16.7.09

Σελήνη 20 ημερών



Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,
που δεν την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους.
Και συχνά σχεδίασα ταξίδια στο άγνωστο – θέλω να πω καλύτερα να μη ρωτάει κανείς
γιατί ώσπου να γυρίσω εκείνο το βράδυ απ’ το συμβολαιογραφείο του θείου Ιάκωβου
είχαν όλοι πεθάνει –
από τότε περιπλανιέμαι στην τύχη ή αργοπορώ στα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων
όπου στενάζει το ανεκπλήρωτο των εραστών, απομεινάρια μοναξιάς κάτω απ’ τα έπιπλα, σκιές από φτωχές αμαρτίες.
Και συνήθως τα πράγματα που κράτησες στα χέρια σου χάνονταν μυστηριωδώς: σα να’ σουν κάπου αλλού την ώρα που τα χρησιμοποιούσες.
Ίσως γι’ αυτό κι οι αποτυχίες σου δε σε πλήγωσαν ποτέ, αφού βέβαια την ώρα που αποτύχαινες
εσύ δεν ήσουν εδώ. Πού ήσουν λοιπόν;
Και γιατί γύρισες;
Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη – ποιον συγχωρεί;

Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων – κι ένιωθα σα να μ’ έχουν μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
τη μέρα που θα με γεννούσε.


Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας στον άλλον
ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.

Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος,
γιατί όπως όλοι μας
έζησα κι εγώ αφηρημένα – βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά
αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν’ ανεβάσουμε έν’ άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν
ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες
και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι νεκροί
έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.

Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ’ αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου
και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του άλλου αιώνα
να νοσταλγώ το θεό.


Αλλά τις νύχτες παίρνω χάπια και πλαγιάζω νωρίς,
όχι για να κοιμηθώ,
αλλά για να πάω σε παράξενες συναντήσεις με ανθρώπους που έχασα
ή με πρόσωπα αβέβαια, θαμπά, πριν από χρόνια σε κάποιες νύχτες ξαφνικά συναντημένα – και δόξα τω θεώ δεν κατάλαβα ποτέ τον κόσμο
κι αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που αποφύγαμε (και μετανιώσαμε)
μεγάλα γεγονότα που χάθηκαν μες στη συντομία των ημερών, σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα
και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν
και που ο ύπνος τους συγχωρούσε. Κι αγάπησα τις λέξεις που με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.

Α, έχασα τις μέρες μου
αναζητώντας τη ζωή μου.

Ώσπου σιγά σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα
τρίζει δυσοίωνα – συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που φύγαν τα χρόνια
τα θρανία να σαπίζουν κάτω απ’ τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι πάνω στον κομό
χτυπούσε σα μια πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα που τα’ χουμε ξεχάσει
ενώ τα βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ’ τα σύννεφα
φωτίζοντας τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο και τα όνειρα των τρελών
που είναι ίσως αθάνατοι – στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να λύνεις ένα αίνιγμα
ή κλείνεις μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.

Όμως, εγώ το προαισθανόμουνα ότι αυτή η υπόθεση που άρχισε τόσο αινιγματικά
θα τέλειωνε εντελώς ανεξήγητα – τι θέλω να πω; μα γιατί οι άνθρωποι να θέλουν πάντα κάτι να πούνε;
κι άλλοτε διάβαζα τα γράμματα που είχα γράψει ο ίδιος στον εαυτό μου
έτσι δε μου’ λειψε ποτέ μια μικρή ανταπόκριση –
θυμάμαι κάποτε
που κουρασμένος κάθισα πάνω στη βαλίτσα μου σε κάποιον έρημο σταθμό:
περίμενα να περάσει ένα παιδικό τραίνο ή να κατέβει από ένα βασιλικό βαγόνι η αξέχαστη Ρεζεντά
γιατί υπήρξα κι εγώ παιδί κι ύστερα νέος κι έκλαψα σε μοναχικά δωμάτια
ή στο πάρκο, νύχτες… Ω μακρινά πράγματα του κόσμου, δε θα σας γνωρίσουμε ποτέ
όμως εσείς είναι που δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή μας.

Λόγια που δεν τα καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά,
πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μια νύχτα σ’ έναν εφιάλτη
κι ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περίμενε σε μια πάροδο που δεν της δώσαμε σημασία.



Όμως η πραγματικότητα, φίλοι μου, έχει πεθάνει από καιρό,
γι’ αυτό σαν πέφτει η νύχτα
θυμηθείτε με. Και συχνά διέσχισα μεγάλους δρόμους χωρίς να φτάσω ακόμα πουθενά –
με το φόβο ότι κάποια στιγμή θα εννοήσω, ίσως γι’ αυτό ενδίδω εύκολα κι, αχ,
δε θα μάθει ποτέ κανείς ποιος είναι ο προορισμός του,
«μα, επιτέλους, τι ζητάς;» με ρωτούσε η μικρή εξαδέλφη
«να με θυμούνται, εξαδέλφη».

Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους περίμενε κανείς
και κοίταξα πίσω απ’ τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα παιδικά μου χρόνια
ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν πάντα
πόσο εφήμεροι είμαστε… Κι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα
για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.



Α, πότε θα γυρίσουμε, είναι αργά, φέρτε έν’ αμάξι από κείνα τα παλιά
που στάθμευαν στις πλατείες των προαστίων ή απ’ αυτά που φτιάχνουν οι σκιές τ’ απόβραδο
κι εγώ γιατί μεγάλωσα στη σκάλα; τι περίμενα; Φωνές μακρινές ακουσμένες στ’ όνειρο
ή μια νύχτα ερήμωσης κι η ηδονή να κλαις σιωπηλά για πράγματα ξεχασμένα απ’ όλους
ούτε θα ξαναβρούμε εκείνη την εποχή που ζήσαμε ό,τι καλύτερο είχαμε: τον έρωτα για ένα χρωματιστό βότσαλο, τη μυστική ταφή ενός πουλιού
ή ένα γράμμα που πήγαμε στο ταχυδρομείο χωρίς διεύθυνση, γιατί ο παιδικός φίλος του καλοκαιριού είχε φύγει ξαφνικά χωρίς να μας ειδοποιήσει, «μα δεν έχει διεύθυνση», είπε ο υπάλληλος – από τότε ξέρεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να σου δώσει καμιά βοήθεια.
Εξάλλου ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε κι εμείς τίποτα σπουδαίο. Αλλά και ποιο είναι το σπουδαίο; Και σε τι θα βοηθούσε;
Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε τ’ όνειρο
κι ω μάταιες ελπίδες, πόσο σας αγαπήσαμε έναν καιρό.

Σελήνη 20 ημερών απόψε… Πώς έφυγαν τα χρόνια!



Τάσος Λειβαδίτης από Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα.

12 σχόλια:

Don Psychote- Δ.Ψ είπε...

αεράκι νοσταλγικό...να πλένει τους λεκέδες από τα παιδικά όνειρα μ'ενα χαμόγελο αστραφτερού δειλινού...

Ανώνυμος είπε...

... και μια νότα παράταιρη να ξυπνά υπνωτισμένες αισθήσεις και ξεχασμένα οράματα από το λήθαργο της αβάσταχτης ελαφρότητας μιας ανελέητα διαβρωτικής μετριότητας που περνιέται για μεγαλείο και αξία αιώνια.

Αεράκι νοσταλγικό το πέρασμά σου, @δόγη. Καλό σου βράδυ :)

iLiAs είπε...

..ωραιο κείμενο..για πολυ σκέψη :)

Καλημέρα Ευαγγελία :)

Talisker είπε...

Yπεροχος ο Λειβαδιτης , υ π ε ρ ο χ ο ς
οπως και η παρουσιαση σου

αλλα να σταθω στον αρχικο πινακα ?
αυτον που παλι αλλαξες??

Εχει προοπτικη και χειμωνα
τον ξερω
ειναι δυο τρεις τετοιοι με παρομοι θεμα του ιδιου που δεν θυμαμαι και δεν θα προσπαθησω να θυμηθω ποιος ειναι γιατι θα το χασω το παιχνιδι
λογω ζεστης και αθενεστατης μνημης

σ αυτον τον πινακα
και σε εναν αλλον με βροχη και πολλες ομπρελες στον ιδιο δρομο
με πιο κοντινα θεματα

εχω χασει ωρες ολοκληρες μικρη
να βαζω τον εαυτο μου στις σκιες
να ειμαι το κοριτσακι με το αδιαβροχο
η να ειμαι ο στητος οδηγος της αμαξας
η κυρια που ανεβαινει βιαστικα

τους λατρευω αυτους τους πινακες που δειχνουν δρομους μιας αλλης εποχης
οπως λατρευω και καθε εργο που εχει μεσα προοπτικη

και δεν ξερω γιατι..

αλλα νιωθω πως εισαι και συ σε εναν ανοιχτο οριζοντα μπροστα
με προοπτικη σχεδον γεωμετρικα αυστηρη


που της βγαζεις τη γλωσσα!!!

-ποσο μου αρεσει που ερχομαι εδω Ευαγγελια μου

σε φιλω!

Ανώνυμος είπε...

@iLia, κι εγώ έτσι πιστεύω, πως είναι ένα κείμενο που σε καλεί να σταθείς. Ένα από τα αγαπημένα μου.
Χαίρομαι που σου άρεσε!

Καλό σ/κ :)

Ανώνυμος είπε...

@Talisker, υ π έ ρ ο χ ο ς ο Λειβαδίτης, γι' αυτό τον άφησα να μιλήσει μόνος του.
Οι πίνακες συνεχώς θα αλλάζουν, φαντάσου το σαν μια κινητή πινακοθήκη. Κάθε τόσο και ένας νέος πίνακας. Πώς σου φαίνεται;
Αν πατήσεις πάνω του με δεξί κλικ για αποθήκευση εικόνας ως, στην ουρά του κωδικού έχω πάντα το όνομα του καλλιτέχνη, οπότε μπορείς να βλέπεις ποιος είναι ο δημιουργός κάθε φορά.
Αυτόν τον πίνακα τον έφτιαξε ο Καμίγ Πισαρό (Pissarro), από πολλούς θεωρείται ο πατέρας του κινήματος του ιμπρεσιονισμού, μαζί με τον Μονέ. Είναι το Μπουλεβάρτο της Μονμάρτης και το έχει φιλοτεχνήσει αρκετές φορές. Το Παρίσι των τελών του 19ου αι. πάντα θα εκπέμπει γοητεία και θα σαγηνεύει, με όλους τους καλλιτεχνικούς συνειρμούς που συνεπάγεται, αλλά και τα έργα τέχνης που το αποθανάτισαν.

Ωραίες εποχές... Γεμάτες τέχνη...

Φιλιά :)

Κωνσταντίνος Κόλιος είπε...

Είναι αυτές οι αποκαλυπτικές στιγμές, σαν ομολογίες αλλά έναν τόσο σπουδαίο ποιητή για να τον ανακαλύψεις αληθινά μέσα στις φράσεις του πρέπει να μιλάς ομόηχα.

Η τουλάχιστον σε κάποια σημεία να ταυτιστείς.

Καλό μεσημέρι Ευαγγελία.

Ανώνυμος είπε...

@Κωνσταντίνε, η μαγεία της ποίησης είναι ότι λειτουργεί σαν καλειδοσκόπιο. Ο καθένας την προσλαμβάνει μέσα από το δικό του πρίσμα, από τη δική του οπτική γωνία και τις δικές του προσλαμβάνουσες. Είναι δηλαδή με λίγα λόγια, υπόθεση εντελώς προσωπική. Η κάθε λέξη, η κάθε εικόνα μπορεί να ερμηνευτεί με άπειρους τρόπους και αυτό που εσένα μπορεί να αφήσει αδιάφορο, εμένα μπορεί να με συνταράξει.
Η αμεσότητα της ποίησης, οι χίλιοι συμβολισμοί της, τα μυστικά μονοπάτια της, η μαγεία του κόσμου στον οποίο σε παρασύρει να διανύσεις μέσα από στίχους - και ανάμεσα σ' αυτούς, σαν κενά αέρος, σα να πηδάς από σύννεφο σε σύννεφο - όλα αυτά είναι που ανοίγουν τα μάτια της ψυχής και την κάνουν, για μένα τουλάχιστο, την πιο ευγενή, την ύψιστη μορφή τέχνης.

Καλό σ/κ, φίλε :)

maya είπε...

εξαιρετικό ....

σέυχαριστώ !
με ταξίδεψες και είχα καιρό ...
πραγματικά ευχαριστώ :)))


καλησπέρα
χχχχχχχχχχχχ

Artanis είπε...

Υπέροχος!!! Πώς έβαζε όλες αυτές τις απλές λέξεις στη σειρά και έφτιαχνε αυτά τα ποιήματα...
καλημέρα Ευαγγελία μου, σε φιλώ...

Ανώνυμος είπε...

@Μaya, κατάδυση θα το έλεγα εγώ σε τοπίο εσωτερικό... ταξίδι δεν είναι κι αυτό μήπως; Από τα καλύτερα! :)

Εγώ σ' ευχαριστώ για το πλατύ χαμόγελο!

Φιλιά, πεταλουδένια μου, να περνάς καλά! :)

Ανώνυμος είπε...

@Artanis, έβαζε τις λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη με τη μαεστρία των μουσικών που βάζουν τις νότες πάνω στην παρτιτούρα τη μία δίπλα στην άλλη και κάνουν μουσική. Ούτε μία λέξη φάλτσα.

Φιλιά κι από μένα, αρτανάκι μου, να' σαι καλά! :)