«Εγώ μεν ουν ως εδυνάμην άριστα κατηγόρηκα επίσταμαι δ’ ότι οι μεν άλλοι των ακροωμένων θαυμάζουσιν, όπως ποθ’ ούτως ακριβώς εδυνήθην εξευρείν τα τούτων αμαρτήματα, ούτως δε μου καταγελά, ότι ουδέ πολλοστόν μέρος είρηκα των τούτοις υπαρχόντων κακών. Υμείς ουν και τα ειρημένα και τα παραλελειμμένα αναλογισάμενοι πολύ μάλλον αυτού καταψηφίσασθε, ενθυμηθέντες ότι ένοχος μεν εστί τη γραφή, μεγάλη δ’ ευτυχία το τοιούτων πολιτών απαλλαγήναι τη πόλει. Ανάγνωθι δ’ αυτοίς τους νόμους και τους όρκους και την γραφήν.»
Λυσίου, Κατά Αλκιβιάδου Α 144, 46-47
Εγώ λοιπόν κατέθεσα ως κατήγορος όσο πιο άριστα μπορούσα και ξέρω καλά ότι απ’ τη μια πλευρά άλλοι από τους ακροατές απορούν, πως τέλος πάντων μπόρεσα με τέτοια ακρίβεια να ανακαλύψω τα σφάλματά τους, αυτός όμως με κοροϊδεύει επειδή δεν έχω πει ούτε το ελάχιστο από τις υπάρχουσες παρανομίες τους. Εσείς, λοιπόν, αφού συνυπολογίσετε και όσα έχουν ειπωθεί και όσα έχουν παραληφθεί, καταδικάστε τον με την πιο βαριά ποινή, αφού λάβετε υπόψη ότι είναι ένοχος της έγγραφης καταγγελίας και ότι είναι μεγάλη ευτυχία για την πόλη να απαλλαγεί από τέτοιου είδους πολίτες. Διάβασε σ’ αυτόν και τους νόμους και τους όρκους και την έγγραφη καταγγελία.
Το κείμενο είναι απόσπασμα από την ομιλία κατά του Αλκιβιάδη, πολιτικού και στρατηγού από την Αθήνα, με την λαμπρή εκπαίδευση και τον αντιφατικό χαρακτήρα. Υπέρμαχος της εκστρατείας στη Σικελία (και για πολιτικούς λόγους, αλλά και για να ικανοποιήσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες), ορίστηκε αρχηγός της, όμως, λίγο πριν ξεκινήσουν (415 π.Χ.) έγινε κάτι πρωτοφανές για τα αρχαιοελληνικά δεδομένα: βρέθηκαν σπασμένες οι κεφαλές των Ερμών, αγαλματιδίων που στόλιζαν τους δρόμους της Αθήνας, πράγμα επαίσχυντο και καθολικά κατακριτέο, αφού επρόκειτο για βεβήλωση των ιερών και οσίων της πόλης. Για την άνευ προηγουμένου αυτή ιεροσυλία κατηγορήθηκε ο Αλκιβιάδης, μιας και είχε γίνει περιβόητος στην πόλη για την προκλητική του συμπεριφορά. Ο ίδιος ζήτησε να δικαστεί άμεσα, αλλά η δίκη αναβλήθηκε για μετά το πέρας της εκστρατείας. Όσο βρισκόταν στην Σικελία, επανεκλήθηκε από την Αθήνα για να δικαστεί, αλλά επειδή δεν παρουσιάστηκε, θεωρήθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο.
Τότε ήταν που συντάχθηκε φανερά με το μέρος των Σπαρτιατών, ώστε να βοηθηθούν οι Συρακούσιοι. Επίσης, πήγε στην Ιωνία και ξεσήκωσε τους συμμάχους των Αθηναίων εναντίον τους και εξασφάλισε για την Σπάρτη περσική υποστήριξη. Ταυτόχρονα συμμάχησε με τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, προκαλώντας την εξέγερση του 411 π.Χ. με σκοπό την επάνοδό του στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας. Μετά από κάποιες σημαντικές πολεμικές επιτυχίες, έγινε δεκτός στην Αθήνα με ενθουσιασμό, όπου διορίστηκε στρατηγός με πλήρεις εξουσίες.
Είναι φανερό πως όλες του οι ενέργειες υπαγορεύονταν χωρίς αμφιβολία από το προσωπικό του συμφέρον, και ίσως το δικό του παράδειγμα να ήταν η χαριστική βολή στις κατηγορίες κατά του δασκάλου του Σωκράτη (399) για διαφθορά της νεολαίας, που τον οδήγησε τελικά στο κώνειο…
Αυτή είναι η αιτία που ο Λυσίας ρίχνει πάνω του τα ρητορικά του βέλη σ’ αυτό τον λόγο. Αντίθετα από τον Αλκιβιάδη, το πάθος είναι το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει. Γεννημένος στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. (459 π.Χ.) στις Συρακούσες από πλούσια οικογένεια, έρχεται στην Αθήνα, μετά την αποτυχημένη εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία και με πρόσκληση του Περικλή, με τους δύο αδερφούς του, ως μέτοικος (έτσι ονομάζονταν οι ξένοι με μόνιμη διαμονή στην Αθήνα και γενικά είχαν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών, εκτός από το ότι δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στα πολιτικά δρώμενα της πόλης και δεν μπορούσαν να είναι ιδιοκτήτες γης).
Στην Αθήνα έζησε πλουσιοπάροχα μέχρι την τυραννία των Τριάκοντα το 404 π.Χ., οι οποίοι, με το που ανέλαβαν την εξουσία, συνέλαβαν πολλούς πλουσίους για να βρουν χρηματικούς πόρους, μεταξύ των οποίων τον Λυσία και τον αδελφό του Πολέμαρχο, κατάσχοντας την επιχείρηση όπλων που είχαν. Ο Λυσίας δραπέτευσε, ο Πολέμαρχος καταδικάστηκε σε θάνατο. Υπεύθυνος για τον φόνο του αδερφού του ήταν ο τύραννος Ερατοσθένης, στον οποίο απευθυνόταν και ο μοναδικός λόγος που εκφώνησε ποτέ ο ίδιος στο δικαστήριο (Κατά Ερατοσθένους). Μετά την έξωση των Τριάκοντα, ο Λυσίας επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εξάσκησε το επάγγελμα του λογογράφου για βιοποριστικούς πλέον λόγους.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ρήτορες της αρχαίας Ελλάδας. Έγραψε πάνω από διακόσιους λόγους, από τους οποίους έχουν διασωθεί οι τριάντα τέσσερις. Η ρητορική μορφή του λόγου του χαρακτηρίζεται από αρμονία, καθαρότητα και ζωντάνια. Η πρωτοτυπία του συνιστάται στο ότι μπαίνει στη θέση του πελάτη του και γράφει τον λόγο όπως θα τον έγραφε εκείνος. Η γλώσσα του είναι απλή και φυσική και υπάρχει αλληλουχία στη γραφή του με πρόλογο, κύριο λόγο, αποδείξεις, συμπέρασμα.
Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι τον συμπεριέλαβαν στον «Κανόνα των Δέκα Αττικών Ρητόρων», έναν κατάλογο που περιελάμβανε τους δέκα σημαντικότερους αττικούς ρήτορες της κλασικής αρχαιότητας. Οι υπόλοιποι εννέα είναι οι: Αισχύνης, Ανδοκίδης, Αντιφώντας, Δίναρχος, Δημοσθένης, Ισαίος, Ισοκράτης, Λυκούργος, Υπερείδης. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς πέθανε, αλλά υπολογίζεται πως πέθανε στην Αθήνα μεταξύ 380-370 π.Χ.
Ο Κατά Αλκιβιάδου Λυσίας είναι το άγνωστο κείμενο στα αρχαία ελληνικά των φετεινών πανελληνίων.