Για δεύτερη συνεχή χρονιά το Μέγαρο μουσικής φιλοξένησε με επιτυχία την παραγωγή Σαν τραγούδι μαγεμένο, αφιερωμένη στο ρεμπέτικο τραγούδι. Εμβληματικές μορφές του ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μάρκος Βαμβακάρης αναβίωσαν μέσα από τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα, τη σύμπραξη αξιόλογων φωνών όπως οι Μ. Στόκας και Σ. Παπάζογλου, καθώς και τη συνοδεία 13μελούς ορχήστρας. Τα κομμάτια διανθίστηκαν από θεατρικά στιγμιότυπα όπου ομάδα ηθοποιών υποδύθηκε τις εμβληματικές αυτές μορφές.
Το ρεμπέτικο είναι το τραγούδι που έχει συνδεθεί με τα τραγούδια των φυλακών. Ο πρώτος που έκανε αναφορά σε αυτά ήταν ο γάλλος ευγενής Αππέρ, σε μια μελέτη του για την κατάσταση που επικρατούσε στις οθωνικές φυλακές και λίγο αργότερα τον ακολούθησαν κι άλλοι, όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Καρκαβίτσας, ο οποίος μάλιστα κατέγραψε αρκετά από αυτά το 1891 στο περιοδικό «Εστία». Ήταν η εποχή που στο μουσικό σκηνικό του νεοσύστατου ελληνικού κράτους επικρατούσε έντονη η επίδραση του ιταλικού μελοδράματος. Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας αμιγούς ελληνικού τραγουδιού γεννιέται στα Επτάνησα, με την επτανησιακή καντάδα και στην Αθήνα, με το αθηναϊκό τραγούδι. Στην Αθήνα αρχίζουν να εμφανίζονται δύο αντίρροπες μουσικές τάσεις με τους οπαδούς του δυτικόφερτου ιταλικού μελοδράματος από τη μια και τους νέους οπαδούς των ασιατικών ακουσμάτων από την άλλη. Οι εραστές της «ασιάτιδος μούσης» άρχισαν να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος και τα λεγόμενα καφέ-αμάν άρχισαν να ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο.
Μετά από μια περίοδο ύφεσης που κράτησε ως την μικρασιατική καταστροφή, το 1922, τα καφέ-αμάν επανακάμπτουν, φτάνοντας στο αποκορύφωμα της δόξας τους την δεκαετία του 1930, με τα τραγούδια του κρασιού. Είναι η περίοδος που η Ελλάδα βιώνει, πέρα από τον μικρασιατικό ξεριζωμό, και την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Τα τραγούδια των προσφύγων έρχονται να προστεθούν στα δημοτικά και τα νησιώτικα δημιουργώντας νέα ακούσματα που ακολουθούσαν τις κοινωνικές ανακατατάξεις και εξελίξεις. Αυτά μαζί με τις ευρωπαϊκές επιρροές των τραγουδιών τύπου οπερέτας που επικρατούσαν στα παλκοσένικα όπου ανεβάζονταν οι παραστάσεις της αθηναϊκής επιθεώρησης, αποτέλεσαν το υπόστρωμα που θα στήριζε το ρεμπέτικο τραγούδι.
Τα πρώτα ρεμπέτικα έχουν ως θεματική τους πράξεις παραβατικές και ερωτικές σχέσεις. Μέχρι το 1938 κυριαρχεί το πειραιώτικο στυλ, με κύριο εκπρόσωπο τον Μάρκο Βαμβακάρη. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μανόλης Χιώτης, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται και οι πρώτοι σμυρνιοί συνθέτες.
Με το καθεστώς του Μεταξά το 1937 και με την επιβολή της λογοκρισίας, εξαλείφεται κάθε αναφορά σε χασίσι, τεκέδες, ναργιλέδες. Η κατοχή αναστέλλει κάθε δισκογραφική δραστηριότητα, χωρίς όμως να εξαφανίζονται εντελώς οι συνθέτες που έγραφαν τραγούδια. Στη δεκαετία του 1940 κυριαρχούν ο Βασίλης Τσιτσάνης με την Μαρίκα Νίνου, ο Μανόλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ενώ εμφανίζεται για πρώτη φορά και η Σωτηρία Μπέλλου.
Από το δεκαετία του 1950 και μετά το ρεμπέτικο διεισδύει σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού. Αλλάζει η θεματολογία - εμφανίζονται τα αρχοντορεμπέτικα – και αλλάζουν και οι χώροι που φιλοξενούν αυτά τα ακούσματα. Είναι η εποχή που πεθαίνει, σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, το αυθεντικό ρεμπέτικο τραγούδι, για να ξαναναστηθεί στη δεκαετία του 1960, μέσα από μια σημαντική προσπάθεια του φοιτητόκοσμου, που είχε κορεστεί από τα ινδικά ακούσματα και τον Θοδωράκη που κυριαρχούσαν τότε στη μουσική σκηνή. Παλιοί ρεμπέτες άρχισαν να ξαναβρίσκουν δουλειά σε μαγαζιά που διοργάνωναν ρεμπέτικες μουσικές βραδιές για να τους ξαναγνωρίσει ο κόσμος, κυρίως οι φοιτητές.
Το 1961 εμφανίζεται η πρώτη ανθολογία ρεμπέτικης στιχουργίας και η πρώτη μονογραφία πάνω στο ρεμπέτικο από τον Χριστιανόπουλο, το βιβλίο όμως που καθιέρωσε τον όρο «ρεμπέτικα» για τα τραγούδια αυτά ήταν «τα ρεμπέτικα τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου, το οποίο κυκλοφόρησε το 1968. Από εκείνη τη στιγμή πολλοί είναι οι ρεμπέτες που δισκογραφούν τα τραγούδια τους, εκδίδονται όλο και περισσότερες βιογραφίες, ενώ εμφανίζονται και οι πρώτες ρεμπέτικες κομπανίες. Το ρεμπέτικο τραγούδι γίνεται αντικείμενο πανεπιστημιακής έρευνας και μελέτης και αποκαταστάται η αξία του ως είδος τραγουδιού. Ιδρύονται μουσεία, διοργανώνονται συνέδρια, καταπονούνται μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές και καταχωρίζεται πλέον ως έγκυρο μουσικό είδος σε αναγνωρισμένα διεθνή εγχειρίδια μουσικολογίας.
Στη συνέντευξη τύπου που δόθηκε από τον συνθέτη και καλλιτεχνικό διευθυντή, υπεύθυνου της παραγωγής, Δ. Μαραγκόπουλο, τονίστηκε η σημασία τέτοιου είδους παραστάσεων, οι οποίες «αξίζει να επαναλαμβάνονται», ενώ σύντομα θα κυκλοφορήσουν οι περυσινές παραστάσεις σε cd και dvd.
Το ρεμπέτικο είναι το τραγούδι που έχει συνδεθεί με τα τραγούδια των φυλακών. Ο πρώτος που έκανε αναφορά σε αυτά ήταν ο γάλλος ευγενής Αππέρ, σε μια μελέτη του για την κατάσταση που επικρατούσε στις οθωνικές φυλακές και λίγο αργότερα τον ακολούθησαν κι άλλοι, όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Καρκαβίτσας, ο οποίος μάλιστα κατέγραψε αρκετά από αυτά το 1891 στο περιοδικό «Εστία». Ήταν η εποχή που στο μουσικό σκηνικό του νεοσύστατου ελληνικού κράτους επικρατούσε έντονη η επίδραση του ιταλικού μελοδράματος. Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας αμιγούς ελληνικού τραγουδιού γεννιέται στα Επτάνησα, με την επτανησιακή καντάδα και στην Αθήνα, με το αθηναϊκό τραγούδι. Στην Αθήνα αρχίζουν να εμφανίζονται δύο αντίρροπες μουσικές τάσεις με τους οπαδούς του δυτικόφερτου ιταλικού μελοδράματος από τη μια και τους νέους οπαδούς των ασιατικών ακουσμάτων από την άλλη. Οι εραστές της «ασιάτιδος μούσης» άρχισαν να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος και τα λεγόμενα καφέ-αμάν άρχισαν να ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο.
Μετά από μια περίοδο ύφεσης που κράτησε ως την μικρασιατική καταστροφή, το 1922, τα καφέ-αμάν επανακάμπτουν, φτάνοντας στο αποκορύφωμα της δόξας τους την δεκαετία του 1930, με τα τραγούδια του κρασιού. Είναι η περίοδος που η Ελλάδα βιώνει, πέρα από τον μικρασιατικό ξεριζωμό, και την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Τα τραγούδια των προσφύγων έρχονται να προστεθούν στα δημοτικά και τα νησιώτικα δημιουργώντας νέα ακούσματα που ακολουθούσαν τις κοινωνικές ανακατατάξεις και εξελίξεις. Αυτά μαζί με τις ευρωπαϊκές επιρροές των τραγουδιών τύπου οπερέτας που επικρατούσαν στα παλκοσένικα όπου ανεβάζονταν οι παραστάσεις της αθηναϊκής επιθεώρησης, αποτέλεσαν το υπόστρωμα που θα στήριζε το ρεμπέτικο τραγούδι.
Τα πρώτα ρεμπέτικα έχουν ως θεματική τους πράξεις παραβατικές και ερωτικές σχέσεις. Μέχρι το 1938 κυριαρχεί το πειραιώτικο στυλ, με κύριο εκπρόσωπο τον Μάρκο Βαμβακάρη. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μανόλης Χιώτης, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται και οι πρώτοι σμυρνιοί συνθέτες.
Με το καθεστώς του Μεταξά το 1937 και με την επιβολή της λογοκρισίας, εξαλείφεται κάθε αναφορά σε χασίσι, τεκέδες, ναργιλέδες. Η κατοχή αναστέλλει κάθε δισκογραφική δραστηριότητα, χωρίς όμως να εξαφανίζονται εντελώς οι συνθέτες που έγραφαν τραγούδια. Στη δεκαετία του 1940 κυριαρχούν ο Βασίλης Τσιτσάνης με την Μαρίκα Νίνου, ο Μανόλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ενώ εμφανίζεται για πρώτη φορά και η Σωτηρία Μπέλλου.
Από το δεκαετία του 1950 και μετά το ρεμπέτικο διεισδύει σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού. Αλλάζει η θεματολογία - εμφανίζονται τα αρχοντορεμπέτικα – και αλλάζουν και οι χώροι που φιλοξενούν αυτά τα ακούσματα. Είναι η εποχή που πεθαίνει, σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, το αυθεντικό ρεμπέτικο τραγούδι, για να ξαναναστηθεί στη δεκαετία του 1960, μέσα από μια σημαντική προσπάθεια του φοιτητόκοσμου, που είχε κορεστεί από τα ινδικά ακούσματα και τον Θοδωράκη που κυριαρχούσαν τότε στη μουσική σκηνή. Παλιοί ρεμπέτες άρχισαν να ξαναβρίσκουν δουλειά σε μαγαζιά που διοργάνωναν ρεμπέτικες μουσικές βραδιές για να τους ξαναγνωρίσει ο κόσμος, κυρίως οι φοιτητές.
Το 1961 εμφανίζεται η πρώτη ανθολογία ρεμπέτικης στιχουργίας και η πρώτη μονογραφία πάνω στο ρεμπέτικο από τον Χριστιανόπουλο, το βιβλίο όμως που καθιέρωσε τον όρο «ρεμπέτικα» για τα τραγούδια αυτά ήταν «τα ρεμπέτικα τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου, το οποίο κυκλοφόρησε το 1968. Από εκείνη τη στιγμή πολλοί είναι οι ρεμπέτες που δισκογραφούν τα τραγούδια τους, εκδίδονται όλο και περισσότερες βιογραφίες, ενώ εμφανίζονται και οι πρώτες ρεμπέτικες κομπανίες. Το ρεμπέτικο τραγούδι γίνεται αντικείμενο πανεπιστημιακής έρευνας και μελέτης και αποκαταστάται η αξία του ως είδος τραγουδιού. Ιδρύονται μουσεία, διοργανώνονται συνέδρια, καταπονούνται μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές και καταχωρίζεται πλέον ως έγκυρο μουσικό είδος σε αναγνωρισμένα διεθνή εγχειρίδια μουσικολογίας.
Στη συνέντευξη τύπου που δόθηκε από τον συνθέτη και καλλιτεχνικό διευθυντή, υπεύθυνου της παραγωγής, Δ. Μαραγκόπουλο, τονίστηκε η σημασία τέτοιου είδους παραστάσεων, οι οποίες «αξίζει να επαναλαμβάνονται», ενώ σύντομα θα κυκλοφορήσουν οι περυσινές παραστάσεις σε cd και dvd.