Had I wings, a photo by Eva Psarrou on Flickr.
"Δεν μπορώ να σε καταλάβω, βρε Παναγιώτη, μα τον σταυρό που σου κάνω.. Η Μίνα σ' αγαπάει και ξέρω ότι την αγαπάς κι εσύ, κάντε μια προσπάθεια ακόμα, βρε αγόρι μου, αμαρτία από τον Θεό να χαλάσετε έτσι το σπίτι σας!" Ήταν η ίδια υποδοχή που του επιφύλασσε κάθε φορά που τον επισκεπτόταν στο γηροκομείο και η συζήτηση γυρνούσε σταθερά στο θέμα της Μίνας και του γάμου τους. Αγαπιόντουσαν τόσο, δεν είχε άδικο ο γέρος του, μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευε ότι ήταν μια χαρά μεταξύ τους, τι είχε πάει στραβά;...Είχαν γνωριστεί στη Γερμανία, εκείνος γεννημένος εκεί, εκείνη είχε πάει να κάνει το μεταπτυχιακό της στην ψυχολογία. Συναντήθηκαν στο πάρτυ ενός φίλου του, ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον κεραυνοβόλα, παντρεύτηκαν εκεί, χώρισαν εδώ.. Δεν πρόλαβαν καλά καλά να τακτοποιηθούν με το σπίτι τους, με τις δουλειές τους και χώρισαν.. Λες και ο τόπος δεν τους ήθελε... Η αλήθεια είναι βέβαια ότι εκείνη δεν ήθελε τον τόπο, του το είχε πει, άλλωστε, από πριν φύγουν από την Γερμανία. Της άρεσε η ζωή εκεί, ο τρόπος που ήταν όλα ρυθμισμένα ως την τελευταία λεπτομέρεια, της άρεσε αυτό το ελεγχόμενο περιβάλλον που πρόσφερε η ξένη χώρα. Εκείνος όμως πίστευε ότι ήταν ένας κύκλος που είχε έρθει η ώρα του να κλείσει. Δεν θεωρούσε τις ενστάσεις της Μίνας άξιες σοβαρής συζήτησης, εκείνος την είχε ζήσει την ξενιτιά από τα γεννοφάσκια του, κανείς δεν την ήξερε καλύτερα από εκείνον. Ενθουσιασμός ήταν που θα καταλάγιαζε με τον καιρό, ήταν σίγουρος γι' αυτό, και τότε θα έβλεπε πόσο δίκιο είχε που σκεφτόταν να επιστρέψουν.
Για τον ίδιο βέβαια δεν ήταν στην ουσία επιστροφή, αφού επιστροφή προϋπέθετε πως είχε φύγει πρώτα, ενώ εκείνος δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα. Άκουγε που συζητούσαν γι’ αυτήν οι δικοί του, ιστορίες για τον τόπο τους και τους ανθρώπους που είχαν αφήσει πίσω για να τους ζεσταίνουν τις παγωμένες νύχτες του βορρά, έβλεπε το νόστο να τους καίει τα σωθικά, η εμπειρία του ωστόσο από την πατρίδα σταματούσε εκεί. Πόσες φορές δεν άκουγε τη μάνα του να παρακαλάει τον πατέρα του να επιστρέψουν πίσω. ‘Πάρε μας από δω, δεν αντέχω άλλη ξενιτιά, θα πεθάνω... Δεν θέλω να πεθάνω στα ξένα...’ του έλεγε δακρυσμένη στις κουβέντες που έκαναν μόνοι οι δυο τους όταν νόμιζαν ότι εκείνος είχε αποκοιμηθεί με μια φωνή που λυγούσε και σίδερα. "Αγάντα γυναίκα" ήταν η σταθερή απάντηση που εισέπρατε από τον κυρ-Γιάννη, "αγάντα να ξεμπερδέψουμε πρώτα." Και έκανε ‘αγάντα’ η Ειρήνη και έσφιγγε τα δόντια μήνες, χρόνια, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε η καρδιά από το ‘αγάντα’ και πέθανε στα ξένα. Από εκείνη τη στιγμή η ψυχολογία του Παναγιώτη άλλαξε. Δεν έβρισκε πλέον κανένα ενδιαφέρον στη δουλειά του, οι γερμανοί φίλοι του του φαίνονταν αδιάφοροι, δεν τον χωρούσε το σπίτι του. Το ανέφερε στη Μίνα, όμως εκείνη δεν ήθελε ούτε να ακούσει για επιστροφή, με το που τελείωσε ήρθαν αμέσως κάποιες δελεαστικότατες επαγγελματικές προτάσεις, η μία δίπλα σχεδόν στο σπίτι τους, στο αντικείμενό της, τα λεφτά ήταν πολύ καλά, ο Παναγιώτης όμως δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό της γυναίκας του, το σαράκι του είχε ήδη ρημάξει τα σωθικά.
"Τώρα που όλοι κοιτάζουν να φύγουν από εκεί, εμείς θα επιστρέψουμε; Σύνελθε, αγάπη μου, εδώ είναι το μέλλον μας, δεν μπορείς να το δεις;" εκλιπαρούσε η Μίνα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να του αλλάξει τα μυαλά. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να το δει. Παρόλο που οι προοπτικές δεν ζωγραφίζονταν ευοίωνες αφού θα ξεκινούσε από το μηδέν σε έναν τόπο που μόνο ακουστά τον είχε, είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Κι έτσι, μια ωραία πρωία, τα μαζέψανε και φύγανε. Και η Μίνα.. τον ακολούθησε χωρίς να πει τίποτα.
Δεν ξανασυζήτησαν για το θέμα, δεν το θεώρησε απαραίτητο αφού το ζήτημα είχε λυθεί. Βρίσκονταν όλοι πίσω στην Αθήνα, ο διάδοχος ήταν ήδη στα σχαριά -είχε φροντίσει άμεσα γι' αυτό, ο καιρός περνούσε κι εκείνος δεν γινόταν νεώτερος- και δεν θα μπορούσε να είναι πιο ενθουσιασμένος για το νέο ξεκίνημα της ζωής τους στην Ελλάδα, τον τόπο του πατέρα και της μάνας του και από εδώ και στο εξής, και δικό του και της οικογένειάς του..