Ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων που έγιναν ταινία, όμως είχε γίνει πασίγνωστο σε όλο τον κόσμο ήδη από την πρώτη μέρα έκδοσής του. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφία με τίτλο Το σκάφανδρο και η πεταλούδα, γραμμένη από τον γάλλο εκδότη του περιοδικού Elle, Ζαν-Ντομινίκ Μπομπί. Η ιδιαιτερότητά του; Γράφτηκε… με το βλέφαρο ενός ματιού!
Το θέμα του βιβλίου δεν είναι ο κόσμος της μόδας, όπως θα περίμενε ίσως κανείς, κι αυτό καθορίστηκε από ένα τραγικό συμβάν που άλλαξε ριζικά τη ζωή του επιτυχημένου 42χρονου Ζαν-Ντομινίκ, όταν ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο τον βύθισε ξαφνικά σε κώμα. Όταν συνήλθε, και ενώ είχε πλήρη συναίσθηση του εαυτού του και του κόσμου γύρω του, ωστόσο το σώμα του είχε υποστεί καθολική παράλυση, δεν μπορούσε να κινήσει τίποτε, παρά μόνο το αριστερό του βλέφαρο. Εγκλωβισμένος μέσα στην ακινησία του σώματός του – το σκάφανδρο, όπως αναφέρεται συμβολικά και στον τίτλο του βιβλίου – αποφασίζει να αφήσει την φαντασία να πετάξει ελεύθερη μέσα στις σελίδες αυτής της αυτοβιογραφίας, που γράφτηκαν αποκλειστικά χάρη στο βλεφάρισμα του αριστερού του ματιού, αφού αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας του με τον κόσμο.
Αρωγός σε αυτή την ηρωική προσπάθεια, η Κλοντ Μεντιμπίλ, μια νεαρή λέκτορας γλωσσολόγος, που επινόησε ένα ειδικό σύστημα επικοινωνίας, ένα πινακάκι με τα γράμματα της αλφαβήτου κατανεμημένα σύμφωνα με τη συχνότητα χρήσης τους στη γαλλική γλώσσα. Εκείνη του απαριθμούσε τα γράμματα ένα-ένα και εκείνος επιβεβαίωνε με ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού του το γράμμα που ήθελε, το οποίο εκείνη το κατέγραφε σε ένα τετράδιο. Ένα ανοιγοκλείσιμο σήμαινε «ναι», δύο σήμαιναν «όχι». Έτσι, γράμμα-γράμμα, λέξη-λέξη, φράση-φράση, γράφτηκαν μέσα σε τρεις μήνες 140 σελίδες, μέσα στις οποίες σχηματοποιήθηκε σαν ψηφιδωτό όλος ο εσωτερικός του κόσμος, όλες οι σκέψεις και οι αγωνίες του που πετούσαν σαν πεταλούδες μέσα στο σκάφανδρο του ακινητοποιημένου από την παράλυση κορμιού του.
Στα 42 του χρόνια και ενώ τα είχε όλα, δόξα, χρήμα, γυναίκες, επαγγελματική καταξίωση, οικογένεια, χάρη σε ένα καπρίτσιο της μοίρας, του αρπάζονται ξαφνικά όλα μέσα από τα χέρια του. Απλές απολαύσεις, όπως ένα χαμόγελο ή ένα νεύμα, είναι πλέον ανέφικτες για κείνον. Παγιδευμένος σε ένα σώμα που καταλάβαινε τα πάντα, άκουγε, ένιωθε, θυμόταν, αλλά που δεν μπορούσε να αντιδράσει, δεν σταμάτησε να ζει εντός του και να φτάσει να πάρει τη μεγάλη απόφαση να καταγράψει αυτό που του συνέβαινε, σε μια προσπάθεια να δώσει μια διέξοδο στην απόγνωσή του, την οποία και μεταλλάσει σε δύναμη δημιουργίας. Μέσα από το τελευταίο του παράθυρο στον κόσμο κάνει έναν απολογισμό ζωής στην προσπάθειά του να βρει έναν τρόπο προκειμένου να αντιμετωπίσει και να αποδεχτεί αυτό που του συνέβη, άλλοτε με καυστικό μαύρο χιούμορ, άλλοτε με οργή ή θλίψη, πάντα όμως με παραδειγματική επιμονή και αισιοδοξία, στέλνοντας τελικά ακριβώς αυτό το αισιόδοξο μήνυμα: μην εγκαταλείπεις, μη σταματάς να πολεμάς, αγάπα τη ζωή, σε εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.
Η ταινία που γυρίστηκε με αφορμή αυτό το βιβλίο, πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Καννών (Τζούλιαν Σνάμπελ) και προτάθηκε για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Απέσπασε διθυραμβικές κριτικές ως μία από τις καλύτερες παραγωγές της χρονιάς, ενώ θεωρήθηκε ως η πειστικότερη μεταφορά μυθιστορηματικής βιογραφίας, τεχνικά και αισθητικά. Προχωρώντας σε όλα όσα δεν δίνει σημασία ένας αρτιμελής από τη ζωή, αναπαράγει την εσωτερική κάθαρση στη μάχη που δίνει ένα υγιές πνεύμα που βρίσκεται ξαφνικά αιχμάλωτο μέσα σε ένα σώμα ανάπηρο, και, κατ’ επέκταση, την σκληρή αναμέτρηση που συντελείται ανάμεσα στο Θέλω και Μπορώ και την ανθρώπινη φύση της αμαχητί παράδοσης μπροστά στις αναποδιές της ζωής. Το κοινό ταυτίζεται και συμπάσχει με την έλλειψη ελευθερίας και αναζητά βήμα-βήμα μαζί με τον πρωταγωνιστή - τον εξαιρετικό στον ρόλο του Ματιέ Αμαρλίκ - δρόμους για να πετάξει το πνεύμα, σαν πεταλούδα που μόλις έβγαλε φτερά. Η μεταμόρφωση συντελείται και είναι πλήρης όταν οι δυνάμεις που κρατούν το πνεύμα στατικό και ακίνητο και εγκλωβισμένο από την πίστη στον υλισμό και τον ατομικισμό απελευθερώνονται χάρη στην ανεξάντλητη δύναμη της δημιουργίας που πηγάζει από την ίδια την πηγή της ανθρώπινης ψυχής, προσφέροντας στον θεατή μια πολυεπίπεδη σε μηνύματα, βαθιά και αξέχαστη εμπειρία που συγκινεί και προβληματίζει.
Το θέμα του βιβλίου δεν είναι ο κόσμος της μόδας, όπως θα περίμενε ίσως κανείς, κι αυτό καθορίστηκε από ένα τραγικό συμβάν που άλλαξε ριζικά τη ζωή του επιτυχημένου 42χρονου Ζαν-Ντομινίκ, όταν ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο τον βύθισε ξαφνικά σε κώμα. Όταν συνήλθε, και ενώ είχε πλήρη συναίσθηση του εαυτού του και του κόσμου γύρω του, ωστόσο το σώμα του είχε υποστεί καθολική παράλυση, δεν μπορούσε να κινήσει τίποτε, παρά μόνο το αριστερό του βλέφαρο. Εγκλωβισμένος μέσα στην ακινησία του σώματός του – το σκάφανδρο, όπως αναφέρεται συμβολικά και στον τίτλο του βιβλίου – αποφασίζει να αφήσει την φαντασία να πετάξει ελεύθερη μέσα στις σελίδες αυτής της αυτοβιογραφίας, που γράφτηκαν αποκλειστικά χάρη στο βλεφάρισμα του αριστερού του ματιού, αφού αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας του με τον κόσμο.
Αρωγός σε αυτή την ηρωική προσπάθεια, η Κλοντ Μεντιμπίλ, μια νεαρή λέκτορας γλωσσολόγος, που επινόησε ένα ειδικό σύστημα επικοινωνίας, ένα πινακάκι με τα γράμματα της αλφαβήτου κατανεμημένα σύμφωνα με τη συχνότητα χρήσης τους στη γαλλική γλώσσα. Εκείνη του απαριθμούσε τα γράμματα ένα-ένα και εκείνος επιβεβαίωνε με ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού του το γράμμα που ήθελε, το οποίο εκείνη το κατέγραφε σε ένα τετράδιο. Ένα ανοιγοκλείσιμο σήμαινε «ναι», δύο σήμαιναν «όχι». Έτσι, γράμμα-γράμμα, λέξη-λέξη, φράση-φράση, γράφτηκαν μέσα σε τρεις μήνες 140 σελίδες, μέσα στις οποίες σχηματοποιήθηκε σαν ψηφιδωτό όλος ο εσωτερικός του κόσμος, όλες οι σκέψεις και οι αγωνίες του που πετούσαν σαν πεταλούδες μέσα στο σκάφανδρο του ακινητοποιημένου από την παράλυση κορμιού του.
Στα 42 του χρόνια και ενώ τα είχε όλα, δόξα, χρήμα, γυναίκες, επαγγελματική καταξίωση, οικογένεια, χάρη σε ένα καπρίτσιο της μοίρας, του αρπάζονται ξαφνικά όλα μέσα από τα χέρια του. Απλές απολαύσεις, όπως ένα χαμόγελο ή ένα νεύμα, είναι πλέον ανέφικτες για κείνον. Παγιδευμένος σε ένα σώμα που καταλάβαινε τα πάντα, άκουγε, ένιωθε, θυμόταν, αλλά που δεν μπορούσε να αντιδράσει, δεν σταμάτησε να ζει εντός του και να φτάσει να πάρει τη μεγάλη απόφαση να καταγράψει αυτό που του συνέβαινε, σε μια προσπάθεια να δώσει μια διέξοδο στην απόγνωσή του, την οποία και μεταλλάσει σε δύναμη δημιουργίας. Μέσα από το τελευταίο του παράθυρο στον κόσμο κάνει έναν απολογισμό ζωής στην προσπάθειά του να βρει έναν τρόπο προκειμένου να αντιμετωπίσει και να αποδεχτεί αυτό που του συνέβη, άλλοτε με καυστικό μαύρο χιούμορ, άλλοτε με οργή ή θλίψη, πάντα όμως με παραδειγματική επιμονή και αισιοδοξία, στέλνοντας τελικά ακριβώς αυτό το αισιόδοξο μήνυμα: μην εγκαταλείπεις, μη σταματάς να πολεμάς, αγάπα τη ζωή, σε εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.
Η ταινία που γυρίστηκε με αφορμή αυτό το βιβλίο, πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Καννών (Τζούλιαν Σνάμπελ) και προτάθηκε για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Απέσπασε διθυραμβικές κριτικές ως μία από τις καλύτερες παραγωγές της χρονιάς, ενώ θεωρήθηκε ως η πειστικότερη μεταφορά μυθιστορηματικής βιογραφίας, τεχνικά και αισθητικά. Προχωρώντας σε όλα όσα δεν δίνει σημασία ένας αρτιμελής από τη ζωή, αναπαράγει την εσωτερική κάθαρση στη μάχη που δίνει ένα υγιές πνεύμα που βρίσκεται ξαφνικά αιχμάλωτο μέσα σε ένα σώμα ανάπηρο, και, κατ’ επέκταση, την σκληρή αναμέτρηση που συντελείται ανάμεσα στο Θέλω και Μπορώ και την ανθρώπινη φύση της αμαχητί παράδοσης μπροστά στις αναποδιές της ζωής. Το κοινό ταυτίζεται και συμπάσχει με την έλλειψη ελευθερίας και αναζητά βήμα-βήμα μαζί με τον πρωταγωνιστή - τον εξαιρετικό στον ρόλο του Ματιέ Αμαρλίκ - δρόμους για να πετάξει το πνεύμα, σαν πεταλούδα που μόλις έβγαλε φτερά. Η μεταμόρφωση συντελείται και είναι πλήρης όταν οι δυνάμεις που κρατούν το πνεύμα στατικό και ακίνητο και εγκλωβισμένο από την πίστη στον υλισμό και τον ατομικισμό απελευθερώνονται χάρη στην ανεξάντλητη δύναμη της δημιουργίας που πηγάζει από την ίδια την πηγή της ανθρώπινης ψυχής, προσφέροντας στον θεατή μια πολυεπίπεδη σε μηνύματα, βαθιά και αξέχαστη εμπειρία που συγκινεί και προβληματίζει.
Η πρώτη έκδοση του βιβλίου - 25.000 αντίτυπα - εξαντλήθηκε την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του στη Γαλλία (14 Μαρτίου 1997). Μέσα σε μια εβδομάδα πωλήθηκαν 150.000 αντίτυπα. Έκτοτε, το Σκάφανδρο και η Πεταλούδα συνεχίζει τις αλλεπάλληλες εκδόσεις και μεταφράζεται σε όλο και περισσότερες γλώσσες. Έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά. Ο Ζαν-Ντομινίκ Μπομπί πέθανε τρεις μέρες μετά την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του έργου του.
***