Οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι χωρισμένοι σε δυο μεγάλες κατηγορίες: σε αυτούς που ζουν στο λεκανοπέδιο της Αττικής και σε όλους τους υπόλοιπους. Αν ανήκεις στην δεύτερη κατηγορία, έχει καλώς. Αν όμως ανήκεις στην πρώτη και ζεις σε μια αχανή και απρόσωπη τσιμεντούπολη σαν την Αθήνα, όπου οι ώρες της ημέρας ποτέ δεν είναι αρκετές και οι ρυθμοί της ζωής πολύ συχνά ξεφεύγουν από τον έλεγχο απομυζώντας όλη σου την ενέργεια, κάτι τριήμερα όπως αυτό που μας πέρασε, μπορούν να αποβούν όαση στην καθημερινότητά σου.
Η απόφαση πάρθηκε εν μία νυκτί. Ένα οδοιπορικό με αφετηρία την Αθήνα και τερματισμό τον μεθωριακό σταθμό των Καστανιών του Έβρου, στο βορειοανατολικότερο άκρο της χώρας. Έχοντας κερδίσει μία ώρα λόγω της αλλαγής της ώρας, η αναχώρηση προγραμματίστηκε για τις 7 το πρωί της Κυριακής. Στο ύψος της Μαλακάσας έπιασε η βροχή και δεν σταμάτησε να βρέχει μέχρι το ύψος της Λάρισας. Τα σύννεφα είχαν ακουμπήσει το βάρος τους στις πλαγιές των βουνών, η άσφαλτος γυάλιζε σαν καινούργια κι εμείς ανηφορίζαμε μαζί με τους λίγους που είχαν αποφασίσει να εκδράμουν όπως κι εμείς από το κλεινόν άστυ για τις γιορτινές μέρες. Όλα είχαν βαφτεί σε φθινοπωριάτικα χρώματα και ένας μελαγχολικός καιρός σε όλες τις αποχρώσεις του γκρι έκανε το τοπίο χειμωνιάτικο, αφήνοντας πίσω όλο το άγχος και το στρες της αστικής καθημερινότητας.
Γύρω στις 10:00 π.μ. φτάσαμε στην πόλη της Λάρισας, η οποία έδειχνε ακόμη να κοιμάται, αφού λίγοι ήταν οι κάτοικοι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της, με μέσον όρο ηλικίας τα 70-75 χρόνια. Έρημες πλατείες, δρόμοι χωρίς κίνηση, μαγαζιά κλειστά, οι καφετέριες άφαντες. Ούτε μία καφετέρια ανοιχτή, ούτε μία όμως! Όλοι όσοι ήθελαν να πιουν καφέ είχαν μαζευτεί στο γνωστό ελληνικό φαστφουντάδικο, το οποίο είχε μετατραπεί σε καφενείο ηλικιωμένων! Η εικόνα προκαλούσε εντύπωση. Ηλικιωμένοι με κινητά στο χέρι, με MP3 στα αυτιά, με γυαλιά ηλίου τύπου Matrix, να ακούν rap μουσική μέσα σε φαστφουντάδικο και με τη νεολαία της Λάρισας να λάμπει δια της απουσίας της! Φυσικά, κι εδώ, όπως και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας, η εγκατάλειψη των νεοκλασικών κτηρίων ήταν εμφανής.
Στις 12:00 μ.μ. διασχίζαμε την ομιχλώδη κοιλάδα των Τεμπών και ένα τέταρτο αργότερα ξεπρόβαλε μπροστά μας το επιβλητικό κάστρο του Πλαταμώνα.
Η απόφαση πάρθηκε εν μία νυκτί. Ένα οδοιπορικό με αφετηρία την Αθήνα και τερματισμό τον μεθωριακό σταθμό των Καστανιών του Έβρου, στο βορειοανατολικότερο άκρο της χώρας. Έχοντας κερδίσει μία ώρα λόγω της αλλαγής της ώρας, η αναχώρηση προγραμματίστηκε για τις 7 το πρωί της Κυριακής. Στο ύψος της Μαλακάσας έπιασε η βροχή και δεν σταμάτησε να βρέχει μέχρι το ύψος της Λάρισας. Τα σύννεφα είχαν ακουμπήσει το βάρος τους στις πλαγιές των βουνών, η άσφαλτος γυάλιζε σαν καινούργια κι εμείς ανηφορίζαμε μαζί με τους λίγους που είχαν αποφασίσει να εκδράμουν όπως κι εμείς από το κλεινόν άστυ για τις γιορτινές μέρες. Όλα είχαν βαφτεί σε φθινοπωριάτικα χρώματα και ένας μελαγχολικός καιρός σε όλες τις αποχρώσεις του γκρι έκανε το τοπίο χειμωνιάτικο, αφήνοντας πίσω όλο το άγχος και το στρες της αστικής καθημερινότητας.
Γύρω στις 10:00 π.μ. φτάσαμε στην πόλη της Λάρισας, η οποία έδειχνε ακόμη να κοιμάται, αφού λίγοι ήταν οι κάτοικοι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της, με μέσον όρο ηλικίας τα 70-75 χρόνια. Έρημες πλατείες, δρόμοι χωρίς κίνηση, μαγαζιά κλειστά, οι καφετέριες άφαντες. Ούτε μία καφετέρια ανοιχτή, ούτε μία όμως! Όλοι όσοι ήθελαν να πιουν καφέ είχαν μαζευτεί στο γνωστό ελληνικό φαστφουντάδικο, το οποίο είχε μετατραπεί σε καφενείο ηλικιωμένων! Η εικόνα προκαλούσε εντύπωση. Ηλικιωμένοι με κινητά στο χέρι, με MP3 στα αυτιά, με γυαλιά ηλίου τύπου Matrix, να ακούν rap μουσική μέσα σε φαστφουντάδικο και με τη νεολαία της Λάρισας να λάμπει δια της απουσίας της! Φυσικά, κι εδώ, όπως και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας, η εγκατάλειψη των νεοκλασικών κτηρίων ήταν εμφανής.
Στις 12:00 μ.μ. διασχίζαμε την ομιχλώδη κοιλάδα των Τεμπών και ένα τέταρτο αργότερα ξεπρόβαλε μπροστά μας το επιβλητικό κάστρο του Πλαταμώνα.
Στις 13:00 μ.μ. φτάσαμε στην Θεσσαλονίκη. Η μέρα επέβαλε το απαραίτητο προσκύνημα στον βυζαντινό ναό του πολιούχου της, Αγίου Δημητρίου, μια πεντάκλιτη βασιλική η οποία χτίστηκε γύρω στο 500 πάνω στον τάφο του μεγαλομάρτυρα Δημητρίου και ένα από τα λαμπρότερα πρωτοχριστιανικά μαρτύρια. Μεταξύ των ετών 629 και 634 μια πυρκαγιά προκάλεσε μεγάλη καταστροφή στον ναό κι έτσι έχουμε δύο διακοσμητικές φάσεις, οι οποίες σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες βυζαντινές εκκλησίες, δεν εντάσσονται σε ένα μελετημένο εικονογραφικό πρόγραμμα αλλά είναι μεμονωμένες συνθέσεις σαν αφιερώματα πιστών.
Η επόμενη στάση στο οδοιπορικό θα ήταν η Καβάλα. Η είσοδος στην Εγνατία οδό άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Πρόκειται για ένα πολύ φιλόδοξο έργο, το οποίο λύνει το οδικό πρόβλημα ολόκληρης της βόρειας Ελλάδας, μειώνοντας κατά πολύ τον χρόνο και τις αποστάσεις και προσφέροντας μια ξεκούραστη και ασφαλή διαδρομή. Και φυσικά, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εθνικούς άξονες της Ελλάδας, στην Εγνατία δεν υπάρχουν πουθενά διόδια! Αριστερά και δεξιά απλωνόταν η ελληνική γη με τους ήπιους αμμόλοφους και τις αχανείς εκτάσεις, τα καταπράσινα τοπία, και ανάμεσα, οι λίμνες της Κορωνείας και της Βόλβης με τα ακίνητα νερά και την έντονη χλωρίδα και πανίδα που θύμιζαν τοπία της βόρειας Ευρώπης.
Περάσαμε το πεδίο εκπαίδευσης των ειδικών δυνάμεων (snipers) στη Ρεντίνα, διασχίσαμε τον ποταμό Στριμώνα, περάσαμε τις ιαματικές πηγές των Ελευθερών και στις 17:00 μ.μ. είδαμε από ψηλά την πρώτη πανοραμική άποψη της πόλης όπου θα διανυκτερεύαμε: της πολυαγαπημένης Καβάλας, μιας πόλης που όσες φορές και να την επισκεφτείς, δεν χορταίνεις να την απολαμβάνεις (εγώ τουλάχιστον!)
Χτισμένη αμφιθεατρικά γύρω από το λιμάνι της, με τη Θάσο να διαγράφεται αμυδρά στον ορίζοντα, το ρωμαϊκό της υδραγωγείο σε άριστη κατάσταση, λες και χτίστηκε χτες, και το κάστρο της αγέρωχο να της δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα και χαρακτήρα, είναι μια πόλη που σε αιχμαλωτίζει από την πρώτη στιγμή.
Σεργιανίσαμε στο λιμάνι την ώρα που όλοι οι θαμώνες των καφέ και εστιατορίων ήταν προσηλωμένοι στους δύο ποδοσφαιρικούς αγώνες της Κυριακής, περπατήσαμε στα στενά της ανακαλύπτοντας κρυμμένες ομορφιές και υπέροχα κτήρια που διατηρούν άθικτο τον χαρακτήρα μιας άλλης εποχής και εξαντλημένοι μετά από το πολύωρο ταξίδι διανυκτερεύσαμε σε ένα ξενοδοχείο στην άκρη του λιμανιού.
Την επομένη ξημέρωσε μια μουντή μέρα. Η θέα από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου ήταν ανεπανάληπτη. Δυστυχώς, δεν μπορούσαμε να μείνουμε περισσότερο, γιατί μας περίμενε ακόμα πολύς δρόμος. Ξαναβγήκαμε στην σχεδόν απάτητη Εγνατία οδό, προσπεράσαμε τα διυλιστήρια που επεξεργάζονται το πετρέλαιο που έρχεται με αγωγό από τη Θάσο στα περίχωρα της Καβάλας, και πήραμε τον δρόμο προς τον Έβρο. Κάθε στροφή μας επιφύλασσε ένα διαφορετκό τοπίο. Πλατιές πεδιάδες και στο βάθος να αχνοφαίνονται λόγω της πρωινής πάχνης χαμηλοί αμμόλοφοι, χρώματα της ώχρας και του κεραμιδιού στις φυλλωσιές των δέντρων, μια πανδαισία χρωμάτων και ονειρεμένων τοπίων της ελληνικής υπαίθρου που δεν χόρταινες να βλέπεις και να απολαμβάνεις.
Έχοντας περάσει την Χρυσούπολη, την αρχαία Τόπειρο, τον ποταμό Νέστο και την πόλη της Ξάνθης, την οποία είδαμε να απλώνεται κατά μήκος της Εγνατίας σε μια ατέλειωτη στενή ζώνη στους πρόποδες των λόφων, φτάσαμε στην περιβόητη (λόγω Βατοπεδίου) λίμνη Βιστωνίδα. Τριγύρω ο τόπος ήταν γεμάτος αλυκές και συστάδες καλλιεργήσιμης λεύκας που στόλιζαν το επίπεδο τοπίο, ενώ σμήνη από ερωδιούς, πελαργούς, αγριόπαπιες και κύκνους στιγμάτιζαν με το πέταγμά τους τον συννεφιασμένο ουρανό.
Λίγο μετά τις 10:00 μ.μ. είχαμε φτάσει στην Κομοτηνή, μια εντελώς άναρχη πόλη, νωτισμένη από το ανελέητο πέρασμα του χρόνου και με δυναμική την παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου. Μιναρέδες έσκιζαν τον αστικό ουρανό σε πολλά σημεία της πόλης, που έδειχνε να ασφυκτιά από τον κόσμο, την κίνηση στους στενούς της δρόμους και τα παμπάλαια κτήρια που στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο.
Συνεχίσαμε για Αλεξανδρούπολη ξαναμπαίνοντας στην Εγνατία οδό. Διασχίσαμε τον ποταμό Λισσό και γύρω στις 11:30 π.μ. είδαμε να ξεπροβάλει ο Φάρος της Αλεξανδρούπολης (που κάνει και ωραίο συνειρμό με τον Φάρο της Αλεξάνδρειας… σε επόμενο ταξίδι αυτά!).
Σεργιανίσαμε στο λιμάνι την ώρα που όλοι οι θαμώνες των καφέ και εστιατορίων ήταν προσηλωμένοι στους δύο ποδοσφαιρικούς αγώνες της Κυριακής, περπατήσαμε στα στενά της ανακαλύπτοντας κρυμμένες ομορφιές και υπέροχα κτήρια που διατηρούν άθικτο τον χαρακτήρα μιας άλλης εποχής και εξαντλημένοι μετά από το πολύωρο ταξίδι διανυκτερεύσαμε σε ένα ξενοδοχείο στην άκρη του λιμανιού.
Την επομένη ξημέρωσε μια μουντή μέρα. Η θέα από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου ήταν ανεπανάληπτη. Δυστυχώς, δεν μπορούσαμε να μείνουμε περισσότερο, γιατί μας περίμενε ακόμα πολύς δρόμος. Ξαναβγήκαμε στην σχεδόν απάτητη Εγνατία οδό, προσπεράσαμε τα διυλιστήρια που επεξεργάζονται το πετρέλαιο που έρχεται με αγωγό από τη Θάσο στα περίχωρα της Καβάλας, και πήραμε τον δρόμο προς τον Έβρο. Κάθε στροφή μας επιφύλασσε ένα διαφορετκό τοπίο. Πλατιές πεδιάδες και στο βάθος να αχνοφαίνονται λόγω της πρωινής πάχνης χαμηλοί αμμόλοφοι, χρώματα της ώχρας και του κεραμιδιού στις φυλλωσιές των δέντρων, μια πανδαισία χρωμάτων και ονειρεμένων τοπίων της ελληνικής υπαίθρου που δεν χόρταινες να βλέπεις και να απολαμβάνεις.
Έχοντας περάσει την Χρυσούπολη, την αρχαία Τόπειρο, τον ποταμό Νέστο και την πόλη της Ξάνθης, την οποία είδαμε να απλώνεται κατά μήκος της Εγνατίας σε μια ατέλειωτη στενή ζώνη στους πρόποδες των λόφων, φτάσαμε στην περιβόητη (λόγω Βατοπεδίου) λίμνη Βιστωνίδα. Τριγύρω ο τόπος ήταν γεμάτος αλυκές και συστάδες καλλιεργήσιμης λεύκας που στόλιζαν το επίπεδο τοπίο, ενώ σμήνη από ερωδιούς, πελαργούς, αγριόπαπιες και κύκνους στιγμάτιζαν με το πέταγμά τους τον συννεφιασμένο ουρανό.
Λίγο μετά τις 10:00 μ.μ. είχαμε φτάσει στην Κομοτηνή, μια εντελώς άναρχη πόλη, νωτισμένη από το ανελέητο πέρασμα του χρόνου και με δυναμική την παρουσία του μουσουλμανικού στοιχείου. Μιναρέδες έσκιζαν τον αστικό ουρανό σε πολλά σημεία της πόλης, που έδειχνε να ασφυκτιά από τον κόσμο, την κίνηση στους στενούς της δρόμους και τα παμπάλαια κτήρια που στοιβάζονταν το ένα πάνω στο άλλο.
Συνεχίσαμε για Αλεξανδρούπολη ξαναμπαίνοντας στην Εγνατία οδό. Διασχίσαμε τον ποταμό Λισσό και γύρω στις 11:30 π.μ. είδαμε να ξεπροβάλει ο Φάρος της Αλεξανδρούπολης (που κάνει και ωραίο συνειρμό με τον Φάρο της Αλεξάνδρειας… σε επόμενο ταξίδι αυτά!).
Η Αλεξανδρούπολη είναι μία καθ’ όλα σύγχρονη πόλη, με μοντέρνα κτήρια, μεγάλους οδικούς άξονες και πλατείες, και ανοιχτούς χώρους περιπάτου για τους κατοίκους της. Μια πόλη που σφύζει από ζωή. Φτάσαμε ακριβώς στην ώρα της κατάθεσης στεφάνου στο μνημείο πεσόντων της πόλης. Εδώ θα πρέπει να αναφερθώ και στην απαράδεκτη εικόνα του αγήματος, το οποίο άφηνε μια εικόνα αποδιοργάνωσης, αφού ο ένας κοιτούσε τις μπότες του, ο άλλος τα πουλάκια στον ουρανό, όλοι αφηρημένοι και στον κόσμο τους και ο διοικητής τους αδιάφορος. Απαράδεκτη εικόνα και ανεπίτρεπτη για στρατιωτικό άγημα.
Μετά από το σύντομο διάλειμμα στην Αλεξανδρούπολη, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε κατά μήκος του ποταμού Έβρου. Περάσαμε το ονομαστό για την παραγωγή μεταξωτών Σουφλί, τα Λάβαρα, τους Ψαθάδες, το Θούριο, το Νέο Χειρώνιο, την πόλη της Ορεστιάδας (θα σταματούσαμε στην επιστροφή), τα Νέα Βύσσα, την Καβύλη. Όσο ανεβαίναμε προς τα σύνορα τόσο εντεινόταν η στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, με παρατηρητήρια και πυροβολεία στις παρυφές των λόφων, τη διέλευση αντιαρματικών τζιπ στους δρόμους κλπ.
Γύρω στις 14:30 μ.μ. είχαμε φτάσει στον ποταμό Άρδα, δίπλα στα Ρίζια, με την ανυπέρβλητη φυσική ομορφιά ενός ειδυλλιακού παραδεισένιου τοπίου που σου έπαιρνε την ανάσα. Μισή ώρα αργότερα, στις 15:00 μ.μ. φτάσαμε στις Καστανιές, τον μεθωριακό σταθμό πάνω στα σύνορα με την Τουρκία, το σημείο τερματισμού του σύντομου αυτού οδοιπορικού. Μια μικρή στάση στην Ορεστιάδα, ένα βιαστικό πέρασμα από το Διδυμότειχο και επόμενη στάση η Θεσσαλονίκη, όπου και θα διανυκτερεύαμε, προκειμένου να δούμε την επομένη την μεγάλη στρατιωτική παρέλαση.
Μετά από το σύντομο διάλειμμα στην Αλεξανδρούπολη, αρχίσαμε να ανηφορίζουμε κατά μήκος του ποταμού Έβρου. Περάσαμε το ονομαστό για την παραγωγή μεταξωτών Σουφλί, τα Λάβαρα, τους Ψαθάδες, το Θούριο, το Νέο Χειρώνιο, την πόλη της Ορεστιάδας (θα σταματούσαμε στην επιστροφή), τα Νέα Βύσσα, την Καβύλη. Όσο ανεβαίναμε προς τα σύνορα τόσο εντεινόταν η στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, με παρατηρητήρια και πυροβολεία στις παρυφές των λόφων, τη διέλευση αντιαρματικών τζιπ στους δρόμους κλπ.
Γύρω στις 14:30 μ.μ. είχαμε φτάσει στον ποταμό Άρδα, δίπλα στα Ρίζια, με την ανυπέρβλητη φυσική ομορφιά ενός ειδυλλιακού παραδεισένιου τοπίου που σου έπαιρνε την ανάσα. Μισή ώρα αργότερα, στις 15:00 μ.μ. φτάσαμε στις Καστανιές, τον μεθωριακό σταθμό πάνω στα σύνορα με την Τουρκία, το σημείο τερματισμού του σύντομου αυτού οδοιπορικού. Μια μικρή στάση στην Ορεστιάδα, ένα βιαστικό πέρασμα από το Διδυμότειχο και επόμενη στάση η Θεσσαλονίκη, όπου και θα διανυκτερεύαμε, προκειμένου να δούμε την επομένη την μεγάλη στρατιωτική παρέλαση.
Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη εξαντλημένοι. Όμως, μας περίμενε μια υπέροχη έκπληξη. Η τύχη το έφερε να διανυκτερεύσουμε σε ένα καταπληκτικό ξενοδοχείο στην καρδιά της συμπρωτεύουσας, το οποίο στεγαζόταν σε ένα άψογα διατηρημένο νεοκλασικό αρχοντικό του 1924! Εξαιρετική διακόσμηση, ψηλοτάβανα δωμάτια, ξύλινα πατώματα, πλούσιες βαριές κουρτίνες, το ασανσέρ του σιδεροκατασκευή με κουβούκλιο που ανεβοκατέβαινε με αντίβαρο και διπλές πόρτες, φουρούσια στα μπαλκόνια του, άψογη εξυπηρέτηση, τέλειο!
Την επομένη, ξημέρωνε η μέρα της μεγάλης επετείου. Είχαμε πολύ χρόνο ως την ώρα της παρέλασης κι έτσι σεργιανίσαμε στα στενά γύρω από τον παραλιακό. Οι δρόμοι ήταν ακόμα άδειοι. Περάσαμε από την ονομαστή γειτονιά των Λαδάδικων δίπλα στο λιμάνι, η οποία πήρε το όνομά της από τους ελαιοπαραγωγούς που φόρτωναν το λάδι τους στα πλοία πριν τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που έκαψε ολόκληρη σχεδόν την πόλη, και μαζί μ’ αυτήν και την κακόφημη αυτή γειτονιά, λόγων των ιερόδουλων που δραστηριοποιούνταν εδώ ένεκα λιμανιού.
Η ευχέρεια του χρόνου μας επέτρεψε να μπούμε και στον Λευκό Πύργο (που πάντα έβλεπα απ’ έξω), όπου λόγω της επετείου είχε ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Μια στενή ραμποειδής σκάλα περιμετρικά του πύργου σε οδηγούσε στα διάφορα επίπεδα, τα οποία φιλοξενούσαν αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, καθώς και πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό για την ιστορία του πύργου και της πόλης γενικότερα από όλες τις ιστορικές της φάσεις. Στον τελευταίο όροφο μπορούσες να βγεις έξω και εκεί σε περίμενε μια μοναδική πανοραμική άποψη της πόλης.
Γύρω στις 11:00 π.μ. ξεκίνησε η παρέλαση, στην οποία για πρώτη φορά φέτος προσκλήθηκαν όλοι οι υπουργοί αμύνης των βαλκανίων, καθώς και οι πρεσβευτές της Ιταλίας και της Τουρκίας, οι οποίοι έδωσαν το παρόν, όλοι πλην ενός, του υπουργού αμύνης… των Σκοπίων (εμείς πάντως τον καλέσαμε!). Στις 20:00 μ.μ. βρισκόμασταν πια στην Αθήνα εξαντλημένοι από την ταλαιπωρία του ταξιδιού αλλά χορτασμένοι από υπέροχες εικόνες από μια Ελλάδα πανέμορφη και πάντοτε
Την επομένη, ξημέρωνε η μέρα της μεγάλης επετείου. Είχαμε πολύ χρόνο ως την ώρα της παρέλασης κι έτσι σεργιανίσαμε στα στενά γύρω από τον παραλιακό. Οι δρόμοι ήταν ακόμα άδειοι. Περάσαμε από την ονομαστή γειτονιά των Λαδάδικων δίπλα στο λιμάνι, η οποία πήρε το όνομά της από τους ελαιοπαραγωγούς που φόρτωναν το λάδι τους στα πλοία πριν τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 που έκαψε ολόκληρη σχεδόν την πόλη, και μαζί μ’ αυτήν και την κακόφημη αυτή γειτονιά, λόγων των ιερόδουλων που δραστηριοποιούνταν εδώ ένεκα λιμανιού.
Η ευχέρεια του χρόνου μας επέτρεψε να μπούμε και στον Λευκό Πύργο (που πάντα έβλεπα απ’ έξω), όπου λόγω της επετείου είχε ελεύθερη είσοδο για το κοινό. Μια στενή ραμποειδής σκάλα περιμετρικά του πύργου σε οδηγούσε στα διάφορα επίπεδα, τα οποία φιλοξενούσαν αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, καθώς και πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό για την ιστορία του πύργου και της πόλης γενικότερα από όλες τις ιστορικές της φάσεις. Στον τελευταίο όροφο μπορούσες να βγεις έξω και εκεί σε περίμενε μια μοναδική πανοραμική άποψη της πόλης.
Γύρω στις 11:00 π.μ. ξεκίνησε η παρέλαση, στην οποία για πρώτη φορά φέτος προσκλήθηκαν όλοι οι υπουργοί αμύνης των βαλκανίων, καθώς και οι πρεσβευτές της Ιταλίας και της Τουρκίας, οι οποίοι έδωσαν το παρόν, όλοι πλην ενός, του υπουργού αμύνης… των Σκοπίων (εμείς πάντως τον καλέσαμε!). Στις 20:00 μ.μ. βρισκόμασταν πια στην Αθήνα εξαντλημένοι από την ταλαιπωρία του ταξιδιού αλλά χορτασμένοι από υπέροχες εικόνες από μια Ελλάδα πανέμορφη και πάντοτε
απρόβλεπτη
και μοναδικά ακαταμάχητη!