Σαν σήμερα, το 1870, έφυγε από τη ζωή ο Charles Dickens, ένας από τους πιο διάσημους άγγλους μυθιστοριογράφους του 19ου αι., ο οποίος άφησε πίσω του κλασικά έργα που έχουν μεγαλώσει γενιές αναγνωστών. Μερικά από τα διασημότερα έργα του, στην πλειοψηφία των οποίων κυριαρχεί το θέμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης, είναι τα: Όλιβερ Τουίστ, η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, η Ιστορία των Δύο Πόλεων, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, Μεγάλες Προσδοκίες κ.α. Η δημοτικότητά του ποτέ δεν μειώθηκε στη διάρκεια της ζωής του και θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς του 19ου αιώνα παγκοσμίως.
Ο Charles John Huffam Dickens γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812, στο Πόρτσμουθ της Αγγλίας, δεύτερο παιδί από τα οχτώ της οικογένειας Dickens. Ήταν γιος του Ιωάννου Ντίκενς, ενός δημοσίου υπαλλήλου με μικρό μισθό, ώστε ποτέ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα έξοδά του. Όταν τέλος οι δανειστές του τον κυνήγησαν και τον έριξαν στη φυλακή για τα χρέη του, ο νεαρός Κάρολος πληγώθηκε τόσο βαθιά, ώστε πήρε την απόφαση να αγωνιστεί για να γλυτώσει από τη φτώχεια και τα χρέη.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί σε εργοστάσιο βερνικιών για να συντηρήσει την οικογένειά του. Το ωράριο ήταν εξαντλητικό και η αποζημίωση ελάχιστη, αλλά αυτή η εμπειρία έστρεψε την προσοχή του μετέπειτα συγγραφέα στην κοινωνική κατάσταση και τις εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα του.
Μια απροσδόκητη κληρονομιά ήρθε να βγάλει τον Ιωάννη Ντίκενς από τη φυλακή και να απαλλάξει τον Κάρολο από τη δουλειά που μισούσε. Κατάφερε να συνεχίσει τις σπουδές του στο μέτριο Wellington House Academy, συνεχίζοντας να εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο, ως στενογράφος στο Κοινοβούλιο, καταλήγοντας εν τέλη στη δημοσιογραφία.
Σε ηλικία 21 ετών εμφανίστηκε στο λονδρέζικο περιοδικό Monthly Magazine η πρώτη του ιστορία, A Dinner at Poplar Walk και λίγο αργότερα προσελήφθη ως πολιτικός ανταποκριτής της Morning Chronicle. Στις διαθέσιμες ώρες του έγραφε διηγήματα, βάζοντας μέσα τα πρόσωπα που γνώριζε, τους ανθρώπους που συναντούσε στο δρόμο και τους τύπους που δημιουργούσε με τη γόνιμη φαντασία του, εμφυσώντας στον καθένα τη γνώριμη πνοή του Ντίκενς.
Το πρώτο του έργο, με τίτλο "Σκιαγραφήματα του Μποζ", τυπώθηκε το 1836. Την ίδια χρονιά, ένα άλλο από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκε και τον έμπασε στην καριέρα που επρόκειτο να δικαιώσει τη βαθειά πεποίθηση που είχε από τα πρώτα του παιδικά χρόνια ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλος. Το Μάρτιο του 1836 κυκλοφόρησαν τα "Χαρτιά Του Πίκγουικ", που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά βγήκε ο "Όλιβερ Τουίστ", εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό καθώς απέκτησε εννέα παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.
Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην Αμερική όσο ήταν και στην Αγγλία. Το 1842 διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε τις όχι και τόσο κολακευτικές εντυπώσεις από την Αμερική στα "Αμερικάνικα Σημειώματα" (1842) και στο "Μάρτιν Τσάζλγουϊκ" (1843-1844).
Το 1843 είχε εκδόσει τα "Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα" που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ". Ο "Δαβίδ Κόπερφιλντ" (1849-1850) είναι σχεδόν η αυτοβιογραφία του Ντίκενς. Στο έργο αυτό αποθανατίζει τον πατέρα του στο πρόσωπο του κ. Μικόμπερ, και τον εαυτό του στο πρόσωπο του Δαβίδ. Το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις "Μεγάλες Προσδοκίες".
Το 1867 μια πολύ δελεαστική προσφορά από την Αμερική τον έκανε να διασχίσει πάλι τον Ατλαντικό. Οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν μ' ένα ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου. Ξέχασαν τα όσα είχε γράψει κάποτε γι' αυτούς, αλλά κι αυτός αναίρεσε εκείνα τα λόγια του. Σ' ένα συμπόσιο που έκανε προς τιμήν του το Τυπογραφείο Ντελμόνικο της Νέας Υόρκης, έκανε μια πολύ εύγλωττη έκκληση για τη φιλία των δύο αγγλόφωνων λαών.
Το 1868 ο Ντίκενς επέστρεψε στην Αγγλία και δύο χρόνια αργότερα, το 1870, πέθανε στο Ρότσεστερ. Η σωρός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ, αφού η μοίρα του επληρώθηκε αφήνοντας στον κόσμο τα αθάνατα έργα που είχε δημιουργήσει και που θα είναι αιώνια μνημεία του μεγαλείου του.
4 σχόλια:
Μεγαλος ο Ντικενς
ναι
βιογραφος της εποχης του ρομαντικος και συναμα τοσο περιγραφικος
Απολυτα ατμοσφαιρικος
καποιους ηρωες του ακομα τους φοβαμαι οταν τους φερνω στο νου μου
Λατρευα να τον διαβαζω ...
Τον γνωρίζω μόνο από τα βιβλία του που γυρίστηκαν ταινίες. Τις λάτρεψα όλες! Με τη βιογραφία του με κάνεις να θέλω να τον διαβάσω.
Ευχαριστώ Ευαγγελία μου για την πολύ κατατοπιστική βιογραφία και τον κατάλογο των έργων του.
Καλό ξημέρωμα!
@Talisker, έχεις δίκιο για το πώς μπορεί να εξάψουν την παιδική φαντασία - και όχι μόνο - οι γκροτέσκ χαρακτήρες και η γοτθική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο έργο του. Όμως, αυτό που έχει μείνει σε μένα είναι ότι παρόλα αυτά, παρόλη την εξαθλίωση και όλα τα μίζερα που γίνονται θέμα του, πάντα υπάρχει ένα καλό όνειρο να περιμένει στο τέλος του εφιάλτη. Είναι αυτό το "ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα" που περιμένω να διαβάσω, η δοκιμασία που δεν γίνεται για την δοκιμασία και το σασπένς, αλλά που οδηγεί στον σκοπό της ύπαρξής της, την κάθαρση, την εξιλέωση, την δικαίωση. Στο "ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα", δηλαδή! :-)
Πολλά φιλιά!
@Margo, ένα κείμενο που γίνεται έναυσμα για να ανοίξει ένα βιβλίο, τι καλύτερο θα μπορούσες να μου γράψεις;!! Να' σαι καλά, γλυκιά μου Margo! :-)
Πολύ όμορφο αφιέρωμα, για μια φοβερή προσωπικότητα.. Καλησπέρα!
Δημοσίευση σχολίου