Φτάσαμε στο Μοναστηράκι κάπου μια ώρα πριν το γύρισμα του χρόνου. Ακολουθήσαμε την παρέλαση προς το Θησείο όπου θα γινόταν η πρωτοχρονιάτικη συναυλία.
Δυνατή μουσική ακουγόταν από την κορυφή της πορείας. Στριμωχτήκαμε ανάμεσα στο πλήθος, βγήκαμε μπροστά. Μια παρέα νέων κοπανούσαν κάτι αφρικάνικα τύμπανα και λικνίζονταν με φρενίτιδα στον μονότονο εκκωφαντικό ρυθμό τους.
Αφρικάνικα ακούσματα παρομονή Πρωτοχρονιάς; αναρωτηθήκαμε.
Προσπεράσαμε και κατευθυνθήκαμε προς τη μεγάλη σκηνή που θα φιλοξενούσε όπως είχαμε μάθει τη φιλαρμονική ορχήστρα του δήμου Αθηναίων. Ήταν εκεί ..όμως τι ακούσματα ήταν πάλι αυτά;
Μεταμοντέρνα τραβήγματα δοξαριών που θύμιζαν κάτι από Σταρ Τρεκ και από Οδύσσεια του διαστήματος;
Ξανακοιταχτήκαμε. Θα είναι νωρίς ακόμα για το κυρίως πρόγραμμα, υποθέσαμε και καθίσαμε σε ένα παράπλευρο καφέ να ζεσταθούμε με ένα ζεστό φλυτζάνι σοκολάτας.
Μόνο που το ρόφημα ήταν χλιαρό προς παγωμένο! Ο γιος μου διαμαρτυρήθηκε που διαμαρτυρήθηκα όταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τον λογαριασμό. Έτσι έχουμε μάθει; αναρωτήθηκα μέσα μου. Αυτό έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας, να μη μιλάμε όταν κάτι μας ενοχλεί; Να μην τολμάμε να υποστηρίξουμε το σωστό; το δίκαιο; Να συμβιβαζόμαστε με το λάθος; τη μετριότητα;
Όχι, γιε μου. Όταν βλέπεις ότι κάτι δεν λειτουργεί σωστά για τα δεδομένα σου, δεν σιωπάς. Όταν κάτι γίνεται λάθος το επισημαίνεις. Μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα να αλλάξει. Ακόμα όμως κι αν δεν αλλάξει, η δική σου διαφοροποίηση έχει συντελεστεί κι αυτό είναι που έχει σημασία. Έχεις υπερασπιστεί το σωστό.
Ξαναβγήκαμε στο κρύο. Η θέα της Ακρόπολης αποστομωτική όπως κάθε φορά που την αντικρίζω. Μου αρέσει που η πόλη μου εξακολουθεί να έχει μια σταθερά ανέγγιχτη θαρρείς από όλα όσα συμβαίνουν γύρω της. Γιατί ξέρω πως όσο δυσοίωνα και ζοφερά μπορεί να φαντάζουν καμιά φορά όσα μας συμβαίνουν, πάντα υπάρχει κάτι που βρίσκεται λίγο ψηλότερα από το οπτικό μου πεδίο που φτάνει να σηκώσω το βλέμμα μου και να με έλξει μία σκέψη ακόμα προς τα πάνω. Πάνω από το λάθος και τη μετριότητα..
Η ορχήστρα τώρα σιγοντάρει μια νεαρή τραγουδίστρια που άδει σε μια γλώσσα που δεν μπορώ να καταλάβω. Σίγουρα δεν ήταν ισπανικά αλλά έμοιαζαν. Ίσως κολομβιανά ή αργεντίνικα. Πάντως, όχι ελληνικά... Άρχισα να νοσταλγώ τον Χατζηδάκη, τον Σπανουδάκη, τον Μικρούτσικο, τη Νάνα Μούσχουρη και άλλες μορφές που έχουν συνδεθεί μέσα στο μυαλό μου με την καθαρή εικόνα της Αθήνας, με το αρχέτυπο της πόλης μου. Μάταια τα αποζητούσα όλη τη βραδιά, μάταια περίμενα να ακούσω τις αθηναϊκές καντάδες που θα μου ξυπνούσαν όμορφες νοσταλγικές εικόνες της Αθήνας του χτες.
Γιατί κάπως έτσι περίμενα την αλλαγή του χρόνου στην πόλη μου, όμορφη, γλυκιά, ελπιδοφόρα. Ωστόσο, δεν ήρθαν ποτέ...
Ένα τέταρτο πριν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα μια παρέα γυναικών με κόκκινα αγιοβασιλίτικα σκουφάκια πήραν τα μικρόφωνα και άρχισαν να τραγουδούν για κουραμπιέδες, τσουρεκάκια και πάφα πούφα τα πουράκια. Με τη φόρα που είχαν πάρει περίμενα ότι θα έλεγαν και το πλάθω κουλουράκια... Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω με τη γελοιότητα του θεάματος... Ένα κύμα ντροπής άρχισε να ανεβαίνει τη ραχοκοκκαλιά μου. Ήξερα ότι όλα αυτά τα παρακολουθούσαν και επισκέπτες από άλλα μέρη του κόσμου. Έβλεπα τον εξευτελισμό σε όλο του το μεγαλείο. Ντρεπόμουν. Αυτά έχουμε να δείξουμε; Αφρικάνικα ταμπούρλα, αργεντίνικες άριες, κολομβιανούς στίχους και χαζοτραγουδάκια για παιδιά παιδικού σταθμού εν μέσω τούρκικων ωχαμανέδων;
Εμείς, πού είμασταν;
Άφαντοι, οικουμενοποιημένοι, αφανισμένοι.....
Παρακολουθούσαμε σιωπηλοί, δεν μπορεί λέγαμε, τώρα που θα αλλάξει ο χρόνος θα έρθει το πρόγραμμα στα συγκαλά του και θα τελειώσει αυτό το κακόγουστο αστείο, κάτι θα έχουν κάνει οι υπεύθυνοι της βραδιάς, ο δήμαρχος της Αθήνας, να διορθώσουν την κατάσταση, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ!
Κι όμως..... μπορούσε.........
Ο δήμαρχος ανέβηκε στη σκηνή δευτερόλεπτα πριν την αλλαγή του χρόνου. Τον ακούγαμε να προσπερνάει νούμερα, να μετράει άλλα αντί άλλων, όπως ακριβώς και πέρυσι που είχε αλλάξει ο χρόνος και εκείνος ακόμα αγόρευε την ομιλία του.... Κάποια βεγγαλικά φώτισαν τον ουρανό, όμως δεν μπορούσαμε να δούμε παρά ένα μικρό κομμάτι τους, αφού οι υπεύθυνοι είχαν επιλέξει να μπλοκάρουν τη θέα προς την Ακρόπολη και το Σύνταγμα με τη γιγαντο-οθόνη που έδειχνε τα δρώμενα επί σκηνής...
Μια ντροπή που έγινε οργή, όχι για το χάλι της διοργάνωσης, όχι για το εξευτελιστικό επίπεδο που τόσο προκλητικά μου έτριψαν στη μούρη τιμωρώντας με θαρρείς που αποφάσισα να κατεβώ στο Θησείο με την οικογένειά μου για να γιορτάσουμε την αλλαγή του χρόνου, αλλά για τους πολίτες αυτής της πόλης που έμειναν ως το τέλος και χειροκροτούσαν, ενώ θα έπρεπε να αποδοκιμάζουν αυτή την ελεεινή κατάντια, τη μετριότητα που μας επιβάλλουν μέρα με τη μέρα με όποιον τρόπο μπορούν με το έτσι θέλω.
Γιατί γιε μου, αυτό γίνεται όταν σου σερβίρουν παγωμένη σοκολάτα και τη δέχεσαι αδιαμαρτύρητα. Γιατί σήμερα είναι ένα κρύο φλυτζάνι σοκολάτας, αύριο είναι το εκφυλισμένο πρωτοχρονιάτικο πρόγραμμα της πόλης σου και πριν το καταλάβεις θα έχει διαβρωθεί και η τελευταία πτυχή της ίδιας σου της ζωής χωρίς να έχεις πάρει μυρωδιά...
Καλή χρονιά και καλά μυαλά!
Δυνατή μουσική ακουγόταν από την κορυφή της πορείας. Στριμωχτήκαμε ανάμεσα στο πλήθος, βγήκαμε μπροστά. Μια παρέα νέων κοπανούσαν κάτι αφρικάνικα τύμπανα και λικνίζονταν με φρενίτιδα στον μονότονο εκκωφαντικό ρυθμό τους.
Αφρικάνικα ακούσματα παρομονή Πρωτοχρονιάς; αναρωτηθήκαμε.
Προσπεράσαμε και κατευθυνθήκαμε προς τη μεγάλη σκηνή που θα φιλοξενούσε όπως είχαμε μάθει τη φιλαρμονική ορχήστρα του δήμου Αθηναίων. Ήταν εκεί ..όμως τι ακούσματα ήταν πάλι αυτά;
Μεταμοντέρνα τραβήγματα δοξαριών που θύμιζαν κάτι από Σταρ Τρεκ και από Οδύσσεια του διαστήματος;
Ξανακοιταχτήκαμε. Θα είναι νωρίς ακόμα για το κυρίως πρόγραμμα, υποθέσαμε και καθίσαμε σε ένα παράπλευρο καφέ να ζεσταθούμε με ένα ζεστό φλυτζάνι σοκολάτας.
Μόνο που το ρόφημα ήταν χλιαρό προς παγωμένο! Ο γιος μου διαμαρτυρήθηκε που διαμαρτυρήθηκα όταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τον λογαριασμό. Έτσι έχουμε μάθει; αναρωτήθηκα μέσα μου. Αυτό έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας, να μη μιλάμε όταν κάτι μας ενοχλεί; Να μην τολμάμε να υποστηρίξουμε το σωστό; το δίκαιο; Να συμβιβαζόμαστε με το λάθος; τη μετριότητα;
Όχι, γιε μου. Όταν βλέπεις ότι κάτι δεν λειτουργεί σωστά για τα δεδομένα σου, δεν σιωπάς. Όταν κάτι γίνεται λάθος το επισημαίνεις. Μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα να αλλάξει. Ακόμα όμως κι αν δεν αλλάξει, η δική σου διαφοροποίηση έχει συντελεστεί κι αυτό είναι που έχει σημασία. Έχεις υπερασπιστεί το σωστό.
Ξαναβγήκαμε στο κρύο. Η θέα της Ακρόπολης αποστομωτική όπως κάθε φορά που την αντικρίζω. Μου αρέσει που η πόλη μου εξακολουθεί να έχει μια σταθερά ανέγγιχτη θαρρείς από όλα όσα συμβαίνουν γύρω της. Γιατί ξέρω πως όσο δυσοίωνα και ζοφερά μπορεί να φαντάζουν καμιά φορά όσα μας συμβαίνουν, πάντα υπάρχει κάτι που βρίσκεται λίγο ψηλότερα από το οπτικό μου πεδίο που φτάνει να σηκώσω το βλέμμα μου και να με έλξει μία σκέψη ακόμα προς τα πάνω. Πάνω από το λάθος και τη μετριότητα..
Η ορχήστρα τώρα σιγοντάρει μια νεαρή τραγουδίστρια που άδει σε μια γλώσσα που δεν μπορώ να καταλάβω. Σίγουρα δεν ήταν ισπανικά αλλά έμοιαζαν. Ίσως κολομβιανά ή αργεντίνικα. Πάντως, όχι ελληνικά... Άρχισα να νοσταλγώ τον Χατζηδάκη, τον Σπανουδάκη, τον Μικρούτσικο, τη Νάνα Μούσχουρη και άλλες μορφές που έχουν συνδεθεί μέσα στο μυαλό μου με την καθαρή εικόνα της Αθήνας, με το αρχέτυπο της πόλης μου. Μάταια τα αποζητούσα όλη τη βραδιά, μάταια περίμενα να ακούσω τις αθηναϊκές καντάδες που θα μου ξυπνούσαν όμορφες νοσταλγικές εικόνες της Αθήνας του χτες.
Γιατί κάπως έτσι περίμενα την αλλαγή του χρόνου στην πόλη μου, όμορφη, γλυκιά, ελπιδοφόρα. Ωστόσο, δεν ήρθαν ποτέ...
Ένα τέταρτο πριν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα μια παρέα γυναικών με κόκκινα αγιοβασιλίτικα σκουφάκια πήραν τα μικρόφωνα και άρχισαν να τραγουδούν για κουραμπιέδες, τσουρεκάκια και πάφα πούφα τα πουράκια. Με τη φόρα που είχαν πάρει περίμενα ότι θα έλεγαν και το πλάθω κουλουράκια... Δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω με τη γελοιότητα του θεάματος... Ένα κύμα ντροπής άρχισε να ανεβαίνει τη ραχοκοκκαλιά μου. Ήξερα ότι όλα αυτά τα παρακολουθούσαν και επισκέπτες από άλλα μέρη του κόσμου. Έβλεπα τον εξευτελισμό σε όλο του το μεγαλείο. Ντρεπόμουν. Αυτά έχουμε να δείξουμε; Αφρικάνικα ταμπούρλα, αργεντίνικες άριες, κολομβιανούς στίχους και χαζοτραγουδάκια για παιδιά παιδικού σταθμού εν μέσω τούρκικων ωχαμανέδων;
Εμείς, πού είμασταν;
Άφαντοι, οικουμενοποιημένοι, αφανισμένοι.....
Παρακολουθούσαμε σιωπηλοί, δεν μπορεί λέγαμε, τώρα που θα αλλάξει ο χρόνος θα έρθει το πρόγραμμα στα συγκαλά του και θα τελειώσει αυτό το κακόγουστο αστείο, κάτι θα έχουν κάνει οι υπεύθυνοι της βραδιάς, ο δήμαρχος της Αθήνας, να διορθώσουν την κατάσταση, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ!
Κι όμως..... μπορούσε.........
Ο δήμαρχος ανέβηκε στη σκηνή δευτερόλεπτα πριν την αλλαγή του χρόνου. Τον ακούγαμε να προσπερνάει νούμερα, να μετράει άλλα αντί άλλων, όπως ακριβώς και πέρυσι που είχε αλλάξει ο χρόνος και εκείνος ακόμα αγόρευε την ομιλία του.... Κάποια βεγγαλικά φώτισαν τον ουρανό, όμως δεν μπορούσαμε να δούμε παρά ένα μικρό κομμάτι τους, αφού οι υπεύθυνοι είχαν επιλέξει να μπλοκάρουν τη θέα προς την Ακρόπολη και το Σύνταγμα με τη γιγαντο-οθόνη που έδειχνε τα δρώμενα επί σκηνής...
Μια ντροπή που έγινε οργή, όχι για το χάλι της διοργάνωσης, όχι για το εξευτελιστικό επίπεδο που τόσο προκλητικά μου έτριψαν στη μούρη τιμωρώντας με θαρρείς που αποφάσισα να κατεβώ στο Θησείο με την οικογένειά μου για να γιορτάσουμε την αλλαγή του χρόνου, αλλά για τους πολίτες αυτής της πόλης που έμειναν ως το τέλος και χειροκροτούσαν, ενώ θα έπρεπε να αποδοκιμάζουν αυτή την ελεεινή κατάντια, τη μετριότητα που μας επιβάλλουν μέρα με τη μέρα με όποιον τρόπο μπορούν με το έτσι θέλω.
Γιατί γιε μου, αυτό γίνεται όταν σου σερβίρουν παγωμένη σοκολάτα και τη δέχεσαι αδιαμαρτύρητα. Γιατί σήμερα είναι ένα κρύο φλυτζάνι σοκολάτας, αύριο είναι το εκφυλισμένο πρωτοχρονιάτικο πρόγραμμα της πόλης σου και πριν το καταλάβεις θα έχει διαβρωθεί και η τελευταία πτυχή της ίδιας σου της ζωής χωρίς να έχεις πάρει μυρωδιά...
Καλή χρονιά και καλά μυαλά!