Είχα ακούσει γι’ αυτό, είχα διαβάσει, είχα δει φωτογραφίες, φέτος όμως διαπίστωσα πως μόνο αν το ζήσεις μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει Καρναβάλι στη Βενετία. Δεν ξέρω αν φταίει η γεωφυσική ιδιαιτερότητα της πόλης που την κάνει τόσο μοναδική, το γεγονός ότι καταφέρνει να μένει απαράλλακτη μέσα στον χρόνο διατηρώντας το ιδιαίτερο χρώμα και χαρακτήρα της, το ότι βυθίζεται χειμώνα-καλοκαίρι από τα εκατομμύρια των επισκεπτών της, όπως ακριβώς βυθίζεται και η ίδια χιλιοστό-χιλιοστό μέσα στα παλιρροϊκά νερά της φυσικής λιμνοθάλασσας που την περιβάλλει, γεγονός είναι πως η γοητεία που αποπνέει η πόλη της Βενετίας είναι διαχρονική και ανεξίτηλη.
Χτισμένη πάνω σε μια ανομοιογενή επιφάνεια εκατό και πλέον χαμηλών νησιών που ενώνονται μεταξύ τους με χτιστές γέφυρες (αρχικά ήταν ιδιωτικές που για τη χρήση τους χρεώνονταν διόδια και καμιά δεν είχε κιγκλιδώματα, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο κατά τη διάρκεια της νύχτας), η Βενετία είναι περισσότερο στραμένη προς το παρελθόν παρά στο παρόν της. Λίγα οικοδομήματα έχουν αλλάξει τα τελευταία 200 χρόνια, αν και η χρήση τους, ειδικά στα παλάτσα, τις αποθήκες και τις μονές της, έχει προσαρμοστεί στα σύγχρονα τουριστικά δεδομένα κι έχουν γίνει καταστήματα, ξενοδοχεία, διαμερίσματα, μουσεία και κέντρα αποκατάστασης έργων τέχνης. Ήδη από το 1500, η πόλη είχε αποκτήσει σχεδόν τη μορφή που έχει σήμερα.
Λόγω των εξαιρετικά αντίξοων συνθηκών, οι Βενετοί οικοδόμοι ανέπτυξαν τεχνικές κατασκευής ανθεκτικές στην διάβρωση, τις παλίρροιες και το λασπώδες υπέδαφος. Όλα τα οικοδομήματα της πόλης στηρίζονται σε πασάλους από ξύλο βελανιδιάς και πεύκου τοποθετημένους σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μην απελευθερώνεται οξυγόνο – ζωτικό για τα μικρόβια που προκαλούν την αποσύνθεση – κι έτσι να μη σαπίζουν. Συχνά, τα καμπαναριά γέρνουν εξαιτίας της αστάθειας του υπεδάφους, ανάμεσά τους και το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου, η δική μας ορθόδοξη εκκλησία που βρίσκεται στην καρδιά της ελληνικής παροικίας, πίσω από την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου ύψους 98,5 μέτρων δεν γλίτωσε, αφού κατέρρευσε το 1902, μετά από 1000 χρόνια από την κατασκευή του. Όταν ξαναχτίστηκε, χρησιμοποιήθηκαν και πάλι ξύλινα θεμέλια διπλάσια σε μέγεθος από τα αρχικά.
Μια πόλη χωρίς δρόμους, έκανε δρόμους τα κανάλια της. Πριν τη σύνδεσή της με τον σιδηρόδρομο, οι επισκέπτες έφταναν κυρίως με πλοίο, γι’ αυτό και μόνο οι προσόψεις των κτηρίων που αντίκριζαν το κανάλι ήταν περίτεχνα διακοσμημένες. Οι πιο σημαντικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που απαντά κανείς στα παλάτσα της Βενετίας είναι ο βυζαντινός (12ος-13ος αι.), ο γοτθικός (13ος-μέσα 15ου αι.), ο αναγεννησιακός (15ος-16ος αι.) και ο μπαρόκ (17ος αι.). Η γνώση των θαλάσσιων δρόμων της πόλης είναι άμεσα συνυφασμένη με τους γονδολιέρηδες, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του συμβολισμού και της γραφικότητας της Βενετίας. Η γνώση περνά από πατέρα σε γιο και εξακολουθεί και παραμένει αντρικό προνόμιο μέχρι και σήμερα. Η γόνδολα, με τον λεπτό κορμό και την επίπεδη κάτω πλευρά, κατασκευασμένη με τεχνικές του 1880, έχει το κατάλληλο σχήμα ώστε να πλέει στα στενά και ρηχά κανάλια. Κάποτε χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά αγαθών από την αγορά στα παλάτσα, σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως για τουριστικές βόλτες, προσφέροντας μια εντελώς διαφορετική οπτική της πόλης, μιας και το να γλιστρά κανείς στα ήσυχα νερά που βρέχουν πλούσια αρχοντικά με ένα μέσο μεταφοράς χιλίων χρόνων αποτελεί μια πραγματικά ανεπανάληπτη εμπειρία.
Παρόλο που η Βενετία προσφέρεται για διακοπές όλο τον χρόνο, οι δέκα μέρες της γιορτής του Καρναβαλιού είναι ιδιαίτερα ξεχωριστή περίοδος. Το Καρναβάλι της Βενετίας έχει τις ρίζες του στον 11ο αιώνα. Μετά από μια περίοδο παρακμής που ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, αναβίωσε ξανά το 1979. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη, που η Πολιτεία αναγκάστηκε να κλείσει τους δρόμους που οδηγούσαν στην πόλη. Σήμερα, εξακολουθεί και διατηρεί το χρώμα αλλοτινών εποχών. Σκοπός του Καρναβαλιού δεν είναι να σατιρίσει το σήμερα, αλλά να αναβιώσει το χτες. Πληρώματα με φανταχτερά κοστούμια από βαριά βελούδα, σατέν και ανεκτίμητες βενετσιάνικες δαντέλες, παπούτσια και τσάντες εποχής, κοσμήματα και κονκάρδες, πολύχρωμα φτερά και, φυσικά, τις διάσημες βενετσιάνικες μάσκες, φτιαγμένες με την τεχνική του παπιέ μασέ (πεπιεσμένο χαρτί) και επεξεργασμένες έτσι ώστε να φαίνονται σαν φίνες πορσελάνες, όλες ζωγραφισμένες στο χέρι με περίτεχνα μοναδικά σχέδια, κατακλύζουν την πιάτσα Σαν Μάρκο, όπου δεσπόζουν η μεγάλη Βασιλική και το Παλάτι των Δόγηδων, και όλα τα στενά της πόλης, ποζάρουν στην προθήκη του καφέ Florian, το αγαπημένο στέκι του λόρδου Βύρωνα, μπλέκονται ανάμεσα στον κόσμο, φωτογραφίζονται μαζί του, δίνοντας μια μαγευτική ατμόσφαιρα στην ήδη μαγευτική πόλη της Βενετίας. Την Κυριακή της Αποκριάς στήνεται μια ξέφρενη γιορτή στην πλατεία, όπου διαγωνίζονται πληρώματα από όλο τον κόσμο, ώστε να αναδειχτεί η πιο πρωτότυπη αποκριάτικη στολή, πέρσι, μάλιστα, η ελληνική ομάδα κατέκτησε την τρίτη θέση. Τα ιταλικά τηλεοπτικά κανάλια ανέφεραν ότι από το πρωί ως το μεσημέρι της Κυριακής πέρασαν από την πιάτσα Σαν Μάρκο περί τους 250.000 επισκέπτες. Το Καρναβάλι λήγει την Τρίτη, όπου γεμίζει ο ουρανός πυροτεχνήματα.
Μπορεί οι λαμπρές τοιχογραφίες των αρχοντικών να έχουν ξεθωριάσει, τα πολύτιμα μάρμαρα να έχουν φθαρεί και τα θεμέλια των κτηρίων να έχουν διαβρωθεί από τις παλίρροιες, μπορεί τα καλοκαίρια η μυρωδιά από τα στάσιμα νερά των καναλιών να είναι αποπνικτική, όμως η Βενετία που λατρεύτηκε και υμνήθηκε από ποιητές, διανούμενους και ζωγράφους, με τον Άγιο Μάρκο, το Παλάτσο Ντουκάλε, τη γέφυρα των στεναγμών, το Ριάλτο, το Κανάλε Γκράντε, τα μοναδικής ομορφιάς νησιά της λιμνοθάλασσάς της (Τορτσέλο, Λίντο, Μουράνο, Μπουράνο), τα ανεκτίμητα έργα τέχνης σπουδαίων ζωγράφων όπως ο Βερονέζε, ο Τιτσιάνο, ο Καναλέττο, ο Μπελίνι, ο Τιντορέτο, ο δικός μας Δομήνικος Θεοτοκόπουλος κτλ., η πάλαι ποτέ αυτοκράτειρα των θαλασσών Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, η Βενετσιά που φιλοξένησε τους Έλληνες μετά την Άλωση της Πόλης και έγιναν η μαγιά που θα φούσκωνε το ζυμάρι της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, η πόλη που πασκίζει να στηριχτεί στα ξύλινα θεμέλιά της και που βυθίζεται ένα τέταρτο του χιλιοστού χρόνο με τον χρόνο, εξακολουθεί να αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου με την αξιοπρέπεια μιας ξεπεσμένης αριστοκράτισσας, παραμένοντας μία από τις πιο μαγευτικές πόλεις της Ευρώπης που αξίζει κανείς να επισκεφτεί τουλάχιστον για μία φορά στη ζωή του.