25.8.21

Χελώνα, η ελληνική - ή - γεννητούρια στο κτήμα!

Η χελώνα, λοιπόν, κατά τη Βικιπαίδεια, είναι ένα ερπετό που ανήκει στην αρτίγονη τάξη της πρωτόγονης υφομοταξίας των αναψιδωτών. Η ονομασία της προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη χέλυο, που σημαίνει οστέινος θώρακας. Είναι ένα ζώο που ζει στα εύκρατα και τροπικά κλίματα, η διάρκεια ζωής της είναι 70-150 χρόνια ανάλογα με το είδος της, τους χειμώνες πέφτει σε χειμερία νάρκη, και υπάρχουν οι χερσαίες, οι θαλάσσιες και οι αμφίβιες χελώνες. Η αναπαραγωγική της περίοδος γίνεται κατά τους θερινούς μήνες και κάθε φορά γεννάει από δύο έως δώδεκα αυγά, τα οποία αφήνουν σε τρύπες που οι ίδιες έχουν σκάψει. Οι χελώνες στη συνέχεια δεν έχουν καμία σχέση με τα χελωνάκια, τα οποία μεγαλώνουν μόνα τους. Θεωρείται προστατευόμενο είδος. 

Θα μου πεις, για χελώνες θα μιλήσουμε σήμερα, Εύα; Ε, ναι, πρέπει, γιατί σήμερα είχαμε γεννητούρια! Είναι το πρώτο χελωνάκι που βλέπουμε να γεννιέται μέσα στο κτήμα και έχουμε ενθουσιαστεί από τη χαρά και την έκπληξη. Όλη μέρα δεν ασχολούμαστε με τίποτε άλλο! Το χαζεύω, το θαυμάζω, το φωτογραφίζω, το παρατηρώ... Ένα τόσο δα πλασματάκι, ένα θαύμα της φύσης, θωρακισμένο και πανέτοιμο να ξεκινήσει τον κύκλο του στον στίβο της ζωής. 

Καλό σου ταξίδι, μικρό μου χελωνάκι!

Με αγάπη,

Εύα 💗


19.8.21

Η σιωπή του φετινού καλοκαιριού

Ένα καλοκαίρι που δύσκολα θα ξεχάσει κανείς 

ποτέ στη ζωή του

φωτιά

κάρβουνο

απώλεια

και δάκρυ βουβό που κολλά 

χωρίς να κυλά

στην πίσω πλευρά του μάγουλου

στην άλλη όψη της ζωής

σαν το ρετσίνι που μόλις έσκασε

πάνω στην πληγωμένη χαρακιά 

ενός ακόμη 

αμάραντου πεύκου

που δεν θα ξαναδώ ποτέ.

Ένας τόπος

ένας κόσμος

μια πληγή

και κάπου εκεί ανάμεσα

ένα ίχνος στο ζοφερό σκοτάδι

από ελπίδα

δυο ξωκκλήσια αλώβητα

φρεσκοασβεστωμένα 

λες και βαφτήκαν μόλις χτες

αναμεσίς στις φλόγες.

Να,

κι άλλο ένα λίγο πιο πέρα

κι ένα μοναστήρι

ανέγγιχτο απ' το κακό

με την καμπάνα να χτυπά

εμβατήρια νίκης

μες στην κοιλάδα του θανάτου.

Θεός και άγιοι όλοι εδώ

και μια ανάσα πιο κάτω

άνθρωποι απλοί, 

χαροκαμένοι

και ηρωικοί

βαστούν γερά

πάνω στα δυο τους πόδια

σ' αυτή τη μάνα γη, 

Εύβοια, Μάνη, Αττική, 

Μεσσήνη, Αρκαδία,

τη μαύρη

την πυρπολημένη.

Αναμμένοι  λύχνοι 

που μετά βίας μπορείς να διακρίνεις

μες στην πηχτή ομίχλη

το τράνταγμα

και το σκοτάδι

που ολοένα πυκνώνει

ολοένα σιμώνει

θέρος το θέρος

σιωπή τη σιωπή

ολοένα περισσότερο..



Με αγάπη,

Εύα 💗

12.8.21

Μοναξιά ή αντικοινωνικότητα;

Ναι, αγαπώ πολύ τη μοναξιά μου, μόνο που θα έπρεπε να γνωρίζεις ότι υπάρχουν πολλά είδη μοναξιάς, άλλα ωφέλιμα, άλλα καταστροφικά. Όλα τους, ωστόσο, έχουν να κάνουν με την επικοινωνία (με τους ανθρώπους), την Θεία κοινωνία (με τον Θεό) και την κοινωνία σε σχέση με τον εαυτό μας, ή την έλλειψη και των τριών που προανέφερα. Δεν μιλάμε για μαθηματικά όταν αναφερόμαστε στις ανθρώπινες σχέσεις. Ένα κι ένα δεν κάνουν απαραίτητα δύο, όταν το ένα, η μονάδα, είναι μονίμως απούσα από τις συνιστώσες, κλειδωμένη στον εαυτό της, προβληματική, ανίκανη να επικοινωνήσει με τον διπλανό για τους οποιουσδήποτε λόγους. Ακόμα όμως και η μονάδα, από την άλλη, όταν είναι ψυχικά και πνευματικά υγιής, μπορεί να επικοινωνήσει με τα πάντα γύρω της, χωρίς να έχει αυλικό προσωπικό ως απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να γίνει "κοινωνικά αποδεκτή" από τον περίγυρο.

Όταν το βλέπεις τοπικά το πράγμα, το ότι δηλαδή ο άλλος έχει ευρή κύκλο ανθρώπων γύρω του που σε ορίζουν ως "κοινωνικό" άνθρωπο - για να το βλέπει ο κόσμος προφανώς, άρα λογάσαι για τύπος "κοινωνικός", ενώ η καρδιά σου επιμένει να παραμένει εμμονικά κλειστή, προσανατολισμένη δηλαδή στο εγώ εγώ εγώ σου, γιατί είσαι σημαντικότερος από τους άλλους, σπουδαιότερος από τους άλλους, πιο γνώστης, πιο αξιόλογος, πιο ωραίος, πιο πλούσιος, πιο ενημερωμένος, με πιο πολλά επαγγελματικά κονέ και επιτυχίες, με πιο μεγάλο σπίτι και πιο ωραίο κήπο και αυτοκίνητο, όταν δεν επικοινωνείς με κανέναν από τους γύρω σου, ακόμα και με τους πιο κοντινούς σου ανθρώπους, αφού είσαι αδιάφορος στις σκέψεις, τον πόνο, την έμπνευση, τα αισθήματα, τις επιθυμίες και τα όνειρα του διπλανού σου, γιατί απλά δεν σε ενδιαφέρουν αφού εσύ έχεις πιο πολλή σημασία από εκείνον, τότε δεν μιλάμε πλέον για μοναξιά ή αντικοινωνικότητα, αλλά για μια παθογενή κατάσταση που χρίζει ιατρικής, αλλά και πνευματικής μέριμνας.

Γιατί συνήθως, όταν επικρίνεις τον διπλανό σου για κάτι, εννέα φορές στις δέκα (για να μην είμαι και απόλυτη), αυτό που κάνεις είναι να προσπαθείς να κουκουλώσεις την δική σου ανεπάρκεια, τη δική σου ανασφάλεια και ανωριμότητα, με το να ρίχνεις συστηματικά στάχτη στα μάτια των άλλων, κάνοντας τελικά κακό και στους άλλους, αλλά και σε σένα τον ίδιο. Όταν τα μάτια κάποια στιγμή καθαρίζουν από την αιθαλομίχλη, τότε μπορεί να σε δει ξεκάθαρα για αυτό που πραγματικά είσαι, ένας βασιλιάς γυμνός, χωρίς ρούχα και χωρίς μάσκες. Κι αν είσαι γενναίος αρκετά, έστω, αληθινός αρκετά, ίσως επιχειρήσεις να δοκιμάσεις να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους που σε περιβάλλουν χωρίς μασκαρέματα, με ταπείνωση προς τον Θεό και με ειλικρίνεια προς τον εαυτό σου και τους άλλους που έχεις πιθανότατα ζημιώσει στο διάβα της πορείας σου, ίσως τότε αρχίσεις να ψυχανεμίζεσαι σε ποιο είδος μοναξιάς, (αντι)κοινωνικότητας και ανθρώπινου χαρακτήρα, συνεπακόλουθα, ανήκεις, και αν χρειάζεται να κάνεις κάτι γι' αυτό επιτέλους κάποτε.

Με αγάπη,

Εύα 💗


7.8.21

Η κατάρα του πεύκου

 Εύβοιά μου, μην κλαις...


«Γιάννη, γιατί ἔκοψες τὸν πεῦκο;
Γιατί; Γιατί;»
Ἀγέρας θὰ ’ναι, λέει ὁ Γιάννης
καὶ περπατεῖ.

Ἀνάβει ἡ πέτρα, τὸ λιβάδι
βγάνει φωτιά.
Νὰ ’βρισκε ὁ Γιάννης μία βρυσοῦλα,
μία ρεματιά!

Μὲς τὸ λιοπύρι, μὲς στὸν κάμπο
νὰ ἕνα δεντρί...
Ξαπλώθη ὁ Γιάννης ἀποκάτου,
δροσιὰ νὰ βρεῖ.

Τὸ δέντρο παίρνει τὰ κλαριά του
καὶ περπατεῖ!
Δὲν θ΄ ἀνασάνω, λέει ὁ Γιάννης,
γιατί, γιατί;

«Γιάννη, ποῦ κίνησες νὰ φτάσεις;»
«Στὰ δύο χωριά.»
«Κι ἀκόμα βρίσκεσαι δῶ κάτου;
Πολὺ μακριά!»

«Ἐγὼ πηγαίνω, ὅλο πηγαίνω.
Τί ἔφταιξα ἐγώ;
Σκιάζεται ὁ λόγκος καὶ μὲ φεύγει,
γι' αὐτὸ εἶμαι δῶ.

Πότε ξεκίνησα; Εἶναι μέρες...
γιὰ δύο, γιὰ τρεῖς...
Ὁ νοῦς μου σήμερα δὲ ξέρω,
τ' εἶναι βαρύς».

«Νὰ μία βρυσοῦλα, πιε νεράκι
νὰ δροσιστεῖς».
Σκύβει νὰ πιεῖ νερὸ στὴ βρύση,
στερεύει εὐθύς.

Οἱ μέρες πέρασαν κι οἱ μῆνες,
φεύγει ὁ καιρός,
Στὸν ἴδιο τόπο εἲν' ὁ Γιάννης,
κι ἂς τρέχει ἐμπρός...

Νὰ τὸ χινόπωρο, νὰ οἱ μπόρες,
μὰ ποῦ κλαρί;
Χτυπιέται ὀρθὸς μὲ τὸ χαλάζι,
μὲ τὴ βροχή.

«Γιάννη, γιατί ἔσφαξες τὸ δέντρο,
τὸ σπλαχνικό,
ποῦ 'ριχνεν ἴσκιο στὸ κοπάδι
καὶ στὸ βοσκό;»

Ὁ πεῦκος μίλαε στὸν ἀέρα
- τ' ἀκοῦς, τ' ἀκοῦς;-
καὶ τραγουδοῦσε σὰ φλογέρα
στοὺς μπιστικούς.

«Φρύγανο καὶ κλαρὶ τοῦ πῆρες
καὶ τὶς δροσιὲς
Καὶ τὸ ρετσίνι του ποτάμι
ἂπ΄ τὶς πληγές.

Σακάτης ἤτανε κι ὁλόρθος,
ὡς τὴ χρονιά,
Πού τὸν ἐγκρέμισες γιὰ ξύλα,
Γιάννη φονιά!»

«Τὴ χάρη σου ἐρημοκλησάκι,
τὴν προσκυνῶ,
Βόηθα νὰ φτάσω κάποιαν ὥρα
καὶ νὰ σταθῶ...

Ἡ μάνα μου θὰ περιμένει
κι ἔχω βοσκή...
Κι εἶχα καὶ τρύγο... Τί ὥρα νάναι
καὶ τί ἐποχή;

Ξεκίνησα τὸ καλοκαῖρι
-νὰ στοχαστεῖς-
Κι ἦρθε καὶ μ' ἧβρε ὁ χειμῶνας
μεσοστρατίς.

Πάλι Ἁλωνάρης καὶ λιοπύρι!
Πότε ἦρθε; Πῶς;
Ἅγιε, σταμάτησε τὸ λόγκο,
ποῦ τρέχει ἐμπρός.

Ἅγιε, τὸ δρόμο δὲν τὸν βγάνω
-μὲ τί καρδιά;-
Θέλω νὰ πέσω νὰ πεθάνω,
ἐδῶ κοντά.»

Πέφτει σὰ δέντρο ἂπ΄ τὸ πελέκι...
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε τὸ δάσος,
πολὺ μακριά.

Ἐκεῖ τριγύρω οὔτε χορτάρι,
φωνὴ καμιά.
Στ΄ ἀγκάθια πέθανε, στὸν κάμπο,
στὴν ἐρημιά.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)

(πηγές από εδώ και εδώ.)