Όταν μιλάμε για αρχαίο δράμα, στο μυαλό μας έρχεται αυτόματα το τρίπτυχο Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευριπίδης. Και οι τρεις κορυφαίοι δραματουργοί, και οι τρεις πολυβραβευμένοι, και οι τρεις σκαπανείς μιας νέας μορφής τέχνης, που ταυτίστηκε με το ελληνικό πνεύμα όσο κανένα άλλο. Όμως οι ομοιότητες σταματούν εκεί, αφού ο καθένας τους είχε μια εντελώς ξεχωριστή και αυτόνομη γλώσσα, σφραγίζοντας την τραγωδία με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Λίγα λόγια για την τραγωδία
Είναι πιθανόν ότι η τραγωδία και η κωμωδία (τα δύο είδη που συνιστούν το αρχαίο δράμα) να προήλθαν από ιεροτελεστίες στα πλαίσια της λατρείας του θεού Διόνυσου. Οι τελετές αυτές χαρακτηρίζονται από τον χορό (μια χορευτική ομάδα με ενδυμασία σατύρων ή τράγων, εξ’ ου και η προέλευση της λέξης τραγωδία), ο οποίος χόρευε και τραγουδούσε. Αργότερα, συμπεριλήφθηκε και πεζός λόγος (ο Θέσπις ήταν ο πρώτος δραματουργός που εισήγαγε τον πρώτο υποκριτή) κι έτσι το δράμα πήρε την οριστική του μορφή.
Οι παραστάσεις αρχαίου δράματος αποτελούσαν μέρος των τελετών προς τιμή του θεού Διόνυσου στα πλαίσια των μεγάλων εορτών Μεγάλα Διονύσια και Λήναια. Είχαν τη μορφή δραματικών αγώνων και λάμβαναν χώρα στα υπαίθρια ημικυκλικά θέατρα ανά την Ελλάδα (π.χ. Επίδαυρος), τα οποία μπορούσαν να φιλοξενήσουν ως και 15.000 θεατές. Οι διαγωνιζόμενοι δραματουργοί συμμετείχαν με τρεις τραγωδίες και μία κωμωδία κάθε φορά. Οι παραστάσεις διαρκούσαν πολλές μέρες και άρχιζαν από πολύ νωρίς το πρωί.
Όλοι οι ρόλοι, ανδρικοί και γυναικείοι, παίζονταν αποκλειστικά από άνδρες, οι οποίοι φορούσαν τα ανάλογα ενδύματα, μάσκες στο πρόσωπο και τους περίφημους κοθόρνους, που ήταν πολύ ψηλά παπούτσια που έκαναν την εμφάνισή τους επιβλητικότερη.
Τα θέματα
Ακόμη κι όταν ήταν παρμένα από γεγονότα της εποχής τους, οι υποθέσεις των έργων αφορούσαν στις πράξεις των περίφημων χαρακτήρων των ηρωικών (ομηρικών) χρόνων. Έτσι, οι θεατές γνώριζαν λίγο-πολύ τι θα δουν και έκριναν την επιδεξιότητα με την οποία θα το διαπραγματευόταν ο εκάστοτε δημιουργός. Σε αντίθεση με την κωμωδία, που διακωμωδούσε διάφορες αντιλήψεις μέσα από φανταστικές καταστάσεις, η τραγωδία ασχολείτο κατά κόρον με τις τρομερές απόψεις τη ανθρώπινης ζωής (ιεροσυλία, ανθρωποθυσία, παιδοκτονία, αυτοκτονία, αιμομιξία, κλπ.) Οι ήρωες του έργου είναι συνήθως καταδιωκόμενοι από εξωτερικές ή εσωτερικές απειλές και κάνουν λάθη που τους οδηγούν σε φοβερές καταστροφές και τελικά στον θάνατο. Μ’ αυτό τον τρόπο εξυπηρετείται ένα βασικό συστατικό στοιχείο της αρχαίας τραγωδίας, που είναι να προκαλέσει στους θεατές συναισθήματα ελέου και φόβου, τα οποία και θα οδηγήσουν στο τελικό ζητούμενο αυτής της μορφής τέχνης, την κάθαρση.
Το ύφος
Μέχρι και την ελληνιστική εποχή, όπου εμφανίστηκε η Νέα κωμωδία, οι παραστάσεις τραγωδίας χαρακτηρίζονταν από μεγάλη επισημότητα, μεγαλοπρέπεια και συμβατικότητα, αφού δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για οποιονδήποτε ρεαλισμό ή απλή μίμηση της καθημερινής ζωής του πολίτη. Το γεγονός ότι όλοι οι στίχοι ήταν έμμετροι, η μεγάλη σημασία που δινόταν στη μουσική, η σημασία που έδιναν ώστε να ακούγονται καθαρά οι λέξεις από όποια θέση κι αν καθόταν ο θεατής, οι ορχηστρικές κινήσεις του χορού, η αποφυγή αναπαράστασης βίαιων γεγονότων πάνω στη σκηνή, όλα αυτά, εκτός από την επισημότητα έδειχναν και την προσπάθεια αποστασιοποίησης της παράστασης από την καθημερινή πραγματικότητα. Ο θεατής έπρεπε να μεταφερθεί στον κόσμο των ηρώων, να πάθει, να συγκινηθεί μαζί τους και ως απόρροια όλης αυτής της διαδικασίας, να λυτρωθεί και να μάθει. Γι’ αυτό και στην αρχαιότητα το δράμα δεν θεωρείτο ένα είδος διασκέδασης, αλλά μια πολύ σοβαρή επιμορφωτική και παιδευτική εμπειρία.
Τα τρία ιερά τέρατα
Υπήρξαν πολλοί δραματουργοί, όμως μόνο τα έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη έφτασαν ως εμάς ακέραια ή σχεδόν ακέραια (ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος ανήκουν στους κωμικούς ποιητές).
Αισχύλος (525-456 π.Χ.)
Ο κυριότερος τραγικός ποιητής στην Αθήνα. Έγραψε 70-90 τραγωδίες και κέρδισε το πρώτο βραβείο 13 φορές. Μόνο 7 τραγωδίες του έχουν σωθεί.
Ο Αισχύλος θεωρείται ο δημιουργός της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας επειδή εισήγαγε δεύτερο υποκριτή, τελειοποίησε την θεατρική μέθοδο δίνοντας εντονότερο θεατρικό χαρακτήρα στην τραγωδία και υπερτονίζοντας τις ενδυμασίες. Παράλληλα, έδωσε μεγάλη σημασία στον ρόλο του χορού, ο οποίος ήταν στενά συνδεδεμένος με τη δράση των υποκριτών και πολλές φορές έπαιζε τον κύριο ρόλο στο έργο.
Δύο είναι τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπινου γένους, που απασχολούν τον Αισχύλο, ο πόλεμος και το έγκλημα. Ο ήρωάς του εκπροσωπεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και το δράμα του εκτυλίσσεται μέσα στα αυστηρά όρια του πεπρωμένου και πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα των θεών. Οι θεοί, ως ανώτατοι δικαστές, εντοπίζουν την ύβρη και φροντίζουν να αποδώσουν δικαιοσύνη. Οι ήρωες υποφέρουν από αγωνία, φόβο και ψυχική οδύνη, όμως τελικά τους απονέμεται σωφροσύνη, δύναμη, υπερηφάνεια και υπευθυνότητα, και οδηγούνται στην ελευθερία και την τάξη (κάθαρση).
Σοφοκλής (496-406 π.Χ.)
Έγραψε 123 έργα, από τα οποία έχουν σωθεί τα 7. Αναδείχτηκε νικητής περίπου 24 φορές και γι’ αυτό θεωρείται ο πιο πετυχημένος ποιητής. Η ειρωνεία είναι πως το έργο που αναγνωρίζεται στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας ως ένα από τα τελειότερα έργα που γράφτηκαν ποτέ, ο Οιδίπους Τύραννος, δεν ανήκει σ’ αυτά που κέρδισαν το πρώτο βραβείο!
Και ο Σοφοκλής εισήγαγε με τη σειρά του καινοτομίες στη δομή της τραγωδίας. Ήταν αυτός που επινόησε τα ζωγραφισμένα σκηνικά, δίνοντας μεγαλύτερη αίγλη στον σκηνικό διάκοσμο, προσέθεσε τρίτο υποκριτή, αύξησε τους χορευτές από 12 σε 15, οι οποίοι αποκτούν τώρα πιο δευτερεύοντα ρόλο στα δρώμενα και αντιδρούν κάνοντας τα σχόλια που θα έκανε ένας θεατής. Τέλος, αντικατέστησε την ενιαία σε ελεύθερη τριλογία, όπου το κάθε δράμα δεν ήταν συνέχεια του ίδιου μύθου, όπως συνέβαινε με τον Αισχύλο, αλλά αποτελούσε ένα αυτοτελές έργο.
Αντίθετα από τους ήρωες του Αισχύλου που δέχονται αδιαμαρτύρητα το πεπρωμένο τους, οι ήρωες του Σοφοκλή εναντιώνονται σ’ αυτό. Όλα του τα έργα αφορούν στην πάλη που διεξάγει το ιδανικό άτομο ενάντια στο πεπρωμένο του. Έτσι, αυτό που έχει τώρα την ύψιστη σημασία δεν είναι η απονομή δικαιοσύνης από τους θεούς που συμμορφώνουν τους γεμάτους λάθη ανθρώπους, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος και τα ηθικά προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει κάθε φορά. Ο ήρωας ή η ηρωίδα του Σοφοκλή είναι γεμάτοι πάθος και θέληση, και παρόλο που έρχονται αντιμέτωποι με αφόρητες καταστάσεις, καταφέρνουν και παραμένουν ελεύθεροι. Μ’ αυτόν τον τρόπο προκαλείται ο θαυμασμός των θεατών, οι οποίοι επικροτούν την υπέρτατη προσπάθειά τους να υπερβαίνουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ευριπίδης (485-406 π.Χ.)
Ο επίκαιρος, τέλος, λόγω Μήδειας, Ευριπίδης συνέθεσε 92 έργα, από τα οποία έχουν σωθεί τα 19 και οι πηγές αναφέρουν πως βραβεύτηκε μόνο 4 φορές. Αυτή η «αποτυχία» του σε σχέση με τους προηγούμενους δύο τραγωδούς, έχει βρει την εξήγησή της στον νεωτεριστικό και εικονοκλαστικό χαρακτήρα που χαρακτηρίζει το έργο του.
Ο Ευριπίδης είναι αυτός που εισήγαγε στη δομή της τραγωδίας τον πρόλογο, όπου ένας θεός ή κάποιος ήρωας διηγείται εκ των προτέρων την υπόθεση του έργου. Στον τεχνικό τομέα εισήγαγε, μεταξύ άλλων τεχνασμάτων, τον «από μηχανής θεό», ο οποίος εμφανιζόταν στη σκηνή με τη χρήση ενός είδους γερανού, επιτρέποντας στους ήρωες να βγουν από μια δύσκολη κατάσταση. Αδιαφορεί για τον ρόλο του χορού, ο οποίος μοιάζει τώρα να είναι αμέτοχος, εστιάζοντας αποκλειστικά στην πλοκή και τη δράση του έργου.
Το έργο του χαρακτηρίζεται από πολλαπλές αναλύσεις και ηθικά ή φιλοσοφικά μηνύματα, τα οποία παρεμβάλλονται στην πλοκή, διακόπτοντας τη δραματική ψευδαίσθηση του θεατή. Το ενδιαφέρον του στρέφεται, όχι στον ιδανικό άνθρωπο του Σοφοκλή, αλλά στον συνηθισμένο, καθημερινό άνθρωπο, τις σκοτεινές πτυχές της ψυχής του, τις μεγάλες ανησυχίες του και τα πάθη που τον κατέχουν. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό στην τέχνη, μετατρέποντάς την για πρώτη φορά στην ιστορία σε μέσο έκφρασης του ατόμου, γι’ αυτό και τα έργα του Ευριπίδη εξακολουθούν να συγκαταλέγονται στα πιο «σύγχρονα» έργα που μας έχει κληροδοτήσει η αρχαιότητα.
Ιδιαίτερο βάρος έχουν οι συγκινητικές μορφές των τραγικών γυναικών του, οι οποίες, μέσα από το ενδιαφέρον του Ευριπίδη για τον θάνατο και τη βία, προκαλώντας, όπως προειπώθηκε, το έλεος και το φόβο στον θεατή, προβάλλονται με αριστουργηματική λεπτότητα και ευγένεια, χαρακτηριστικά που δεν βρίσκουμε ούτε στον Αισχύλο, ούτε στον Σοφοκλή.
Μήδεια
Ένα από τα ιδανικότερα δείγματα του έργου του που αποθεώνει την καθαυτό έννοια της τραγωδίας, είναι η Μήδεια. Η δράση της εκτυλίσσεται στην Κόρινθο, εκεί όπου οδηγήθηκαν η Μήδεια, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, και ο Ιάσονας, αρχηγός της αργοναυτικής εκστρατείας. Η Μήδεια, τρελή από έρωτα, τον βοηθάει να κλέψει το χρυσόμαλλο δέρας, αφού ο ίδιος της έταξε πως θα την παντρευτεί και θα την πάρει μαζί του στην Ελλάδα.
Έτσι κι έγινε. Όμως, φτάνοντας στην Ιωλκό, διώκονται εκ νέου κι έτσι καταλήγουν στην Κόρινθο, έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει και δύο παιδιά. Στην Κόρινθο, ο Ιάσονας αποφασίζει να δεχτεί για σύζυγό του την κόρη του βασιλιά Κρέοντα, Γλαύκη, προκειμένου να συνδεθούν οι απόγονοί του με αίμα βασιλικό, προκαλώντας το μένος της Μήδειας. Ο βασιλιάς Κρέοντας δίνει ρητή εντολή να φύγει η Μήδεια εξόριστη από την πόλη της Κορίνθου, γιατί γνωρίζει πως είναι μάγισσα και φοβάται τα χειρότερα. Απειλεί την ευημερία και ασφάλεια της οργανωμένης ελληνικής κοινωνίας της πόλης της Κορίνθου και τιμωρείται με εξορία γι’ αυτό.
Η Μήδεια κερδίζει με λεκτικά τεχνάσματα μία μέρα διορία, προκειμένου να βάλει το σχέδιό της σε εφαρμογή. Φτιάχνει νυφικό φόρεμα και στεφάνι ποτισμένα με δηλητήριο, τα οποία στέλνει ως δώρο με τα παιδιά της στη νύφη του άντρα της. Κατόπιν, δολοφονεί τα παιδιά της, αρπάζοντας μ’ αυτό τον τρόπο ό, τι πολυτιμότερο είχε ο Ιάσονας, προκειμένου να εκδικηθεί το κακό που της έγινε. Λίγο πρωτύτερα, έχει συναντήσει τον βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, ο οποίος της προσφέρει καταφύγιο στην πόλη του. Η νύφη, δεχόμενη τα δώρα αποφασίζει να τα φορέσει, κυκλώνεται από μαγική φωτιά και πεθαίνει με φρικτούς πόνους. Το ίδιο παθαίνει και ο πατέρας της, Κρέοντας, που έσπευσε να την αγκαλιάσει. Έχοντας σκοτώσει και τα παιδιά της, η Μήδεια εγκαταλείπει την πόλη με το φτερωτό άρμα του ήλιου, αφήνοντας τον Ιάσονα χωρίς τίποτα, ο οποίος δεν αντέχει τελικά τον πόνο.
Η Μήδεια ερωτεύεται και για χάρη του έρωτά της αποφασίζει να πάει κόντρα στην οικογένειά της βοηθώντας έναν ξένο, αποποιείται τους βασιλικούς της τίτλους, εγκαταλείπει το σπίτι και την οικογένειά της, εγκαταλείπει τη χώρα της, προκειμένου να ακολουθήσει τον Ιάσονα σε μια χώρα που δεν βλέπει με καλό μάτι κάθε τι μη ελληνικό. «Πας μη Έλλην βάρβαρος» έλεγαν και το πίστευαν, και η Μήδεια, αν μη τι άλλο, ήταν βάρβαρη. Έχοντας σώσει τη ζωή του αγαπημένου της από βέβαιο θάνατο, τον παντρεύεται, γεννά τα παιδιά του και τον ακολουθεί στην πατρίδα του. Κι εκεί, εξόριστη και ξένη, χωρίς καμία υποστήριξη από πουθενά, προδίδεται από εκείνον που την είχε ακούσια φέρει σε αυτή την κατάσταση. Το αντικείμενο της αγάπης της στρέφεται σε μιαν άλλη γυναίκα και προσπαθεί να τεκμηριώσει την επιλογή του αυτή, προκειμένου να την πείσει, πως το κάνει… για το καλό της. Πως, αν αποκτήσει βασιλικούς απογόνους με την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου, τότε και τα δικά τους παιδιά θα θεωρούνται βασιλικοί απόγονοι και έλληνες πολίτες.
Η Μήδεια όμως δεν πείθεται. Σφαδάζει από ψυχική οδύνη. Είναι οργισμένη και ασυγκράτητη, είναι μια προδομένη γυναίκα που ο έρωτάς της έχει μετατραπεί σε μίσος, ικανή για κάθε ακραία πράξη. Νιώθει προδομένη από τον ίδιο της τον άντρα. Η αδικία την πνίγει. Και αποφασίζει να απονείμει δικαιοσύνη. Της άρπαξε ό, τι είχε σημασία γι’ αυτήν. Θα έκανε κι εκείνη το ίδιο. Δεν σκότωσε τα δικά της παιδιά. Σκότωσε τα δικά του. Εκείνη ήξερε πως θα άντεχε στον πόνο της απώλειας. Εκείνος όμως, δε θα τον άντεχε. Η παραφροσύνη της είναι απόλυτα ελεγχόμενη, γίνεται αδίστακτη φόνισσα, δείχνοντας μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια προδομένη γυναίκα, μια απατημένη σύζυγος. Η οργή της, αρχέγονη, ασυγκράτητη και θυελλώδης, παρομοιάζεται με τις τυφλές και παράλογες δυνάμεις της μητέρας φύσης. Η Μήδεια είναι άρρηκτα δεμένη με τον παλαιό κόσμο της πρωτόγονης μαγείας, λειτουργεί παρορμητικά, με βάση το ένστικτό της, χωρίς σύνεση ή δεύτερη σκέψη. Γι’ αυτήν, η επερχόμενη καταστροφή είναι μια αναγκαιότητα.
Ο Ευριπίδης γράφει το έργο λίγο πριν ο ελληνικός κόσμος περάσει στον εμφύλιο σπαραγμό του Πελοποννησιακού πολέμου. Είναι μια εποχή που όλες οι παραδοσιακές πολιτισμικές αξίες τείθονται υπό κριτική και αμφισβήτηση, γι’ αυτό και το έργο αντικατοπτρίζει τον κοινωνικό προβληματισμό της εποχής του.
Ηρωίδα του έργου του αυτή τη φορά είναι μια βάρβαρη φαρμακίδα, αντιβαίνοντας στην βασική για τον ελληνικό κόσμο έννοια του ομόαιμου. Επίσης, καταγράφει επί σκηνής όλες τις εσωτερικές συγκρούσεις της ψυχής, πράγμα εντελώς πρωτόγνωρο για τα ως τότε δεδομένα της ελληνικής τραγωδίας. Το σημαντικότερο όμως είναι πως καταπιάνεται με έναν από τους πιο καταξιωμένους μύθους της ελληνικής μυθολογίας, όπως είχε σωθεί στα Αργοναυτικά, και απομυθοποιεί μια από τις κεντρικότερες ηρωικές μορφές, τον Ιάσονα, τον οποίο παρουσιάζει με όλες του τις ανθρώπινες αδυναμίες και λάθη, να καταπατά τον ιερό όρκο του γάμου, αναδεικνύοντας παράλληλα και την τυραννική και αλαζονική φύση του. Τον εμφανίζει καιροσκόπο, υπολογιστή, τα λόγια του μένουν κενά νοήματος και χρησιμοποιεί τη ρητορική του ικανότητα μόνο για να αναπλάσει μια δική του μεροληπτική αλήθεια, ανατρέποντας όλα τα πρότυπα και ιδεώδη των δύο προηγούμενων δραματουργών και της κλασικής ελληνικής κοινωνίας γενικότερα. Απογυμνωμένος από την αίγλη του μυθικού ήρωα, κρίνεται αδύναμος τόσο στο να υπερασπιστεί επαρκώς τον εαυτό του όσο και να προβλέψει το μέγεθος της δίνης του πάθους, που προκαλούν οι πράξεις του στην ψυχή της Μήδειας. Γι’ αυτό και οργίζεται όταν εκείνη δείχνει να μην εκλογικεύεται. Οι άνδρες στον Ευριπίδη φαίνεται να παίζουν πάντα ένα δευτερεύοντα ρόλο. Κινητήρια δύναμη των έργων του είναι οι γυναικείες υπάρξεις, ικανές για κάθε τολμηρή πράξη.
Μέσα από τη σύγκρουση Μήδειας και Ιάσονα, ο Ευριπίδης οδηγείται στην έκφραση της αρχετυπικής αντιπαράθεσης μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, πολιτισμένου και βάρβαρου, υλιστικού και πνευματικού προσανατολισμού (η ετυμολογία του ονόματός της, από το ρήμα μέδομαι, αποδίδει την «σκεπτόμενη γυναίκα»), ορθολογισμού και συναισθήματος.
Ο πολυσύνθετος χαρακτήρας της βάρβαρης μάγισσας από την Κολχίδα, δεν πρέπει να περιοριστεί στον ψυχοδραματικό χαρακτήρα της εσωτερικής της σύγκρουσης. Κυρίαρχη ιδιότητά της είναι εκείνη της φαρμακίδας, τέχνη που διδάχτηκε από την ίδια την Εκάτη. Η Μήδεια, παρόλο που είναι «ξένη» και γυναίκα, διεκδικεί έναν ρόλο ηρωικό, σύμφωνα με τα πρότυπα του ανδρικού ηρωισμού, ρόλος εντελώς αντίθετος με τα πρότυπα της κλασικής Ελλάδας, κυρίως της Αθήνας, που περιόριζε τη γυναίκα αυστηρά στα του οίκου της. Η Μήδεια την βγάζει έξω από το σπίτι και την τοποθετεί στο πεδίο της μάχης. Της χαρίζει πάθος, ρητορική δεινότητα, αίσθημα απονομής δικαιοσύνης όταν αδικείται, αντίσταση στην ταπείνωση και την αδικία. Την βάζει να παίξει παιχνίδια δύναμης. Για κείνη, που είναι ιέρεια της Εκάτης, η αθέτηση του όρκου θεωρείται η ύψιστη ύβρις και αυτό δεν επιδέχεται καμίας ανοχής. Ο επίορκος Ιάσονας πρέπει να πληρώσει για να αποκατασταθεί η κοινωνική αδικία και η έννομη τάξη.
Έτσι, μέσω της Μήδειας, που είναι μια γήινη σύζυγος σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, που όμως αρνείται να υπομείνει τη μοίρα της αδιαμαρτύρητα, ο Ευριπίδης έρχεται να συμμορφώσει μια κοινωνία που συστηματικά υποβάθμιζε τη γυναικεία παρουσία στις κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις και αναδεικνύεται άριστος γνώσης της ανθρώπινης ψυχής, φτάνοντας στα μύχιά της, με τις εντάσεις, τα πάθη, τις αδυναμίες της. Οι ήρωες έχουν κατέβει από το ιδεατό βάθρο της επικής ποίησης στο επίπεδο των απλών ανθρώπων, που κατευθύνονται από τη γυμνή ωμότητα του ενστίκτου, η οποία φτάνει να καθορίσει ακόμη και την ίδια τη μοίρα τους.
Η εισβολή της Μήδειας σε ένα τακτοποιημένο κοινωνικό status quo οδηγεί στην ανατροπή και τη σύγκρουση. Είναι η αλλότρια, η βάρβαρη, η παμφάρμακος ξείνα, η μάγισσα, η βασιλοπούλα, η σύζυγος, η μητέρα, μα πάνω απ’ όλα είναι η Μήδεια, η «σκεπτόμενη γυναίκα», η διανοούμενη ορθολογίστρια που δεν φοβάται να καταδυθεί στα πιο σκοτεινά βάθη της ψυχής της, για να ανασύρει όλο το ωμό και ενστικτώδικο πάθος που με έναν αλλόκοτο, εξωανθρώπινο τρόπο, καταφέρνει να επαναφέρει την ισορροπία και το απόλυτο ζητούμενο από κάθε τραγωδία, την πολυπόθητη κάθαρση…