Το όνομά της ήταν Έλλη Σουγιουλτζόγλου – Σεραϊδάρη, έμεινε όμως γνωστή με την αγγλική εκδοχή του ψευδωνύμου της, με το οποίο επέμενε να υπογράφει όλες της τις δημιουργίες. Ο λόγος για την παγκοσμίου φήμης Ελληνίδα φωτογράφο «Nelly’s». Η Μικρασιάτισσα από το Αϊδίνι με την καλλιεργημένη προσωπικότητα και τον ανήσυχο χαρακτήρα κατάφερε να αναστατώσει μια ολόκληρη κοινωνία και να καθιερωθεί στο παγκόσμιο πάνθεον της καλλιτεχνίας ως κορυφαίο όνομα στο είδος της.
Προερχόμενη από εύπορη οικογένεια, έφυγε μετά την καταστροφή του Αϊδινίου από τα τουρκικά στρατεύματα για τη Σμύρνη κι από εκεί για τη Δρέσδη, όπου και σπούδασε αρχικά μουσική και ζωγραφική και στη συνέχεια φωτογραφία όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Εκεί βρισκόταν όταν άκουσε για την καταστροφή της Σμύρνης και τη σφαγή των Ελλήνων Μικρασιατών από τους Τούρκους. Οι γονείς της ανήκαν στους τυχερούς που κατάφεραν να διαφύγουν στην Ελλάδα.
Στην Αθήνα η Έλλη – Nelly’s εγκαταστάθηκε το 1924, όπου και άνοιξε ένα φωτογραφικό εργαστήρι στην οδό Ερμού. Γερμανικής, αρχικά, επιρροής, σύντομα η τέχνη της στράφηκε προς μια ελληνοκεντρική θεματογραφία για να φτάσει τελικά να συνδεθεί άρρηκτα με την αποτύπωση της αθηναϊκής κοινωνίας του Μεσοπολέμου, της ελληνικής ομογένειας, αλλά κυρίως με την ανάδειξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Τρία χρόνια μετά, αποφάσισε να περιοδεύσει ανά την Ελλάδα και να γνωρίσει από κοντά την ελληνική ύπαιθρο και τους ανθρώπους της, τα οποία αποθανάτισε με τον φωτογραφικό της φακό. Το υλικό της εκείνης της περιόδου συνέθετε μια «ειδυλλιακή» Ελλάδα, αγνή, ανόθευτη, ενώ η τεχνική της αποκτούσε όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά που θα σφράγιζαν τη μοναδικότητα της δουλειάς της, όπως η κινητικότητα και η ελευθερία. Τόποι εξορίας και εγκατάλειψης μετατράπηκαν ως δια μαγείας σε «παραδείσους», γεμάτους ονειρεμένα τοπία, φιλόξενους ανθρώπους και μνημεία αιώνιας αρμονίας και ομορφιάς.
Παρόλο που η εποχή είχε γεννήσει κι άλλους εξίσου αξιόλογους φωτογράφους, όπως η Παπαϊωάννου, ο Μελετζής, ο Μπαλάφας κτλ., οι δυτικοί αμέσως αγκάλιασαν την τέχνη της Έλλης, επειδή το «βλέμμα» της συνηγορούσε περισσότερο με την εικόνα που είχαν φτιάξει εκείνοι για την Ελλάδα του μεσοπολέμου. Αν αποτύπωνε το πραγματικό πρόσωπο της Ελλάδας στον φακό της, της φτώχειας, της μιζέριας, του πόνου, της προσφυγιάς, ίσως να μην έβλεπε ποτέ το φως της αναγνώρισης και της δόξας, ούτε εκείνη ούτε η χώρα, που δεν μετρούσε καλά-καλά αιώνα από την επέτειο της σύστασής της σε κράτος. Οι φωτογραφίες της κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό, μέσα από επίσημα τουριστικά έντυπα, προωθώντας μια ιδιότυπη φωτογραφική «ματιά», που παρόλο που ανήκε σε εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου, στάθηκε αρκετά ισχυρή ώστε να αποτελέσει αντιπροσωπευτικό σύμβολο της ελληνικής «τουριστικής φιλοσοφίας».
Γεννημένη σε μια εποχή που το γυναικείο φύλο βρισκόταν ακόμη στην αναζήτητη της ταυτότητάς του, η Nelly’s προχωρούσε ακάθεκτη χαράσσοντας έναν δικό της δρόμο, χωρίς όμως να απαρνηθεί τα ευρωπαϊκά κεκτημένα, τα οποία δεν μιμήθηκε αλλά αφομοίωσε και προσάρμοσε με επιτυχία στα δεδομένα του ελληνικού σκηνικού. Διατήρησε την ιδεολογία του νεοκλασσικισμού, η σκηνοθεσία παρέμεινε στητή και επιτηδευμένη, όμως χειραγώγησε το μέσον της σχεδόν ζωγραφικά (η συγκεκριμένη τεχνική είναι γνωστή ως τεχνική bromoil, σύμφωνα με την οποία: "...ο φωτογράφος παίρνει σημείωση, απλούν καμβά του τοπίου, επάνω στο οποίο πρέπει να ξαναφτιάξει με το πινέλο. Kι έτσι μπαίνει κι αυτός στη ζωγραφική... ώστε καλές μοντέρνες φωτογραφίες από καλλιτέχνες φωτογράφους, να είναι απείρως καλύτερες από πλήθος κακότεχνων ζωγραφικών πινάκων... H φωτογραφία σβήνει σχεδόν εντελώς, μένει μόνο το αχνό περίγραμμα των πραγμάτων, ένα ιχνογράφημα ... αυτό πρέπει να γεμίσει, να γίνει πίναξ, ... η ελευθερία του τεχνίτη δεν είναι απόλυτη, όπως του καλλιτέχνου μπροστά στο μουσαμά, είναι αρκετή εν τούτοις για να φανεί μια καλλιτεχνική αντίληψις... η ελληνική φωτογραφία μπαίνει με την εξαίρετη αυτή εργασία στη σειρά των καλύτερων ευρωπαϊκών..." (έκθεση Σπύρου Μελά 1929, Ξανθάκης 1991). Η Nelly’s υιοθέτησε αυτή την τεχνική στη δουλειά της, επιζητώντας για την τέχνη της φωτογραφίας το πολυπόθητο από όλους τους φωτογράφους της Ευρώπης χρίσμα των ακαδημαϊκών καλών τεχνών. Η τεχνική βέβαια δεν ευόδωσε για πολλά χρόνια ακόμη, όμως άνοιξε το δρόμο για την «καθαρή» Φωτογραφία, ως αυθύπαρκτη και ισότιμη τέχνη και την αναβάθμιση του φωτογράφου από τεχνίτη σε καλλιτέχνη.
Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί θησαυροί της χώρας ζωντάνευαν μέσα από τον φακό της δυναμικής Ελληνίδας, η οποία πειραματιζόταν ακατάπαυστα με το φυσικό φως, έπρεπε να φτάσει όμως μέχρι την τελική ρήξη με την συντηρητική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα, με τη σειρά των γυμνών πορτραίτων της στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, για να καθιερωθεί ως παγκόσμιο αστέρι και να αναδειχτεί σε κορυφαία φωτογράφο του μεσοπολέμου. Οι φωτογραφίες των χορευτριών Πάϊβα και Νικόλσκα με φόντο την Ακρόπολη, θεωρούνται μέχρι και σήμερα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή καλλιτεχνικά δείγματα της ελληνικής φωτογραφίας. Η αρμονία, ο ερωτισμός, το κάλλος, η χάρη, η κίνηση της αρχαίας κόρης, πίσω από αραχνοΰφαντα πέπλα και με το κύρος ενός παγκόσμιου μνημείου για σκηνικό εξακολουθούν και σαγηνεύουν μέχρι σήμερα παγκοσμίως.
Κάποιοι την κατηγόρησαν πως με το μαγικό ραβδάκι της παραμόρφωσε ή και πλαστογράφησε την εικόνα μιας μη πραγματικής Ελλάδας. Κάποιοι έφτασαν και στη σκέψη πως τελικά, μέσα από τη δική της ματιά και, κατ’ επέκταση, την δυτικο-ευρωπαϊκή, όριζε συνειδητά τι αξίζει και τι δεν αξίζει να φωτογραφηθεί, ποια Ελλάδα δηλαδή αξίζε προβολής ή όχι. Την κατέκριναν γι’ αυτό, για το ότι κατασκεύασε μια άλλη κοινωνία, μια ελληνική πραγματικότητα με επιλεκτικά στοιχεία, που δεν ζωγράφιζαν το πραγματικό, αλλά ένα άλλο, εξιδανικευμένο πρόσωπο, εκείνο που ήθελε να βλέπει η Ευρώπη. Ίσως και να είναι έτσι. Όμως, πάλι, ποια μορφή τέχνης αποστασιοποιείται από το γίγνεσθαι της εποχής; Ο ακαδημαϊσμός έδινε και έπαιρνε εκείνη την εποχή. Οι βαυαρικές μνήμες και αντιλήψεις ήταν ακόμα κραταιές. Ήταν μια προσέγγιση που εξυπηρετούσε και βοηθούσε. Η Ελλάδα ακόμη πάσχιζε να οριοθετηθεί, να αποσαφηνίσει θεσμούς, αξίες, δεν είχε ακόμη δικά της σταθερά θεμέλια, δεν είχε αυτονομία, όσο κι αν το ήθελε. Αυτή ήταν η ιστορική της πραγματικότητα, αυτήν ακολουθούσε και η καλλιτεχνική πραγματικότητα.
Μετά το «σκάνδαλο» της γυμνής φωτογράφισης στον Παρθενώνα, το οποίο ποδηγέτησε το χριστιανικό ιερατείο, και παρά τη συμπαράσταση που δέχτηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο, η Nelly’s δεν έμεινε περισσότερο στην Ελλάδα. Έφυγε για την Αμερική όπου και έμεινε για τα επόμενα 25 χρόνια, προσανατολίζοντας τη θεματική της στη διαφημιστική και έγχρωμη φωτογραφία, καθώς και το φωτορεπορτάζ. Στην Ελλάδα επέστρεψε στη δύση της ζωής της, όπου και πέθανε στην Αθήνα το 1998, σε ηλικία 99 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα πολυσύνθετο έργο, που, παρά τις όποιες αντιδράσεις, εισήγαγε τη χώρα στον παγκόσμιο στίβο της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, κάνοντάς την γνωστή στα πέρατα του κόσμου. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη.
Προερχόμενη από εύπορη οικογένεια, έφυγε μετά την καταστροφή του Αϊδινίου από τα τουρκικά στρατεύματα για τη Σμύρνη κι από εκεί για τη Δρέσδη, όπου και σπούδασε αρχικά μουσική και ζωγραφική και στη συνέχεια φωτογραφία όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Εκεί βρισκόταν όταν άκουσε για την καταστροφή της Σμύρνης και τη σφαγή των Ελλήνων Μικρασιατών από τους Τούρκους. Οι γονείς της ανήκαν στους τυχερούς που κατάφεραν να διαφύγουν στην Ελλάδα.
Στην Αθήνα η Έλλη – Nelly’s εγκαταστάθηκε το 1924, όπου και άνοιξε ένα φωτογραφικό εργαστήρι στην οδό Ερμού. Γερμανικής, αρχικά, επιρροής, σύντομα η τέχνη της στράφηκε προς μια ελληνοκεντρική θεματογραφία για να φτάσει τελικά να συνδεθεί άρρηκτα με την αποτύπωση της αθηναϊκής κοινωνίας του Μεσοπολέμου, της ελληνικής ομογένειας, αλλά κυρίως με την ανάδειξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Τρία χρόνια μετά, αποφάσισε να περιοδεύσει ανά την Ελλάδα και να γνωρίσει από κοντά την ελληνική ύπαιθρο και τους ανθρώπους της, τα οποία αποθανάτισε με τον φωτογραφικό της φακό. Το υλικό της εκείνης της περιόδου συνέθετε μια «ειδυλλιακή» Ελλάδα, αγνή, ανόθευτη, ενώ η τεχνική της αποκτούσε όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά που θα σφράγιζαν τη μοναδικότητα της δουλειάς της, όπως η κινητικότητα και η ελευθερία. Τόποι εξορίας και εγκατάλειψης μετατράπηκαν ως δια μαγείας σε «παραδείσους», γεμάτους ονειρεμένα τοπία, φιλόξενους ανθρώπους και μνημεία αιώνιας αρμονίας και ομορφιάς.
Παρόλο που η εποχή είχε γεννήσει κι άλλους εξίσου αξιόλογους φωτογράφους, όπως η Παπαϊωάννου, ο Μελετζής, ο Μπαλάφας κτλ., οι δυτικοί αμέσως αγκάλιασαν την τέχνη της Έλλης, επειδή το «βλέμμα» της συνηγορούσε περισσότερο με την εικόνα που είχαν φτιάξει εκείνοι για την Ελλάδα του μεσοπολέμου. Αν αποτύπωνε το πραγματικό πρόσωπο της Ελλάδας στον φακό της, της φτώχειας, της μιζέριας, του πόνου, της προσφυγιάς, ίσως να μην έβλεπε ποτέ το φως της αναγνώρισης και της δόξας, ούτε εκείνη ούτε η χώρα, που δεν μετρούσε καλά-καλά αιώνα από την επέτειο της σύστασής της σε κράτος. Οι φωτογραφίες της κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό, μέσα από επίσημα τουριστικά έντυπα, προωθώντας μια ιδιότυπη φωτογραφική «ματιά», που παρόλο που ανήκε σε εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου, στάθηκε αρκετά ισχυρή ώστε να αποτελέσει αντιπροσωπευτικό σύμβολο της ελληνικής «τουριστικής φιλοσοφίας».
Γεννημένη σε μια εποχή που το γυναικείο φύλο βρισκόταν ακόμη στην αναζήτητη της ταυτότητάς του, η Nelly’s προχωρούσε ακάθεκτη χαράσσοντας έναν δικό της δρόμο, χωρίς όμως να απαρνηθεί τα ευρωπαϊκά κεκτημένα, τα οποία δεν μιμήθηκε αλλά αφομοίωσε και προσάρμοσε με επιτυχία στα δεδομένα του ελληνικού σκηνικού. Διατήρησε την ιδεολογία του νεοκλασσικισμού, η σκηνοθεσία παρέμεινε στητή και επιτηδευμένη, όμως χειραγώγησε το μέσον της σχεδόν ζωγραφικά (η συγκεκριμένη τεχνική είναι γνωστή ως τεχνική bromoil, σύμφωνα με την οποία: "...ο φωτογράφος παίρνει σημείωση, απλούν καμβά του τοπίου, επάνω στο οποίο πρέπει να ξαναφτιάξει με το πινέλο. Kι έτσι μπαίνει κι αυτός στη ζωγραφική... ώστε καλές μοντέρνες φωτογραφίες από καλλιτέχνες φωτογράφους, να είναι απείρως καλύτερες από πλήθος κακότεχνων ζωγραφικών πινάκων... H φωτογραφία σβήνει σχεδόν εντελώς, μένει μόνο το αχνό περίγραμμα των πραγμάτων, ένα ιχνογράφημα ... αυτό πρέπει να γεμίσει, να γίνει πίναξ, ... η ελευθερία του τεχνίτη δεν είναι απόλυτη, όπως του καλλιτέχνου μπροστά στο μουσαμά, είναι αρκετή εν τούτοις για να φανεί μια καλλιτεχνική αντίληψις... η ελληνική φωτογραφία μπαίνει με την εξαίρετη αυτή εργασία στη σειρά των καλύτερων ευρωπαϊκών..." (έκθεση Σπύρου Μελά 1929, Ξανθάκης 1991). Η Nelly’s υιοθέτησε αυτή την τεχνική στη δουλειά της, επιζητώντας για την τέχνη της φωτογραφίας το πολυπόθητο από όλους τους φωτογράφους της Ευρώπης χρίσμα των ακαδημαϊκών καλών τεχνών. Η τεχνική βέβαια δεν ευόδωσε για πολλά χρόνια ακόμη, όμως άνοιξε το δρόμο για την «καθαρή» Φωτογραφία, ως αυθύπαρκτη και ισότιμη τέχνη και την αναβάθμιση του φωτογράφου από τεχνίτη σε καλλιτέχνη.
Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί θησαυροί της χώρας ζωντάνευαν μέσα από τον φακό της δυναμικής Ελληνίδας, η οποία πειραματιζόταν ακατάπαυστα με το φυσικό φως, έπρεπε να φτάσει όμως μέχρι την τελική ρήξη με την συντηρητική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα, με τη σειρά των γυμνών πορτραίτων της στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, για να καθιερωθεί ως παγκόσμιο αστέρι και να αναδειχτεί σε κορυφαία φωτογράφο του μεσοπολέμου. Οι φωτογραφίες των χορευτριών Πάϊβα και Νικόλσκα με φόντο την Ακρόπολη, θεωρούνται μέχρι και σήμερα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή καλλιτεχνικά δείγματα της ελληνικής φωτογραφίας. Η αρμονία, ο ερωτισμός, το κάλλος, η χάρη, η κίνηση της αρχαίας κόρης, πίσω από αραχνοΰφαντα πέπλα και με το κύρος ενός παγκόσμιου μνημείου για σκηνικό εξακολουθούν και σαγηνεύουν μέχρι σήμερα παγκοσμίως.
Κάποιοι την κατηγόρησαν πως με το μαγικό ραβδάκι της παραμόρφωσε ή και πλαστογράφησε την εικόνα μιας μη πραγματικής Ελλάδας. Κάποιοι έφτασαν και στη σκέψη πως τελικά, μέσα από τη δική της ματιά και, κατ’ επέκταση, την δυτικο-ευρωπαϊκή, όριζε συνειδητά τι αξίζει και τι δεν αξίζει να φωτογραφηθεί, ποια Ελλάδα δηλαδή αξίζε προβολής ή όχι. Την κατέκριναν γι’ αυτό, για το ότι κατασκεύασε μια άλλη κοινωνία, μια ελληνική πραγματικότητα με επιλεκτικά στοιχεία, που δεν ζωγράφιζαν το πραγματικό, αλλά ένα άλλο, εξιδανικευμένο πρόσωπο, εκείνο που ήθελε να βλέπει η Ευρώπη. Ίσως και να είναι έτσι. Όμως, πάλι, ποια μορφή τέχνης αποστασιοποιείται από το γίγνεσθαι της εποχής; Ο ακαδημαϊσμός έδινε και έπαιρνε εκείνη την εποχή. Οι βαυαρικές μνήμες και αντιλήψεις ήταν ακόμα κραταιές. Ήταν μια προσέγγιση που εξυπηρετούσε και βοηθούσε. Η Ελλάδα ακόμη πάσχιζε να οριοθετηθεί, να αποσαφηνίσει θεσμούς, αξίες, δεν είχε ακόμη δικά της σταθερά θεμέλια, δεν είχε αυτονομία, όσο κι αν το ήθελε. Αυτή ήταν η ιστορική της πραγματικότητα, αυτήν ακολουθούσε και η καλλιτεχνική πραγματικότητα.
Μετά το «σκάνδαλο» της γυμνής φωτογράφισης στον Παρθενώνα, το οποίο ποδηγέτησε το χριστιανικό ιερατείο, και παρά τη συμπαράσταση που δέχτηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο, η Nelly’s δεν έμεινε περισσότερο στην Ελλάδα. Έφυγε για την Αμερική όπου και έμεινε για τα επόμενα 25 χρόνια, προσανατολίζοντας τη θεματική της στη διαφημιστική και έγχρωμη φωτογραφία, καθώς και το φωτορεπορτάζ. Στην Ελλάδα επέστρεψε στη δύση της ζωής της, όπου και πέθανε στην Αθήνα το 1998, σε ηλικία 99 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα πολυσύνθετο έργο, που, παρά τις όποιες αντιδράσεις, εισήγαγε τη χώρα στον παγκόσμιο στίβο της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, κάνοντάς την γνωστή στα πέρατα του κόσμου. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη.