Το διήγημα του Τόμας Μαν, Θάνατος στη Βενετία δεν είναι καλά-καλά 120 σελίδες. Ο μικρός του όγκος, παρόλα αυτά, δεν ακυρώνει το γεγονός πως αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά κείμενα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η ικανότητα του συγγραφέα να αγγίζει με εξαιρετική προσοχή και δεξιοτεχνία ακόμη και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας και ψυχοσύνθεσης σε ένα θέμα που προκαλεί, η αριστοτεχνική πένα του, με τη συμπυκνωμένη γραφή και τις λεπτεπίλεπτες αναλύσεις, βρίσκουν εδώ τον φυσικό τους χώρο.
Με όχημα τον κεντρικό ήρωα, τον διάσημο συγγραφέα Γκουστάφ φον Άσενμπαχ, ο Μαν ξετυλίγει σε παράλληλη πορεία ένα διπλό ταξίδι. Το απτό, προς μια πόλη που υπόσχεται στον ήρωα, όχι απλά το άγνωστο, αλλά το ασύγκριτο, το «παραμυθένια διαφορετικό» και το άλλο, το υπόγειο, το εσωτερικό ταξίδι από έναν εγκρατή και πειθαρχημένο τρόπο ζωής στα μυστικά μονοπάτια του ανομολόγητου πάθους, της έκστασης, της ολοκληρωτικής παράδοσης σε απύθμενα βάθη ατόφιου και ολοκληρωτικού συναισθήματος.
Η επιθυμία του για το ταξίδι έρχεται σε μια περίοδο δημιουργικού τέλματος. Το έναυσμα αποτελεί ένα αδιάφορο εξωτερικό ερέθισμα, το οποίο όμως αρκεί για να μετατρέψει την επιθυμία σε πάθος και παραίσθηση. Γίνεται σκοπός ζωής για έναν άνθρωπο που τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του είχαν δαμάσει από πολύ νωρίς οποιαδήποτε μορφή παρόρμησης ή ανεμελιάς. Η καταξίωσή του σε κορυφαίο συγγραφέα, ο προσωπικός τίτλος ευγενείας που του απονεμήθηκε ως δώρο στα πεντηκοστά του γενέθλια από έναν γερμανό ηγεμόνα, η αναγνώριση από τον κόσμο που ταυτιζόταν με τους ήρωες των βιβλίων του, όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα αυστηρής πειθαρχίας και ανεξάντλητης αντοχής στις καθημερινές δοκιμασίες, που είχαν ξεκινήσει από την παιδική του ηλικία.
Η ανάγκη φυγής, μακριά από τη στεγνή από φαντασία καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα συναισθήματα που ζητούν εκδίκηση, η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, μπήκαν στη σκιά μιας ιδέας τόσο πλούσιας σε συνέπειες, να ξεχάσει, να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει υπόγειες, σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος, τον οδηγούν στη μελαγχολική Βενετία, μια πόλη που υπόσχεται την ονειρική απομάκρυνση και τη μεταμόρφωση του κόσμου σε κάτι αλλόκοτο, και στην οποία θα μπορούσε να χαθεί στο άχρονο και το άμετρο για όσο χρόνο επιθυμούσε. «Έτσι, είδε πάλι την πιο καταπληκτική προκυμαία, εκείνη την εκθαμβωτική σύνθεση από υπέροχα οικοδομήματα που παράταξε η Δημοκρατία στα γεμάτα δέος και σεβασμό βλέμματα των ναυτικών που πλησίαζαν την πόλη, την ανάλαφρη μεγαλοπρέπεια του Παλατιού και τη Γέφυρα των Στεναγμών, τους κίονες με το λιοντάρι και τον Άγιο στο μόλο, τον παραμυθένιο ναό που πρόβαλε επιδεικτικά τη μία του πλευρά, τη θέα στον Πύργο του Ρολογιού, και σηκώνοντας τα μάτια του, σκέφτηκε πως το να φτάνεις απ’ τη στεριά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας είναι σα να μπαίνεις σ’ ένα παλάτι από την πίσω πόρτα, κι ότι δεν θα’ πρεπε κανείς να έρχεται στην πιο απίθανη απ’ τις πόλεις αλλιώτικα, παρά μόνο όπως αυτός τώρα, απ’ την ανοιχτή θάλασσα.»
Γοητεύεται από την απεραντοσύνη της θάλασσας. «Ήταν βαθιά κρυμμένοι μέσα του οι λόγοι που αγαπούσε τη θάλασσα: ήταν η ανάγκη του καλλιτέχνη που δουλεύει σκληρά να ξεκουραστεί, η μεγάλη του επιθυμία να φύγει απ’ την απαιτητική πολυμορφία των φαινομένων και να κουρνιάσει προστατευμένος μέσα στην αγκαλιά του απλού, του τεράστιου. Ήταν η απαγορευμένη, εντελώς αντίθετη στο καθήκον του, κι ακριβώς γι’ αυτό δελεαστική ροπή στο αδιάρθρωτο, το άμετρο, το αιώνιο, το Τίποτα. Αυτός που προσπαθεί να πετύχει το Εξαιρετικό, λαχταρά να ξεκουραστεί στο Τέλειο. Και δεν είναι άραγε το Τίποτα μια μορφή του Τέλειου;»
Οι εντυπώσεις που εισπράττει πολλαπλασιάζονται σε ένταση μέσα του λόγω της μοναχικής του ψυχοσύνθεσης. Και τα πιο μικρά γεγονότα τον αναστατώνουν. «Ο άνθρωπος που ζει μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή, βιώνει τις εμπειρίες του πιο συγκεχυμένα και ταυτόχρονα πιο έντονα απ’ ότι ο εξωστρεφής, οι σκέψεις του είναι πιο βαριές, πιο παράξενες, και ποτέ δίχως μια απαλή απόχρωση θλίψης. Εικόνες και παραστάσεις που θα παραμερίζονταν επιπόλαια με μια ματιά, ένα γέλιο, ένα ανάλαφρο σχόλιο τον απασχολούν υπερβολικά, βουλιάζουν στη σιωπή, αποκτούν βαρύτητα, γίνονται βίωμα, περιπέτεια και συναίσθημα.»
Το ομιχλώδες τοπίο της λιμνοθάλασσας, η παρατεταμένη ζέστη και υγρασία, η αποπνικτική ατμόσφαιρα με τα στάσιμα νερά των καναλιών και τον πνιγηρό αέρα, λίγο έλειψε να τον γυρίσουν πίσω για λόγους υγείας, αφού ένιωθε δυσφορία, και πιθανώς αυτό να είχε συμβεί, αν μια σύμπτωση δεν τον έφερνε πρόσωπο με πρόσωπο με το Κάλλος και το Ωραίο μορφοποιημένα σ’ έναν δεκατετράχρονο έφηβο, που έτυχε να διαμένει με τις τρεις αδελφές του, τη μητέρα και την γκουβερνάντα του στο ίδιο ξενοδοχείο με κείνον. Από αυτό το σημείο κι ύστερα, ποτέ δεν θα ξαναγινόταν ο ίδιος. «Σύμβολο και καθρέπτης! Τα μάτια του αγκάλιαζαν την ευγενική μορφή εκεί, στην άκρη της γαλάζιας θάλασσας, και πλημμύριζε αγαλλίαση πιστεύοντας πως μ’ αυτή τη ματιά κατανοούσε την ίδια την ουσία του κάλλους, τη φόρμα σαν σκέψη του Θεού, τη μοναδική και ανόθευτη τελειότητα, που ζει μέσα στο πνεύμα κι ένα ανθρώπινο είδωλο κι ομοίωμά της ορθωνόταν εδώ ανάλαφρο, γεμάτο χάρη για να το λατρέψουν. Αυτό ήταν μέθη, και αδίστακτα, σχεδόν άπληστα την καλωσόρισε ο καλλιτέχνης που γερνούσε.»
Ο συντηρητικός μεσήλικας, με τη στάσιμη σαν τα θολά νερά των βενετσιάνικων καναλιών ζωή, τις αστικές αντιλήψεις και τον άμεμπτο ηθικό κώδικα, αφήνεται σταδιακά σε μια ελεύθερη πτώση από την πατρική καλοσύνη και στοργή προς τον νεαρό, στον ακόρεστο θαυμασμό και κατόπιν στον απόλυτο, αδιαφιλονίκητο, ακαταμάχητο Έρωτα, στην πιο ιερή του σημασία. Ήξερε πως μέσα του υπάρχει ο Θεός, αφού αυτός που αγαπάει είναι πιο θεϊκός από κείνον που αγαπιέται, και βίωνε την υπέρτατη ευτυχία του συγγραφέα, αφού η σκέψη του μπορούσε να εκφραστεί σαν συναίσθημα και το συναίσθημα να συγχωνευτεί με τη σκέψη. Ένιωθε μέσα του τη δύναμη να ελέγχει και να κατευθύνει μια σκέψη που έπαλλε από συναίσθημα, κάνοντάς τον να μπορεί να χαίρεται για πρώτη φορά τις μικρές χαρές της ζωής, τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας, το φαγητό, τον ύπνο, τη φύση, τον θαλασσινό αέρα, την ανεμελιά των υπέροχα ομοιόμορφων μερών που περνούσε στη Βενετία. Η ομορφιά είχε αποκαλυφτεί μπροστά στα μάτια του στην πιο θεϊκή της μορφή, μπορούσε να την παρατηρήσει, να τη θαυμάσει και να παραδοθεί στη σαγήνη της ανεμπόδιστα. Ήταν ευτυχισμένος…
Ωστόσο, μια ανεπαίσθητη αλλαγή στην ατμόσφαιρα της πόλης που ολοένα δυνάμωνε άρχισε σταδιακά να θορυβεί τους επισκέπτες της. Ο αέρας ανέδυε μια γλυκερή φαρμακίλα που θύμιζε «φτώχεια και πληγές και ένοχη καθαριότητα.» Οι αρχές κώφευαν εξωραΐζοντας την κατάσταση. Οι μαγαζάτορες και ξενοδόχοι επίσης. Όμως οι φήμες άρχισαν να μιλούν για εμφάνιση θανάσιμης επιδημίας στην πόλη. Το κακό που περίμεναν να’ ρθει από ξηράς μέσω Μόσχας ήρθε από τη θάλασσα. Η μυρωδιά της άρρωστης πόλης και τα θύματα που αυξάνονταν ραγδαία δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας. Την Βενετία έχει χτυπήσει επιδημία ινδικής χολέρας.
Ο Άσενμπαχ, κυριευμένος από το πάθος του για τον έφηβο, αδιαφορεί για τον κίνδυνο και αρνείται να φύγει. Μέσα στο μυαλό του προσπαθεί να γυρίσει αυτό το κακό προς όφελός του. Φαντάζεται τον κόσμο να λιγοστεύει, ώσπου να μείνουν οι δυο τους μέσα σε μια άδεια πόλη που θα μπορούσε να φιλοξενήσει άκριτα την αγάπη τους. «Στο πάθος, όπως και στο έγκλημα, δεν ταιριάζει η άνετη καθημερινότητα με την εξασφαλισμένη τάξη της, και κάθε χαλάρωση της κοινωνικής συγκρότησης, κάθε αναστάτωση και δοκιμασία του κόσμου του είναι ευπρόσδεκτη, γιατί μπορεί αόριστα να ελπίζει πως θα επωφεληθεί απ’ αυτήν. Έτσι, ο Άσενμπαχ ένιωσε μια σκοτεινή ευχαρίστηση για τα γεγονότα στα βρώμικα σοκάκια της Βενετίας που οι αρχές συγκάλυπταν – αυτό το κακόβουλο μυστικό της πόλης που συγχωνευόταν με το πιο βαθύ δικό του μυστικό, και που θα’ δινε τα πάντα για να το διαφυλάξει. Γιατί ο ερωτευμένος δεν ανησυχούσε για τίποτε άλλο, παρά μόνο μη φύγει ο Τάτζιο, και με τρόμο κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει αν γινόταν κάτι τέτοιο.»
Έχει μεθύσει από ένα αχαλίνωτο πάθος που δεν τολμά να εκδηλωθεί, ενώ τα βήματά του τα οδηγεί ο δαίμονας που διασκεδάζει να ποδοπατά τη σύνεση και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Περιτριγυρισμένος από τη σκιά του θανάτου, ζει την ευτυχία μιας όψιμης και βαθιάς μέθης που καμία σχέση δεν έχει με τους φθοροποιούς αγώνες που είχε κάνει ως τώρα προκειμένου να υπερνικήσει τον εαυτό του. Εξουσιαστής του δεν είναι πλέον ο εαυτός του, αλλά ο θεός Έρωτας. Το πάθος του τον έχει παραλύσει και η νηφαλιότητα βρίσκεται ήδη μακριά.
Για τον ίδιο δεν υπάρχει επιστροφή. «Όταν έχει ελευθερωθεί κανείς από τον εαυτό του, δεν απεχθάνεται τίποτε πιο πολύ από το να ξαναγυρίσει πίσω σκλάβος του.» Η άρρωστη πόλη τον έχει αιχμαλωτίσει. Η τέχνη του, η αρετή, το έργο μιας ολόκληρης ζωής δεν έχουν καμία σημασία «μπροστά στα πλεονεκτήματα του χάους» που τον κοιτούν κατάματα. Ο ηθικός νόμος στον οποίο υπάκουε πειθήνια όλη του τη ζωή έχει γίνει συντρίμια. Συνωμοτεί στην προστασία του μυστικού μιας πόλης γεμάτης από υδρατμούς αποσύνθεσης που κρατά φυλαγμένο το δικό του ανομολόγητο μυστικό, και η οποία θα μετατραπεί σε αυλαία της προσωπικής του διαδρομής από την τέχνη στη ζωή κι από κει στο όνειρο, ενόσω η μυρωδιά της φαινόλης συνεχίζει να μπερδεύεται με τα κακά πνεύματα του αέρα που περιφέρονται μέσα στα σκοτεινά και βρώμικα σοκάκια μοιράζοντας κλήρους θανάτου...
Η εξωτική παρόρμηση στην οποία παραδόθηκε άνευ όρων υπερνικά οποιαδήποτε τύψη κι ενοχή, επειδή ο ήρωάς μας δεν είναι ένας απλός άνθρωπος. Είναι ποιητής. «Εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ομορφιάς χωρίς τον Έρωτα σύντροφο κι οδηγό μας. Ναι, ακόμη κι αν, με τον δικό μας τρόπο, είμαστε ήρωες και πειθαρχημένοι πολεμιστές στην τέχνη μας, πάλι είμαστε σαν τις γυναίκες, γιατί ανάταση στην ψυχή μας φέρνει μονάχα το πάθος, και βαθιά μας επιθυμία μένει πάντα η αγάπη – αυτή είναι η απόλαυσή μας και η ντροπή μας. Καταλαβαίνεις μήπως τώρα ότι εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να είμαστε ούτε σοφοί ούτε αξιοπρεπείς; Πως η παραπλάνησή μας είναι μοιραία, πως αναγκαστικά παραμένουμε ακόλαστοι τυχοδιώκτες του συναισθήματος;»
Κι όταν το αντικείμενο του σκοτεινού του πόθου ανταποκρίνεται με ένα φευγαλέο χαμόγελο, η έκσταση είναι πολύ μεγάλη για να την αντέξει. Συγκλονισμένος από τη συγκίνηση και παραδομένος σε μια αγαλλίαση απέραντη σαν το Τίποτα της θάλασσας, ευτυχισμένος και πλήρης, είναι έτοιμος να δεχτεί τον δικό του κλήρο, αυτόν που του φύλαγε η μυστηριακή Βενετία που όρμησε μέσα του βίαια σαν απρόσκλητος επισκέπτης συνθλίβοντας κάθε πνευματική και ηθική αντίσταση, μόνο για να απογειώσει σε ουρανούς δονούμενης συναισθηματικής έκστασης το βασανισμένο είναι του στον επίλογο της μετρημένης του ζωής…
Το διήγημα Θάνατος στη Βενετία γράφτηκε το 1913 και παραμένει μέχρι σήμερα ένα μοναδικό ψυχογράφημα κορυφαίας αρχιτεκτονικής και περιγραφικής διαύγειας και δεξιοτεχνίας, χαρίζοντας το 1929 στον δημιουργό του, Τόμας Μαν, το Νόμπελ λογοτεχνίας.
-.-