20.3.17

Επιτέλους, Ελλάδα

Ήταν ένα από τα λιγοστά σχόλια σε άρθρο ιστοσελίδας που αναφερόταν στην ταινία του Βασίλη Τσικάρα Έξοδος 1826, το ίδιο που μονολόγησα κι εγώ μόλις βγήκα από την αίθουσα του κινηματογράφου Αλκυονίς, όπου προβάλλεται αυτές τις μέρες: 'Επιτέλους, Ελλάδα'.
Σχεδόν δύο μήνες έχουν περάσει από την πρώτη προβολή και η αίθουσα ήταν γεμάτη από κόσμο που ήρθε να τη δει. Καταχειροκροτήθηκε. Επιτέλους, μια ταινία με θέμα ελληνικό, ελληνικότατο, μέσα στη λαίπαπα του ανθελληνικού αέρα που φυσάει στον τόπο εδώ και καιρό. Επιτέλους, ένας δημιουργός που πραγματεύτηκε μια σελίδα από την ελληνική ιστορία, την αδικημένη περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, που θα μπορούσε να μας ξαναδώσει το χαμένο μας ανάστημα. Να μας ξανακάνει περήφανους σε μια εποχή που το να λες ότι είσαι Έλληνας ή πατριώτης, στην καλύτερη περίπτωση θεωρείται ρομαντικό ή γραφικό ή εκτός ρεύματος, και στη χειρότερη, ρετσινιά πολιτικής απόχρωσης που αποπροσανατολίζει και παραπλανεί.
Επιτέλους, μια φωνή ελληνική. Επιτέλους, μια ταινία ελληνική. Επιτέλους, ΕΛΛΑΔΑ. Χωρίς χορηγούς. Χωρίς marketing, χωρίς "ημέτερες" πλάτες, χωρίς παιχνίδια κάτω από το τραπέζι ή συζητήσεις και μαγειρέματα πίσω από κλειστές πόρτες. Πάντα μια χούφτα Έλληνες κάναν τη διαφορά. Πάντα. Από πάντα. Επιτέλους, μια διάφανη ταινία με θέμα ατόφιο ελληνικό. Ηρωικό. Χωρίς βία και αίμα, μολονότι το θέμα ήταν πολεμικό. Χωρίς εφέ και κορδέλες μεταξωτές. Μόνο ουσία. Ουσία και μέτρο. Μέτρο ελληνικό. Επιτέλους, σεμνότητα και σοβαρότητα. Επιτέλους αξίες και δεσμοί πατριωτικοί, οικογένειας, αίματος, αυτοθυσίας, φιλίας, πίστης, ήθους, αναστήματος, λεβεντιάς. Επιτέλους, ΕΛΛΑΔΑ.


Δεν έμεινα σε κανένα επιμέρους στοιχείο της ταινίας. Δεν με άφησε. Ήταν ένα σφιχτοδεμένο σύνολο. Δυο ώρες απόλυτης αρμονίας, αδιαίρετης. Σαν ενορχηστρωμένο μουσικό κομμάτι. Η μουσική υποβλητική. Το ίδιο και το κλέφτικο τραγούδι στο οποίο βασίστηκε η υπόθεση ερμηνευμένο από μια φωνή μοναχική. Όχι σαν το σουξέ που χορεύουμε στα πανηγύρια για να κάνουμε κέφι. Σα μοιρολόι. Οι στίχοι του, τα τελευταία λόγια του καπετάν Μιχάλη, λίγο πριν ξεψυχήσει από το βόλι του εχθρού. Μέσα σε λίγους στίχους το δημοτικό τραγούδι άλλαξε για μένα διάσταση. Έγινε ύμνος. Για όλους αυτούς τους ήρωες της Επανάστασης, που θα μπορούσαν να είναι παραδείγματα προς μίμηση. Που θα μπορούσαν να μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους. Όλες οι μορφές, δωρικές. Χωρίς περιτυλίγματα. Οι γυναίκες, χωρίς εξάρσεις συναισθηματικές, μετρημένες και ατρόμητες. Ακόμα και στο θάνατο. "Στο Μεσολόγγι γυναίκες και άνδρες κάνουν την ίδια δουλειά". Ελληνίδες. Τα παιδιά της Σαμαρίνας, στα όρια της υπέρβασης. Η αυτοθυσία το δάφνινο στεφάνι που καρτερούν. Το σενάριο λιτό, σχεδόν μονολεκτικό. Μια πρόταση που φέρνει δάκρυα. Μια λέξη σε μαύρο φόντο που δε λέει να ξεκολλήσει από το μυαλό δυο μέρες τώρα. Ελευθερία. Σε μαύρο φόντο.
Επιτέλους...


Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα 
παιδιά της Σαμαρίνας 
μωρέ παιδιά καημένα 
παιδιά της Σαμαρίνας 
κι ας είστε λερωμένα. 

Αν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά 
κατά τη Σαμαρίνα 
μωρέ παιδιά καημένα 
κατά τη Σαμαρίνα 
κι ας είστε λερωμένα. 

Τουφέκια μωρέ να μη ρίξετε 
τραγούδια να μη πείτε 
μωρέ παιδιά καημένα 
τραγούδια να μη πείτε 
κι ας είστε λερωμένα. 

Κι αν σας ρωτήσει μωρ’ η μάνα μου 
κι η δόλια η αδερφή μου 
μωρέ παιδιά καημένα 
κι η δόλια η αδερφή μου 
κι ας είστε λερωμένα. 

Μη πείτε πως μωρέ εχάθηκα 
πως είμαι σκοτωμένος 
μωρέ παιδιά καημένα 
πως είμαι σκοτωμένος 
κι ας είστε λερωμένα. 

Πείτε τους μωρέ πως παντρεύτηκα 
τη μαύρη γη πως πήρα 
μωρέ παιδιά καημένα 
τη μαύρη γη πως πήρα 
κι ας είστε λερωμένα.



 (παραδοσιακό)