπροσωπούσε όλα όσα με σθένος η φωτισμένη Ευρώπη αντιμαχόταν, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να ενσωματωθεί, ούτε στην ευρωπαϊκή ούτε στη νεότερη ελληνική ιστορία.

Μία από τις θεμελιώδεις αντιλήψεις, που είχαν οι βυζαντινοί για την αυτοκρατορία τους ήταν ότι από την αρχή της θεωρήθηκε έργο θεόπνευστο[6]. Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στο συγκεκριμένο σημείο κατ’ εντολή του Θεού, όπως κατ’ εντολή Του, έπρεπε να κυβερνήσει και ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Ως διάδοχος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ήταν ο «εκλεκτός» του Θεού, που όφειλε να προστατέψει την οικουμενική βασιλεία Του επί γης, τόσο από την βαρβαρική Ανατολή, όσο και από την απολίτιστη Δύση. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν ο απόλυτος μονάρχης, στα χέρια του οποίου συγκεντρώνονταν όλες οι εξουσίες, προσδίδοντας στο πολίτευμα δεσποτικό χαρακτήρα. Ο δεσποτισμός, που ενισχυόταν από την δεύτερη ιεραρχικά εξουσία στην βυζαντινή αυτοκρατορία, την Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τις νέες αναζητήσεις του Διαφωτισμού, που δεν συμβιβάζονταν με καμίας μορφής αυθεντία, κοσμική ή θρησκευτική.


Ο έντονα θεοκρατικός χαρακτήρας του Βυζαντίου δεν άφηνε περιθώρια για εναλλακτικές γνωστικές αρχές και αναζητήσεις, καλλιεργώντας την πλάνη, τον φανατισμό και την άγνοια, που ο Διαφωτισμός προσπαθούσε να καταπολεμήσει[7]. Έχοντας ανακαλύψει το δρόμο προς τον Ορθολογισμό, καταρρίπτεται κάθε μεταφυσική ερμηνεία του κόσμου. Τα ζητήματα που τους απασχολούν τώρα είναι η ελευθερία του ατόμου και οι προσωπικές επιλογές, εγκαινιάζοντας έναν νέο τρόπο σκέψης, που μπορούσε να μελετήσει τη φύση, και μέσα από τον εμπειρισμό να καταλήξει σε λογικά συμπεράσματα, αποτινάζοντας τα πέπλα της δυσειδαιμονίας που είχαν σκεπάσει κάθε πτυχή της βυζαντινής ανθρώπινης ζωής. Ο θρησκευτικός δογματισμός, που έδινε απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα της φύσης και του ανθρώπου, έδινε τώρα τη θέση του στην επιστημονική γνώση και τον Ορθό λόγο, απελευθερώνοντας το πνεύμα, που θα μπει σε νέες ηθικές και επιστημονικές αναζητήσεις και θα χειραφετηθεί από τα δεσμά της μεσαιωνικής κοσμοθεωρίας. Η αναζήτηση της ευτυχίας παίρνει πιο επίγεια μορφή, μέσα από την απόκτηση νέων εκκοσμικευμένων αξιών, όπως ο πλούτος και η ατομική ευημερία.


Σε διαδικασία αποδέσμευσης από το θείο θα μπει και η πολιτική εξουσία. Στην Ευρώπη των Διαφωτιστών το έθνος ορίζεται ως η μοναδική πηγή εξουσίας, παρόλο που οι ριζοσπαστικές καινοτομίες αφορούσαν κυρίως τον αστικό πληθυσμό[8]. Ο συγκεντρωτισμός και η απολυταρχία παύουν να νομιμοποιούνται «ελέω Θεού», και η σωτηρία του κόσμου δε βρίσκεται στη θεία βούληση, αλλά στην ανθρώπινη λογική. Όταν το Βυζάντιο παλεύει να προστατέψει την οικουμενικότητά του, στην οποία ενσωματώνεται μία πανσπερμία λαών και πολιτισμών μέσα σε ένα ομόθρησκο και ομόδοξο περιβάλλον, ο Διαφωτισμός μάχεται για την ανάδειξη της εθνικής και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας κάθε έθνους ξεχωριστά. Η ισονομία, ο σεβασμός του υπηκόου, η προστασία της ιδιοκτησίας, η κατάργηση της δουλοπαροικίας και των βασανιστηρίων, η πρόνοια και η έννομη τάξη, γίνονται οι αρχές που πρεσβεύει ο Ορθός Λόγος των Διαφωτιστών[9].


Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει δυναμικά τις εξωτερικές απειλές, το Βυζάντιο επιστρατεύει δίπλα στον Χριστιανισμό την αρχαία ελληνική παιδεία, η οποία λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος και η απόκτησή της δίνει τη δυνατότητα κοινωνικής αναρρίχησης, ακόμη και εντός της Εκκλησίας. Οι αξίες του κλασικισμού, ωστόσο, παρόλο που διαπέρασαν την πολιτική σκέψη του Διαφωτισμού, δεν στάθηκαν ικανές να σβήσουν τη γοητεία που εξέπεμπε η εκλαΐκευση των επιστημονικών γνώσεων μέσα από τους εγκυκλοπαιδιστές, με αποτέλεσμα ο πολιτισμός της αρχαιότητας να φαντάζει υποδεέστερος και απλοϊκότερος[10]. Η νέα «φωτισμένη» διανόηση στρατεύεται υπέρ της ανθρωπότητας, που τώρα εντάσσεται σε ένα ηλιοκεντρικό κοσμικό ιστορικό περιβάλλον, που αποκόβεται από τις ως τώρα βιβλικές πεποιθήσεις περί οικουμενικότητας και κοσμολογικών σχημάτων. Σε αντίθεση με τη βυζαντινή πεποίθηση ότι τα υπερφυσικά μυστήρια της πίστης δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αντικείμενο φιλοσοφικής έρευνας, η ευρωπαϊκή φιλοσοφία στράφηκε σε μία ασυμβίβαστη αναζήτηση της πραγματικής γνώσης, με μόνο μέτρο αλήθειας τον ορθό λόγο, που έριχνε άπλετο φως στον σκοταδισμό της βυζαντινής πίστης[11].

ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ





Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός άνοιξε τον δρόμο προς την επανεξέταση του παρελθόντος μέσα από μια νέα οπτική. Η απομυθοποίηση όλων των φυσικών φαινομένων από τις νέες επιστήμες, βοήθησαν στην κατανόηση του παρελθόντος με λογικά κριτήρια, απομακρύνοντας από αυτή τη λειτουργία τον θρησκευτικό δογματισμό. Η απομάκρυνση του Θεού από την ερμηνεία του κόσμου συντέλεσε στην αναδιάταξη των αξιών της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, στην κλίμακα των οποίων προστίθεται και η έντονη κριτική, που έριξε φως στις τυφλές προκαταλήψεις του παρελθόντος[12]. Η ανάγκη εκκοσμίκευσης της ιστορικής συνείδησης έδωσε στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία το έναυσμα να συνδέσει την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας με την παρακμή και διαφθορά. Ως πρέσβειρα του σκοταδισμού, της θεοκρατίας και του δεσποτισμού δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως συνέχεια του ένδοξου αρχαιοελληνικού πολιτισμού, με τον οποίο και δεν μπορούσε να συνδεθεί πουθενά.


Αυτή η αντίληψη έγινε γνωστή στην ελληνική διανόηση σε μία εποχή που η ιστορική συνείδηση μεταξύ των νεότερων Ελλήνων μόλις είχε αρχίσει να διαμορφώνεται. Η ιδεολογική μεταμόρφωση που επέφερε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και η χειραφέτηση της ανθρώπινης νόησης από κάθε μορφής αυθεντία, έδινε στο κίνημα πολιτική χροιά, που μπορούσε να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο την έξοδο του υπόδουλου ελληνισμού από τον δικό της σκοταδιστικό μεσαίωνα. Η αποτίναξη του αλλόθρησκου και απολίτιστου δυνάστη με τη βοήθεια της χριστιανικής και πολιτισμένης Δύσης, γίνεται αυτοσκοπός για όλους όσους οραματίζονταν ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο ελληνικό έθνος, και ο Διαφωτισμός, ως κίνημα κοινωνικής και πολιτικής ανανέωσης, αναδείχτηκε σε πρόσφορη λύση για τις ανάγκες της μεταβαλλόμενης κοινωνίας της Οθωμανικής Ελλάδας του 18ου αιώνα[13]. Η συμπόρευση, λοιπόν, με τις πεποιθήσεις του ήταν επιτακτική, ακόμη και αν αυτό σήμαινε πως ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας έπρεπε να ξεχαστεί.


Πολλοί Νεοέλληνες διαφωτιστές, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ρήγας Φερραίος, έζησαν στη Δυτική Ευρώπη την εποχή της μεγάλης αφύπνισης και γνώρισαν τις τρεις θεμελιώδεις αρχές του Διαφωτισμού, που ήταν η ελευθερία της σκέψης, ο ορθολογισμός και η πίστη στη νεότερη επιστήμη, πλησιάζοντας το ηθικό του όραμα. Ο Κοραής βίωσε την εφαρμογή των αρχών του ως αυτόπτης μάρτυρας της Γαλλικής Επανάστασης, και ξεκίνησε έναν παθιασμένο αγώνα ανεύρεσης τρόπων, που θα μπορούσαν να βρουν εφαρμογή και στην ελληνική πραγματικότητα, μέσα από την εθνική αφύπνιση και τη μόρφωση. Ο Ρήγας οραματίστηκε ένα διαβαλκανικό χριστιανικό κράτος, το οποίο θα μπορούσε να αποτινάξει τον κοινό δυνάστη, μόνο αν ακολουθούσε τις ευρωπαϊκές αρχές. Οι αρχές αυτές μεταφέρθηκαν στον υπόδουλο ελληνισμό μέσα από ένα εκδοτικό πρόγραμμα, κατά το οποίο έργα σημαντικών Ευρωπαίων Διαφωτιστών, όπως του Βολταίρου, του Ρουσσώ και των εγκυκλοπαιδιστών, μεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα, περιορίζοντας τα βιβλία θεολογικού περιεχομένου και συμβάλλοντας στην απελευθέρωση της ελληνικής σκέψης, που πραγματοποιούσε σημαντικά βήματα στον δρόμο του Διαφωτισμού.


Την επιτακτική ανάγκη άμεσης σύνδεσης του νέου ελληνισμού με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, πυροδότησε η αποκοπή του από την κοινή καταγωγή των υπόλοιπων χριστιανικών λαών, που οραματίζονταν εδαφικές διεκδικήσεις, όταν θα απαγκιστρώνονταν από την Οθωμανική κυριαρχία. Οι Ρωμιοί, που τώρα μετονομάζονται σε Έλληνες, είναι οι άμεσοι απόγονοι των ένδοξων Ελλήνων που οι Ευρωπαίοι θαύμαζαν και που απομεινάρια του οποίου ήταν διάσπαρτα σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Ο ζήλος της Ευρώπης για τη μελέτη της κλασικής ιστορίας και η νέα αντίληψη της κοσμικής ιστορικής ταυτότητας, μεταλαμπαδεύτηκαν μέσω των διανοούμενων των ελληνικών παροικιών, αλλά και των εμπόρων και ναυτικών που δρούσαν στα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, στον υπόδουλο ελληνισμό, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι προέρχεται από ένα ένδοξο γένος, με ένα ένδοξο παρελθόν. Από τη στιγμή που απέκτησε επίγνωση της εθνικής του προέλευσης τέθηκε και το πρόβλημα της ιστορικής συνέχειας. Η ανάγκη να αποκατασταθεί η σύνδεση των Νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους έγινε ουσιαστική προϋπόθεση της εθνικής αναβίωσης. Απάντηση σε αυτό έδινε η ελληνική γλώσσα, η οποία παράμενε αδιάλλειπτα το εκφραστικό όργανο των Ελλήνων, και η λαϊκή παράδοση, μέσα στην οποία σωζόταν όλη η ελληνική πνευματική κληρονομιά. Αυτά αναπλήρωναν τον απαξιωμένο από την αλυσίδα της ελληνικής ιστορίας κρίκο του Βυζαντίου, που ακόμα δεν είχε μπει ως δίλημμα στην ελληνική ιστορική συνείδηση[14]. Η βυζαντινή περίοδος συνέδεε την Ελλάδα με τον εκφυλισμό και τη βαρβαρότητα της Ανατολής, πράγμα που δεν εξυπηρετούσε τον ιερό σκοπό της εθνικής απελευθέρωσης από τον οθωμανικό ζυγό.


Η ευρωπαϊκή ιστοριογραφία είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βυζαντινή πολιτική ενθάρρυνε τη μοναστική απραξία με την ενίσχυση και πολλαπλασιασμό των μοναστηριών. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή αντίληψη, αυτή η πολιτική επικροτούσε την οκνηρία και τη διαφθορά, υποσκάπτοντας τα ίδια τα θεμέλια της αυτοκρατορίας, επακόλουθο για μία πολιτική κοινότητα, όπου τα μέλη της είναι φυγόπονα και ανενεργά[15]. Όταν ο πατριωτισμός και η δικαιοσύνη μπαίνουν τελευταία στον κατάλογο των αξιών, τότε η παρακμή και η πτώση είναι αναπόφευκτα, ακόμη και για μια αυτοκρατορία, όπως το Βυζάντιο. Εάν ο υπόδουλος ελληνισμός επιθυμούσε να απαγκιστρωθεί από τον δυνάστη του, επιβαλλόταν να απορρίψει το κομμάτι του πολιτισμού του που θα εμπόδιζε την επίτευξη αυτού του σκοπού, και να αναζητήσει τις σωστές αξίες στους αρχαίους προγόνους του.


Η ευρωπαϊκή αντίληψη ότι το Βυζάντιο συνέβαλε στον εκφυλισμό του ελληνικού πολιτισμού έθετε εμπόδιο στην ελληνική εθνική αναβίωση, την οποία η νεοελληνική ιστοριογραφία δεν ήταν σε θέση να καταρρίψει, γιατί δεν διέθετε ακόμη τα επιστημονικά γνωστικά κριτήρια που θα μπορούσαν να εκτοπίσουν τα κατάλοιπα της δεισιδαιμονίας και του σκοταδισμού, αποκαλύπτοντας μέσα στην βυζαντινή παράδοση τους ιστορικούς δεσμούς των Νεοελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους[16]. Όταν ο επιστημονικός ορθολογισμός θα εισβάλει στον χώρο της ιστοριογραφίας στα μέσα του 19ου αιώνα, η σπιλωμένη αξία του βυζαντινού πολιτισμού θα αποκατασταθεί πανηγυρικά.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:


Όταν μία αυτοκρατορία διαρκεί χίλια χρόνια και τον αυτοκρατορικό της θρόνο τον διαδέχονται ογδόντα επτά αυτοκράτορες, όταν ο πολιτισμός της αφήνει μία αδιαμφισβήτητα πλέον ανεκτίμητη παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα, εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι οι συνδετικοί κρίκοι που διατήρησαν τη συνοχή της και χαρακτήρισαν την κοσμοαντίληψή της στάθηκαν τόσο δυνατοί, ώστε ούτε το πλήρωμα του χρόνου, ούτε η απαξιωτική κριτική που δέχτηκε από τους λόγιους της Δύσης και της Ανατολής ως τα μέσα του 19ου αιώνα, θα αρκούσαν να φθείρουν τη λάμψη και την αξία της. Μελετώντας την ιστοριογραφία της Ευρώπης, διερωτάται κανείς πώς μπορεί να συνδεθεί η απαξίωση που δέχτηκε από τους λόγιους του θρησκευτικού περιβάλλοντος και τους υποστηρικτές του Διαφωτισμού και του Κλασσικισμού, με την καταφανή επιρροή της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η αδυναμία μετατόπισης του ενδιαφέροντος από τον μοναστικό σκοταδισμό και την μαζική δεισιδαιμονία, στην ανεύρεση των ιστορικών κρίκων που συνέδεαν τους Νεοέλληνες με τον κλασσικό πολιτισμό, αμαύρωσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα έναν από τους πιο λαμπρούς πολιτισμούς της ανθρωπότητας.


Οι ιστορικές συγκυρίες και οι ιδιαίτερες συνθήκες στον ελλαδικό χώρο, θα συνέχιζαν αυτή την απαξίωση. Όταν ζητήθηκε από την νεοελληνική ιστοριογραφία να αντιτάξει μπροστά στην προκατάληψη των ξένων επικριτών τα ελληνικά πολιτισμικά επιτεύγματα, καθώς και ένα πάνθεον πεφωτισμένων Ελλήνων διανοούμενων, που ξεκινάει από τους αρχαίους φιλοσόφους, συνεχίζει με τους βυζαντινούς λογίους και καταλήγει στη διανόηση που άκμασε κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν αδύνατον να ανταποκριθεί, αφού βρισκόταν σε νηπιακή ηλικία. Ο ανθελληνισμός του Fallmerayer, με τον ισχυρισμό ότι οι Νεοέλληνες κατάγονται από σλαβικά και αλβανικά φύλα, απορρίπτοντας την σύνδεσή τους με τους αρχαίους Έλληνες, θα ήταν ο καταλύτης, που θα την έβαζε σε τροχιά ενηλικίωσης[17].


Με τους Σκαρλάτο Βυζάντιο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πρόβαλε κάτω από ένα διαφορετικό φως, ως το πλαίσιο που διατήρησε την ελληνική εθνότητα και διαφύλαξε την ελληνική παιδεία και χριστιανοσύνη από τις βαρβαρικές επιδρομές και τη φθορά. Όσο το κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού υποχωρούσε κάτω από την επίδραση του ρομαντισμού, τόσο προχωρούσε η αποκατάσταση του Βυζαντίου, μέχρι να ενταχθεί ολοκληρωτικά ως ο χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της ελληνικής ιστορίας, δίνοντας τη συνέχεια του ελληνισμού στον χώρο και στον χρόνο, και βγαίνοντας από το σκοτάδι της υποκειμενικότητας και της προκατάληψης. Με τις βυζαντινές σπουδές να μπαίνουν σε νέα επιστημονική βάση και με αναπτερωμένο το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη περίοδο, η βυζαντινή χιλιετία κέρδισε επάξια τη θέση της στον χάρτη του παγκόσμιου πολιτισμού, αλλά και τη σημασία που έχει στην ανίχνευση της πολιτισμικής ταυτότητας του Νεοέλληνα, αποδεικνύοντας ότι τα εμπόδια της ανθρώπινης προκατάληψης και δεισιδαιμονίας, που φράζουν το δρόμο της αλήθειας είναι δύσκολα, όχι όμως και ανυπέρβλητα[18].



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



- ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ι., ΚΑΤΣΙΑΜΠΟΥΡΑ, Γ., ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗ, Α.,

Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό – Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, τόμος Β, ΕΑΠ, Πάτρα 1999

- ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ, Ε., Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ.

Ψυχογιός, Αθήνα 2007

- ΚΗΤΡΟΜΗΛΙΔΗΣ, Π., Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000


- ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Γ., ΜΑΡΚΕΤΟΣ, ΣΠ., ΜΑΥΡΕΑΣ Κ., ΡΟΤΖΩΚΟΣ, Ν., Ελληνική Ιστορία-

Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ, ΕΑΠ, Πάτρα 1999



[1] Ι. Γιαννόπουλος, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό-Σημαντικοί Σταθμοί του Ελληνικού Πολιτισμού, ΕΑΠ,

Πάτρα 2000, σ.282
[2] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.300
[3] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.291
[4] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.274
[5] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.286
[6] Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2007, σ.17
[7] Π.Μ.Κητρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σ.13
[8] Γ. Μαργαρίτης, Ελληνική Ιστορία-Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ’, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ.32
[9] Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σ.29
[10] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.15
[11] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.58
[12] Π.Μ.Κητρομιλήδης, ό.π., σ.83
[13] Π.Μ.Κητρομιλήδης, ό.π., σ.56
[14] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.105
[15] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.156
[16] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.106
[17] Π.Μ.Κητρομηλίδης, ό.π., σ.483
[18] Ι. Γιαννόπουλος, ό.π., σ.252

18.2.08

Εκλάπησαν 4 πίνακες ιμπρεσιονιστών











"Το χωράφι με τις παπαρούνες" του Κλωντ Μονέ
"Ο Λουντοβίκ Λεπίκ και οι κόρες του" του Εντγκάρ Ντεγκά
"Το αγόρι με το κόκκινο γιλέκο" του Πολ Σεζάν
"Τα ανθισμένα κλαδιά καστανιών" του Βίνσεντ Βαν Γκογκ
Αυτά είναι τα τέσσερα αριστουργήματα του 19ου αιώνα, που εκλάπησαν πριν τρεις ημέρες από το μουσείο Collection E.G. Buehrle της Ζυρίχης, αξίας 112,4 εκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται για τη δεύτερη κλοπή που σημειώθηκε στο μουσείο της Ελβετίας μέσα σε διάρκεια δύο εβδομάδων. Στην πρώτη, η λεία των ληστών ήταν δύο έργα του Πικάσο, το "κεφάλι αλόγου" και το "ποτήρι και κανάτα".
Η αμοιβή για όποιον βοηθήσει στην έρευνα για τον εντοπισμό των έργων ανέρχεται στα 60.000 ευρώ.
Σημείωση 21/2/2008: Δύο από τα έργα, του Μονέ και του Βαν Γκογκ, ανακαλύφτηκαν προ δύο ημερών σε ένα ανοικτό αυτοκίνητο στο parking ψυχιατρικής κλινικής στην Ελβετία. Προφανώς, οι ληστές ούτε τη δυνατότητα να τα πουλήσουν είχαν, ούτε να τα εκτιμήσουν. Ας ελπίσουμε ότι και οι υπόλοιποι πίνακες θα βρουν αργά ή γρήγορα το δρόμο προς το μουσείο, σώοι και αβλαβείς.

16.2.08

"Έφυγε" η Ντόλυ Γουλανδρή...


«Ο ελληνικός πολιτισμός έχασε μια σημαντική προσωπικότητα. Η Ντόλυ Γουλανδρή δημιούργησε ένα από τα πλέον σύγχρονα και σημαντικά μουσεία της Ελλάδας. Συνεισέφερε πολλά στην προστασία και την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και αφήνει μια σημαντική παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές που θα την θυμίζει για πάντα». Αυτά είναι τα λόγια που επέλεξε ο υπουργός Πολιτισμού για τον τελευταίο χαιρετισμό σε μία Ελληνίδα, που έκανε σκοπό της ζωής της την κατανόηση και ανάδειξη του προϊστορικού Κυκλαδικού Πολιτισμού. Ένα πάθος που ξεκίνησε το 1960, όταν με τον, επίσης φιλότεχνο, σύζυγό της Νίκο Γουλανδρή στράφηκε προς τη συλλογή αντικειμένων της Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, έτσι, για τη χαρά του ειδέναι, η οποία απέκτησε νομική υπόσταση από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το 1978.


Έναυσμα για τη δημιουργία της συλλογής της, η τυχαία ανακάλυψη Κυκλαδίτικων ειδωλίων μετά από μια επίσκεψη στην Ηρακλειά και η καταλυτική γνωριμία του ζεύγους με τον ανασκαφέα Γιάννη Παπαδημητρίου. Η ίδια η Ντόλυ χαρακτηριστικά είχε αναφέρει σε συνέντευξή της: «Του Παπαδημητρίου δεν του άρεσε καθόλου και είπε πως έπρεπε να αγοράζω καλά κομμάτια, κλασικά. Απογοητεύτηκα αλλά είπα πως για να το λέει θα 'χει δίκιο. Ξανάφυγα για τις Κυκλάδες και γύρισα με άλλα Κυκλαδικά. Παρ' όλα όσα ώφειλα στον Παπαδημητρίου, εμένα μου άρεσε αυτή η τέχνη με την σχεδόν απόλυτη αφαίρεση και, καθώς δεν ήμουν αρχαιολόγος και δεν είχα τις απαραίτητες γνώσεις, αισθανόμουν μεγαλύτερη οικειότητα μπροστά στις λιτές μορφές των ειδωλίων που ακόμη και σήμερα δεν ξέρουμε ούτε γιατί είχαν γίνει ούτε τι αντιπροσώπευαν. Αυτά τα αρχαία ήταν κοντύτερα σε πράγματα πιο γνώριμα σε μένα, όπως η σύγχρονη τέχνη».

Επτά χρόνια αργότερα το όραμα του ζεύγους Γουλανδρή μετουσιώθηκε σε μουσείο, που μέσα σε λίγα χρόνια αναδείχθηκε διεθνώς, χάρη στην ιδιαιτερότητά του, λόγω της ειδίκευσης στον «άγνωστο» ακόμη πολιτισμό που αναπτύχθηκε στα κυκλαδίτικα νησιά πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια, αλλά και στη μεγάλη ανταπόκριση που εισέπραξε από το κοινό. Οι λιτές γραμμές και η αφαίρεση που χαρακτήριζαν τα κυκλαδίτικα ειδώλια, εξέφραζαν την αρμονία, μια έννοια που μπορούσε να συνδέσει τον άνθρωπο με το σύμπαν, και που έκτοτε θα γινόταν το σημείο αναφοράς τόσο της καλλιτεχνικής δημιουργίας όσο και της φιλοσοφικής σκέψης, θέτοντας ερωτήματα ως τις μέρες μας.


Η ίδρυση του μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, που σήμερα φιλοξενεί πάνω από 3.000 εκθέματα Κυκλαδικής, Αρχαίας Ελληνικής και Κυπριακής τέχνης, ήταν ένα μεγαλόπνοο έργο ζωής, που αναγνωρίστηκε τόσο από το ελληνικό όσο και από το γαλλικό κράτος, από τα οποία είχε τιμηθεί με τις ανώτερες διακρίσεις. Το μουσείο θα παραμείνει κλειστό την Τρίτη 19 Φεβρουαρίου, ημέρα της κηδείας της, που θα τελεστεί στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, στην οδό Σκουφά, ώρα 13:00 μ.μ.. Θα ακολουθήσει η ταφή στο Α’ Νεκροταφείο.

14.2.08

Και μετά, ήρθε ο έρωτας...


Βλέπουν πιο ωραία τα μάτια μου όσο τα κρατώ κλεισμένα,
γιατί όλο αδιάφορα θωρούν απ' το πρωί ως το βράδυ,
μα όταν κοιμάμαι, στα όνειρα κοιτάζουν μόνο εσένα,
και με το μυστικό τους φως φωτίζουν το σκοτάδι.

Μα συ, που κάνει ο ίσκιος σου τους ίσκιους φωτεινούς,

τι χάρμα θέαμα θα' πλαθε του ίσκιου σου η μορφή,
στη λαμπρή ημέρα με τους πιο λαμπρούς σου φωτισμούς,
αφού έτσι λάμπει ο ίσκιος σου σε όραση τυφλή;

Τι ευλογία θα' ταν των ματιών μου ο γλυκασμός

αν στης ημέρας σ' έβλεπαν το φως το ζωντανό,
αφού' ν' ωραίος στη νεκρή νύχτα ο ίσκιος σου ο λειψός,
συ ύπνο βαθύν, μάτια κλειστά και φέγγος σκοτεινό.

Οι ημέρες μου είναι νύχτες αόμματες ως να σε ιδώ,

κι οι νύχτες μου λαμπρές ημέρες αν σ' ονειρευτώ...


William Shakespeare - Sonets

10.2.08

Πιλοτικό πρόγραμμα στην ιστοσελίδα του ΕΑΠ

Ένα νέο πιλοτικό πρόγραμμα έχει ξεκινήσει από την ιστοσελίδα του ΕΑΠ. Σύμφωνα με το Moodle Course Management System, όπως ονομάζεται το συγκεκριμένο πρόγραμμα, παρέχεται σε φοιτητές και διδάσκοντες η δυνατότητα διακίνησης εκπαιδευτικού υλικού, μέσα στα πλαίσια διαφόρων θεματικών ενοτήτων, ή όπως έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα:

" Στον σύστημα αυτό (Moodle) δίνεται η δυνατότητα στα μέλη της κοινότητας του ΕΑΠ (φοιτητές / διδάσκοντες) να πειραματιστούν εθελοντικά ανεβάζοντας υλικό - δραστηριότητες σε σχέση με την Θεματική Ενότητα, με στόχο την πιλοτική χρήση και αξιολόγηση της πλατφόρμας CMS Moodle. Δεν αποτελεί έτσι επίσημο δικτυακό τόπο για την συγκεκριμένη ΘΕ παρά αποτελεί ένα χώρο πειραματισμών.
Για περισσότερες πληροφορίες
portalhelp@eap.gr"

Πιο συγκεκριμένα, για τη θεματική ενότητα των Τεχνών (ΕΛΠ 12), έχουν αναρτηθεί δύο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ, που σχετίζονται με το θέμα της τρίτης εργασίας:

το πρώτο είναι αφιερωμένο στη Σχολή του Μονάχου

http://www.ert-archives.gr/wpasV2/public/p02-view.aspx?titleid=4656&action=mView&mst=00:00:00:00

και το δεύτερο στη Λαϊκή Ζωγραφική και τις επιδράσεις της.

http://www.ert-archives.gr/wpasV2/public/p02-view.aspx?titleid=4655&action=mView&mst=00:00:00:00

Περισσότερες πληροφορίες στη διεύθυνση:

http://193.108.161.115/

Ο κόμβος από την Δευτέρα 11/02/2008 θα προσπελαύνεται από την διεύθυνση:

http://testmoodle.eap.gr/

Απαραίτητος ο κωδικός πρόσβασης, που έχει δοθεί από το ΕΑΠ.

Νίκος Εγγονόπουλος


Η ζωή, ο Θάνατος,
κι' αναμεσίς
η Τέχνη (η ποίηση)
όπου καταξιώνει τη ζωή,
την διαιωνίζει,
και το θάνατο καταργεί...

7.2.08

Lautrec και Belle Epoque στην Αθήνα

Μια ξεχωριστή έκθεση διοργανώνεται φέτος από το μουσείο Ηρακλειδών με τίτλο: "ο Toulouse - Lautrec και η Belle Epoque στο Παρίσι και την Αθήνα", φέρνοντας στην Αθήνα του σήμερα λίγο από τον αέρα της παρισινής πρωτεύουσας των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Έργα του Γάλλου ζωγράφου Henri de Toulouse - Lautrec, όπως διαφημιστικές αφίσες, χαρακτικά και σχέδια, όλα επί χάρτου, ζωντανεύουν το Παρίσι της Ωραίας Εποχής των μποέμ ζωγράφων, των νυκτερινών καμπαρέ, της αστικής ζωής, ειδωμένα από την κοφτερή ματιά ενός ζωγράφου που υποστήριζε πως δεν υπάρχει καλλιτεχνική διαφορά ανάμεσα στη ζωγραφική των ατελιέ και την εμπορική ζωγραφική.

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας είχε την ατυχία να στιγματιστεί από δύο απανωτά ατυχήματα στην ηλικία των 13 και 14 ετών, που σε συνδυασμό με μία σπάνια γενετική πάθηση των οστών, οδήγησαν στην μη φυσιολογική ανάπτυξη του σώματός του και στην πορεία στον πρόωρο θάνατό του. Το πρόβλημα της υγείας του, ωστόσο, δεν στάθηκε εμπόδιο για την καλλιτεχνική του εξέλιξη. Η ανακάλυψη της εικαστικής του ταυτότητας ως λιθογράφος αφισών, προγραμμάτων θεάτρου, ημερολογίων, λευκωμάτων, κλπ. έγινε από πολύ νωρίς, κυρίως μετά την φιλοτέχνηση πολύχρωμης αφίσας για το καμπαρέ Moulin Rouge (1891), η οποία τον έκανε γνωστό σε όλον τον παρισινό κόσμο.


Η επαφή του με τα επαναστατικά καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής, όπως ο ιμπρεσιονισμός, επηρέασαν την τεχνοτροπία του, η οποία χαρακτηρίζεται από τις απλές γραμμές και τα πλακάτ χρώματα. Τα παριζιάνικα καμπαρέ και πορνεία, γνωστοί ηθοποιοί και τραγουδιστές, όπως η Jane Avril και ο Aristides Bruant (ο τραγουδοποιός, που με το τσόχινο καπέλο, την κάπα και το κόκκινο κασκόλ είχε ταυτιστεί με την εικόνα της Μονμάρτης), είναι οι αγαπημένες του θεματολογικές επιλογές. Δυστυχώς, η υπερκατανάλωση αλκοόλ και η σύφιλη, επιδείνωσαν την ήδη βεβαρημένη υγεία του, με αποτέλεσμα να φύγει από τη ζωή σε ηλικία μόλις 37 ετών, αφήνοντας όμως πίσω του σημαντικότατο έργο, που επηρεάζει την τέχνη μέχρι σήμερα.


Μαζί με τα έργα του ζωγράφου και μια σειρά από άλλα παρισινά εκθέματα της εποχής, εκτείθενται και αθηναϊκά προϊόντα που φιλοτεχνήθηκαν την ίδια εποχή από σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες, ανάμεσά τους ο Ν. Γύζης και ο Δ. Γαλανός, έργα ζωγραφικής, διαφημίσεις, προγράμματα θεάτρου, φωτογραφίες, κλπ., ώστε να επιτευχθεί μία ιστορική, κοινωνική και καλλιτεχνική αντιστοιχία στις δύο ευρωπαϊκές πρωτεύουσες της εποχής της Belle Epoque, και κατ' επέκταση στις αναπόφευκτες αισθητικές επιρροές που δέχτηκε η μία από την άλλη.


Μουσείο Ηρακλειδών

Ηρακλειδών 16 - Θησείο, στάση μετρό: Θησείο
τηλ: 210-3461981
http://www.herakleidon-art.gr/
Ώρες λειτουργίας:
Δευτέρα: κλειστά
Τρίτη - Σάββατο: 13:00 - 21:00
Κυριακή: 11:00 - 19:00

Η έκθεση διοργανώνεται υπό την αιγίδα του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων, της Γαλλικής Πρεσβείας, του Γαλλικού Ινστιτούτου και του Ελληνογαλλικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και θα διαρκέσει ως τις 4 Μαΐου 2008.

4.2.08

"Έδοξεν τη βουλή και τω δήμω"


Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων σε συνεργασία με το Επιγραφικό μουσείο διοργανώνει έκθεση με θέμα "Έδοξεν τη βουλή και τω δήμω". Επιγραφές που χρονολογούνται από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. μέχρι και τον 3ο αι. μ.Χ. μαρτυρούν την πορεία του δημοκρατικού πολιτεύματος, μέσα από την ανάδειξη πτυχών που αφορούν στις αρχές του αθηναϊκού κράτους, τη διαδικασία έκδοσης ψηφισμάτων, την εσωτερική και εξωτερική πολιτική, τη σχέση της αθηναϊκής δημοκρατίας με τον πολίτη.
Εκτός από τις επιγραφές υπάρχει πλούσιο υλικό από αντίγραφα αρχαίων ανάγλυφων, χαρακτικά, χάρτες, τοπογραφικά, διαγράμματα, κλπ.
Η έκθεση ξεκίνησε στις 19 Δεκεμβρίου και θα διαρκέσει ως τον Απρίλιο.

Ώρες λειτουργίας:
καθημερινά: 9:00-20:00, Σάββατο: 9:00-17:00, Κυριακή: 9:00-15:00
Είσοδος ελεύθερη.
Εκθεσιακός χώρος Ιδρύματος Βουλής των Ελλήνων.
Μητροπόλεως 1 & Φιλελλήνων-Σύνταγμα, τηλ: 210-3709081

3.2.08

"Πολιτισμός, Παγκοσμιοποίηση & Εθνικές Κουλτούρες"

Τη Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου και ώρα 19:00, διοργανώνεται ημερίδα με θέμα "Πολιτισμός, Παγκοσμιοποίηση και Εθνικές Κουλτούρες" στο Cotsen Hall της Αμερικανικής Σχολής (στο κτήριο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης) είδοδος από Αναπήρων Πολέμου 9 - Κολωνάκι.

Ομιλητές:
Γιάννης Χαμηλάκης (Πανεπιστήμιο του Southampton)
Στέφανος Πεσματζόγλου (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Συντονιστής:
Δημήτρης Πλάντζος (Διεθνές Κέντρο Ελληνικών και Μεσογειακών Σπουδών)
Π.Α. Αλεξάνδρα Τηλιγάνα, τηλ: 210-6165223
Η ημερίδα έχει την υποστήριξη του Ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη και η είσοδος είναι ελεύθερη.

Για τους φοιτητές του ΕΑΠ, να σημειωθεί ότι ο Δημήτρης Πλάντζος έχει συγγράψει το κεφάλαιο: "Η Τέχνη της Αρχαίας Ελλάδας - Από την κατάρρευση του μηκηναϊκού κόσμου έως τη ρωμαιοκρατία", στο Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας - Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, τόμος Α, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, του Ελληνικού Πολιτισμού, και ως μέλος του Δ.Σ. θα συμμετάσχει η κ. Στέλλα Σουβατζή, ΣΕΠ στη θεματική ενότητα "Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό - ΕΛΠ 10".

2.2.08

Οι παράγοντες που οδήγησαν στην επανάσταση του 1821

Ο 18ος είναι για την Ευρώπη ένας αιώνας ορόσημο, με επαναστατικά ρεύματα να μεταβάλλουν θεσμούς, αντιλήψεις και ιδέες, ανοίγοντας τον δρόμο προς τη σύγχρονη ιστορία της. Το εμπόριο γίνεται η κυρίαρχη οικονομική δύναμη και η ανθρώπινη διανόηση φτάνει σε πρωτόγνωρες πνευματικές κατακτήσεις, δημιουργώντας έναν νέο κόσμο, που οδεύει προς την βιομηχανική επανάσταση και την πολιτισμική αναγέννηση. Με τη δημοσίευση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, η αντίληψη περί κοινωνικής ιεραρχίας αλλάζει και το έθνος ορίζεται ως μοναδική πηγή εξουσίας, προκαλώντας σοβαρό πλήγμα στην εδραιωμένη απολυταρχία και συμπαρασύροντας όλα τα έθνη που ονειρεύονται ένα ανεξάρτητο μέλλον[1]. Η Γαλλική Επανάσταση αφυπνίζει τον εθνικισμό και γίνεται σημείο αναφοράς για όλους τους υπόδουλους λαούς της Ευρώπης, που επιθυμούν την εθνική τους αποκατάσταση.

Σε μία εποχή όπου η Δύση βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, στην Ανατολή οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί. Ατάραχη μπροστά στις διεθνείς εξελίξεις, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που πια έχει κλείσει τον κύκλο των κατακτήσεών της, βιώνει μία περίοδο παρακμής και αποσύνθεσης. Η οικονομική κρίση στην οποία υπέπεσε λόγω των πολυδάπανων πολέμων εναντίον Περσών και Ευρωπαίων και των απανωτών νομισματικών υποτιμήσεων επιτάχυνε την εσωτερική αποδιοργάνωση σε κεντρική εξουσία, διοίκηση, στρατό, οικονομία και κοινωνία[2]. Με το συνεκτικό ιδανικό του ιερού πολέμου να έχει εκλείψει, με σουλτάνους παραδομένους σε μια πολυτελή και πολυδάπανη ζωή, και με σοβαρά προβλήματα που δεν χρίζουν ουσιαστικής αντιμετώπισης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραμένει πεισματικά ένα μεσαιωνικό κράτος και καθηλώνεται σε μία αναχρονιστική στασιμότητα, που θα είναι τελικά και η καταδίκη της.
Στο μεταίχμιο των δύο αυτών κόσμων ο υπόδουλος ελληνισμός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την τρέχουσα διεθνή κατάσταση και να χρησιμοποιήσει τις ανοιχτές ευκαιρίες προς όφελός του. Με μεθοδικότητα και ευφυΐα επιχειρεί να απαγκιστρωθεί από τον κατακτητή, συσπειρώνει το ελληνικό στοιχείο γύρω από την εκκλησία, τους Φαναριώτες, τους άρχοντες της υπαίθρου, τους λόγιους της διασποράς, αποκτά υπολογίσιμο στρατό και στόλο, συγκεντρώνοντας έτσι δυνάμεις υλικές και πνευματικές για τον ιερό σκοπό. Με το τέλος του 18ου αιώνα η εθνική ιδέα φτάνει στην πλήρη ωριμότητά της, εισάγοντας τον ελληνισμό σε μία επαναστατική προοπτική, όπου έχοντας συνειδητοποιήσει την εθνική του ταυτότητα, τολμά να διεκδικήσει τη θέση του ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος στον χάρτη της Ευρώπης.
Σε όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς του, το ελληνικό στοιχείο επιχείρησε εξεγέρσεις, που όμως ήταν τοπικού χαρακτήρα και κατέληγαν σε αποτυχία. Από νωρίς έστρεψε τις ελπίδες του για απελευθέρωση στην Ευρώπη, θεωρώντας ότι τόσο το ομόθρησκο όσο και η στροφή της προς την ελληνική αρχαιότητα θα αρκούσαν για να τους βοηθήσουν στη εκτόπιση των αλλόθρησκων βαρβάρων. Ωστόσο, τα ευρωπαϊκά οικονομικά πλαίσια είχαν ήδη μεταβληθεί έτσι, ώστε ο ελλαδικός χώρος να αποτελεί μία υποψήφια προς αποικιοκράτηση αγορά, όταν θα απομακρυνόταν από την κατοχή της Υψηλής Πύλης[3]. Οι Ευρωπαίοι δεν επιθυμούσαν την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου κράτους στην ανατολική περιφέρεια μακριά από τον έλεγχό της, και φυσικά δεν γινόταν ούτε λόγος για ενίσχυση του Αγώνα. Γρήγορα οι Έλληνες απανταχού της Ευρώπης συνειδητοποίησαν ότι κάθε βοήθεια για απελευθέρωση θα ερχόταν μόνο από τους ίδιους και με καθολική εξέγερση.

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, οι χριστιανοί ορθόδοξοι αποτέλεσαν μία ξεχωριστή κοινότητα με νομική υπόσταση, που κατοχύρωνε την ύπαρξη της Εκκλησίας και των ορθόδοξων ραγιάδων μέσα στο οθωμανικό κράτος[4]. Το μιλέτι των χριστιανών ήταν σε σαφώς καλύτερη μοίρα από τα υπόλοιπα, όπως των Αρμενίων και των Εβραίων, λόγω της συγκροτημένης εκκλησίας της, η οποία διατηρούσε τα βυζαντινά της προνόμια και παρέμεινε μέχρι και την Επανάσταση η κατευθυντήρια δύναμη του ελληνισμού, αποτρέποντας τον εξισλαμισμό και ρυθμίζοντας την πνευματική ζωή του τόπου[5]. Έχοντας την εύνοια του σουλτάνου, εργάστηκε για τη προστασία του χριστιανικού ποιμνίου από τις δοκιμασίες και τους εξευτελισμούς, και υπερασπίστηκε την εθνική ιδέα, που ως αίτημα ταυτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά με την θρησκευτική ελευθερία. Ωστόσο, εκπροσωπώντας την παραδοσιακή ηγεσία του ελληνισμού, θεωρούσε αναγκαία την ειρηνική συνύπαρξη του Γένους με τον κατακτητή, από φόβο ότι ακόμη και μία τοπική εξέγερση θα εξέθετε όλους τους ραγιάδες στην εκδικητική μανία των Τούρκων, με κατάληξη τον αφανισμό τους[6].




Η αδιαλλαξία του κατακτητή προς την υιοθέτηση νέων μορφών οικονομικής δραστηριότητας και η προσπάθεια των σουλτάνων να κρατήσουν τις φιλοδοξίες των ομόθρησκων μακριά από τον σουλτανικό θρόνο, έδωσε την ευκαιρία σε μία νέα κοινωνική τάξη να σχηματοποιηθεί και να επιβληθεί στο διαμετακομιστικό εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και στον διοικητικό μηχανισμό των Οθωμανών. Η ελληνική αυτή αριστοκρατία, γόνοι αρχικά βυζαντινών οικογενειών, συσπειρώνεται γύρω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, που από το 1601 έχει την έδρα του στο Φανάρι. Σταδιακά οι Φαναριώτες καταφέρνουν να αποκτήσουν οικονομική δύναμη και κοινωνική αίγλη. Αγοράζουν τη μίσθωση των κρατικών φόρων, προμηθεύουν την αυτοκρατορική αυλή, συμμετέχουν οικονομικά και πνευματικά στις πλούσιες παραδουνάβιες χώρες[7]. Μαζί με την οικονομική ευμάρεια, η τάξη αυτή, μπορούσε να σπουδάσει και να μάθει ξένες γλώσσες, απαραίτητο προσόν για μία θέση στον διοικητικό μηχανισμό των Οθωμανών. Από το τέλος του 17ου αιώνα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει το κύρος της Εκκλησίας, προκειμένου να κατοχυρώσει την πολιτική και κοινωνική της υπεροχή έναντι των υπόδουλων Ελλήνων[8]. Το γεγονός αυτό, μαζί με τη μείωση του ενδιαφέροντος των σουλτάνων για τις κρατικές υποθέσεις, εξασφάλισαν νευραλγικές για την προετοιμασία του Αγώνα θέσεις, όπως αυτές του μεγάλου διερμηνέα (δραγουμάνου) της Υψηλής Πύλης, καθώς και του δραγουμάνου του Στόλου. Οι δραγουμάνοι, ενώ αρχικά παρίσταντο στις συνεδριάσεις ως ακροατές, σταδιακά συμμετείχαν ενεργά στις συζητήσεις, και έφτασαν να εκπροσωπούν σε ταξίδια τους ως και τον ίδιο τον σουλτάνο, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το πεδίο για διπλωματικούς ελιγμούς προς όφελος του ελληνισμού. Οι ολοένα αυξανόμενες εξουσίες και τα συχνά ταξίδια στην Ευρώπη τους έδωσαν έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, μετατρέποντάς τους σε αριστοκρατία του χρήματος, αλλά και σε πολιτική εκπροσώπηση του ελληνισμού[9]. Με τη συμβολή τους στη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας μετατρέπουν τη λανθάνουσα επιθυμία για εθνική απελευθέρωση σε ιερό σκοπό. Με την ψευδαίσθηση ότι η Αόρατη Δύναμη θα ήταν στο πλευρό του ελληνισμού κατά την επανάσταση, αφήνοντας αιχμές ότι επρόκειτο για τη μητέρα Ρωσία, προσπάθησαν να αφυπνίσουν την εθνική συνείδηση των ραγιάδων και να συμβάλουν ουσιαστικά στην οργανωτική προετοιμασία του Αγώνα, παρόλο που τα οράματά τους αποδείχτηκαν μη πραγματοποιήσιμα με τα δεδομένα της στιγμής[10].

Σύμφωνα με την οθωμανική αντίληψη, οι κοινωνικές τάξεις είναι δύο: στην πρώτη ανήκουν οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, δηλαδή ο σουλτάνος και οι αξιωματούχοι του, και στη δεύτερη οι παραγωγοί, δηλαδή οι υπόδουλοι χριστιανοί ραγιάδες, συντηρώντας έτσι ένα φεουδαλικό σύστημα, που αδυνατεί να συμβαδίσει με τα κεφαλαιοκρατικά χαρακτηριστικά που έχουν αποκτήσει οι παραγωγικές σχέσεις[11]. Αυτό παρασύρει και την υπόδουλη κοινωνία σε μία αντίστοιχη κεφαλαιοκρατική διαίρεση, η οποία αρχίζει να ξεφεύγει από τον οθωμανικό έλεγχο και να έρχεται σε σύγκρουση μαζί του, λόγω της οικονομικής καταπίεσης που υφίσταται[12]. Το σύστημα της περιφερειακής διοίκησης που τέθηκε αναγκαστικά σε εφαρμογή άφησε χώρο στην τοπική αυτοδιοίκηση να αναπτυχθεί, ενδυναμώνοντας τη θέση των προκρίτων, οι οποίοι ως αντιπρόσωποι των υπηκόων, συμμετέχουν μαζί με τους υπαλλήλους της κεντρικής διοίκησης στην κατανομή και είσπραξη των φόρων, και στη διευθέτηση των τοπικών υποθέσεων ως μεσάζοντες. Με την παραχώρηση διοικητικών ελευθεριών, που βέβαια ποτέ δεν ξεπερνούσαν λόγω θρησκείας εκείνες των μουσουλμάνων, οι πρόκριτοι διαμόρφωσαν μία ελληνική διοικητική ιεραρχία, που λειτουργούσε παράλληλα με την οθωμανική, εκτιμήθηκε από τον σουλτάνο συχνά περισσότερο από την αντίστοιχη τουρκική, και καλλιέργησε σε τοπική κλίμακα την πολιτική συνείδηση του Γένους[13].


Το τεράστιο έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό οδήγησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε μία δημοσιονομική πολιτική εξεύρεσης χρημάτων, που αποδιοργάνωσε τη διοίκηση του κράτους. Το στρατιωτικό τιμαριωτικό σύστημα αντικαταστάθηκε από μία νέα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, τα τσιφλίκια, τα οποία γίνονται η κύρια αγροτική μονάδα, που ευνοεί τις μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις σε βάρος των μικροκαλλιεργητών[14]. Στο τέλος του 18ου με αρχές 19ου αιώνα οι μικρομεσαίοι γαιοκτήμονες εξαφανίζονται από την κοινωνική δομή του ελλαδικού χώρου και μεταβάλλονται άλλοι σε αγροτικούς εργάτες, άλλοι σε εμπόρους και οι πιο δύσμοιροι σε κολίγους, αυξάνοντας την απόσταση των κοινωνικών αντιθέσεων[15]. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες μετατρέπονται σε γαιοκτήμονες – εμπόρους και συνειδητοποιούν τις μεγάλες τους οικονομικές δυνατότητες, που τους φέρνουν αντιμέτωπους με τους Τούρκους γαιοκτήμονες, γιατί ενώ διαθέτουν την ίδια οικονομική δύναμη, οι πρώτοι δεν μπορούν να ανήκουν στην τάξη των ισχυρών. Οι επιπτώσεις στην κοινωνική δομή ήταν σοβαρές, αφού όξυνε τις οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις και αντιφάσεις. Οι τσιφλικάδες εξασφάλιζαν την αύξηση της παραγωγής με την εκμετάλλευση ακαλλιέργητων χώρων, οι οποίοι αποκτιόνταν κληρονομικά, με αγορά ή με καταπάτηση[16]. Η σχέση τσιφλικά και ραγιά γίνεται τώρα ιδιωτική. Οι ήδη βεβαρημένοι θεσμικά χριστιανοί ραγιάδες δέχονται επιπρόσθετες πιέσεις, καθώς οι νέοι φόροι που καλούνται να πληρώσουν δεν είναι πια σε είδος αλλά σε χρήμα, οι οποίοι για να φτάσουν μέχρι τον σουλτάνο πρέπει να περάσουν από πολλούς μεσάζοντες, που τώρα παίζουν το ρόλο του εργοδότη και εξουσιαστή τους, διογκώνοντας τους ήδη δυσβάστακτους φόρους[17]. Οι άνθρωποι της υπαίθρου μαστίζονται από την εκμετάλλευση, τη μικρή συγκομιδή, τους επαχθείς φόρους, αλλά και την εξάπλωση των ληστειών. Ο οικονομικός μαρασμός και η ανασφάλεια τους αναγκάζουν να βρουν νέες βιοποριστικές λύσεις, όπως το εμπόριο, η βιοτεχνία, η ναυτιλία, σε πιο ασφαλείς τόπους διαμονής, στις πόλεις ή στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός χωριών να ερημώσει. Με το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως «η μεγάλη φυγή», χειροτερεύει η ήδη άθλια κατάσταση όσων έμειναν πίσω, αφού επωμίζονταν υποχρεωτικά και τα χρέη των μεταναστών[18]. Παρόλα αυτά, η κατάσταση των αγροτών του ελλαδικού χώρου δεν είναι αθλιότερη από εκείνη των ευρωπαίων αγροτών. Με την παρουσία τους στις αλλαγές που σημειώνονται στις διαδικασίες παραγωγής, συνειδητοποιούν τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν, αλλά και την αξία του ρόλου τους στην εγχώρια οικονομία[19].


Πολλοί από αυτούς που έμειναν, καταφεύγουν στα βουνά, εκεί που δύσκολα μπορεί να φτάσει ο έλεγχος του κατακτητή, σχηματίζοντας οργανωμένες αντάρτικες ομάδες, τους «νταϊφάδες». Χλευαστικά οι Τούρκοι τους ονομάζουν κλέφτες. Γίνονται ο ανυπότακτος στρατός του υποδουλωμένου έθνους, που χρησιμοποιείται συχνά από τους προεστούς, για να επιβάλουν την εξουσία τους, παρά τις αντιφατικές σχέσεις που είχαν. Τους χρησιμοποιεί ακόμη και η Ρωσία σε περιόδους όπως οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι (1768-1774, 1788-1792), κατά τους οποίους επιχειρώντας να ηγηθεί μίας «Βαλκανικής Αυτοκρατορίας», επικαλέστηκε τα «ιστορικά δικαιώματα» των Ελλήνων στην παλιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αναβάθμισε ποιοτικά τις τοπικές εξεγέρσεις, κλονίζοντας την ήδη βεβαρημένη συνοχή των Οθωμανών[20]. Οι τελευταίοι, στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν τον χαμένο έλεγχο, αναγκάζονται να τους δελεάσουν με προνόμια, μετονομάζοντάς τους σε αρματολούς. Με αντάλλαγμα μία σχετική ανεξαρτησία και πολλά χρήματα, γίνονται οι φύλακες των εδαφών της αυτοκρατορίας, αλλά συγχρόνως θα αποτελέσουν και σημαντικό φυτώριο πολεμιστών για τον επερχόμενο ξεσηκωμό[21]. Σε αυτούς οφείλεται εν μέρει η βαθμιαία εθνική αφύπνιση, μιας και ενσάρκωναν την ένοπλη δύναμη που αντιστέκεται στον κατακτητή, ο οποίος παράλληλα με τους ανυπότακτους ραγιάδες, καλείται να αντιμετωπίσει και τους δυσαρεστημένους Γενίτσαρους, αλλά και τους ημιανεξάρτητους πασάδες, που έχουν αποκτήσει επικίνδυνες φυγόκεντρες τάσεις.


Με την αποδημία των καταπιεσμένων Ελλήνων δημιουργούνται νέες ελληνικές παροικίες με έντονες εμπορικές δραστηριότητες σε σημαντικά κέντρα της Ευρώπης, που όμως διαφοροποιούνται από εκείνες προηγούμενων εποχών, αφού τώρα αφήνουν πίσω τους το παθητικό και μπαίνουν στο ενεργητικό εμπόριο, απολαμβάνοντας πολλές φορές τα προνόμια των δυτικών υπηκόων[22]. Ο διάσπαρτος σε όλη τη χερσόνησο ελληνικός πληθυσμός αποτελεί κατά τον 18ο αιώνα ένα είδος διαβαλκανικής αστικής τάξης, με έντονες εμπορικές δραστηριότητες, που με τον καιρό την κατέστησαν ανεξάρτητη και την διαφοροποίησαν εθνικά, αλλά και κοινωνικά από τις υπόλοιπες εθνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την ανάπτυξη των παροικιών, οι Έλληνες μαθαίνουν να σκέφτονται ευρωπαϊκά, συναισθάνονται την αυτοδυναμία τους, και διαπιστώνουν ότι οι νέες παραγωγικές σχέσεις που άνθιζαν στην Ευρώπη ήταν αδύνατο να ευδοκιμήσουν κάτω από το οθωμανικό καθεστώς. Μέσα από αυτή την οικονομική και ιδεολογική αφύπνιση, αναπτύσσεται η αίσθηση της ελληνικότητας και η διάθεση απόσπασης από την οθωμανική πραγματικότητα.


Η ακμάζουσα εμπορική δραστηριότητα του 18ου αιώνα προκαλεί την παράλληλη ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας, η οποία περνάει από την τοπική ακτοπλοΐα στη μεσογειακή ναυσιπλοΐα. Με τη συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), όπου η Ρωσία χρειάζεται μία ναυτική επικοινωνία με τη Δύση, το εμπορικό ναυτικό των Ελλήνων ευνοείται ιδιαίτερα και φτάνει μετά την εξαφάνιση του γαλλικού εμπορίου, λόγω των Ναπολεόντειων Πολέμων και του αγγλικού ναυτικού αποκλεισμού, να γίνει ο κυρίαρχος της Μεσογείου, με 600 ελληνικά πλοία χωρητικότητας 150.000 τόνων[23]. Οι ναυτικοί είναι οι εκπρόσωποι του ελληνισμού σε όλη τη Μεσόγειο και η επαφή με τον έξω κόσμο τους κάνει άμεσους αποδέκτες ιδεών και ρευμάτων. Η οικονομική τους ευμάρεια και ο θαυμασμός που εισέπρατταν από τους Ευρωπαίους ανύψωσε την εθνική τους συνείδηση και υπερηφάνεια, κάνοντας το αναχρονιστικό οθωμανικό καθεστώς πιο δυσβάστακτο και την ανάγκη να απαλλαχθούν από αυτό ακόμη πιο επιτακτική.


Για τους υπόδουλους Έλληνες του 18ου αιώνα, η Ευρώπη εκπροσωπούσε όλα όσα είχαν και έχασαν: ήταν ελεύθερη, πολιτισμένη, φωτισμένη, σοφή. Ήδη από την Αναγέννηση η Ευρώπη εμπνέεται από τα συγγράμματα και τα έργα τέχνης των αρχαίων Ελλήνων, χωρίς όμως να τα συνδέει με τον σύγχρονο τόπο προέλευσης όλου αυτού του πνευματικού πλούτου. Αυτό άρχισε να συμβαίνει κατά τον 17ο αιώνα, όταν περιηγητές από όλη την Ευρώπη επισκέπτονται τον ελλαδικό χώρο για να ανακαλύψουν και να μελετήσουν από κοντά τα μνημεία του αρχαίου κόσμου. Σύντομα όλη η Δύση δοξάζει την αίγλη της αρχαιότητας μέσα από κάθε πτυχή της ζωής της, στις δημόσιες εορτές, στον ρουχισμό, την αρχιτεκτονική, την αντικατάσταση ονομάτων με ελληνικά ή λατινικά[24]. Η μόδα αυτή δεν αργεί να έρθει και στον ελλαδικό χώρο. Τα καράβια δεν έχουν πια μόνο ονόματα αγίων, αλλά και ηρώων του αρχαίου κόσμου. Τα οικογενειακά ονόματα παίρνουν όψη αρχαία και τα παιδιά βαπτίζονται με αρχαιοελληνικά ονόματα. Στην προσπάθειά τους να μιμηθούν τη φωτισμένη Ευρώπη, αρχίζουν και οι ίδιοι να μελετούν, να ταξιδεύουν, να συλλέγουν και να συνειδητοποιούν ότι η συνέχεια του έθνους σταματάει απότομα με την Οθωμανική κυριαρχία. Ο καταπιεσμένος ελληνισμός αντιλαμβάνεται το ηθικό του χρέος να ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξαν οι πρόγονοί του, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του Αλή πασά, ότι οι Έλληνες «κάτι μαγειρεύουν»[25]. Το φαινόμενο είναι διελληνικό και επιδοκιμάζεται από τους Έλληνες Διαφωτιστές, με κύριους εκπροσώπους τον Ρήγα Βελεστινλή και τον Αδαμάντιο Κοραή, ενώ καταδικάζεται από τον οικουμενικό Πατριάρχη. Η φύση των εθνικών αιτημάτων, καθώς και το γεγονός ότι διοικητικά η εκκλησία είναι ταυτισμένη με την Υψηλή Πύλη, δεν της επιτρέπουν να αποτελέσει τον κύριο συνεκτικό δεσμό, ρόλο που θα παίξει η αρχαιότητα.


Παράλληλα με τη λογιοσύνη της διασποράς, που δεν σταματά να προωθεί τη συνοχή της παιδείας δια μέσου των αιώνων, παρατηρείται μία ανύψωση των λαϊκών παραδόσεων, στις οποίες ζούσε ακόμα η ελληνική ιδέα[26]. Ο διπλός αυτός προσανατολισμός θα οδηγήσει στην αναζήτηση μίας ενιαίας γλώσσας. Η ύπαρξη πολλών διαλέκτων ήταν ένα σημαντικό εμπόδιο για την εθνική ενότητα, το οποίο για να ξεπεραστεί έπρεπε να ξεκαθαριστεί η γλωσσική ταυτότητα του έθνους. Επιπλέον, σύμφωνα με τους Έλληνες Διαφωτιστές, ο δρόμος προς την απελευθέρωση περνούσε μέσα από τη μόρφωση, και για να φτάσει στο λαό ήταν επιτακτική η χρήση μίας γλώσσας κοινής, απαλλαγμένης από τα αρχαϊκά στοιχεία και ικανής να εκφράσει κάθε γνώση και συναίσθημα[27]. Η ανάγκη να ευθυγραμμιστεί ο νέος ελληνισμός προς τη δυτική πραγματικότητα θα κυριαρχήσει και θα υιοθετηθεί από τους Διδασκάλους του Γένους, που δε σταματούν μέσα από τις φιλολογικές και πολιτικές τους δραστηριότητες, να εγείρουν τα φιλελληνικά αισθήματα της Ευρώπης και να προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν τα φώτα της στον υπόδουλο ελληνισμό. Οι νέες ευρωπαϊκές θεωρίες αρχίζουν να μεταφράζονται στα ελληνικά, ενώ μειώνονται οι εκδόσεις με θεολογικό περιεχόμενο. Παράλληλα, δημιουργούνται σχολεία (Ιάσιο, Βουκουρέστι) και τυπογραφεία, όπου εκδίδονται ελληνικά βιβλία, που ωθούν την ελευθερία της έρευνας. Ο προσανατολισμός σε εφαρμοσμένες επιστήμες, μαθηματικά, φυσική, χημεία, η ανάδειξη της γεωγραφίας, δείχνουν την τάση για ανανέωση της θεωρητικής σκέψης, που τώρα έρχεται πιο κοντά στον ορθολογισμό[28]. Το θέατρο γίνεται το μεγάλο σχολείο του λαού, ο οποίος βγαίνει από την απομόνωση και δημιουργεί αντιστάσεις βιώνοντας συλλογικά δυνατά συναισθήματα και υψηλά εθνικά φρονήματα[29]. Ο όρος Έλλην αντικαθιστά τον όρο Ραγιάς και αποκτά ξανά το χαμένο του πολιτισμικό, αλλά και εθνολογικό περιεχόμενο, υπογραμμίζοντας τη στροφή που γίνεται προς αναζήτηση της αδιάκοπης συνέχειας του ελληνισμού, ο οποίος κατάφερε να διατηρήσει τα πάτρια ελληνικά ήθη και την ελληνική γλώσσα και που τώρα καλείται να αναστήσει ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος που θα συνεχίσει να δοξάζει τον ελληνικό πολιτισμό[30].


Παρά το καθεστώς δουλείας, ο ελληνισμός σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα παλεύει να βρει τρόπους αντίστασης. Μέσα από την σταδιακή ανάπτυξη των κοινωνικών στρωμάτων, ανάμεσα στους Φαναριώτες και τους γαιοκτήμονες, τους εμπόρους, τους ναυτικούς και τους διανοούμενους της Βιέννης, ανάμεσα στους οπλαρχηγούς και τους απλούς χωρικούς, γεννιέται το όραμα μιας ελεύθερης Ελλάδας. Όταν στις αρχές του 19ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία βαδίζει προς το τέλος της, ο ελληνικός πληθυσμός φτάνει στα τρία εκατομμύρια. Οι τραπεζίτες του εξωτερικού και οι καραβοκύρηδες του Αιγαίου έχουν συγκεντρώσει αρκετό πλούτο για τις επικείμενες ανάγκες του Αγώνα. Οι ένοπλοι αρματολοί και κλέφτες έχουν εξελιχθεί σε υπολογίσιμη δύναμη, όπως και ο στόλος των νησιών, με ναυτικούς, που αντίθετα με τους Οθωμανούς, και παράδοση διαθέτουν και εμπειρία. Η Φιλική Εταιρεία έχει αναπτερώσει το ηθικό και η ξενιτεμένη διανόηση έχει αναστήσει το ξεχασμένο παρελθόν. Όλες οι προϋποθέσεις είναι εκεί και η καθολική εξέγερση είναι πλέον ζήτημα χρόνου.


Ωστόσο, το Συνέδριο του Λάιμπαχ στις 26/1/1821, όπου συμμετείχαν όλα τα μέλη της Ιερής Συμμαχίας (Αγγλία, Γαλλία, Πρωσία, Ρωσία, Αυστρία), επικυρώνει την αποστροφή για οποιαδήποτε μεταβολή στο διεθνές στερέωμα, κάνοντας κάθε ιδέα για επανάσταση να φαντάζει ως παράνοια. Με την «Αρχή της νομιμότητας» σε πλήρη ισχύ, που σήμαινε καταδίκη για όλα τα επαναστατικά κινήματα, η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης θα προκαλούσε την γενική κατακραυγή των Μεγάλων Δυνάμεων[31]. Έχοντας ενάντιους τους ισχυρούς της γης, ο ελληνισμός τολμά να σηκώσει το λάβαρο της Επανάστασης, πάνω στο οποίο θα ορκιστεί για Ελευθερία ή Θάνατο, υπενθυμίζοντας την παρουσία του στην οικουμένη και φουντώνοντας το φιλελληνικό ρεύμα σε Ευρώπη και Αμερική. Σε όλη τη διάρκεια της υποταγής του, ο Ελληνισμός, όχι μόνο δεν αφομοιώθηκε από το μουσουλμανικό στοιχείο, αλλά κατόρθωσε να ξαναβρεί το χαμένο στη λησμονιά παρελθόν του, να διαφυλάξει και να ενισχύσει με όλες τις δυτικές και ανατολικές επιρροές το παρόν του, και να διασφαλίσει την πολυπόθητη πορεία προς το ανεξάρτητο μέλλον του, γράφοντας με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 την πρώτη σελίδα στο βιβλίο της Νεότερης Ιστορίας των Ελλήνων.-




Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α :




- Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα, 1999

- Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ’, Ε.Α.Π., Πάτρα, 1999
- Αναστ. Λιάσκος, Αγώνες και άρματα, Ιστορικό-Εθνικό Μουσείο Α. Λιάσκου, εκδ. ΕΜ-ΕΣ ΠΡΕΣΣ Α.Ε., Αθήνα, 2005
- Βασίλης Κρεμμυδάς, Εισαγωγή στην Ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821), εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα, 1988
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ, Εκδοτική Αθηνών, 1974


[1] Γ. Μαργαρίτης, «Η Ευρώπη των επαναστάσεων» στο Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία,

Ε.Α.Π., τόμος Γ, σελ. 32
[2] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, 1974, τ. ΙΑ, σελ. 100
[3] Βασίλης Κρεμμυδάς, Εισαγωγή στην Ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821), εκδ.
ΕΞΑΝΤΑΣ, Αθήνα 1988, σελ. 27
[4] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 123
[5] Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα, 1999, σελ. 49
[6] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 126
[7] Ν. Σβορώνος, ό.π., σελ. 45
[8] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 117
[9] Γ. Μαργαρίτης, «Ο οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου ελληνισμού», ό.π., σελ. 32
[10] Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 60
[11] Βασίλης Κρεμμυδάς, ό.π., σελ. 46
[12] Βασίλης Κρεμμυδάς, ό.π., σελ. 47
[13] Ν. Σβορώνος, ό.π., σελ. 46
[14] Βασίλης Κρεμμυδάς, ό.π., σελ. 114
[15] Βασίλης Κρεμμυδάς, ό.π., σελ. 164
[16] Βασίλης Κρεμμυδάς, ό.π., σελ. 149
[17] Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 46
[18] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 100
[19] Βασίλης Κρεμμυδάς, ό.π., σελ. 161
[20] Ν. Σβορώνος, ό.π., σελ. 59
[21] Αναστ. Λιάσκος, Αγώνες και άρματα, Ιστορικό-Εθνικό Μουσείο Α. Λιάσκου, εκδ. ΕΜ-ΕΣ, Αθήνα,
2005, σελ. 8
[22] Ν. Σβορώνος, ό.π., σελ. 52
[23] Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 54
[24] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 340
[25] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 341
[26] Ν. Σβορώνος, ό.π., σελ. 21
[27] Ν. Σβορώνος, ό.π., σελ. 56
[28] Ν. Σβορώνος, ό.π., σελ. 56
[29] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σελ. 345
[30] Ν. Σβορώνος, ό.π., σελ. 21
[31] Αναστ. Λιάσκος, ό.π., σελ. 9