Ώρα 7:30 το πρωί στην αίθουσα αναμονής των εξωτερικών ιατρείων του νοσοκομείου για εξετάσεις ρουτίνας.
Ο θάλαμος άδειος και σιωπηλός φωτιζόταν ιλαρά με το πρώτο φως του πρωινού που περνούσε μέσα από τον φεγγίτη. Η γραμματεία ήταν ακόμα κλειστή.
Δυο τρεις ασθενείς περίμεναν μαζί μου καθισμένοι στις σιδερένιες καρέκλες αναμονής. Όσο περνούσε η ώρα, ο κόσμος άρχισε να πληθαίνει.
Η κοπέλα της γραμματείας δεν άργησε να φανεί. Προτού αφήσει τα πράγματά της καλά-καλά, άρχισαν να την ρωτούν για τα ραντεβού τους ανυπόμονα.
"Δώστε μου μισό λεπτάκι να ανοίξω το γραφείο και θα σας εξυπηρετήσω" τους είπε καθησυχαστικά. Είχε μια γλύκα η φωνή της, οι αντιδράσεις της έδειχαν αγάπη και σύνδεση μαζί τους, παρά το προκατειλημμένο κλίμα που επικρατούσε. Ήταν φανερό πως βρισκόταν στη θέση ακριβώς που ήθελε να βρίσκεται.
Εκείνοι ωστόσο, θαρρείς από ανασφάλεια πως θα έχαναν τη σειρά τους, επέμεναν. Στέκονταν εριστικά μπροστά στον γκισέ, χτυπούσαν νευρικά τα δάχτυλά τους πάνω στον ξύλινο πάγκο, την αγριοκοιτούσαν κάθε που η νεαρή κοπέλα έστρεφε το βλέμμα της αλλού. Έδειχναν μαθημένοι στις γραφειοκρατικές δυσκολίες των υπηρεσιών και ήταν ταμπουρωμένοι και ετοιμοπόλεμοι για τα χειρότερα, δείχνοντας δυσπιστία για τα καλύτερα που έβλεπαν να διαδραμματίζονται τώρα μπροστά τους.
Όλοι, πλην ενός ζευγαριού που καθόταν δίπλα μου. Και οι δυο τους βρίσκονταν σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, υποθέτω γύρω στα ογδόντα, αλλά και εκείνος και εκείνη περίμεναν με γαλήνη και δεκτικότητα τη σειρά τους.
Ήταν εμφανές πως από τους δυο τους, εκείνη ήταν η ασθενής. Το γλυκύτατο πρόσωπό της σειόταν κάθε μερικά δευτερόλεπτα από την νόσο Πάρκινσον. Έδειχνε όμως τόσο ήρεμη, τόσο μονιασμένη με το πρόβλημά της, σα να είχαν συμφιλιωθεί με την ασθένεια εδώ και χρόνια. Θυμήθηκα τα λόγια γνωστού ηθοποιού που, χτυπημένος από καρκίνο, συνέχισε (και συνεχίζει) να αγωνίζεται χωρίς κανείς να υποπτεύεται τον σταυρό που κουβαλάει εντός του:
"Εκείνο κάνει τη δουλειά του κι εγώ τη δική μου."
Ο σύζυγος, στωικά καθήμενος στην καρέκλα δίπλα της, δεν έλεγε πολλά. Σε ό,τι συνέβαινε, η στάση του ήταν ανεκτική και μεγαλόψυχη. Λιγομίλητος, με τη ρεντικότα να καλύπτει το μισό του κεφάλι, καθόταν στη σιδερένια καρέκλα της αναμονής περίμενοντας τη σύζυγο να τελειώσει με την επίσκεψή της στους γιατρούς, η οποία και είχε αναλάβει τα ηνία όλων των διαδικαστικών. Εκείνη μίλησε με τη γραμματεία, εκείνη έπιασε ψιλοκουβέντα με την κοπέλα που εμφανώς τη συμπαθούσε πολύ (φαίνεται πως ήταν συχνή θαμώνας του τμήματος), εκείνη έπιασε βιβλιάρια ασθενείας και λοιπά χαρτιά να τα τακτοποιήσει, παρόλο που φαινόταν να υποφέρει από κάθε κίνηση που έκανε, ενημερώνοντας κάθε λίγο τον καπελοφόρο σύζυγο για τα πάντα με την παραμικρή λεπτομέρεια.
"Θα περιμένουμε λίγο ακόμα να έρθει η κοπέλα της αιμοδοσίας".
Η ομιλία της αργή, ισχνή, δύσκολη, αλλά δεν έδειχνε να πτοείται. Ήταν αξιολάτρευτη. Και οι δυο τους; Ένα τέλειο ζευγάρι. Με τις ψιλογκρίνιες της καθημερινότητας (που τα λέω γκρίνιες της αγάπης αυτά) αλλά δοσμένοι ο ένας στον άλλο με απόλυτη στοργή και αφοσίωση, να σιγοντάρουν, να είναι εκεί, να πειράζονται για να κάνουν πιο υποφερτή τη δυσκολία που καλείται να αντιμετωπίσει το ταίρι τους, παραβλέποντας βάσανα, αναποδιές και χρόνια.
- Τι θα γίνει, κυρία Ειρήνη; Εδώ θα περάσουμε τη μέρα μας; την ρώτησε κάποια στιγμή πειραχτικά, λίγο αφού η κυρία Ειρήνη είχε επιστρέψει από την αιμοληψία πιέζοντας με το δάχτυλο του αριστερού της χεριού πάνω στο σημείο με τον αυτοκόλλητο επίδεσμο.
- Μου είπε να περιμένω, γιατί θα τρέξει, απάντησε αργά, λόγω του προβλήματος.
Εκείνος δεν απάντησε, μόνο έμεινε εκεί να την περιμένει. Ήξερε ότι ήταν για το καλό της, έτσι δεν πρόβαλε καμία διαμαρτυρία, καμία δυσφορία, τίποτα.
Ξάφνου, χωρίς προειδοποίηση, εκείνη σηκώθηκε. Τακτοποίησε την τσάντα της στον ώμο, συμμάζεψε το χαρτομάνι και βιαστικά τράβηξε για την έξοδο.
- Άντε, θα έρθεις επιτέλους; γύρισε και είπε ανυπόμονα στον σύζυγο.
Πάλι καμία αντίδραση από εκείνον. Μόνο σηκώθηκε σιωπηλά και την ακολούθησε.
Τους ακολούθησα κι εγώ με το βλέμμα ώσπου χάθηκαν στο βάθος του διαδρόμου. Χαμογελούσα. Τους έβλεπα, τους άκουγα όλη αυτή την ώρα και έλεγα μέσα μου πόσα άραγε ζευγάρια σημερινά θα φτάσουν στα βαθειά τους γεράμματα παραμένοντας έτσι, όπως αυτοί οι δύο, να νοιάζονται ο ένας για τον άλλο αληθινά επειδή τους το ορίζει η καρδιά τους και όχι επειδή πρέπει λόγω γάμου να αισθάνονται έτσι.
Δυο άνθρωποι με τις προσωπικότητές τους σε πλήρη ανάπτυξη, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνεται πρόβλημα, που να γνωρίζουν το άλλο τους μισό σα την παλάμη του χεριού τους, να ξέρουν τα χούγια του και να είναι εντάξει με αυτά, αφού ξέρουν ότι και ο άλλος το ίδιο ακριβώς κάνει και αισθάνεται, και να πορεύονται μαζί σαν ένα, στα εύκολα και τα δύσκολα.
Εργασία στο σπίτι σήμερα, εν μέσω δημιουργικών διαλειμμάτων, εννοείται.
Ο θάλαμος άδειος και σιωπηλός φωτιζόταν ιλαρά με το πρώτο φως του πρωινού που περνούσε μέσα από τον φεγγίτη. Η γραμματεία ήταν ακόμα κλειστή.
Δυο τρεις ασθενείς περίμεναν μαζί μου καθισμένοι στις σιδερένιες καρέκλες αναμονής. Όσο περνούσε η ώρα, ο κόσμος άρχισε να πληθαίνει.
Η κοπέλα της γραμματείας δεν άργησε να φανεί. Προτού αφήσει τα πράγματά της καλά-καλά, άρχισαν να την ρωτούν για τα ραντεβού τους ανυπόμονα.
"Δώστε μου μισό λεπτάκι να ανοίξω το γραφείο και θα σας εξυπηρετήσω" τους είπε καθησυχαστικά. Είχε μια γλύκα η φωνή της, οι αντιδράσεις της έδειχαν αγάπη και σύνδεση μαζί τους, παρά το προκατειλημμένο κλίμα που επικρατούσε. Ήταν φανερό πως βρισκόταν στη θέση ακριβώς που ήθελε να βρίσκεται.
Εκείνοι ωστόσο, θαρρείς από ανασφάλεια πως θα έχαναν τη σειρά τους, επέμεναν. Στέκονταν εριστικά μπροστά στον γκισέ, χτυπούσαν νευρικά τα δάχτυλά τους πάνω στον ξύλινο πάγκο, την αγριοκοιτούσαν κάθε που η νεαρή κοπέλα έστρεφε το βλέμμα της αλλού. Έδειχναν μαθημένοι στις γραφειοκρατικές δυσκολίες των υπηρεσιών και ήταν ταμπουρωμένοι και ετοιμοπόλεμοι για τα χειρότερα, δείχνοντας δυσπιστία για τα καλύτερα που έβλεπαν να διαδραμματίζονται τώρα μπροστά τους.
Όλοι, πλην ενός ζευγαριού που καθόταν δίπλα μου. Και οι δυο τους βρίσκονταν σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, υποθέτω γύρω στα ογδόντα, αλλά και εκείνος και εκείνη περίμεναν με γαλήνη και δεκτικότητα τη σειρά τους.
Ήταν εμφανές πως από τους δυο τους, εκείνη ήταν η ασθενής. Το γλυκύτατο πρόσωπό της σειόταν κάθε μερικά δευτερόλεπτα από την νόσο Πάρκινσον. Έδειχνε όμως τόσο ήρεμη, τόσο μονιασμένη με το πρόβλημά της, σα να είχαν συμφιλιωθεί με την ασθένεια εδώ και χρόνια. Θυμήθηκα τα λόγια γνωστού ηθοποιού που, χτυπημένος από καρκίνο, συνέχισε (και συνεχίζει) να αγωνίζεται χωρίς κανείς να υποπτεύεται τον σταυρό που κουβαλάει εντός του:
"Εκείνο κάνει τη δουλειά του κι εγώ τη δική μου."
Ο σύζυγος, στωικά καθήμενος στην καρέκλα δίπλα της, δεν έλεγε πολλά. Σε ό,τι συνέβαινε, η στάση του ήταν ανεκτική και μεγαλόψυχη. Λιγομίλητος, με τη ρεντικότα να καλύπτει το μισό του κεφάλι, καθόταν στη σιδερένια καρέκλα της αναμονής περίμενοντας τη σύζυγο να τελειώσει με την επίσκεψή της στους γιατρούς, η οποία και είχε αναλάβει τα ηνία όλων των διαδικαστικών. Εκείνη μίλησε με τη γραμματεία, εκείνη έπιασε ψιλοκουβέντα με την κοπέλα που εμφανώς τη συμπαθούσε πολύ (φαίνεται πως ήταν συχνή θαμώνας του τμήματος), εκείνη έπιασε βιβλιάρια ασθενείας και λοιπά χαρτιά να τα τακτοποιήσει, παρόλο που φαινόταν να υποφέρει από κάθε κίνηση που έκανε, ενημερώνοντας κάθε λίγο τον καπελοφόρο σύζυγο για τα πάντα με την παραμικρή λεπτομέρεια.
"Θα περιμένουμε λίγο ακόμα να έρθει η κοπέλα της αιμοδοσίας".
Η ομιλία της αργή, ισχνή, δύσκολη, αλλά δεν έδειχνε να πτοείται. Ήταν αξιολάτρευτη. Και οι δυο τους; Ένα τέλειο ζευγάρι. Με τις ψιλογκρίνιες της καθημερινότητας (που τα λέω γκρίνιες της αγάπης αυτά) αλλά δοσμένοι ο ένας στον άλλο με απόλυτη στοργή και αφοσίωση, να σιγοντάρουν, να είναι εκεί, να πειράζονται για να κάνουν πιο υποφερτή τη δυσκολία που καλείται να αντιμετωπίσει το ταίρι τους, παραβλέποντας βάσανα, αναποδιές και χρόνια.
- Τι θα γίνει, κυρία Ειρήνη; Εδώ θα περάσουμε τη μέρα μας; την ρώτησε κάποια στιγμή πειραχτικά, λίγο αφού η κυρία Ειρήνη είχε επιστρέψει από την αιμοληψία πιέζοντας με το δάχτυλο του αριστερού της χεριού πάνω στο σημείο με τον αυτοκόλλητο επίδεσμο.
- Μου είπε να περιμένω, γιατί θα τρέξει, απάντησε αργά, λόγω του προβλήματος.
Εκείνος δεν απάντησε, μόνο έμεινε εκεί να την περιμένει. Ήξερε ότι ήταν για το καλό της, έτσι δεν πρόβαλε καμία διαμαρτυρία, καμία δυσφορία, τίποτα.
Ξάφνου, χωρίς προειδοποίηση, εκείνη σηκώθηκε. Τακτοποίησε την τσάντα της στον ώμο, συμμάζεψε το χαρτομάνι και βιαστικά τράβηξε για την έξοδο.
- Άντε, θα έρθεις επιτέλους; γύρισε και είπε ανυπόμονα στον σύζυγο.
Πάλι καμία αντίδραση από εκείνον. Μόνο σηκώθηκε σιωπηλά και την ακολούθησε.
Τους ακολούθησα κι εγώ με το βλέμμα ώσπου χάθηκαν στο βάθος του διαδρόμου. Χαμογελούσα. Τους έβλεπα, τους άκουγα όλη αυτή την ώρα και έλεγα μέσα μου πόσα άραγε ζευγάρια σημερινά θα φτάσουν στα βαθειά τους γεράμματα παραμένοντας έτσι, όπως αυτοί οι δύο, να νοιάζονται ο ένας για τον άλλο αληθινά επειδή τους το ορίζει η καρδιά τους και όχι επειδή πρέπει λόγω γάμου να αισθάνονται έτσι.
Δυο άνθρωποι με τις προσωπικότητές τους σε πλήρη ανάπτυξη, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνεται πρόβλημα, που να γνωρίζουν το άλλο τους μισό σα την παλάμη του χεριού τους, να ξέρουν τα χούγια του και να είναι εντάξει με αυτά, αφού ξέρουν ότι και ο άλλος το ίδιο ακριβώς κάνει και αισθάνεται, και να πορεύονται μαζί σαν ένα, στα εύκολα και τα δύσκολα.
Εργασία στο σπίτι σήμερα, εν μέσω δημιουργικών διαλειμμάτων, εννοείται.