26.11.08

Κραυγή


"Περπατούσα σε ένα μονοπάτι με δύο φίλους, ο ήλιος έδυε. Αισθάνθηκα ένα κύμα μελαγχολίας. Ο ουρανός ξαφνικά βάφτηκε κόκκινος σαν τη φωτιά. Σταμάτησα, αισθανόμουν εξουθενωμένος και ακούμπησα στο φράχτη. Είδα τα σύννεφα σαν φλόγες, σαν αίμα και ένα σπαθί. Παντού αίμα και πύρινες φλόγες πάνω από τα γκρίζα φιόρδ και την πόλη. Οι φίλοι μου συνέχισαν να περπατούν. Εγώ έμεινα εκεί, τρέμοντας από αγωνία. Αισθανόμουν ένα μεγάλο και ατέλειωτο ουρλιαχτό να φτάνει σ' εμένα μέσα από τη φύση."
Με αυτά τα λόγια ο Edvard Munch (1863-1944) κατέγραψε στο ημερολόγιό του την εμπειρία που τον οδήγησε στη δημιουργία ενός από τους πιο διάσημους πίνακές του παγκοσμίως, την Κραυγή. Πρόκειται για ένα έργο που, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του νορβηγού ζωγράφου, αποτυπώνει την ανάμνηση μιας ζοφερής στιγμής στην ιστορία της ανθρωπότητας, εκείνης της έκρηξης του ηφαιστείου Κρακατόα, στις 27 Αυγούστου 1883.

Η έκρηξη ήταν τόσο σφοδρή που εξαφάνισε τα 2/3 του ομώνυμου νησιού της Ινδονησίας, στην παραλία του οποίου εκτινάχτηκαν κοραλλιογενείς βράχοι που το βάρος τους έφτανε τους 600 τόνους. Οι στάχτες του τύλιξαν όλο τον πλανήτη, βάφοντας το φεγγάρι μπλε για δύο χρόνια. Τα παλιρροιακά κύματα που έφτασαν σε ύψος 40 μέτρων τάραξαν Ειρηνικό και Ατλαντικό, φτάνοντας ως το κανάλι της Μάγχης. Ένα πολεμικό πλοίο που παρασύρθηκε από τα κύματα βρέθηκε στην κορυφή ενός λόφου σε βάθος 3 χιλιομέτρων από τη θαλάσσια γραμμή. Το τσουνάμι κάλυψε μέσα σε 12 ώρες απόσταση που τα ατμόπλοια της εποχής χρειάζονταν 12 ημέρες για να διανύσουν. Ο ορυμαγδός της έκρηξης ακούστηκε ως την Αυστραλία και την Ινδία. 36.000 τα ανθρώπινα θύματα.

Παρά την γενική αποδοχή πως έναυσμα για τη δημιουργία του διάσημου πίνακα ήταν ένα πραγματικό γεγονός, ωστόσο ο ίδιος ο Munch χρησιμοποιεί αυτό που βλέπει μόνο για να αναπαραστήσει την ψυχική του διάθεση. Το κόκκινο του ουρανού είναι για τον ζωγράφο το χρώμα που μπορεί να αποδώσει πειστικότερα όλη την απόγνωση και την ψυχική διαταραχή της παραμορφωμένης μορφής, η οποία βαστά με τρόμο το νεκρικό της πρόσωπο μέσα στα χέρια της, σε μια προσπάθεια να συγκρατηθεί από τη χρωματική δίνη που στροβιλίζεται γύρω της απειλητικά.

Πρόκειται για έναν πίνακα που δεν μιλά μόνο στην αίσθηση της όρασης, αφού ο ζωγράφος έχει αιχμαλωτίσει τον θεατή μέσα σε κύματα, που από οπτικά έχουν μεταμορφωθεί σε ακουστικά, τα οποία τυλίγονται μεταξύ τους, διαπερνούν τον ραβδωτό ουρανό, την γαλαζοπράσινη θάλασσα με το νησί, για να φτάσουν στην μορφή του πρώτου πλάνου, η οποία έχει αποδοθεί και η ίδια σαν κυματισμός. Όλα γίνονται ένα τεράστιο κύμα, το κύμα της κραυγής, το οποίο κλιμακώνεται ξεπερνώντας τα όρια του πίνακα και εισβάλλει στον πραγματικό χώρο, για να εμπλέξει και τον θεατή στην οξύτητα του ουρλιαχτού που εκρύγνυται τελικά μέσα του. Η απουσία χαρακτηριστικών και οι άδειες κόγχες των ματιών κάνουν την μορφή να μοιάζει με φάντασμα, εντείνοντας την αίσθηση της αγωνίας και της απελπισίας που αποπνέουν στο έργο, έννοιες που θα βασανίζουν τον ζωγράφο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Έτσι, η Κραυγή γίνεται το σύμβολο «του σύγχρονου ανθρώπου που τον έχει ξεχάσει ο θεός» (Μουνχ).


Από μικρή ηλικία ο Μουνχ είχε βιώσει την απώλεια με τον θάνατο της μητέρας και της αδελφής του από φυματίωση, εμπειρία που αργότερα θα τον απομάκρυνε από τη νατουραλιστική επιρροή των συγχρόνων του Νορβηγών ζωγράφων και τις ιμπρεσιονιστικές κατευθύνσεις των γάλλων ομότεχνών του. Τα χρώματα μετατρέπονται από εργαλεία σε αυτοσκοπό, προς αναζήτηση μιας ταυτότητας και ενός προορισμού που ο ζωγράφος αναζητούσε μέσα από τις υπαρξιακές αναζητήσεις και εμμονές που κυρίευαν τον εσωτερικό του κόσμο. Η πικρία, το κενό, το αίσθημα του πόνου και του θανάτου απασχολούν σταθερά τον ζωγράφο, ο οποίος τα αποτυπώνει εικαστικά με σχεδόν δαιμονικό τρόπο, επηρεάζοντας με την τέχνη του ολόκληρο το κίνημα των εξπρεσιονιστών. Όλη του η τέχνη είναι μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διατηρήσει ζωντανές μνήμες και αναμνήσεις, με κυριότερη τη μνήμη του πόνου, για την οποία θα αφιερώσει πάνω από σαράντα χρόνια από τη ζωή του. Σα να προσπαθούσε να φυλακίσει όλο τον πόνο που βίωσε ο ίδιος μέσα στους πίνακές του και να τον εξορκίσει μέσα από την τέχνη του, εκεί όπου τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου γειτνιάζουν τόσο πολύ που δύσκολα μπορούν να γίνουν διακριτά.

Ο Στρίντμπεργκ, διανοούμενος καλλιτέχνης και προσωπικός του φίλος είχε γράψει σε ένα δοκίμιό του: «Πάνω στη ζωγραφική του Μουνχ, κάποιος θα έπρεπε να γράψει μουσική.» Οι συνθέσεις του, ακόμα κι όταν υιοθετούν τη φωτεινή παλέτα των ιμπρεσιονιστών, δημιουργούν μια αγχώδη δυσαρμονία που ξεβολεύει, υποβάλλοντας εικόνες κενού και εξωπραγματικής σιωπής, μιας σιωπής που αναζητά τον χρόνο της ζωής. Οι εικόνες που δημιουργεί είναι φορτισμένες από δυνάμεις που καταπιέζουν την ψυχή του και καθοδηγούν την ζωγραφική του, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή για την τέχνη, μέσα από την οποία μπορούν πλέον να εκφραστούν συναισθήματα και ιδέες που για μια ολόκληρη γενιά ήταν απαγορευμένα, την εξερεύνηση της μυστικής όψης της ανθρώπινης φύσης, πράγματα που δεν μπορούν να εκλογικευτούν, σκέψεις μόλις σχηματισμένες που δεν έχουν προλάβει ακόμα να μορφοποιηθούν, όλη η συσσωρευμένη εσωτερική ενέργεια του ζωγράφου που αγωνιά και παλεύει να βρει τη διέξοδό της στον καμβά. «Το καθήκον του καλλιτέχνη είναι να χαρίζει μέσα από τα έργα του την ψυχή του, τον κόπο του, το αίμα της καρδιάς του», θα γράψει σε μιαν άλλη σελίδα του ημερολογίου του, περιγράφοντας αυτή την αγωνιώδη αναζήτηση που βασανίζει και στο τέλος λυτρώνει.

Η σύνθεση, η προοπτική, η επιλογή των χρωμάτων, το φόντο που γίνεται βασικό σχόλιο, οι μυστηριώδεις και σκοτεινοί όγκοι που αφήνουν μια υπόνοια απειλής και ανησυχίας, γίνονται πρωταγωνιστές και καθορίζουν την συμβολική διάσταση σε έναν πίνακα, και ένα έργο ζωής γενικότερα, όπου σκέψη και απεικόνιση αναμειγνύονται μέχρι που φτάνουν στην ταύτιση. Το εξωτερικό ερέθισμα γίνεται έμπνευση φιλτραρισμένη από το προσωπικό βίωμα και τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ζωγράφου περί πεπρωμένου του ανθρώπου. Έτσι, η απεικόνιση γίνεται ερμηνεία, ή τουλάχιστον μια προσπάθεια αυτής, όπως την εισπράττει ο ίδιος.
Το πινέλο γίνεται νυστέρι και σκάβει, σκάβει ακατάπαυστα, ανελέητα, προσπαθώντας να ανακαλύψει το νόημα κάτω από τα φαινόμενα, το είναι κάτω από το φαίνεσθαι, το μυστικό της ύπαρξης που πάλλεται ανακαλύπτοντας στη γυναίκα τον έρωτα, στον έρωτα τη ζωή, στη ζωή τον θάνατο και στον θάνατο ξανά τη ζωή, μοτίβα που τον απασχολούσαν σε μόνιμη βάση.

«Ένα πουλί, ένα θήραμα, μπήκε μέσα μου. Τα νύχια του βυθίστηκαν στην καρδιά μου, το ράμφος του τραυμάτισε το στήθος μου και το χτύπημα των φτερών του σκοτείνιασε το μυαλό μου.»
Edvard Munch
Η Κραυγή είχε κλαπεί το 2004 από το μουσείο Μουνχ στο Όσλο, μαζί με την Μαντόνα, ένα ακόμη διάσημο έργο του ζωγράφου. Επανήλθαν στην κατοχή του μουσείου δύο χρόνια αργότερα σε κακή κατάσταση. Μετά από χρονοβόρα και κοπιαστική αποκατάσταση των φθορών, τα δύο έργα εκτίθενται ξανά στο κοινό.

22.11.08

Τέχνης πολέμου συνέχεια.


Σύντομα, η τακτική της μονομαχίας σώμα με σώμα που καθόριζε την έκβαση της μάχης στα ομηρικά χρόνια, αντικαταστάθηκε από μια νέα τακτική, που θα μονοπωλούσε τις πολεμικές επιχειρήσεις στον ελλαδικό χώρο σε όλη την διάρκεια των κλασικών χρόνων, την οπλιτική φάλαγγα. Την ανάγκη γι’ αυτή την αλλαγή επέβαλε η εμφάνιση της πόλης ως νέο πλαίσιο δράσης και ανάπτυξης των πολιτών, η υπεράσπιση της οποίας χρειαζόταν πλέον ισχυρούς αμυντικούς μηχανισμούς που θα απέτρεπε να καταπάτηση των εδαφών της από τις γειτονικές πόλεις-κράτη.

Έτσι, την τέχνη του πολέμου οικειοποιούνται ευρύτερες μάζες πολιτών, οι οποίοι επωμίζονταν την ευθύνη της υπεράσπισης της πόλης τους όταν το καλούσε η ανάγκη. Όσοι ήταν σε θέση να προμηθευτούν οι ίδιοι τον απαραίτητο εξοπλισμό, αποκτούσαν και την ιδιότητα του οπλίτη. Σύντομα οι ηρωικές μονομαχίες αντικαταθιστώνται από μαχόμενους που προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα, παραταγμένους σε γραμμές που σχημάτιζαν μια συμπαγή μάζα που προστατευόταν από το αδιάσπαστο τείχος μιας νέας ασπίδας, η οποία θα έφερνε την επανάσταση στον τρόπο διεξαγωγής των μαχών.

Ο προηγούμενος τύπος ασπίδας, ο λεγόμενος Πύργος, που ακουμπούσε λόγω μεγέθους στο έδαφος, έκανε την δυνατότητα ελιγμών σχεδόν αδύνατη, γι’ αυτό και θεωρείτο καθαρά αμυντικό όπλο. Τώρα, με την χρήση της νέας ασπίδας, οι οπλίτες είχαν τη δυνατότητα να κινηθούν, να ελίσσονται, να αλλάζουν διάταξη και να πολεμούν με μεγαλύτερη ευχέρεια. Το Όπλο (από όπου πήραν και το όνομά τους οι οπλίτες) ήταν στρογγυλή ασπίδα διαμέτρου 90 περίπου εκατοστών, όπου η λαβή είχε μετατεθεί από το κέντρο της ασπίδας στο άκρο της. Με αυτή την αλλαγή καλυπτόταν μόνο το αριστερό τμήμα του σώματος του οπλίτη, αφήνοντας ακάλυπτο το δεξί, την κάλυψη του οποίου αναλάμβανε ο συμπολεμιστής που βρισκόταν ακριβώς στα δεξιά του κ.ο.κ.

Η αλληλοκάλυψη των οπλιτών που αποτελούσαν την οπλιτική φάλαγγα, όπου κανείς δεν ήταν αναντικατάστατος και όλοι εξαρτιώνταν από όλους, γέννησε την έννοια της ισότητας. Η διεύρυνση του προνομίου της εκπαίδευσης στις πολεμικές τεχνικές και η ισότιμη συμμετοχή στην μάχη, οδήγησε στην ίση απονομή των λαφύρων, είτε επρόκειτο για όπλα είτε για γη. Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο η στρατιωτική ισότητα να οδηγήσει σταδιακά στην διεκδίκηση ισότητας συμμετοχής και στην πολιτική εξουσία, την οποία μέχρι τότε είχαν στα χέρια τους αποκλειστικά οι αριστοκράτες, αφού αυτοί ήταν οι μόνοι που γνώριζαν την τέχνη του πολέμου μέχρι τότε.

Ο φαλαγγίτης δεν έχει άλογα και δεν είναι εκπαιδευμένος σε μονομαχίες. Είναι πεζός με όπλα του ένα μακρύ δόρυ, ένα κοντό σπαθί και την νέα στρογγυλή ασπίδα, που καλύπτει το μισό σώμα του ίδιου και το μισό σώμα του διπλανού του. Πολεμούν ο ένας δίπλα στον άλλον, ο αριστοκράτης δίπλα στον αγρότη, ο πλούσιος δίπλα στον φτωχό, όπου η ζωή, η περιουσία και το μέλλον του ενός εξαρτάται από όλους τους υπόλοιπους, μια αδιάσπαστη έννοια συνοχής, αλληλεξάρτησης και ισότητας, σε μια μάχη για τη δόξα της πόλης και όχι των αριστοκρατών ή την ατομική δόξα (κλέος).

Έτσι ξεκίνησε η έννοια της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Λίγο οξύμωρο, αν το σκεφτεί κανείς: η τέχνη του πολέμου να γεννά την ιδέα της δημοκρατίας…

***

Από τότε μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει όσον αφορά στις πολεμικές τακτικές. Έχουμε φτάσει στο σημείο να γίνονται μάχες χωρίς την ανθρώπινη παρουσία στα πεδία των μαχών (παιχνίδια πολέμου). Όλα να γίνονται ηλεκτρονικά. Η εκπαίδευση γίνεται μέσα από ηλεκτρονικούς εξομοιωτές, που αντικαθιστούν τον αντίπαλο, αλλά και όλες τις συνθήκες της μάχης με απόλυτη ακρίβεια. Τα σενάρια πολέμου έχουν μεταφερθεί στις αίθουσες των υπολογιστών. Τα σύγχρονα όπλα δέχονται χειρισμούς εξ' αποστάσεως και εντοπίζουν τον στόχο με τη βοήθεια δορυφόρων. Η απόβαση των πολέμων δεν εξαρτάται πλέον ούτε από την αριθμητική υπεροχή ούτε από την προσωπική ικανότητα του στρατιώτη. Νικά όποιος κατέχει την πιο σύγχρονη τεχνολογία. Όλα υπακούν σε αυτήν και χωρίς αυτήν τίποτα δεν μπορεί να τεθεί σε λειτουργία.
Ίσως σήμερα να έχουν γίνει πιο απρόσωπα τα πράγματα, να χάνονται ολόκληροι λαοί με το πάτημα ενός κουμπιού, όμως η τέχνη του πολέμου εξακολουθεί να υπάρχει. Φαίνεται μέσα από τα ονόματα με τα οποία βαπτίζονται τόσο οι πολεμικές επιχειρήσεις («καταιγίδα της ερήμου», «κόκκινος Οκτώβρης» κτλ) όσο και οι εξοπλισμοί.

Παραθέτω μερικούς για του λόγου το αληθές:



Αεροπλάνα:
- mosquito (νυκτερινά καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά-Αγγλία)
- spitfire (καταδιωκτικά-Αγγλία)
- hurricane (καταδιωκτικά-Αγγλία)
- «ιπτάμενα φρούρια» (βομβαρδιστικά-USA)
- mirage (καταδιωκτικά-Γαλλία)
- phantom (καταδιωκτικά-USA)
- starfighter ή «ιπτάμενα φέρετρα» (USA)
- zero Mitsubishi (Ιαπωνία)
- tomachok (καταδιωκτικά-Γερμανία)
- hercules (μεταφορικά)
- falcon (Γαλλία)



Άρματα μάχης:- challenger (Αγγλία)
- panther (Γερμανία)
- leopard (Γερμανία)

Ελικόπτερα:- hioui
- apache
- comache
- puma (USA)
- sea hawk
- sea king

Υποβρύχια:- typhoon

Πύραυλοι:- patriot (αντι-αεροπορικοί εδάφους-αέρος)
- sidewider (αέρος-αέρος)
- sparrow (αέρος-αέρος)
- penguin (εδάφους-θαλάσσης, θαλάσσης-θαλάσσης)


Βόμβες:
- «μαύρη χήρα» (η βόμβα στη Χιροσίμα)

Αντιαεροπορικά πυροβόλα:- άρτεμις (Ελλάδα)

Πλοία:
- enterprise (αεροπλανοφόρο-USA)
- πυρπολητής (κανονιοφόρο-Ελλάδα)
- ζαν ντ’ αρκ (αεροπλανοφόρο-Γαλλία)


Ονόματα που εντυπωσιάζουν στο άκουσμά τους, αλλά που όμως δεν θα καλύψουν ποτέ την ζοφερότητα της επόμενης μέρας, όσο κι αν εξελιχθεί η ηλεκτρονική πλέον τέχνη του πολέμου...

18.11.08

Η τέχνη του πολέμου στα ομηρικά χρόνια


ΙΛΙΑΔΑ

ΡΑΨΩΔΙΑ Χ (στίχοι: 249-366)

ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΑΧΙΛΛΕΑ - ΕΚΤΟΡΑ


Ο Έκτωρ πρωτομίλησεν: «Εμπρός σου δεν θα φύγω
Πηλείδη, πλέον ως προτού, που ολόγυρα εις τα τείχη
τρεις μ’ εκυνήγησες φορές, και αντίκρυ εις την ορμήν σου
να μείνω δεν ετόλμησα. Τώρα η ψυχή μου θέλει
αντίμαχα να σου στηθώ. Θα πέσεις ή θα πέσω.
Και πρώτ’ ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι
θα’ ναι οι θεοί και έφοροι στο λόγο που θα ειπούμε.
Άπρεπα εγώ το σώμα σου δεν θα χαλάσω, αν ίσως
μου δώσει ο Δίας δύναμη και την ζωή σου πάρω.
Γυμνόν απ’ τ’ άρματα λαμπρά το σώμα σου, ω Πηλείδη,
θα δώσω εγώ των Αχαιών. Όμοια και συ να πράξεις».

Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησε ο γρήγορος Πηλείδης:
«Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου,
λιοντάρια κι άνθρωποι ποτέ δεν ώμοσαν ειρήνη,
λύκοι κι αρνιά δεν γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν
αλλ΄ έχθραν έχουν άσπονδη κακή ανάμεσόν τους.
Τόσο κι εγώ δεν δύναμαι ποτέ να σ’ αγαπήσω
και όρκους δεν θα ομόσωμε πριν ένας απ’ τους δύο
χορτάσει με το αίμα του τον ανδρειωμένον Άρη.
Κάθε αρετή πολεμική να θυμηθείς είν’ ώρα
καλός να δείξεις λογχιστής και μαχητής ανδρείος.
αποφυγή δεν έχεις πια, στη λόγχη μου αποκάτω
θα σε δαμάσ’ η Αθηνά. Και θα πληρώσεις όλο
τον πόνο των συντρόφων μου που η λόγχη σου έχει σφάξει».

Είπε και το μακρόσκιο επέταξε κοντάρι.
Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ
κι επέταξε απ’ επάνω του το χάλκινο κοντάρι
και αυτού στυλώθη μες στη γη κι η Αθηνά το παίρνει
κι από τον Έκτορα κρυφά το δίνει του Αχιλλέα.
Ο Έκτωρ τότε εμίλησε στον άψογο Πηλείδη:
«Δεν πέτυχες, ισόθεε Πηλείδη, μήτε ο Δίας
σου είπε ακόμα, ως έλεγες, το πότε θ’ αποθάνω.
Αλλ’ έχεις λόγια στρογγυλά και κλεφτολόγος είσαι
να με δειλιάσεις στην ψυχή το θάρρος να νεκρώσεις.
Δεν φεύγω εγώ, την λόγχη σου στις πλάτες να μου μπήξεις
αλλά στο στήθος, που άντικρυς προβάλλω, πέρασέ την,
αν τούτο θέλησε ο θεός. Ωστόσο απ’ την δική μου
φυλάξου, κι είθε ολόβολη στα σπλάχνα σου να φτάσει.
στους Τρώες ελαφρότερο θα κάνει τον αγώνα
ο θάνατός σου, ότι σ’ εσέ την συμφορά τους βλέπουν».

Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι
και του Πηλείδη επέτυχε στη μέση την ασπίδα.
Αλλά τινάχτηκε μακριά απ’ την ασπίδα εκείνο.

Χαμένο είδε τ’ ακόντι του ο Έκτωρ κι εχολώθη,
κατηφιασμένος έμεινε, που άλλην δεν είχε λόγχην.

Κι έσυρε δυνατήν φωνή να πει του Δηιφόβου
κοντάρι να του φέρει ευθύς, κι αυτός εκεί δεν ήταν.
Κι ο Έκτωρ το εννόησε στο πνεύμα του και είπε:
«Το βλέπω, οιμένα, που οι θεοί μ’ εκάλεσαν στον Άδη.
Τον ήρωα Δηίφοβο επίστευα κοντά μου
κι είναι στο τείχος. Η Αθηνά με τύφλωσε με δόλο.
Θάνατος τώρα μ’ εύρηκε κακός, μακράν δεν είναι.
Αχ! τούτο ηθέλαν απ’ αρχής ο Ζευς κι ο μακροβόλος
υιός του, αυτοί που πρόθυμα με προστατεύαν πρώτα.




Και η μοίρα τώρα μ’ έπιασεν. Αλλά χωρίς αγώνα
άδοξα δεν θα πέσω εγώ και πρώτα κάτι μέγα
θα πράξω και όσοι γεννηθούν κατόπιν θα το μάθουν».

Είπε ατά και έσυρε ευθύς ακονημένο ξίφος
που στο μηρί του εκρέμουνταν και δυνατό και μέγα,
μαζώχθη και ωσάν αετός εχύθ’ υψηλοπέτης
που στην πεδιάδα χύνεται μέσ’ από μαύρα νέφη
λαγόν ν’ αρπάξει άνανδρον ή τρυφεράν αρνάδα.
Τόσο κι ο Έκτωρ όρμησε τινάζοντας το ξίφος.

Πετάχθη πάλι κι ο Αχιλλεύς με ορμή πολέμου αγρία
την εξαισία πρόβαλε ασπίδα του στο στήθος,
με το κεφάλι έκλειν’ εμπρός την περικεφαλαία
κι ολόγυρ’ αναδεύονταν οι ολόχρυσες πλεξίδες,
που από τον κώνο έσυρε πυκνές του Ηφαίστου η τέχνη.
Και όπως μες στ’ άστρα προχωρεί λαμπρός ο αποσπερίτης,
που είναι τ’ ωραιότερο μες στ’ ουρανού τ’ αστέρια
τόσο η λόγχη έλαμπε, που στο δεξί του εκείνος
ετίναξε κακόγνωμα στον Έκτορα τον θείο
κοιτώντας ξέσκεπο να βρει το τρυφερό του σώμα.
Το άλλο σώμα εσκέπαζαν τα χάλκιν’ άρματά του
τα ωραία, που απ’ το λείψανο επήρε του Πατρόκλου.
Αλλ’ όχι όπου ο τράχηλος χωρίζει από τον ώμο
και όπου απίστευτη ροπή σβήν’ η ψυχή του ανθρώπου.

Εκεί τον λόγχισ’ ο Αχιλλεύς, επάνω του ως ορμούσε
και απ’ τον απαλόν τράχηλον αντίκρυ εβγήκε η λόγχη.
Δεν του’ κοψε τον λάρυγγα το χαλκοφόρο ακόντι,
δια να’ χει ακόμη την λαλιά στον άλλον ν’ απαντήσει.
Κι επάνω του, αφού έπεσε, καυχήθηκε ο Πηλείδης:

«Ω Έκτορ, όταν φόνευες τον Πάτροκλο, να πάθεις
δεν είχες φόβο, ούτ’ εμέ που έλειπα εστοχάσθης,
ανόητε, κι εβρίσκομουν εγώ στα κοίλα πλοία
εκδικητής του, στην ανδρειά πολύ καλύτερός σου,
που τώρα σε θανάτωσα. Και σε θα σύρουν σκύλοι,
ενώ εκείνον οι Αχαιοί με μνήμα θα τιμήσουν.»

Κι ο Έκτωρ του απάντησε με την ψυχή στο στόμα:
«Αχ! την ζωή σου να χαρείς και των γλυκών γονέων
μη θέλεις βρώση των σκυλιών στις πρύμνες να μ’ αφήσεις.
Δέξου απ’ τον πατέρα μου και την σεπτή μητέρα
λύτρα χρυσάφι και χαλκό, και συ στα γονικά μου
πίσω δώσε το σώμα μου, κι εμέ τον πεθαμένο
θα καταλύσουν στην πυρά οι άνδρες κι οι μητέρες».

Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησε ο γρήγορος Πηλείδης:
«Μη μ’ εξορκίζεις, σκύλαρε, σ’ ότι αγαπά η καρδιά μου.
Τόσο να μ’ άφηνε η ψυχή κομμάτια να σου φάγω
ωμό εγώ το σώμα σου, για όσα μου’ χεις κάνει,
όσο απ’ το στόμα των σκυλιών κανείς την κεφαλή σου
δεν θα φυλάξει κι αν εδώ ζυγοστατούσε δώρα
εικοσοπλάσια πάντοτε κι αν υποσχόταν κι άλλα.
Κι ο Δαρδανίδης Πρίαμος να πρόσφερε χρυσάφι
του σώματός σου εξαγορά. Ποτέ δεν θα σε κλάψει
η μάνα οπού σ’ εγέννησε, στην νεκρική σου κλίνη
αλλά εσέ συγκόκαλο τα’ αγρίμια θα σπαράξουν».

Και ξεψυχώντας του’ λεγε ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Το βλέπω από την όψη σου, πως δεν θα σε μαλάξω
κι είναι η καρδιά σου σίδερο. Μόνο στοχάσου τώρα,
μη εξ αφορμής μου οργή θεϊκή σε έβρη την ημέρα
που έμπροσθεν των Σκαιών Πυλών ο Αλέξανδρος κι ο Φοίβος
θενα σου πάρουν τη ζωή, εξαίσιε πολεμάρχε».

Με αυτά τα λόγια απέθανε και παραπονεμένη
του άφησε της νεότητος και της ανδρειάς την χάρη
από τα μέλη του η ψυχή κατέβαινε στον Άδη.
Και κείνον πάλι και νεκρό προσφώνησε ο Πηλείδης:
«Πήγαινε κι εγώ καρτερώ την ώρα του θανάτου
που ο Ζευς κι οι άλλοι αθάνατοι για με θ’ αποφασίσουν».

ΟΜΗΡΟΣ


Στο συγκεκριμένο απόσπασμα περιγράφεται η πιο διάσημη ίσως μονομαχία όλων των εποχών, όχι μόνο επειδή έχει ως πρωταγωνιστές δύο από τους σημαντικότερους ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, αλλά κυρίως επειδή σκιαγραφεί μια ολόκληρη εποχή, κατά την οποία η έννοια του πολέμου ήταν ταυτόσημη με την έννοια της αρετής και της τέχνης. Παρόλο που ο Όμηρος είναι ποιητής και όχι ιστορικός, ωστόσο, μέσα από τη μονομαχία των δύο ηρώων μας αποκαλύπτει με πειστικότητα τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονταν οι μάχες εκείνη την εποχή. Οι ατομικές μονομαχίες και η επιδίωξη του προσωπικού κλέους ήταν για τους αρίστους τα ιδανικά για τα οποία εκπαιδεύονταν όλη τους τη ζωή, αφού ο πόλεμος θεωρείτο αποκλειστικό προνόμιο της αριστοκρατικής τάξης. Μονομαχίες σώμα με σώμα, σε μια αναμέτρηση όπου υπερισχύει ο καλύτερος στο σώμα και στο πνεύμα.

Ατρόμητοι ήρωες που θα θεοποιηθούν κατά τα αρχαϊκά χρόνια και θα λατρευτούν ως πρότυπα ομορφιάς, αγωνιστικότητας και ηρωικού κλέους.

16.11.08

"My name is Reilly. Sydney Reilly."




Ο Sir James Bond, ο γνωστός πράκτορας της Βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας, δημιούργημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα Ian Fleming, ακούει στο όνομα ενός αμερικανού ορνιθολόγου, ο οποίος είχε εκδόσει έναν οδηγό για τα πτηνά της Καραϊβικής, ένα αντίγραφο του οποίου βρισκόταν και στην βιβλιοθήκη του Φλέμινγκ. Ο ίδιος ο Φλέμινγκ είχε δηλώσει πως ήθελε ο ήρωάς του να έχει το πιο απλό και βαρετό όνομα που μπορεί να υπάρχει. Τα συναρπαστικά πράγματα πρέπει να συμβαίνουν γύρω του, ο ίδιος όμως ο ήρωας ήθελε να είναι όσο το δυνατόν πιο ουδέτερος σε όλα, ένα ανώνυμο ωμό εργαλείο στα χέρια του κυβερνητικού τμήματος.

Πολλοί υποστηρίζουν πως ο πασίγνωστος πράκτορας 007 δεν είναι τίποτε άλλο από μια εξιδανικευμένη εκδοχή του ίδιου του δημιουργού του. Είναι Σκοτσέζος στην καταγωγή, όπως και ο Φλέμινγκ, μαθήτευσε στα ίδια σχολεία με τον Φλέμινγκ, του αρέσουν τα ίδια φαγητά με τον Φλέμινγκ (scrambled eggs and coffee), έχουν το ίδιο ύψος, το ίδιο στιλ στα μαλλιά, το ίδιο χρώμα ματιών, μοιράζονται το ίδιο γούστο στις όμορφες και εκλεπτυσμένες γυναικείες υπάρξεις.

Παρόλο όμως που ο ίδιος δεν το ομολόγησε ποτέ ξεκάθαρα, πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι, πέρα από τις όποιες ομοιότητες με τον δημιουργό, ο ήρωας των μυθιστορημάτων του ήταν υπαρκτό πρόσωπο και άκουγε στο όνομα Sydney Reilly, ένας ρώσος ή ουκρανός εβραίος κατάσκοπος που δραστηριοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του α’ παγκοσμίου πολέμου και που πέρασε στην ιστορία με το παρατσούκλι, «ο άσσος των κατασκόπων».

Εργάστηκε στην Scotland Yard μετά στην Μυστική Υπηρεσία της Βρετανίας ως μυστικός πράκτορας. Κατασκόπευσε για τουλάχιστον τέσσερις εθνότητες. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός κατά την δεκαετία του 1920, μετά την γνωστοποίηση της συμμετοχής του στην πτώση του καθεστώτος των μπολσεβίκων το 1918, καθώς και για την συμμετοχή του σε πολλές επιχειρήσεις κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κατά τις οποίες απέσπασε πολύτιμα κρατικά μυστικά της Γερμανίας προς όφελος πάντα της Βρετανίας. Σήμερα, πολλοί ιστορικοί τον θεωρούν ως τον κορυφαίο κατάσκοπο του εικοστού αιώνα.


Σε όλες του τις ταινίες (με πρώτη την «Dr. No» που προβλήθηκε το 1962), ο James Bond βρίσκεται στην ίδια ηλικιακή στιγμή (γύρω στα τέλη της δεκαετίας των τριάντα, περίπου στα 37). Η χρονολογία γέννησης παραμένει άγνωστη, με επικρατέστερες τις: 1918, 1920, 1921 και 1924. Έχει γεννηθεί κάπου στην Γερμανία (αλλού φαίνεται η Ελβετία ως χώρα γέννησής του), από πατέρα Σκοτσέζο και μητέρα Ελβετή. Γνωρίζει άπταιστα τα γερμανικά και τα γαλλικά. Στα έντεκα, οι γονείς του πεθαίνουν σε ορειβατικό ατύχημα και μένει ορφανός. Τον μεγαλώνει η θεία του και ολοκληρώνει την εκπαίδευσή του (κολλέγιο Εδιμβούργου, πανεπιστήμιο Γενεύης). Παράλληλα μαθαίνει δανέζικα, ρωσικά και ιαπωνέζικα.
Συμμετέχει στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με την κατάταξή του στο Βασιλικό Ναυτικό της Βρετανίας, όπου αποσπά τον τίτλο του διοικητή, τίτλο που κρατά και κατά την είσοδό του στην Μυστική Υπηρεσία (Μ16). Η επίσημη επαγγελματική του ιδιότητα είναι δημόσιος υπάλληλος στο Υπουργείο Αμύνης. Γύρω στο 1952 γίνεται πράκτορας 00- .

Μέρος των υποχρεώσεών του είναι να σκοτώνει, πράγμα που δεν του αρέσει καθόλου, γι’ αυτό, όποτε χρειάζεται να το κάνει, επιλέγει μετά να το ξεχνάει ή να καταφεύγει στο φλεγματικό του μαύρο χιούμορ. Σε κάποια ταινία γίνεται αναφορά στο ότι ήταν έφηβος όταν σκότωσε για πρώτη φορά. Πολλές είναι οι φορές που δεν υπακούει σε εντολές δολοφονίας και φτάνει σε πέρας την αποστολή του με το να πυροβολεί στο όπλο του αντιπάλου του.

Στα λογοτεχνικά κείμενα, ο James Bond είναι αδύνατος με καλοφτιαγμένο κορμί, κοντά μαύρα μαλλιά, γαλάζια μάτια και μια κάθετη ουλή στο δεξί μάγουλο. Έχει επίσης ένα σημάδι στο εσωτερικό του ενός χεριού του. Έχει ύψος 1.83 και βάρος 76 κιλά. Έχει υψηλή νοημοσύνη. Όποτε δεν βρίσκεται σε αποστολή ή στο αρχηγείο, περνά τον χρόνο του στο διαμέρισμά του στην οδό Kings road, στο Chelsea, το οποίο προσέχει μια σκωτσέζα οικιακή βοηθός με το όνομα May, η οποία και τον προσέχει σαν παιδί της. Σπάνια προσκαλεί γυναίκες στο σπίτι του.
Παντρεύεται την Teresa di Vicenzo, η οποία δολοφονείται την ημέρα του γάμου τους από τον ορκισμένο εχθρό του Ernst Stavro Blofeld. Για πολλά χρόνια στιγματίζεται από την απώλεια.

Τα αγαπημένα του ποτά είναι η βότκα μαρτίνι, το τζιν μαρτίνι, η σαμπάνια και το μπέρμπον. Είναι δεινός καπνιστής (σε ορισμένες περιπτώσεις έχει φτάσει και στα 70 τσιγάρα την ημέρα, ο μέσος όρος είναι 60), αν και είναι αρκετές οι περιπτώσεις που τον θέλουν να προσπαθεί να το κόψει, για να μπορεί να ανταπεξέλθει σε άλλες δραστηριότητες, όπως το κολύμπι. Σε κάποιο σημείο μάλιστα χαρακτηρίζει το κάπνισμα ως «filthy habbit».
Είναι γκουρμέ, όσον αφορά στις διατροφικές του επιλογές (σολωμός, καβούρια, κρύο ροστ μπηφ, πρώτα από όλα όμως τα χτυπητά αυγά σε συνδυασμό με καφέ, φτιαγμένα από την May). Απεχθάνεται το τσάι, για το οποίο μάλιστα έχει πει ότι είναι η αιτία της πτώσης της βρετανικής αυτοκρατορίας.

Η ερωτική του ζωή περιορίζεται σε εφήμερες σχέσεις της μιας βραδιάς με σχεδόν κάθε γυναίκα που συναντάει. Οι γυναίκες σαγηνεύονται από τη σωβινιστική του ταυτότητα, παρά την προσπάθειά τους να αντισταθούν. Στις πιο πρόσφατες ταινίες, η συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες έχει μαλακώσει, πολλές από τις οποίες φτάνει να τις σέβεται και να τις υπολογίζει (μία εκ των οποίων και η Μ). Οι προτιμήσεις του γέρνουν προς τις παντρεμένες γυναίκες, γιατί «it keeps things simple».

Η τελευταία ταινία, που τώρα παίζεται στους κινηματογράφους, Quantum of Solace, είναι η 22η στη σειρά ταινία με ήρωα τον 007. Ο προϋπολογισμός της ήταν 230.000.000 δολάρια και στην Αγγλία έσπασε το ρεκόρ πωλήσεων εισιτηρίων από την πρώτη εβδομάδα προβολής της, το οποίο κρατούσε μέχρι τώρα η ταινία του Harry Potter.


10.11.08

Αν είχε η σκιά μιλιά...


Εντάξει.
Θ’ αφήσω τον χρόνο να περάσει.
Στου χρόνου την άκρη για σε μπορώ να περιμένω
το κλωθογύρισμα της μοίρας πότε θα έρθει να προσμένω..
Σ’ αφήνω, αφού το θες, να περιπλανηθείς
στις άγριες θάλασσες του νου που έχεις για λημέρια
εκεί που οι άστεγες ψυχές ποτέ δεν γαληνεύουν
εκεί που δεν θα δεις αετούς με κάτασπρα να σμίγουν περιστέρια.
Σώμα κουφάρι που το’ φαγε της λήθης η αλμύρα
κατάρτια που μείνανε μισά και σύντροφοί σου γίνανε πιστοί
το πλήρωμα από καιρό φευγάτο και όλα τα πανιά σκισμένα
δυο κάβοι η μόνη σου ελπίδα, μόλις το σφύριγμα Σειρήνων ακουστεί.
Ξέμεινες πίσω κίβδηλα πλάσματα της μνήμης να υπομένεις
νύχτα και μέρα μοναχός… ποια μοίρα τάχα κυνηγάς και τι προσμένεις;…

Άσε με να’ ρθω εγώ σε σένα.
Των δελφινιών τους ήχους θα κάνω οδηγό
και με τον έρωτα μοναχικό σκαρί πύρινες πέτρες θα διασχίσω
πλανεύτρας μοίρας Συμπληγάδες μπροστά σε κύμα φθονερό
το ανάστημά μου ξανά απ’ την αρχή σαν σε γιορτή θα αναστήσω
αίμα ζεστό η ανθρώπινη ζωή
που σαν βορά στα άπληστα ρουθούνια του θα ορμάει
ένστικτα μαύρα σκοτεινά που από λήθαργο αιώνιο του ξυπνάει.
Κι αν ανταριάσει ο καιρός και γίγαντας θεόρατος σταθεί
με λύσσα και στυγνή ορμή μπροστά μου,
όσο κι αν φοβηθώ δεν θα λιγοψυχήσω,
μα σαν στρατιώτης σου πιστός
τη θάλασσά σου της σιωπής θα διασχίσω
με αυταπάρνηση και πίστη περισσή.

Άσε με να’ ρθω εγώ σε σένα.
Στην κόλαση θα κατεβώ του Δάντη να σε βρω
μαινόμενους Μινώταυρους για σε θα πολεμήσω
κι ανήλιαγους Λαβύρινθους σιωπής θα διασχίσω
μίτο ζωής στα δυο σου χέρια να αφήσω.
Κι όταν η δόλια η μοίρα μου σε σένα θα με φέρει
και μες στα δυο σου μάτια θα σώσω να κοιτάξω
το χέρι μου σφιχτά θα σε κρατήσει από το χέρι
και τη φτωχή και ματωμένη μου καρδιά
αμέσως στο λεπτό θα την προστάξω,
μέχρι να φτάσουμε σε μέρη ασφαλή και φωτεινά
πίσω της πόθοι μου σφοδροί να μην με πείσουν να κοιτάξω.
Ορφέας κι Ευρυδίκη μου μάθανε το μάθημα καλά.

Κι αν πλανερά παιχνίδια η φαντασία σου θελήσει να σου παίξει
και στα τυφλά τα μάτια σου φαντάσω ως οπτασία
καρδιά μου, μην ξεγελαστείς κι απ’ το θηκάρι σου σπαθί μη λευτερώσεις
θύελλες, άνεμοι σφοδροί και τρικυμίες
κι αν προσπαθήσουν της αγάπης το σκαρί να διαλύσουν
μάταια πως είναι όλα κι αν θελήσουν να σε πείσουν
και την ψυχή σου με ενοχές γεμίσουν κι ερινύες
μην τα αφήσεις, μάτια μου, να σε παραπλανήσουν.

Ομίχλη μην αφήσεις να καλύψει την καθάρια του έρωτα την όψη
και μην ξεγελαστείς στα μαύρα πως ντύθηκε η νύχτα να σε σώσει
μην την αφήσεις με μάγια μυστικά να σε προστάξει
και σε όρκους αιώνιας σιωπής ξανά να σε καταδικάσει.
Τη δύναμη βρες της φαντασίας τα παιχνίδια τρεις φορές ν’ απαρνηθείς
αν θες από του χρόνου τους ψεύτικους και θαλερούς ιστούς να λυτρωθείς.

Άσε με να’ ρθω εγώ σε σένα.
Κουρσάρος για σένα θα γενώ
μέσα στης λήθης τις αβύσσους για σε θα ταξιδέψω
και την χαμένη σου ψυχή θα’ ρθω για να κουρσέψω
πίσω ξανά σε σένα να σου την επιστρέψω
κι από του έρωτα το φως ας τυφλωθώ…


 

***



Αυτή η ποιητική παρένθεση είχε ως αφετηρία της την παρακίνηση της φίλης μου talisker, η οποία με προσκάλεσε σε ένα πολύ ιδιαίτερο και δύσκολο παιχνίδι, ένα παιχνίδι που τον λόγο δεν τον έχουμε εμείς, αλλά η "σκοτεινή" πλευρά μας.
Εμπνευστής ο πάντα απρόβλεπτος kryos, που μας έριξε στα βαθιά νερά της άλλης όψης του εαυτού μας, αυτής που προτιμά να ζει σε μέρη ανήλιαγα και σκοτεινά, και σπάνια βλέπει το φως της μέρας.
Ένα ταξίδι που πάντα θα κρύβει εκπλήξεις.

Θέλω να δω πολλούς να παίζουν αυτό το «παιχνίδι». Να ακούσω τη σκιά τους να μιλάει. Πρώτον και καλύτερο τον ίδιο τον εμπνευστή, kryo. Θέλω επίσης να διαβάσω τον κωνσταντίνο που πρόσφατα μας αποκάλυψε την ποιητική του πλευρά, την αγαπημένη και πάντα εκλεπτυσμένη σοφία στρέζου, την γλυκιά και σκοτεινή άνιμα, τον φιλόσοφο της παρέας karaflokotsifa, την πάντα γλυκιά και ρομαντική anastasia, την δροσερή ανασαιμιά, τον επαναστάτη βασίλη και τον αθεράπευτα εμπνευσμένο φίλο μου Νικόλα (ανεμοσκορπίσματα).

Θέλω να τους καλέσω όλους, krye, γίνεται;
Η πρόσκληση είναι λοιπόν ανοικτή για όσους τολμούν να αφεθούν!

3.11.08

Τέχνης παιχνίδια


Ένα από τα πιο γοητευτικά χαρακτηριστικά στην τέχνη είναι η διαφορετική επίδραση που μπορεί να έχει πάνω στους ανθρώπους. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα σε συγκινήσει και τι θα σε αφήσει αδιάφορο. Και ποτέ δεν ξέρεις τι θα εισπράξει ο καθένας κάθε φορά.

Για μένα, το θέμα ενός εικαστικού έργου έχει συνήθως δευτερεύουσα σημασία ή και καθόλου. Αυτό που με ελκύει σε ένα έργο τέχνης είναι η γλώσσα του χρώματος και η πορεία της πινελιάς, τα μέσα δηλαδή και η διαδικασία. Συνήθως αυτή τη διαδικασία της ροής της πινελιάς, και κατ’ επέκταση, της σκέψης του καλλιτέχνη και της συναισθηματικής του φόρτισης όταν δημιουργεί το έργο, δεν μπορείς να την απολαύσεις αρκετά άμεσα στην παραστατική τέχνη, γιατί στην παραστατική τέχνη σημασία έχει το αποτέλεσμα, το θέμα δηλαδή αυτό καθαυτό και η σωστή του απόδοση, όχι η διαδικασία. Αυτός είναι ο λόγος που με αιχμαλωτίζουν περισσότερο τα μη παραστατικά έργα τέχνης.

Με την υποβάθμιση του θέματος που σημειώνεται σε όλα τα εικαστικά ρεύματα του μοντερνισμού, αναδεικνύεται αυτόματα η μορφή, το υλικό και η επεξεργασία. Είναι σα να βλέπεις τον πίνακα πίσω από τον πίνακα, τον καλλιτέχνη την ώρα της δημιουργίας. Η παραμόρφωση, τα αντιρρεαλιστικά θέματα, η πολλαπλή προοπτική, η προβολή της ιδιοσυστασίας των υλικών, όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά και επιδιώξεις του μοντερνισμού, που οδηγούν σταδιακά από τις αρχές του 20ου αιώνα στην αφηρημένη τέχνη. Ο φουτουρισμός, ο ντανταϊσμός, ο σουρεαλισμός, ο φωβισμός, ο εξπρεσιονισμός, ο κυβισμός, είναι μερικά από τα κινήματα που ήρθαν σε ρήξη με τον αποστειρωμένο από κάθε πρωτοτυπία ακαδημαϊσμό που επικρατούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Ακόμη και στην Ελλάδα, οι διάφορες εκφραστικές τάσεις της αφαίρεσης, με εκπροσώπους όπως ο Μπουζιάνης, ο Σπυρόπουλος, ο Κοντόπουλος, ο Λεφάκης κ.ά. προσέφεραν μοναδικά δείγματα αφηρημένης τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο πιο τολμηρός βέβαια από όλους τους Έλληνες ζωγράφους, ιδανικός εκφραστής του εξπρεσιονισμού, είναι, κατά τη γνώμη μου, ο Γιώργος Μπουζιάνης. Γι’ αυτόν η πορεία από το οπτικό ερέθισμα προς την αντιληπτική του μεταγραφή περνά πάντα μέσα από τις υπόγειες διαδρομές του θυμικού. Αυτή η πορεία καταργεί κάθε πιστή μίμηση στα πράγματα. Η τέχνη του υπονομεύει την πραγματικότητα όπως την γνωρίζουμε, παραμορφώνοντας τα θέματα που επιλέγει τόσο ώστε να αποσυνδεθούν τελείως από την οπτική πραγματικότητα, όπως την γνωρίζουμε και την δεχόμαστε.

Ο Μπουζιάνης είναι μοναχικός καλλιτέχνης. Δεν ακολουθεί τον συρμό των υπόλοιπων Ελλήνων συναδέλφων του (γι’ αυτό και δεν έγινε εύκολα αποδεκτός από το ευρύ ελληνικό κοινό), γιατί προήλθε από έναν τόπο με πολύ διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, αφού είχε προλάβει να βιώσει από πρώτο χέρι όλη την βίαιη και ηρωική εποχή του εξπρεσιονισμού της ομάδας Γέφυρα (1907) και την ζωγραφική της άμεσης κοινωνικής κριτικής της Γερμανίας των αρχών του 20ου αιώνα.

Οι μοναχικές φιγούρες στα έργα του μαρτυρούν τον διαρκή αγώνα του συνειδητού να ανιχνεύσει τα όρια του υποσυνείδητου και οι εξπρεσιονιστικές παραμορφώσεις που επιλέγει ως εκφραστικό μέσο, υπαγορεύουν την επιδίωξή του να περιγράψει με σχήματα αντιστοιχίες του εσωτερικού χώρου της ανθρώπινης συνείδησης. Στα έργα του μιλά η ψυχή, όχι τα μάτια και αυτό σαγηνεύει και τελικά αιχμαλωτίζει τον θεατή των έργων του.

Η ένταση των χρωμάτων, η ακανόνιστη πορεία της γραμμής, οι αντιθέσεις των σχεδιαστικών και χρωματικών στοιχείων, το επίσης αφηρημένο φόντο που συμμετέχει ισότιμα στο έργο με τη μορφή, δίνουν σε όλα τα έργα του μεγάλη εικαστική δύναμη και την ένταση που μόνο τα μεγάλα έργα τέχνης μπορούν να εκπέμψουν.

Επιλέγω λοιπόν τον Μπουζιάνη ως πρωτοπόρο μιας πιο υπόγειας μη πεπατημένης εικαστικής διαδρομής και συγκεκριμένα το έργο του Γυναίκα με Λουλούδια, λάδι σε μουσαμά, φτιαγμένο το 1949, με διαστάσεις 98x69 cm. Ο εξπρεσιονιστής ζωγράφος σ' αυτό το έργο αντιμετωπίζει την ανθρώπινη μορφή σχεδόν βάρβαρα. Η βιαιότητα της πινελιάς και ο άναρχος χειρισμός του χρώματος μετατρέπουν τον καμβά σε αρένα δράσης, με τη φιγούρα να ταλαντεύεται στα όρια της αφαίρεσης προκειμένου να φτάσει στην ιδέα της, στο ιδεατό και όχι σε μια τυφλή αναπαράσταση της πραγματικότητας, ένα έργο που προκάλεσε αντιδράσεις όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο αθηναϊκό κοινό και που εικαστικά με εκφράζει απόλυτα.



Για ποίημα επιλέγω ένα σονέτο του αγαπημένου Σαίξπηρ. Θα το παραθέσω χωρίς ανάλυση, γιατί πάντα έχω την αίσθηση πως όποιος επιχειρεί να αναλύσει Σαίξπηρ, απλώς βεβηλώνει την ομορφιά του:

Κατάκοπος πλαγιάζω, ανάπαψη γλυκιά
να βρω για μέλη από πορεία κουρασμένα
μα μόλις στο κορμί μου σταματά η δουλειά
αρχίζει στο κεφάλι, εργάζονται τα φρένα.

Οι στοχασμοί μου τότε φεύγουν, παν μακριά
με ζήλο στο προσκύνημά σου και κρατάνε
ορθάνοιχτα τα βλέφαρά μου τα βαριά,
που όπως θωρεί ο τυφλός στα σκοτεινά κοιτάνε.

Μα της ψυχής μου η όραση η φανταστική
τη σκιά σου παρουσιάζει στην τυφλή μου θέα
σαν διαμάντι ψηλά στη νύχτα τη φρικτή
που από μαύρη και γριά την κάνει ωραία και νέα.

Κι έτσι ημέρα τα μέλη μου, νύχτα τα φρένα
δεν ησυχάζουν από μένα κι από σένα…

Και πώς μπορώ το κέφι μου να ξαναβρώ
αφού μου λείπει η ανάπαψη που γαληνεύει;
Που η νύχτα δεν κοιμίζει της ημέρας τον καημό
κι η ημέρα-νύχτα, η νύχτα-ημέρα με παιδεύει;

Κι οι δυο τους, μόλον που’ ναι δυο εχθρικά βασίλεια,
δίνουν τα χέρια για να τυραννούν εμένα
η μια με τη δουλειά και η άλλη με τη ζήλια
που με κρατάει μακριά η δουλειά, μακριά από σένα.

Λέω στην ημέρα να την καλοπιάσω, πως
η ομορφιά σου καταλεί τη συγνεφιά της
στη νύχτα ότι από σένα λάμπει ο ουρανός
όταν η μαύρη χάνει την αστροφεγγιά της.

Η ημέρα, κάθε ημέρα τον καημό μου αξαίνει
κι η νύχτα ολονυχτίς τον πόνο μου αβγαταίνει…

Sonet Nr. 27, W. Shakespeare



Τέλος, για ρητό επιλέγω το:

Τίποτα δεν είναι αυτονόητο και τίποτα ακατόρθωτο.

Δεν το έχει πει κάποιος επώνυμος, αλλά ένας καθηγητής μου σε μια δύσκολη στιγμή, παρακαταθήκη που πάντα θα κουβαλάω μαζί μου.


Ευχαριστώ τον Antoine και την artanis για την πρόσκληση, η οποία βεβαίως και είναι ανοιχτή για όποιον θέλει να συνεχίσει… και πολλά φιλιά στην εμπνεύστρια του παιχνιδιού roadartist!