Είναι κάποιες ταινίες που δεν τις βαριέμαι όσες φορές και αν τις δω. Μετά την άχαρη πρώτη φορά η οποία εμπεριέχει τη δυναστική αγωνία του τι θα γίνει στη συνέχεια που τα καταστρέφει όλα, έρχονται οι λυτρωτικές επαναλήψεις, αφού εκεί είναι που μου αποκαλύπτεται όλο το μεγαλείο της ταινίας. Τα μάτια ανοίγουν, η καρδιά αφουγκράζεται και πλέον μπορεί να συγχρονιστεί με τον παλμό της σε όλες της τις διαστάσεις, σκηνοθεσία, σενάριο, φωτογραφία, μοντάζ, όλες δηλαδή τις επιμέρους μικρές τέχνες που φτιάχνουν τη μία και μεγάλη, αυτήν του κινηματογράφου.
Η Αγέλαστος Πέτρα του Φιλίππου Κουτσαφτή είναι μία από αυτές τις ταινίες, η οποία βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη λίστα των αγαπημένων μου, όχι μόνο επειδή είναι από τις δουλειές εκείνες που μπόρεσαν να μιλήσουν μέσα μου και να με συγκινήσουν, αλλά και επειδή πρόκειται για μια ελληνική παραγωγή και επομένως αυτή η συγκίνηση μετουσιώνεται εν μέρει και σε υπερηφάνεια.
Η ματιά του σκηνοθέτη, ο οποίος υπογράφει και κείμενο και φωτογραφία, πραγματικά καθηλώνει με την διεισδυτικότητα και την οξύτητά της. Θέμα η Ελευσίνα, ένας τόπος που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο ένδοξο και μεγαλειώδες παρελθόν και το παρακμιακό παρόν της. Ο αφηγητής σε παίρνει από το χέρι και μαζί περιδιαβαίνετε τις σύγχρονες γειτονιές που μπλέκονται με τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία δε σταματούν να έρχονται στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη δηλώνοντας το παρόν που όμως δεν ακούει πια κανείς. Η ζωή τρέχει, όπως τρέχουν τα αυτοκίνητα πάνω στην εθνική που περνά από τις παρυφές του Ιερού της Ελευσίνας, ένα ιερό που αποδομείται μέρα με τη μέρα, λήθη με τη λήθη. Μόνος κλειδοκράτορας ένας άστεγος επαίτης, ένας "κατατρεγμένος και αλαφροΐσκιωτος που έπεσε στο σήμερα", ο οποίος αλιεύει τα παραγκωνισμένα εδώ κι εκεί απομεινάρια των αρχαίων μνημείων επιστρέφοντάς τα στην ιερή βάση τους, τον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας.
Σύμφωνα με την παράδοση η Αγέλαστος Πέτρα, που έδωσε το όνομά της και στην ταινία, ήταν ο βράχος πάνω στον οποίο κάθισε η θεά Δήμητρα όταν έκλαψε την αρπαγή της κόρης της Περσεφόνης από το Πλούτωνα, θεό του Κάτω Κόσμου. Κάποιος ερευνητής προχώρησε λίγο μακρύτερα υποστηρίζοντας πως πρόκειται για ένα σύνολο τριών βράχων που δείχνουν τον δρόμο προς τη σπηλιά που οδηγεί στην είσοδο του Κάτω Κόσμου.
Η ταινία προβλήθηκε πριν από λίγες μέρες σε επανάληψη από το κανάλι της ΝΕΤ σε ώρα που τα παιδιά σίγουρα θα βρίσκονταν στα κρεβάτια τους και άρα δύσκολα θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν. Όμως οι ζώνες ευρείας θεαματικότητας έχουν από καιρό καταληφθεί από τα ολοένα αυξάνοντα και πληθαίνοντα τουρκικά σίριαλ που προφανώς θεωρούνται από κάποιους ιθύνοντες πιο επιμορφωτικά και πιο ηθοπλαστικά, εφόσον εξακολουθούν να μας βομβαρδίζουν με αυτά χωρίς σταματημό. Τα οποία με τη σειρά τους βέβαια, εξακολουθούν να βομβαρδίζουν με την ησυχία τους με την προπαγάνδα τους τον εγκληματικά αδιάφορο και επιδερμικό νεοέλληνα που τόσο τραγικά εύκολα έχει φτάσει να ικανοποιείται με ό,τι σαβούρα τον ταΐζουν ένθεν κακείθεν, με αποτέλεσμα να τους κρατά όλους μια χαρά ευχαριστημένους. Ποιος όμως πρόκοψε με το να τους κρατά όλους ευχαριστημένους; Ιδού η απορία... Κρατώ την παρομοίωση του σκηνοθέτη όταν περιγράφει τους βέβηλους του Ιερού της Ελευσίνας που με τα χρόνια επλήθαιναν και εισέβαλαν σε αυτό σαν το νερό στο καράβι που βυθίζεται... Είναι τόσο αγεφύρωτες οι αποκλίσεις των μέτρων και των σταθμών που πια ούτε με κεφαλαίο δεν θέλω να τονε γράψω, γιατί, αν με ρωτήσεις, θα πω ότι έχει χάσει προ πολλού αυτό το δικαίωμα μαζί με μύρια άλλα.
Μεταφέρω το κατατοπιστικό σχόλιο που διάβασα στον Κενό Φάκελο αναφορικά με την ταινία:
Την βρήκα ολόκληρη στο youtube και την παραθέτω για όποιον επιθυμεί να την παρακολουθήσει. Η διάρκειά της είναι περίπου μιάμιση ώρα: