4.12.09

Ποιητικά

Ένας κόκκος άμμου για να γίνω έρημος
Ένα άγουρο φύλλο για να γίνω άνοιξη
Μια ξαφνική σταγόνα για να γίνω βροχή
Μια ατίθαση νότα για να γίνω μουσική
Μια τρυφερή λέξη για να γίνω ποίημα
Ένα αθόρυβο κύμα για να γίνω θάλασσα
Μια φευγαλέα σπίθα για να γίνω φλόγα
Μια απρόσμενη στιγμή για να γίνω χρόνος
Μια μικρούλα απρόσμενη στιγμή
χρόνος να γίνω και ζωή
άνεμος, νύχτα γιορτινή
χείμαρρος, έμπνευση, σιωπή
όρκος κι ευχή αληθινή.


***

3.12.09

Αν είχε η μοίρα

Αν το’ χε η μοίρα που φυλούν για μένανε τα άστρα
την τελευταία αναπνοή ν’ αφήσω της ζωής μου
τούτη την ώρα, τη στιγμή, σε τούτο εδώ το πλοίο
που θάλασσες, κύματα βουνά κι ανέμους διασχίζει
αρπάζοντάς με βάναυσα απ’ όσα έχω αγαπήσει
ίχνος δεν θα’ νιωθα οργής, μήτε κανένα φόβο,
ο πόνος τόλμη θα’ ψαχνε να βρει για να μ’ αγγίξει
και δάκρυ δεν θα έβρεχε ξανά στο μάγουλό μου
Εχθροί λειψοί που ωχριούν μπροστά στη μόνη αλήθεια
δύναμη που’ χει και ισχύ για μένανε μονάχα
σα να μην πάλεψαν ποτέ να μπουν μες στην καρδιά μου
πάνω απ’ όσα ορίζει ο νους κι απ’ όσα δεν ορίζει
πέρα που ζει απ’ τα πέρατα του τόπου και του χρόνου
την ιερή των ιερών, τη θεία των πιο θείων
τώρα, που τίποτα στη γη δεν φτάνει να με φτάσει
Κι αν αντιστάθηκα γερά, μ’ όσες δυνάμεις είχα
όμως, δεν ήταν αρκετό, όπως ποτέ δεν είναι -
πώς θα μπορούσε τάχατες, γυναίκα σα διαβαίνεις;.. -
Στέκομαι στήλη άλατος ακίνητη στο χρόνο,
ώσπου η μοίρα μου ξανά ανατολή να φέξει.


***

23.9.09

Van Gogh: Ο πυρετός του χρώματος


Για μια ακόμη χρονιά το Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο του Ιδρύματος Ευγενίδου υποδέχεται τους φίλους του με μια νέα φαντασμαγορική όσο και τρυφερή ταινία αφιερωμένη σε έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών: τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Πρόκειται για την νέα ταινία θόλου «VAN GOGH: Ο πυρετός του χρώματος», μέσα από την οποία ο τεράστιος θόλος του Πλανηταρίου θα γεμίσει με το εκθαμβωτικό κίτρινο των χωραφιών με τα καλαμπόκια αλλά και με το βαθύ μπλε του έναστρου νυκτερινού ουρανού, που με τόση ομορφιά αποτύπωσε στον καμβά ο «μαέστρος» του χρώματος Βαν Γκογκ.

Η ταινία, που ξεκίνησε να προβάλλεται στο κοινό στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, μας δίνει την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη σύντομη, θυελλώδη ζωή και συνάμα την σπουδαία καλλιτεχνική πορεία του μεγάλου δημιουργού -από την ηλικία των 27 ετών ως και τον τραγικό του θάνατο στα 37 του χρόνια- τη δεκαετία εκείνη δηλαδή κατά την οποία ο παγκόσμιος πολιτισμός έγινε πλουσιότερος κατά 900 τουλάχιστον έργα του.

Κάνοντας ένα εικονικό ταξίδι στον χρόνο και τον χώρο γνωρίζει κανείς το έργο ενός μεγάλου δημιουργού, ενός ανθρώπου που έφερε την επανάσταση στον χρώμα και βέβαια θα απολαύσουμε μερικά από τα πιο σημαντικά έργα στην Ιστορία της Τέχνης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι για την ολοκλήρωση της ταινίας αυτής συνεργάστηκαν μερικά από τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης, όπως το μουσείο D' Orsay στη Γαλλία αλλά και τα Μουσεία Van Gogh και Kroller Muller στην Ολλανδία, ενώ συμμετείχαν ακόμη τα Μουσεία: Maison Van Gogh, το Fundacion Colleccion Τhyssen –Bornemisza, και το Μusee Rodin, αλλά και έμπειρες εταιρίες όπως η MacGillivray Freeman Films, η La Geode και η Camera Lucida Productions.
Στην Ελλάδα, την ταινία «έντυσαν» με την φωνή τους και με ιδιαίτερη επιτυχία οι ηθοποιοί Κώστας Τζούμας και Θέμις Μπαζάκα.

Παράλληλα με την προβολή της ταινίας, το Ίδρυμα Ευγενίδου προγραμματίζει εκδηλώσεις για παιδιά. Πρόκειται για μια σειρά μαθημάτων ηλεκτρονικής εικονογράφησης με τίτλο «Το χρώμα μέσα από τα μάτια του Van Gogh», τα οποία θα πραγματοποιηθούν από τον εικονογράφο Αντώνη Ασπρόμουργο στον φιλόξενο χώρο της Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Ευγενίδου.
Τα παιδιά θα μπορούν να παρακολουθήσουν το μάθημα χωρίς κόστος αρκεί να έχουν πρώτα δηλώσει συμμετοχή. Περισσότερες πληροφορίες για τα μαθήματα οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούν να πάρουν από την Ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ευγενίδου (http://www.eugenfound.edu.gr/).


29.8.09

"Nelly's"

Το όνομά της ήταν Έλλη Σουγιουλτζόγλου – Σεραϊδάρη, έμεινε όμως γνωστή με την αγγλική εκδοχή του ψευδωνύμου της, με το οποίο επέμενε να υπογράφει όλες της τις δημιουργίες. Ο λόγος για την παγκοσμίου φήμης Ελληνίδα φωτογράφο «Nelly’s». Η Μικρασιάτισσα από το Αϊδίνι με την καλλιεργημένη προσωπικότητα και τον ανήσυχο χαρακτήρα κατάφερε να αναστατώσει μια ολόκληρη κοινωνία και να καθιερωθεί στο παγκόσμιο πάνθεον της καλλιτεχνίας ως κορυφαίο όνομα στο είδος της.

Προερχόμενη από εύπορη οικογένεια, έφυγε μετά την καταστροφή του Αϊδινίου από τα τουρκικά στρατεύματα για τη Σμύρνη κι από εκεί για τη Δρέσδη, όπου και σπούδασε αρχικά μουσική και ζωγραφική και στη συνέχεια φωτογραφία όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Εκεί βρισκόταν όταν άκουσε για την καταστροφή της Σμύρνης και τη σφαγή των Ελλήνων Μικρασιατών από τους Τούρκους. Οι γονείς της ανήκαν στους τυχερούς που κατάφεραν να διαφύγουν στην Ελλάδα.

Στην Αθήνα η Έλλη – Nelly’s εγκαταστάθηκε το 1924, όπου και άνοιξε ένα φωτογραφικό εργαστήρι στην οδό Ερμού. Γερμανικής, αρχικά, επιρροής, σύντομα η τέχνη της στράφηκε προς μια ελληνοκεντρική θεματογραφία για να φτάσει τελικά να συνδεθεί άρρηκτα με την αποτύπωση της αθηναϊκής κοινωνίας του Μεσοπολέμου, της ελληνικής ομογένειας, αλλά κυρίως με την ανάδειξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Τρία χρόνια μετά, αποφάσισε να περιοδεύσει ανά την Ελλάδα και να γνωρίσει από κοντά την ελληνική ύπαιθρο και τους ανθρώπους της, τα οποία αποθανάτισε με τον φωτογραφικό της φακό. Το υλικό της εκείνης της περιόδου συνέθετε μια «ειδυλλιακή» Ελλάδα, αγνή, ανόθευτη, ενώ η τεχνική της αποκτούσε όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά που θα σφράγιζαν τη μοναδικότητα της δουλειάς της, όπως η κινητικότητα και η ελευθερία. Τόποι εξορίας και εγκατάλειψης μετατράπηκαν ως δια μαγείας σε «παραδείσους», γεμάτους ονειρεμένα τοπία, φιλόξενους ανθρώπους και μνημεία αιώνιας αρμονίας και ομορφιάς.

Παρόλο που η εποχή είχε γεννήσει κι άλλους εξίσου αξιόλογους φωτογράφους, όπως η Παπαϊωάννου, ο Μελετζής, ο Μπαλάφας κτλ., οι δυτικοί αμέσως αγκάλιασαν την τέχνη της Έλλης, επειδή το «βλέμμα» της συνηγορούσε περισσότερο με την εικόνα που είχαν φτιάξει εκείνοι για την Ελλάδα του μεσοπολέμου. Αν αποτύπωνε το πραγματικό πρόσωπο της Ελλάδας στον φακό της, της φτώχειας, της μιζέριας, του πόνου, της προσφυγιάς, ίσως να μην έβλεπε ποτέ το φως της αναγνώρισης και της δόξας, ούτε εκείνη ούτε η χώρα, που δεν μετρούσε καλά-καλά αιώνα από την επέτειο της σύστασής της σε κράτος. Οι φωτογραφίες της κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό, μέσα από επίσημα τουριστικά έντυπα, προωθώντας μια ιδιότυπη φωτογραφική «ματιά», που παρόλο που ανήκε σε εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου, στάθηκε αρκετά ισχυρή ώστε να αποτελέσει αντιπροσωπευτικό σύμβολο της ελληνικής «τουριστικής φιλοσοφίας».

Γεννημένη σε μια εποχή που το γυναικείο φύλο βρισκόταν ακόμη στην αναζήτητη της ταυτότητάς του, η Nelly’s προχωρούσε ακάθεκτη χαράσσοντας έναν δικό της δρόμο, χωρίς όμως να απαρνηθεί τα ευρωπαϊκά κεκτημένα, τα οποία δεν μιμήθηκε αλλά αφομοίωσε και προσάρμοσε με επιτυχία στα δεδομένα του ελληνικού σκηνικού. Διατήρησε την ιδεολογία του νεοκλασσικισμού, η σκηνοθεσία παρέμεινε στητή και επιτηδευμένη, όμως χειραγώγησε το μέσον της σχεδόν ζωγραφικά (η συγκεκριμένη τεχνική είναι γνωστή ως τεχνική bromoil, σύμφωνα με την οποία: "...ο φωτογράφος παίρνει σημείωση, απλούν καμβά του τοπίου, επάνω στο οποίο πρέπει να ξαναφτιάξει με το πινέλο. Kι έτσι μπαίνει κι αυτός στη ζωγραφική... ώστε καλές μοντέρνες φωτογραφίες από καλλιτέχνες φωτογράφους, να είναι απείρως καλύτερες από πλήθος κακότεχνων ζωγραφικών πινάκων... H φωτογραφία σβήνει σχεδόν εντελώς, μένει μόνο το αχνό περίγραμμα των πραγμάτων, ένα ιχνογράφημα ... αυτό πρέπει να γεμίσει, να γίνει πίναξ, ... η ελευθερία του τεχνίτη δεν είναι απόλυτη, όπως του καλλιτέχνου μπροστά στο μουσαμά, είναι αρκετή εν τούτοις για να φανεί μια καλλιτεχνική αντίληψις... η ελληνική φωτογραφία μπαίνει με την εξαίρετη αυτή εργασία στη σειρά των καλύτερων ευρωπαϊκών..." (έκθεση Σπύρου Μελά 1929, Ξανθάκης 1991). Η Nelly’s υιοθέτησε αυτή την τεχνική στη δουλειά της, επιζητώντας για την τέχνη της φωτογραφίας το πολυπόθητο από όλους τους φωτογράφους της Ευρώπης χρίσμα των ακαδημαϊκών καλών τεχνών. Η τεχνική βέβαια δεν ευόδωσε για πολλά χρόνια ακόμη, όμως άνοιξε το δρόμο για την «καθαρή» Φωτογραφία, ως αυθύπαρκτη και ισότιμη τέχνη και την αναβάθμιση του φωτογράφου από τεχνίτη σε καλλιτέχνη.

Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί θησαυροί της χώρας ζωντάνευαν μέσα από τον φακό της δυναμικής Ελληνίδας, η οποία πειραματιζόταν ακατάπαυστα με το φυσικό φως, έπρεπε να φτάσει όμως μέχρι την τελική ρήξη με την συντηρητική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα, με τη σειρά των γυμνών πορτραίτων της στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, για να καθιερωθεί ως παγκόσμιο αστέρι και να αναδειχτεί σε κορυφαία φωτογράφο του μεσοπολέμου. Οι φωτογραφίες των χορευτριών Πάϊβα και Νικόλσκα με φόντο την Ακρόπολη, θεωρούνται μέχρι και σήμερα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή καλλιτεχνικά δείγματα της ελληνικής φωτογραφίας. Η αρμονία, ο ερωτισμός, το κάλλος, η χάρη, η κίνηση της αρχαίας κόρης, πίσω από αραχνοΰφαντα πέπλα και με το κύρος ενός παγκόσμιου μνημείου για σκηνικό εξακολουθούν και σαγηνεύουν μέχρι σήμερα παγκοσμίως.

Κάποιοι την κατηγόρησαν πως με το μαγικό ραβδάκι της παραμόρφωσε ή και πλαστογράφησε την εικόνα μιας μη πραγματικής Ελλάδας. Κάποιοι έφτασαν και στη σκέψη πως τελικά, μέσα από τη δική της ματιά και, κατ’ επέκταση, την δυτικο-ευρωπαϊκή, όριζε συνειδητά τι αξίζει και τι δεν αξίζει να φωτογραφηθεί, ποια Ελλάδα δηλαδή αξίζε προβολής ή όχι. Την κατέκριναν γι’ αυτό, για το ότι κατασκεύασε μια άλλη κοινωνία, μια ελληνική πραγματικότητα με επιλεκτικά στοιχεία, που δεν ζωγράφιζαν το πραγματικό, αλλά ένα άλλο, εξιδανικευμένο πρόσωπο, εκείνο που ήθελε να βλέπει η Ευρώπη. Ίσως και να είναι έτσι. Όμως, πάλι, ποια μορφή τέχνης αποστασιοποιείται από το γίγνεσθαι της εποχής; Ο ακαδημαϊσμός έδινε και έπαιρνε εκείνη την εποχή. Οι βαυαρικές μνήμες και αντιλήψεις ήταν ακόμα κραταιές. Ήταν μια προσέγγιση που εξυπηρετούσε και βοηθούσε. Η Ελλάδα ακόμη πάσχιζε να οριοθετηθεί, να αποσαφηνίσει θεσμούς, αξίες, δεν είχε ακόμη δικά της σταθερά θεμέλια, δεν είχε αυτονομία, όσο κι αν το ήθελε. Αυτή ήταν η ιστορική της πραγματικότητα, αυτήν ακολουθούσε και η καλλιτεχνική πραγματικότητα.

Μετά το «σκάνδαλο» της γυμνής φωτογράφισης στον Παρθενώνα, το οποίο ποδηγέτησε το χριστιανικό ιερατείο, και παρά τη συμπαράσταση που δέχτηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο, η Nelly’s δεν έμεινε περισσότερο στην Ελλάδα. Έφυγε για την Αμερική όπου και έμεινε για τα επόμενα 25 χρόνια, προσανατολίζοντας τη θεματική της στη διαφημιστική και έγχρωμη φωτογραφία, καθώς και το φωτορεπορτάζ. Στην Ελλάδα επέστρεψε στη δύση της ζωής της, όπου και πέθανε στην Αθήνα το 1998, σε ηλικία 99 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα πολυσύνθετο έργο, που, παρά τις όποιες αντιδράσεις, εισήγαγε τη χώρα στον παγκόσμιο στίβο της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, κάνοντάς την γνωστή στα πέρατα του κόσμου. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη. 



27.8.09

Καφέ "Στοά"



Το καφέ "Στοά" είχε πάρει το όνομά του από την στοά που βρισκόταν στο ισόγειο του κτηρίου, λίγες δεκάδες μέτρα πιο μακριά από το πανεπιστήμιο, στο οποίο στεγάζονταν βιβλιοπωλεία και κάποιοι εκδοτικοί οίκοι της Αθήνας. Στο τέλος του στεγασμένου χώρου υπήρχε μια μεγαλόπρεπη σκάλα από ολόλευκο μάρμαρο με ρηχά σκαλοπάτια, η οποία οδηγούσε σε ένα τεράστιο αίθριο, στον επάνω όροφο, πνιγμένο κυριολεκτικά στο πράσινο. Ασημόφυλλες ελιές φυτεμένες σε τεράστια πιθάρια κάλυπταν διακριτικά τις κολώνες και τις τυφλές επιφάνειες του χώρου, ενώ σκουρόχρωμοι αειθαλείς θάμνοι σε χαμηλές κεραμικές ζαρντινιέρες κοσμούσαν καλαίσθητα την κάθε του γωνιά. Εκεί μέσα, σ’ αυτή τη μικρή τεχνητή όαση, βρισκόταν το καφέ "Στοά", ένας φιλόξενος χώρος με ξύλινα έπιπλα και αναπαυτικά καθίσματα, που για τη διακόσμησή του, είχαν επιλεγεί γήινες γλυκές αποχρώσεις σε μπεζ της άμμου, ζεστό πορτοκαλί, και τερακότα.

Το υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα, η οπτική και ακουστική απομόνωση από τον περιβάλλοντα εξωτερικό χώρο, τόσο, που αν δεν ήξερες πού ήσουν, δύσκολα θα μπορούσες να φανταστείς ότι βρίσκεσαι στην καρδιά μιας πολύβουης μεγαλούπολης, αλλά και η τόσο βολική απόσταση από τη σχολή, απαριθμούσαν μερικά μόνο από τα προτερήματα που το είχαν καταστήσει ιδανικό στέκι για τους πανεπιστημιακούς από την πρώτη κιόλας στιγμή που ξεκίνησε τη λειτουργία του. Εκεί μαζεύονταν στα κενά για να απολαύσουν τον καφέ ή το ποτό τους, άλλες φορές με την ησυχία τους χαμένοι στις ατέλειωτες σελίδες των δαιδαλωδών σημειώσεων και χειρογράφων τους, άλλες πάλι φορές μαζεμένοι σε πηγαδάκια των οκτώ ή δέκα ατόμων, και τότε ήταν που ο τόπος μεταμορφωνόταν εν ριπή οφθαλμού σε κυψέλη που σειόταν από μια απρόσμενη εκρηκτική ενεργητικότητα, όσο οι πρωτοπόρες σκέψεις και ιδέες που ακόμη μύριζαν μελάνι διαδέχονταν η μία την άλλη, μέχρι που οι στάλες γίνονταν βροχή και η βροχή καταιγίδα, και όλοι ανεξαιρέτως, ως και οι πιο σκληροπυρηνικοί, χόρευαν εκστατικά τσαλαβουτώντας ξυπόλητοι στις λασπολακκούβες της έμπνευσης και ξεχνώντας ορθολογισμούς και συμβάσεις, κι ας ήξεραν πως οι περισσότερες – αν όχι όλες – ήταν καταδικασμένες a priori να παραμείνουν θεωρίες, κι ας ήξεραν πως όλος αυτός ο οργασμός δεν θα βαστούσε παραπάνω από όσο μια ξαφνική καλοκαιρινή νεροποντή. Λίγη σημασία είχε όμως αυτό, αφού όλο το κλίμα άλλαζε συθέμελα και οι φωνές υψώνονταν και τα αίματα άναβαν, όπως ακριβώς συνέβαινε και στα πάντοτε γεμάτα με καπνό καφέ της Μονμάρτης του 19ου αιώνα, με τους τότε διανοούμενους και καλλιτέχνες, που ονειροπόλοι και ιδεαλιστές, συνωστίζονταν από όλα τα μέρη του κόσμου στην πόλη της τέχνης και της διανόησης, για να συμμετάσχουν κι αυτοί στην καλλιτεχνική επανάσταση, να αποτελέσουν μέρος της ιστορίας, σ’ αυτή τη μία πόλη, που στα μάτια όλων αυτών των μεθυσμένων από τη φλόγα της δημιουργίας και του πράσινου αψεντιού καλλιτεχνών, είχε μεταμορφωθεί σε μηχανή ονείρων για τρανή καριέρα και φήμη που θα κρατούσε αιώνια…



***

25.8.09

Για γέλια και για κλάματα


Ευτυχώς που δε θρηνήσαμε θύματα! Αυτό δεν είπαν οι αρχές; Τελείωσε το θέμα. Για 150 σπίτια που κάηκαν θα μιλάμε; Ε, ας πρόσεχαν. Ποιος τους είπε να χτίσουν σε πευκοδάσος; Τι; Δεν ήταν πευκοδάσος αυθής εξαρχής; Κάποτε ήταν δάσος από κυπαρίσσια και βελανιδιές, ευκάλυπτους και έλατα και πουρνάρια και δεκάδες άλλα είδη που πλούτιζαν τη χλωρίδα μας; Πότε κάποτε; Πριν ξανακαούν; Και πως όλη η Ελλάδα κατακλύζεται από πεύκα σήμερα επειδή το πεύκο είναι το ανθεκτικότερο όλων αυτών των δέντρων και μπορεί και αυτο-αναδασώνεται και επιβιώνει, όταν κανένα άλλο δεν έχει τη δύναμη να το κάνει; Μα, με αυτά θα ασχολούμαστε; Το ότι ό,που πεύκο σημαίνει ότι πρόκειται για περιοχή που έχει καεί και στο παρελθόν; Καλά. Περσινά ξινά σταφύλια. Φυσικά και δεν φταίμε εμείς που κάηκε το σύμπαν, πόσο μάλλον το κράτος. Τα κουκουνάρια φταίνε που πάνε και εκτοξεύονται όπου να’ ναι, για να μας χαλούν το συντονισμό.

Ευτυχώς πάντως που δεν θρηνήσαμε θύματα. Μπροστά σ’ αυτό, τι είναι 150.000 στρέμματα παρθένας φύσης που θα κάνει μερικούς αιώνες για να αποκατασταθεί; Αν προλάβει δηλαδή, πριν το ξανακάψουν. Κάτσε να υπολογίσω: 25.000 στρέμματα κάηκαν στην Πάρνηθα πρόπερσι, 150 δια του 25 μας κάνουν… 6 Πάρνηθες, καλά τα υπολόγισα; Αξίζει να μιλάμε για 6 Πάρνηθες, μωρέ τώρα; Ούτε για το Έβερεστ να μιλούσαμε… Γκρίνια, γκρίνια…

Μη μου πείτε να μιλήσουμε τώρα για την άνευ προηγουμένου οικολογική καταστροφή που συνέβη έξω από την πόρτα μας; Στις παρυφές της πρωτεύουσας; Ε, καλά τώρα. Μαθημένοι δεν είμαστε πια; Λίγοι ρίποι παραπάνω, λίγα περισσότερα σωματίδια στον αέρα, 2-3 βαθμοί παραπάνω στο θερμόμετρο, καλό θα μας κάνουν, παραδεχτείτε το. Θα αποκτήσουμε περισσότερη ανοσία στη βρώμα, τη σήψη και τη δυσωδία παντός είδους και προέλευσης. Θα είμαστε παντός καιρού, 4Χ4, δε θα μας πιάνει τίποτα.

Αφού όλα λειτούργησαν ρολόι. Το είπαν και οι αρχές. Οι πυροσβεστικές μονάδες, τα ελικόπτερα, τα καναντέρ – ε, καλά τώρα, επειδή αργήσαμε 3 μέρες να ζητήσουμε βοήθεια; Είναι που δεν τη χρειαζόμασταν, μωρέ κι εσείς! Τι θέλετε, δηλαδή; Να μας λένε και ζήτουλες; Επαίτες; Άσχετο αν είμαστε. Το θέμα είναι να μην φαινόμαστε. Τι; Επειδή τώρα θυμηθήκαμε να ανακρίνουμε τον ρώσο πιλότο για τα χαρτιά του και τον εμποδίσαμε να πετάξει; Ε, ας περιμένει να σβήσουν οι φωτιές και θα πετάξει! Να τον αφήσουμε να φύγει χωρίς να γνωρίσει λίγη από την μοναδική στον κόσμο γραφειοκρατία μας; Πού θα το ξαναδεί αυτό το αξιοθέατο, μου λέτε; Πώς θα φέρει και τους συντοπίτες του να αυξηθεί και ο τουρισμός μας; Το μεροκάματό του, πάντως, δεν θα το χάσει. Άσε που σε λίγο θα σταματήσει η φωτιά από μόνη της, αφού όπου να' ναι, φτάνει στη θάλασσα. Λίγη υπομονή μόνο, όλα θα γίνουν!

Τι κλαίτε που χάσατε τις περιουσίες σας; Δεν καταλαβαίνω. Αφού η αποζημείωση έρχεται! Το είπαν οι αρχές: 3.000 ευρώ για το κάθε σπίτι! Ποιος στη χάρη σας! Τσιμπούσι θα κάνετε! Τι; Δεν φτάνουν ούτε για τα πόμολα; Ώχου, γκρίνια σκέτη είστε! Δεν σας κέρασαν νερά; Δεν σας κέρασαν Bacardi να πνίξετε τον πόνο σας; Ε, όλα δικά σας τα θέλετε, τέλος πάντων; Άσε που και χωρίς πόρτες, εδώ που τα λέμε, θα συσφιχθούν και οι σχέσεις εντός οικογενείας, θα αναβιώσουν οι καλές χαμένες μας αξίες, πού το πάτε αυτό;

Μα, γιατί τα βλέπετε όλα σαν πανωλεθρία; Γιατί κλαίτε και οδύρεστε; Ξέρετε πόσο καλό θα κάνει στην πρωτεύουσα αυτό το ξεσκαρτάρισμα; Για σκεφτείτε το: Λιγότερα κίνητρα για να μείνεις σε μια πόλη που σε πνίγει μέχρι τελευταίας ανάσας, άρα τέλος η αστυφιλία! Όλοι θα πάνε στα χωριά τους, στη γενέτειρά τους. Κι όταν θα αρχίσουν να πήζουν κι από κει, μη σκάτε, με μια φωτίτσα αναλόγων διαστάσεων, θα λυθεί το ζήτημα στο άψε-σβήσε – μάλλον στο άψε-άναψε, για να ακριβολογούμε.

Κι όσοι ξεροκέφαλοι επιμένουν να παραμείνουν σε αυτό που λέγεται πρωτεύουσα ευρωπαϊκού κράτους, το τι έχουν να δουν τα μάτια τους στην επόμενη πενταετία, καλά να' μαστε! Τι ξενοδοχειακά συγκροτήματα, τι νεροτσουλήθρες, τι malls τύπου Αμερικής, όλα τα καλούδια του κόσμου θα μας έρθουν, να κάνουμε και δημόσιες σχέσεις με τους ημετέρους, Άγγλους-Γάλλους-Πορτογάλλους, να συσφιχθούν οι διαπολιτι(στι)κές μας σχέσεις, τι ένδοξοι απόγονοι του Ξενίου Διός είμαστε, λαός της φιλοξενίας, εγώ θα σας τα θυμίζω;

Άσε που τώρα θα βλέπουμε και περισσότερο ουρανό! Θα ανοίξει το μάτι μας, τέλος και η μυωπία. Και με τόσα δέντρα λιγότερα, όλα τα σπίτια της Αθήνας θα έχουν πλέον θέα στη θάλασσα! Ποια άλλη πρωτεύουσα, βρε γκρινιάρηδες έχει όλα της τα κτήρια να βλέπουν στη θάλασσα; Αχάριστοι. Στα ύψη θα ανεβούν οι αντικειμενικές, πλούσιοι θα γίνετε.

Και κάθεστε και γκρινιάζετε. Με τόσο κάρβουνο ακόμη κι όσοι δεν πήγαν διακοπές λόγω οικονομικής κρίσης, τώρα όλοι θα φαίνονται μαυρισμένοι, λες και μόλις γύρισαν από Μύκονο! Ακόμη και γι’ αυτό φροντίζει το κράτος μας κι εμείς φωνάζουμε για αποσάθρωση. Όλα λειτουργούν ρολόι, δεν το βλέπετε; Δεν το βλέπετε πως είναι η σελήνη που λάμπει στον καταγάλανο ουρανό και όχι ο ήλιος (για να θυμηθούμε και λίγο Σαίξπηρ); Τι; Ο ήλιος είναι που λάμπει; Μα, ποιος ήλιος; Αυτός χάθηκε πίσω από τα σύννεφα του καπνού που φέρνει ο «στρατηγός» άνεμος, ξεχάστε τον αυτόν, έφυγε για άλλη χώρα.

Κι αν επιμένετε πως είναι ο ήλιος, κακό του κεφαλιού σας, θα βγείτε ο τρελός της παρέας. Ποιος θέλει να κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα, τώρα... Γιατί ο γιαλός είναι μια χαρά, τώρα για το πώς αρμενίζουμε εμείς… αυτό είναι μια άλλη ιστορία, μόνο που δεν ξέρω αν αυτή η ιστορία είναι τελικά για γέλια ή για κλάματα…


23.7.09

Ο τελετουργικός χαρακτήρας της αρχαίας ελληνικής θρησκείας



Ένα από τα κύρια γνωρίσματα που διαφοροποίησε την αρχαία ελληνική θρησκεία από τις υπόλοιπες μεσογειακές ήταν ο τελετουργικός της χαρακτήρας. Μέσα από μία σειρά λατρευτικών πράξεων που δομούσε και στήριζε την ανθρώπινη κοινωνία της πόλης-κράτους, οι Έλληνες μπορούσαν να επιδείξουν την ευσέβεια προς τους θεούς τους, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ευμένειά τους μέσα από την συνεχή και συνεπή τους εφαρμογή.

Με τον όρο τελετουργικός εννοούμε την ύπαρξη ενός οργανωμένου συστήματος που αφορούσε στην συνεπή τήρηση και εφαρμογή συγκεκριμένων πράξεων από ένα άτομο ή κοινωνικό σύνολο και καθόριζε τις σχέσεις αυτού του συνόλου με τους θεούς που λάτρευε.[1] Η διαμόρφωση του τελετουργικού χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας συντελέστηκε παράλληλα με την εδραίωση του δωδεκάθεου και την θεσμοθέτηση της λατρείας των ηρώων, σε μια περίοδο που η νεοσύστατη δομή της πόλης-κράτους χρειαζόταν την αποτελεσματικότητα ενός συμβολικού συστήματος, προκειμένου να λειτουργήσει ως συνεκτικός κρίκος μέσα στον κοινωνικό ιστό.

Η λατρευτική δραστηριότητα ήταν καθημερινή, στην οποία έπρεπε να συμμετέχουν όλοι ενεργά. Όλες οι εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής του πολίτη ήταν διαποτισμένες από μια σειρά τελετουργιών, η πιστή τήρηση των οποίων εξασφάλιζε τη διατήρηση της παράδοσης και τη συνοχή της κοινότητας. Κυρίως, όμως, εξασφάλιζε την εύνοια των θεών που προστάτευαν την πόλη. Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων δεν ήταν υπερβατικοί και απόμακροι, αλλά προσιτοί και συνδεδεμένοι με την καθημερινότητα των ανθρώπων, αφού κάθε σημαντική στιγμή της ζωής τους σημαδευόταν από την παρουσία τους. Προστάτευαν την πόλη και γι’ αυτό οι άνθρωποι έπρεπε να τους κρατούν ευχαριστημένους. Η πιστή τήρηση των τελετουργιών που συνόδευαν τις θρησκευτικές τελετές, με την αφθονία των προσφορών στα ιερά, την άψογη οργάνωση αγώνων και διαφόρων λειτουργιών, την διευθέτηση των εξόδων που συνόδευαν θυσίες και δημόσια γεύματα,[2] αναγνωρίζονταν ως εκδηλώσεις ευσέβειας και ήταν το απόλυτο ζητούμενο.

Η έννοια, λοιπόν, της ευσέβειας συνδεόταν αποκλειστικά με την σωστή εκτέλεση όλων των θρησκευτικών πρακτικών, την προσφορά δηλαδή των κατάλληλων τελετουργικών φροντίδων προς την θεότητα (θεραπεύειν).[3] Οποιαδήποτε παράλειψη ή παρατυπία επέσυρε τη θεϊκή οργή και θεωρούνταν ασέβεια τόσο σοβαρής μορφής, που το μίασμα δεν περιοριζόταν σε ατομικό επίπεδο, δηλαδή στον παραβάτη, αλλά μόλυνε όλη την πόλη. Ο ίδιος ο παραβάτης τιμωρούνταν αυστηρά, ως αντανάκλαση της ανάγκης μιας απειλούμενης από το μίασμα κοινωνίας να υπερασπιστεί την ενότητά της και την υγιή σχέση της με τους θεούς. Δείγμα αυτής της αντίδρασης ήταν η λεγόμενη τελετουργία φαρμακού[4], σύμφωνα με την οποία κάθε χρόνο η πόλη καταδίκαζε σε εξορία το πιο περιθωριακό και ψυχικά διαταραγμένο άτομο, με την πεποίθηση πως έπαιρνε μαζί του κάθε μιαρό στοιχείο της πόλης.
Όσο υλική ήταν η υπόσταση της έννοιας της μιαρότητας μέσα στα πλαίσια της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, άλλο τόσο και το αντίδοτό της, η διαδικασία της κάθαρσης, απέκτησε εξ ορισμού την ίδια υπόσταση. Συνήθως επρόκειτο για πλύση με νερό ή λουτρά και σπανιότερα για υπνοκαπνισμό, απαραίτητη τελετουργική διαδικασία σε κάθε δυνάμει μολυντικό φαινόμενο, όπως η γέννηση, ο θάνατος, ο έρωτας και η αρρώστια. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις απαιτούνταν εξαγνισμός που τελούνταν σύμφωνα με τον χρησμό που είχε δοθεί από τον κατεξοχήν θεό του καθαρμού, Απόλλωνα.[5] Οι χρησμοί, και ειδικά του μαντείου των Δελφών, γίνονταν ο φορέας του θείου λόγου και διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στον τελετουργικό χαρακτήρα του καθαρμού και κατ’ επέκταση στην θρησκευτική δραστηριότητα σε όλη τη διάρκεια των κλασικών χρόνων. Σ’ αυτό συνέβαλε και η επιλογή από την πολιτεία μιας ομάδας προσώπων, των θεωρών, με τον αρχιθεωρό να αναλαμβάνει χρέη φροντίδας της συντήρησης της αποστολής στο μαντείο, τους χρησμολόγους και μάντεις να ερμηνεύουν τους χρησμούς και τους εξηγητές να προτείνουν μεθόδους εξαγνισμού διασαφηνίζοντας σκοτεινά μέρη του τυπικού της λατρείας.[6]

Η κωδικοποίηση των τελετουργιών συντελέστηκε από πολύ νωρίς με την σύσταση γραπτών νόμων που αναρτιόνταν στις πύλες των ιερών και σε δημόσιους χώρους, ώστε να είναι προσβάσιμοι σε όλους και όχι αποκλειστικά από κάποια κλειστή ιερατική κάστα. Δεν υπήρχε η έννοια της «Εκκλησίας» ως σώμα. Ιερείς και πολίτες είχαν όλοι το δικαίωμα να υπηρετούν τους θεούς τους, αρκεί να μην είχαν μιασθεί από κάποιο παράπτωμα[7]. Δεν υπήρχαν ιερά βιβλία να πρεσβεύουν τον λόγο του θεού, αντίθετα η γνώση ήταν προϊόν μακρόχρονων εμπειρικών διαδικασιών που μετουσιώθηκαν σταδιακά στον τελετουργικό κώδικα πάνω στον οποίο στηρίχτηκε το θρησκευτικό συναίσθημα του Έλληνα πολίτη. Η παράδοση όριζε πώς και πότε θα γίνει η κάθε τελετή. Οι μήνες βαπτίζονταν από το όνομα των τελετών που διεξάγονταν τη συγκεκριμένη περίοδο και η κάθε πόλη είχε το ημερολόγιό της, για να καθορίζει χρονικά τις λατρευτικές τελετές που όφειλε να αποδώσει στους θεούς, όπως συμπόσια, αθλητικούς αγώνες, χορούς, πομπές ή θεατρικές παραστάσεις, επιδεικνύοντας την έκταση της τυπολατρείας σε όλες τις θρησκευτικές πράξεις και την σημασία που τους αποδιδόταν από τους πολίτες και από την ίδια την πόλη, ως θεσμός.[8]


ΒΑΣΙΚΕΣ ΙΕΡΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ


Η τελετή της θυσίας ήταν η ιερή πράξη που κυριάρχησε στην Ελλάδα από τα ομηρικά μέχρι και τα ύστερα κλασικά χρόνια. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα (Συμπόσιον, 188)[9], η θυσία προς τιμή των θεών αποτελούσε την κορυφαία στιγμή «της φιλίας μεταξύ θεών και ανθρώπων», εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την απρόσκοπτη λειτουργία της ανθρώπινης κοινότητας. Υπήρχαν πολλά είδη θυσίας, με κυριότερη την αιματηρή θυσία διατροφικού τύπου, κατά την οποία σφαγιαζόταν ένα ή περισσότερα οικόσιτα ζώα, ανάλογα με την σπουδαιότητα της γιορτής ή την οικονομική κατάσταση του θυσιάζοντος. Σύμφωνα με το τελετουργικό, ένα μέρος τους καιγόταν στον βωμό προς βρώση των θεών, και το υπόλοιπο μαγειρευόταν και καταναλωνόταν σε συλλογικά γεύματα (συμπόσια) από τους συμμετέχοντες στην θυσία. Προτού μαγειρευτεί, το σφάγιο έπρεπε να καθαγιαστεί, προκειμένου να φαγωθεί από τους ανθρώπους χωρίς τον κίνδυνο να περιπέσουν στην κατάσταση του ζώου.[10] Ανάλογα με τον λόγο και τον χώρο που τελούνταν η θυσία, θυσιαστής μπορούσε να γίνει είτε ο αργηχός της οικογένειας είτε ένας τεχνίτης που αναλάμβανε ταυτόχρονα χρέη θυσιαστή και μαγείρου. Στα ιερά, το τελετουργικό της θυσίας αναλάμβαναν οι ιερείς.

Σε κάθε πόλη και σε καθημερινή βάση τελούνταν θυσίες τέτοιου τύπου με διάφορες αφορμές. Η σημασία τους ήταν μεγάλη, αφού, εκτός από την διατήρηση των καλών σχέσεων με τους θεούς που διασφάλιζε την τάξη και την ευημερία, αποτελούσαν και μια σημαντική ευκαιρία για συσπείρωση των σχέσεων ανάμεσα στους πολίτες, εξαιτίας της κοινής συμμετοχής σε όλα τα θρησκευτικά δρώμενα, αλλά και για κατανάλωση κρέατος.[11] Ήταν, επομένως, απαραίτητο όλη η τελετουργική διαδικασία, από τον έλεγχο του σφαγίου, την πομπή του ιερέα και των θυσιαζόντων μέχρι τον βωμό, τους καθαρμούς και τις προσευχές που προηγούνταν της θανάτωσης, μέχρι τον σφαγιασμό, το γδάρσιμο και το κόψιμο του κρέατος σε ίσες μερίδες, το βράσιμό του στις χύτρες και το συλλογικό γεύμα, το συμπόσιο, που ακολουθούσε για να επικυρώσει την κοινωνική ιεραρχία[12] και την σύμπραξη των θεών με την ανθρώπινη κοινωνία, όλα έπρεπε να τελεστούν με ευλαβική ακρίβεια.
Ανάλογα με την πόλη και τον τιμώμενο θεό, πολλές τελετουργίες ξεκινούσαν με την προσφορά των πρώτων καρπών της γης (απαρχαί) ή τις σπονδές, οι οποίες άλλες φορές συνδέονταν με τις αιματηρές θυσίες κι άλλες εμφανίζονταν ως αυθύπαρκτα τελετουργικά. Μέρος κάποιου υγρού, το οποίο μπορούσε να είναι νερωμένο κρασί, άκρατος οίνος, γάλα, μείγμα κρασιού, νερό ή μέλι,[13] χυνόταν επάνω στον βωμό του θεού ή κατευθείαν στο έδαφος, ενώ ταυτόχρονα προφερόταν μια προσευχή. Πολλές ιεροτελεστίες της καθημερινής ζωής ξεκινούσαν ή ολοκληρώνονταν με αυτό το τελετουργικό, το οποίο εμπεριείχε το στοιχείο της προσφοράς στους θεούς ενισχύοντας τους ενωτικούς δεσμούς μαζί του, αλλά και των μελών μιας ομάδας μεταξύ τους, όπως δείχνει η χρήση τους στην επικύρωση συνθηκών και συμμαχιών.

Ένα άλλο είδος ιεράς σπονδής ήταν οι χοές, οι οποίες χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, τις χοαί νηφαλίους (χωρίς οίνο) και της αοίνους (καθαρό νερό, γάλα ή μέλι). [14] Οι χοές απευθύνονταν κυρίως στους νεκρούς, επιτυγχάνοντας την σύναψη δεσμών με τους ζωντανούς.

Το ολοκαύτωμα ήταν μια άλλη μορφή θυσίας, πάλι προς τιμή των νεκρών, αλλά και των καταχθόνιων δυνάμεων, η οποία ήταν θυσία χωρίς κατανάλωση του κρέατος, το οποίο καιγόταν ολόκληρο απευθείας στη γη, χωρίς να μένει τίποτα για το συμπόσιο. Το τελετουργικό του ολοκαυτώματος πραγματοποιούνταν την νύχτα και συνοδευόταν από εξορκισμούς που εξασφάλιζαν την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων με τους χθόνιους κυρίως θεούς που τους προστάτευαν.[15]

Εκτός από τις αιματηρές θυσίες υπήρχαν και οι αναίμακτες, οι οποίες είχαν κυρίως ιδιωτικό χαρακτήρα και τελούνταν μέσα στο σπίτι. Πολλές φορές συνδυάζονταν και με αιματηρές θυσίες.
Απαραίτητο τελετουργικό στοιχείο σε όλες τις μορφές ιερών πράξεων ήταν η προσευχή. Υπήρχαν πολλών ειδών προσευχές, όπως ευχές, καθαγιασμοί, ύμνοι, τελετουργικά άσματα, ικεσίες κατάρες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν τυποποιημένες. Κάθε ευσεβής άνθρωπος όφειλε να ξεκινά την ημέρα του με μια προσευχή. Κάθε συμπόσιο και κάθε γεύμα, το ίδιο. Σημαντικά γεγονότα, όπως μάχες, δεν ξεκινούσαν χωρίς προσευχή. Οι προσευχές και οι σπονδές συνόδευαν σχεδόν κάθε μορφή ιερής πράξης και ήταν απαραίτητο στοιχείο στην τελετουργική αλληλουχία.


ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ


Ένα κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις ιερές πράξεις που προαναφέρθηκαν ήταν πως σε καμία δεν απαιτούνταν η παρουσία κάποιου εξουσιοδοτημένου μεσολαβητή ανάμεσα στους ανθρώπους και τους θεούς. Όλοι οι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, αρκεί να μην είχαν μιανθεί από κάποιο παράπτωμα. Κλειστή ήταν η πρόσβαση στα ιερατικά αξιώματα μόνο στους μέτοικους και ξένους, καθώς και σε όσους είχαν σωματικά ελαττώματα.[16] Την ανάγκη ενός προσωπικού που θα μεριμνούσε για την σωστή λειτουργία των ιερών, εκπλήρωνε η πολιτεία, με την εκχώρηση κάποιων θρησκευτικών καθηκόντων σε έναν ορισμένο αριθμό πολιτών, που διέφεραν από ιερό σε ιερό. Αυτά τα άτομα, τα οποία δεν αποτέλεσαν ποτέ μια κλειστή ιερατική κάστα, είχαν την ευθύνη της επιβολής της τάξης στους πιστούς και της τήρησης σεβασμού στους ιερούς χώρους των ναών. Κύριό τους καθήκον ήταν η συντήρηση του ειδώλου που αναπαριστούσε τον θεό, καθώς και η συντήρηση των οικοδομημάτων που βρίσκονταν στον χώρο του ιερού, καθήκοντα που συχνά μοιράζονταν με έναν ή περισσότερους βοηθούς, τους νεωκόρους. Οι ιερείς βοηθούσαν στην διεξαγωγή των θυσιών, στον καθαγιασμό των θυμάτων, στην απαγγελία προσευχών. Μπορούσαν να σφάξουν οι ίδιοι το θύμα ή να προσλάβουν κάποιον θυσιαστή. Ήταν υπεύθυνοι για την διοργάνωση των μεγάλων θρησκευτικών εορτών σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και έλεγχαν τα οικονομικά των ιερών.[17] Με την ευθύνη της φύλαξης των ιερών νόμων, όφειλαν να διατηρούν και να εξασφαλίζουν τον σεβασμό προς την παράδοση και τις θρησκευτικές τελετουργίες. Μπορούσαν να εκδίδουν διατάγματα, ακόμη και να νομοθετούν για θρησκευτικά θέματα.[18]
Οι ιερείς ήταν αξιοσέβαστα πρόσωπα. Η θέση τους τους εξασφάλιζε κάποια προνόμια, όπως τιμητική θέση στο θέατρο και οι καλύτερες μερίδες από τα σφάγια των θυσιών. Δεν ήταν αποκλεισμένοι από την κοσμική ζωή, μπορούσαν να νυμφευτούν και να κάνουν οικογένεια, όπως μπορούσαν κα να διαμένουν εκτός του ιερού. Υπήρχαν ορισμένες οικογένειες (Ετεοβουτάδες, Ευμολπίδες, Κήρυκες), καθώς και κάποιες κατηγορίες ιερέων, όπως οι ιερείς των Δελφών, που το αξίωμα ήταν κληρονομικό και ισόβιο,[19] ο γενικός κανόνας όμως ήθελε τα αξιώματα αυτά αιρετά, που καλύπτονταν από απλούς πολίτες που υπάγονταν στα διατάγματα της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής και δεν θεωρούνταν μόνιμο επάγγελμα. Ο τρόπος που διαχειρίζονταν τα οικονομικά και διοικητικά θέματα των ιερών ελέγχονταν από την πόλη, αφού όφειλαν να δώσουν λογαριασμό για τις πράξεις τους σε αυτήν, με την λήξη της υπηρεσίας τους.

Εκτός από τους απλούς πολίτες, μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που επωμίζονταν την κρατική θρησκευτική εξουσία ήταν οι άρχοντες. Πιο σημαντικός από όλους ήταν ο άρχων-βασιλεύς, ο οποίος κληρονομούσε τις θρησκευτικές του λειτουργίες. Ήταν αυτός που διηύθυνε τις θυσίες των πάτριων λατρειών, καθώς και τις εορτές των Λήναιων και των Μυστηρίων, είχε το δικαίωμα να εκδικάσει υποθέσεις ασέβειας και να διευθετήσει διενέξεις που αφορούσαν στην ανάληψη ιερατικών αξιωμάτων και, τέλος, ήταν ο υπεύθυνος του θρησκευτικού ημερολογίου. Για την διευθέτηση των επίθετων εορτών, όπως τα Μεγάλα Διονύσια, υπεύθυνος ήταν ο Επώνυμος άρχων. Ο Πολέμαρχος μεριμνούσε για τις θυσίες στην Αγροτέρα Άρτεμη και στον Ενυάλιο και επέβλεπε τις γιορτές και τους αγώνες που διεξάγονταν προς τιμή των πεσόντων πολεμιστών. Φρόντιζε επίσης για τις θυσίες προς τιμήν του Αρμοδίου και του Αριστογείτονα.
Κάθε χρόνο η πόλη εξέλεγε μια δεκαμελή ομάδα, τους Ιεροποιούς, οι οποίοι αναλάμβαναν την διοργάνωση των μεγάλων γιορτών που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια, πλην των Παναθηναίων, αλλά και των ετήσιων, όπως τα Μικρά Παναθήναια.
Τον οικονομικό έλεγχο των λατρειών τον είχαν οι Επιστάτες και την οικονομική αρωγή (λειτουργία) που εξελίχθηκε στην ανάληψη οργάνωσης κάποιων εορτών, επωμίζονταν οι Επιμελητές. [20]

Η παρουσία και συμμετοχή του κάθε θρησκευτικού λειτουργού ήταν απόλυτα απαραίτητη και ζωτικής σημασίας, αφού ο καθένας από την θέση του διοργάνωνε, επέβλεπε, έλεγχε και γενικά συνέβαλε ενεργά και με υπευθυνότητα στην σωστή εκτέλεση όλων των τελετουργικών παραμέτρων της θρησκείας τους, σύμφωνα με τις επιταγές της παράδοσης που είχαν κληρονομήσει από τις προηγούμενες γενιές.



ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ



Η εδραίωση του τελετουργικού χαρακτήρα της ελληνικής θρησκείας συντελέστηκε παράλληλα με την καθιέρωση του δωδεκάθεου και την σύσταση του θεσμού της πόλης-κράτους, μέσα στα πλαίσια του οποίου ιδρύθηκαν οργανωμένοι πλέον χώροι λατρείας, οι ναοί. Ο ναός φιλοξενούσε το άγαλμα της θεότητας, γύρω από το οποίο περιστρεφόταν ένα ολόκληρο σύστημα θρησκευτικών τελετών και πρακτικών, το οποίο αποτελούσε το πλαίσιο και το συμβολικό κέντρο της πόλης.

Μέσα από την τυπολατρική εφαρμογή ενός συγκεκριμένου λατρευτικού κώδικα, που δεν προερχόταν από κάποιο ιερό βιβλίο ή δόγμα, αλλά πήγαζε από την παράδοση, στην οποία παρέμεναν πιστοί ακόμα κι όταν αυτή φαινόταν παρωχημένη και ακατάληπτη, οι άνθρωποι μπορούσαν να εκφράσουν σε καθημερινή βάση την ευσέβειά τους προς τους θεούς. Όλες οι πτυχές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής εμποτίζονταν με τελετουργικά που εξασφάλιζαν την εύνοια των θεών και την υγιή σχέση μαζί τους. Κάθε παρατυπία στον τρόπο διεξαγωγής θεωρούνταν ασέβεια βαριάς μορφής που προκαλούσε την θεία εκδίκηση, μολύνοντας ολόκληρη την πόλη, γι’ αυτό και τα μέτρα εναντίον της ήταν αυστηρά και απόλυτα.

Η κάθε πόλη είχε τις δικές της γιορτές που τελούνταν σε συγκεκριμένες μέρες και με συγκεκριμένες τελετουργικές διαδικασίες, με τις οποίες απέδιδε τις οφειλόμενες τιμές προς τους θεούς, κυρίως μέσω των θυσιών και των αναθηματικών προσφορών. Η σημαντικότερη ιερή πράξη ήταν η αιματηρή θυσία διατροφικού τύπου, με τον σφαγιασμό οικόσιτου ζώου. Το μέρος που καιγόταν στην πυρά προοριζόταν μέσω του καπνού που αναδυόταν στον ουρανό προς βρώση των θεών, ενώ το υπόλοιπο μοιραζόταν και τρωγόταν από τους συμμετέχοντες στην θυσία, σε συλλογικά γεύματα, τα συμπόσια. Μόνο μέσα από αυτή την τελετουργική διαδικασία οι άνθρωποι μπορούσαν να καταναλώσουν κρέας χωρίς να μιανθούν. Τα καλύτερα κομμάτια προορίζονταν για τους αξιωματούχους και προύχοντες της πόλης, αλλά και για τους ιερείς, μια αιρετή ομάδα πολιτών που επωμίζονταν, ως θρησκευτικοί λειτουργοί, την ευθύνη της ορθής διεξαγωγής των θυσιών και των υπόλοιπων τελετουργικών δραστηριοτήτων, καθώς και την συντήρηση και διαχείριση των ναών. Ποτέ δεν αποτέλεσαν κλειστή κάστα, αντίθετα είναι ενσωματωμένοι στο σώμα των πολιτών που τους εξέλεγε και τους έλεγχε στο τέλος της θητείας τους. Οι ιερείς, όπως και οι υπόλοιπες ομάδες θρησκευτικών λειτουργών, ήταν κατά κανόνα αιρετοί και ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με την ίδια συνέπεια που ασκούσαν όλες τις υποχρεώσεις που συνόδευαν την δημόσια ζωή τους.



***



Η θρησκεία, που ήταν παρούσα σε όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, αποτέλεσε ένα ολόκληρο σύστημα οργάνωσης, που θεμελίωνε την κοινωνία της πόλης-κράτους και διασφάλιζε την ενότητά της, συσφίγγοντας τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και αυτών με τους θεούς τους. Όλες οι θρησκευτικές εκδηλώσεις τους αρχαίου κόσμου, από τα συμπόσια και τους αθλητικούς αγώνες μέχρι τους χορούς στις πομπές και τις θεατρικές παραστάσεις, σχημάτιζαν τον συνεκτικό ιστό που δομούσε τον θεσμό της πόλης-κράτους και υμνούσε την κοινή ζωή των ανθρώπων μέσα στα πλαίσιά της. Ο τελετουργικός της χαρακτήρας, ο διαμορφωμένος από την παράδοση, δηλαδή από τους ίδιους τους ανθρώπους και την εμπειρία τους και όχι από κάποιον μεσσία ή ιερό βιβλίο που ευαγγέλιζε τον λόγο του θεού, ήταν το ειδοποιό στοιχείο που απομάκρυνε τους Έλληνες της Αρχαιότητας από μοιρολατρικούς δογματικούς εγκλωβισμούς, αναγάγοντάς τους ουσιαστικά σε θεούς των θεών τους.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


- Murray, O. και Price, S. (επιμ.). Η αρχαία ελληνική πόλις. Από τον Όμηρο
έως την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μτφρ. Σ. Κάπαρη. Εκδόσεις
Πατάκη. Αθήνα 2007.

- Vernant, J.-P. (επιμ.). Ο Έλληνας άνθρωπος. Μτφρ. Χ. Τασάκου. Εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα 1996.

- Zaidman, L.B., Pantel, P.S. Η θρησκεία στις ελληνικές πόλεις της κλασικής
εποχής. Μτφρ. Κ. Μπούρας, επιμ. Μ. Τριανταφύλλου. Εκδόσεις Πατάκη.
Αθήνα 2007.




[1] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, «Οι λατρευτικές πρακτικές» στο: Μ. Τριανταφύλλου (επιμ.), Η θρησκεία
στις ελληνικές πόλεις της κλασικής εποχής, μτφρ. Κ. Μπούρας (Αθήνα 2007), σελ. 31.
[2] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, το ίδιο, σελ. 20.
[3] M. Vegetti, «Ο άνθρωπος και οι θεοί» στο: J.P. Vernant (επιμ.), Ο Έλληνας άνθρωπος, μτφρ. Χ.
Τασάκου (Αθήνα 1996), σελ. 382.
[4] M. Vegetti, το ίδιο, σελ. 389.
[5] M. Vegetti, το ίδιο, σελ. 389.
[6] L.B. Zaidmann, P.S. Pantel, ό.π., σ.σ. 55-56.
[7] M. Vegetti, ό.π., σελ. 381.
[8] M. Vegetti, το ίδιο, σελ. 387.
[9] M. Vegetti, το ίδιο, σελ. 402.
[10] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, ό.π., σ.σ. 32-3.
[11] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, το ίδιο, σελ. 35.
[12] M. Vegetti, ό.π., σελ. 403. Τα καλύτερα κομμάτια κρέατος (οσίη κρεών) προορίζονταν για τους
διοικητές, τους ιερείς και τους προύχοντες της πόλης.
[13] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, ό.π., σελ. 42.
[14] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, το ίδιο, σελ. 43.
[15] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, το ίδιο, σελ. 39.
[16] Ch. Sourvinou-Inwood, «Τι είναι η θρησκεία της πόλεως;» στο: O.Murray και S. Price (επιμ.), Η
αρχαία ελληνική πόλις. Από τον Όμηρο έως την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μτφρ. Σ. Κάπαρη
(Αθήνα 2007), σελ. 387.
[17] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, το ίδιο, σελ. 48.
[18] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, το ίδιο, σελ. 53.
[19] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, το ίδιο, σελ. 52.
[20] L.B. Zaidman, P.S. Pantel, το ίδιο, σελ. 49.


16.7.09

Σελήνη 20 ημερών



Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,
που δεν την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους.
Και συχνά σχεδίασα ταξίδια στο άγνωστο – θέλω να πω καλύτερα να μη ρωτάει κανείς
γιατί ώσπου να γυρίσω εκείνο το βράδυ απ’ το συμβολαιογραφείο του θείου Ιάκωβου
είχαν όλοι πεθάνει –
από τότε περιπλανιέμαι στην τύχη ή αργοπορώ στα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων
όπου στενάζει το ανεκπλήρωτο των εραστών, απομεινάρια μοναξιάς κάτω απ’ τα έπιπλα, σκιές από φτωχές αμαρτίες.
Και συνήθως τα πράγματα που κράτησες στα χέρια σου χάνονταν μυστηριωδώς: σα να’ σουν κάπου αλλού την ώρα που τα χρησιμοποιούσες.
Ίσως γι’ αυτό κι οι αποτυχίες σου δε σε πλήγωσαν ποτέ, αφού βέβαια την ώρα που αποτύχαινες
εσύ δεν ήσουν εδώ. Πού ήσουν λοιπόν;
Και γιατί γύρισες;
Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη – ποιον συγχωρεί;

Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων – κι ένιωθα σα να μ’ έχουν μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
τη μέρα που θα με γεννούσε.


Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας στον άλλον
ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.

Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος,
γιατί όπως όλοι μας
έζησα κι εγώ αφηρημένα – βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά
αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν’ ανεβάσουμε έν’ άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν
ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες
και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι νεκροί
έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.

Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ’ αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου
και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του άλλου αιώνα
να νοσταλγώ το θεό.


Αλλά τις νύχτες παίρνω χάπια και πλαγιάζω νωρίς,
όχι για να κοιμηθώ,
αλλά για να πάω σε παράξενες συναντήσεις με ανθρώπους που έχασα
ή με πρόσωπα αβέβαια, θαμπά, πριν από χρόνια σε κάποιες νύχτες ξαφνικά συναντημένα – και δόξα τω θεώ δεν κατάλαβα ποτέ τον κόσμο
κι αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που αποφύγαμε (και μετανιώσαμε)
μεγάλα γεγονότα που χάθηκαν μες στη συντομία των ημερών, σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα
και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν
και που ο ύπνος τους συγχωρούσε. Κι αγάπησα τις λέξεις που με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.

Α, έχασα τις μέρες μου
αναζητώντας τη ζωή μου.

Ώσπου σιγά σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα
τρίζει δυσοίωνα – συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που φύγαν τα χρόνια
τα θρανία να σαπίζουν κάτω απ’ τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι πάνω στον κομό
χτυπούσε σα μια πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα που τα’ χουμε ξεχάσει
ενώ τα βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ’ τα σύννεφα
φωτίζοντας τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο και τα όνειρα των τρελών
που είναι ίσως αθάνατοι – στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να λύνεις ένα αίνιγμα
ή κλείνεις μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.

Όμως, εγώ το προαισθανόμουνα ότι αυτή η υπόθεση που άρχισε τόσο αινιγματικά
θα τέλειωνε εντελώς ανεξήγητα – τι θέλω να πω; μα γιατί οι άνθρωποι να θέλουν πάντα κάτι να πούνε;
κι άλλοτε διάβαζα τα γράμματα που είχα γράψει ο ίδιος στον εαυτό μου
έτσι δε μου’ λειψε ποτέ μια μικρή ανταπόκριση –
θυμάμαι κάποτε
που κουρασμένος κάθισα πάνω στη βαλίτσα μου σε κάποιον έρημο σταθμό:
περίμενα να περάσει ένα παιδικό τραίνο ή να κατέβει από ένα βασιλικό βαγόνι η αξέχαστη Ρεζεντά
γιατί υπήρξα κι εγώ παιδί κι ύστερα νέος κι έκλαψα σε μοναχικά δωμάτια
ή στο πάρκο, νύχτες… Ω μακρινά πράγματα του κόσμου, δε θα σας γνωρίσουμε ποτέ
όμως εσείς είναι που δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή μας.

Λόγια που δεν τα καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά,
πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μια νύχτα σ’ έναν εφιάλτη
κι ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περίμενε σε μια πάροδο που δεν της δώσαμε σημασία.



Όμως η πραγματικότητα, φίλοι μου, έχει πεθάνει από καιρό,
γι’ αυτό σαν πέφτει η νύχτα
θυμηθείτε με. Και συχνά διέσχισα μεγάλους δρόμους χωρίς να φτάσω ακόμα πουθενά –
με το φόβο ότι κάποια στιγμή θα εννοήσω, ίσως γι’ αυτό ενδίδω εύκολα κι, αχ,
δε θα μάθει ποτέ κανείς ποιος είναι ο προορισμός του,
«μα, επιτέλους, τι ζητάς;» με ρωτούσε η μικρή εξαδέλφη
«να με θυμούνται, εξαδέλφη».

Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους περίμενε κανείς
και κοίταξα πίσω απ’ τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα παιδικά μου χρόνια
ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν πάντα
πόσο εφήμεροι είμαστε… Κι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα
για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.



Α, πότε θα γυρίσουμε, είναι αργά, φέρτε έν’ αμάξι από κείνα τα παλιά
που στάθμευαν στις πλατείες των προαστίων ή απ’ αυτά που φτιάχνουν οι σκιές τ’ απόβραδο
κι εγώ γιατί μεγάλωσα στη σκάλα; τι περίμενα; Φωνές μακρινές ακουσμένες στ’ όνειρο
ή μια νύχτα ερήμωσης κι η ηδονή να κλαις σιωπηλά για πράγματα ξεχασμένα απ’ όλους
ούτε θα ξαναβρούμε εκείνη την εποχή που ζήσαμε ό,τι καλύτερο είχαμε: τον έρωτα για ένα χρωματιστό βότσαλο, τη μυστική ταφή ενός πουλιού
ή ένα γράμμα που πήγαμε στο ταχυδρομείο χωρίς διεύθυνση, γιατί ο παιδικός φίλος του καλοκαιριού είχε φύγει ξαφνικά χωρίς να μας ειδοποιήσει, «μα δεν έχει διεύθυνση», είπε ο υπάλληλος – από τότε ξέρεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να σου δώσει καμιά βοήθεια.
Εξάλλου ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε κι εμείς τίποτα σπουδαίο. Αλλά και ποιο είναι το σπουδαίο; Και σε τι θα βοηθούσε;
Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε τ’ όνειρο
κι ω μάταιες ελπίδες, πόσο σας αγαπήσαμε έναν καιρό.

Σελήνη 20 ημερών απόψε… Πώς έφυγαν τα χρόνια!



Τάσος Λειβαδίτης από Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα.

29.6.09

Διπλή βράβευση

Δύο βραβεύσεις από δύο ξεχωριστές μπλογκο-φίλες έρχονται να τιμήσουν το art & culture.


Πρώτο, το βραβείο «αξιαγάπητο μπλογκ» από την ρομαντική και εύθραυστη ψυχούλα anima που πάντα με τιμά με τα λόγια της και με τις σκέψεις της και που ξέρω πως όποτε την επισκεφτώ με περιμένει ένα συναρπαστικό ταξίδι στη μαγεία του εσωτερικού της κόσμου.

Δεύτερο, το βραβείο «proximidate», βραβείο φιλίας, από την πολυαγαπημένη αγάπη μου τάλι, μια από τις πιο αγαπημένες μου γραφές εντός μπλογκόσφαιρας, πάντα φρέσκια, πάντα ανατρεπτική και σινάμα τόσο-τόσο τρυφερή, μια πένα που σφάζει, μια χρυσή καρδιά και μια αγαπημένη φίλη.

Σας ευχαριστώ από καρδιάς και φυσικά ανταποδίδω τη βράβευση, συμβολικά, μιας και οι ιντερνετικές βραβεύσεις αυτό τον ρόλο έχουν, να συμβολίσουν την εκτίμησή μας σε αυτό που παρουσιάζεται στα μπλογκς, αισθητικά και συγγραφικά, εκτίμηση βασισμένη στα προσωπικά μας αισθητήρια και στις προσωπικές μας προτιμήσεις, γι’ αυτό και άκρως υποκειμενική.

Αυτό είναι και το κριτήριό μου όταν επιλέγω τους ιστο-λόγιούς μου και γι’ αυτό για μένα, όλοι αξίζουν βράβευσης, αφού ο καθένας μου «μιλάει» με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, είναι μοναδικός στο είδος του και ανταποκρίνεται στο δικό μου αισθητικό-νοητικό κριτήριο και στο προσωπικό μου γούστο.

Συγχαρητήρια σε όλους λοιπόν, και εύχομαι πάντα δημιουργικοί και πάντα εμπνευσμένοι!

Το βραβείο Proximidade περιγράφεται ως εξής: «Αυτό το blog επενδύει και πιστεύει στην εγγύτητα – την εγγύτητα στο χώρο, το χρόνο και τις σχέσεις. Αυτά τα blog είναι εξαιρετικά γοητευτικά. Αυτοί οι bloggers δεν ενδιαφέρονται για βραβεία ή την προσωπική τους άνοδο. Η ελπίδα μας είναι όταν κοπούν οι κορδέλες των βραβείων αυτών, να αναπαραχθούν ακόμη περισσότερες φιλίες. Παρακαλώ δώστε περισσότερη προσοχή σ’ αυτούς τους συγγραφείς!»

25.6.09

Ελγίνεια - το χρονικό μιας λεηλασίας


Η καταστροφική λεηλασία του μνημείου άρχισε το 1801.
Ο δισδάρης της Ακρόπολης βλέποντας τους λίθους του ναού να κατακρημνίζονται από το 300μελές συνεργείο του Έλγιν και τα θρυμματισμένα κομμάτια μιας μετόπης να διασκορπίζονται, επιχείρησε να ματαιώσει την προσπάθεια των Άγγλων.

Ήταν ανελέητη όμως η ισχύς της προστάτιδος Μεγάλης Δυνάμεως.

Κιβώτια άρχισαν να συσκευάζονται και να μεταφέρονται φορτωμένα με τους θεούς των Ελλήνων.

Ο Παρθενώνας, το Ερεχθείο, ο Ναός της Απτέρου Νίκης, τα Προπύλαια, όλα λεηλατούνταν.

Τα πρώτα κιβώτια με τα γλυπτά φορτώθηκαν στο ιδιωτικό πλοιάριο του Έλγιν “Μέντωρ”, στον Πειραιά, τον Ιανουάριο του 1802.

Το πλοίο λίγες μέρες αργότερα ναυάγησε έξω από τα Κύθηρα, παραμένοντας στον βυθό του Αιγαίου περίπου έναν μήνα.

Στον Βρετανό πρόξενο στα Κύθηρα ο Έλγιν θα γράψει: “Τα κιβώτια περιέχουν πέτρες χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη αξία, αλλά είναι για μένα πολύ σημαντικό να τις περισώσω”.

Οι θεοί των Ελλήνων ταξίδεψαν οριστικά τον Φεβρουάριο του 1803 με το πλοίο Braakel για τη σκοτεινή Γηραιά Αλβιώνα.
Το 1807 τα μάρμαρα του Παρθενώνα εκτέθηκαν για το κοινό στο σπίτι του λόρδου στο Park Lane.

Η έκθεση έκλεισε μετά από δύο χρόνια και παρέμεινε προσιτή μόνο σε προνομιούχους επισκέπτες.

Οικονομικές δυσπραγίες οδήγησαν τον Έλγιν σε σκέψεις για την οικονομική εκμετάλλευση της συλλογής, με τη μετατροπή του σπιτιού του στο Park Lane σε ιδιωτικό μουσείο και στην καθιέρωση εισιτηρίου για το κοινό.

Άλλη σκέψη του ήταν να την κληροδοτήσει στο βρετανικό κράτος.

Στις αρχές του 1810 το Βρετανικό Μουσείο προσέγγισε τον Έλγιν προκειμένου να εξασφαλίσει τη συλλογή.

Τον Ιούνιο του 1816, ύστερα από μια μακροχρόνια συζήτηση με εκτεταμένες και έντονες διαφωνίες, η Βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων ψήφισε ένα διάταγμα: “ ο ανωτέρω αναφερόμενος λόρδος συμφώνησε να πουλήσει τα γλυπτά αυτά δια το ποσόν των τριάντα χιλιάδων λιρών, υπό τον όρο ότι όλη η παραπάνω αναφερόμενη συλλογή θα παραμείνει αδιαχώριστη στο Βρετανικό Μουσείο και ανοικτή για επιθεώρηση και θα φέρει την ονομασία “Ελγίνεια Μάρμαρα” και ο ανωτέρω αναφερόμενος λόρδος και κάθε πρόσωπο που θα αποκτά τον τίτλο του λόρδου του Έλγιν θα πρέπει να προστίθεται στους επίτροπους του Βρετανικού Μουσείου”.

Κατά την σύνοδο της Βουλής των Κοινοτήτων στις 7 Ιουνίου 1816 ο βουλευτής Hugh Hammerslay κάνει την πρώτη καταγεγραμμένη πρόταση για την επιστροφή των μαρμάρων.

Πρότεινε μάλιστα να φυλαχθούν προσεκτικά στο Βρετανικό Μουσείο “μέχρι να ζητηθούν από τους τωρινούς ή τους οποιουσδήποτε κυρίους της πόλης των Αθηνών”.

Τα μάρμαρα απετέλεσαν πάλι αντικείμενο διαμάχης σε μια ανταλλαγή απόψεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες το 1890-`91 στο περιοδικό του Λονδίνου Nineteenth Century.

Στη συζήτηση έλαβε μέρος και ο Κωνσταντίνος Καβάφης, γράφοντας ότι “η τιμιότης είναι η καλλιτέρα πολιτική και τιμιότης εις την περίπτωση των Ελγινείων Μαρμάρων σημαίνει απόδοσις”.

Το θέμα επανήλθε το 1924, όταν ο Harold Nicolson, της Υπηρεσίας Μέσης Ανατολής του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, πρότεινε στην επέτειο της εκατονταετηρίδας από τον θάνατο του Byron στο Μεσολόγγι (19 Απριλίου 1824) να επιστραφεί η μία Καρυάτιδα του Ερεχθείου, την οποία είχε μεταφέρει ο Έλγιν στην Αγγλία.

Τη δεκαετία του 1960 ο Colin Mclnnes με την εκτενή αρθρογραφία του επανέφερε στο προσκήνιο το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Πρότεινε μάλιστα να γίνει η αρχή με την επιστροφή της Καρυάτιδας και του κίονα από το Ερεχθείο.

Το 1938, κατά τη διάρκεια του καθαρισμού τους, τα μάρμαρα υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές, μετά την λείανσή τους με μεταλλικές βούρτσες!

Η επανόρθωση μάλιστα της ζημιάς επιτεύχθηκε με τη χρήση ενός είδους κεριού αναμεμιγμένου με τέιον, για να δοθεί στα μάρμαρα απόχρωση “λευκού ιριδισμού” όμοια με την αρχική τους την οποία έχει κάθε σπασμένη επιφάνεια λευκού μαρμάρου.

Τμήματα μάλιστα των γλυπτών ίσως να σμιλεύτηκαν εκ νέου.

Οι λεπτομέρειες του δεύτερου αυτού βανδαλισμού βρίσκονται ακόμα επτασφράγιστες στα βρετανικά απόρρητα μυστικά έγγραφα και στα ημερολόγια συντήρησης του Βρετανικού Μουσείου, επιτείνοντας, 60 χρόνια αργότερα, την ένοχη σιωπή και την αμηχανία των “υπευθύνων” φορέων του Βρετανικού Μουσείου και του Κοινοβουλίου.


(Απόσπασμα από "Λεηλασίες αρχαιοτήτων")