18.1.16

It 's a Βlue, Βlue Monday


Paul Cézanne, La damme en blue (1904)

Δεν ξέρω αν ο συγκεκριμένος ψυχολόγος έχει δίκιο και πράγματι η σημερινή Δευτέρα είναι η πιο Μπλε Δευτέρα του χρόνου (αγγλιστί Blue Monday, τουτέστιν, μελαγχολική Δευτέρα) ή αν οι εξισώσεις που έφτιαξε με βάση τον άσχημο καιρό του Ιανουαρίου, τα χρέη του Δεκεμβρίου, τα Χριστούγεννα που μόλις πέρασαν και άλλες συνιστώσες που έχει συγκεντρώσει όντως αποδεικνύουν πως η φετινή 18η Ιανουαρίου είναι η χειρότερη μέρα του χρόνου, όπως υποστηρίζει, εγώ πάντως μια χαρά ξύπνησα σήμερα. Και μια χαρά ήμουν και καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας μου, σώμα τε νους και ψυχή σε απόλυτη ευθυγράμμιση! Που θα πει, προς διάψευση του κ. Κ. Άρναλ, πως ήταν μια μέρα χωρίς ψήγμα μελαγχολίας.

Αφού λοιπόν ένεκα της ημέρας η δική μου μελαγχολία έλαμψε δια της απουσίας της, λέω να τιμήσω την σημερινή Μπλε Δευτέρα της χρονιάς μέσα από την μελαγχολία κάποιου άλλου, του Πωλ Σεζάν, ενός αγαπημένου ζωγράφου ο οποίος αγαπούσε την ζωγραφική περισσότερο από κάθε τι άλλο (διάβασα ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τον άνθρωπο πίσω από τον ζωγράφο εδώ.) 

Πιο συγκεκριμένα, μέσα από τον πίνακά του Η κυρία με τα μπλε που κοσμεί την σημερινή ανάρτηση, που δεν είναι άλλη από την κυρία Σεζάν, η οποία όμως, για κακή τύχη του ζωγράφου, δεν αγαπούσε ούτε τον Σεζάν ούτε και τη ζωγραφική.

Μπλε λοιπόν για να ξορκίσω τη μελαγχολία της ημέρας, μπλε για να ξορκίσω και το μάτι, που πολύ μας γυροφέρνει τώρα τελευταία. Να γεμίσει η πλάση από μπλε, να τρομάξει το κακό, να σηκωθεί να φύγει μακριά και να πάει στο πυρ το εξώτερο και ακόμα παραπέρα λέμε, ξου, ξου!!!        

16.1.16

Σάββατο στο σπίτι


~ e.p

Αγαπώ τα Σάββατα που μένω σπίτι. Αγαπώ το σπίτι μου τα Σάββατα. Αγαπώ τα Σάββατα και το σπίτι μου. Αγαπώ να μένω σπίτι τα Σάββατα. Σάββατα=σπίτι. Σπίτι=Love=Σπίτι.
Πάμε πάλι. 

13.1.16

James Joyce - ο 'Καζαντζάκης' της Ιρλανδίας



Σήμερα θα κάνω μία αναδημοσίευση για το σαν σήμερα της ημέρας. Σαν σήμερα, λοιπόν, το 1941 πεθαίνει ο ιρλανδός συγγραφέας Τζέιμς Τζόυς. Αν δηλαδή πεθαίνουν ποτέ λογοτέχνες αυτού του μεγέθους. 

Το διασημότερο βιβλίο του Οδυσσέας, ένας τόμος 816 σελίδων στην ελληνική του έκδοση, περιμένει στωικά εδώ και χρόνια στο ράφι της βιβλιοθήκης μου να διαβαστεί. Είναι από τα έργα καταλύτες της παγκόσμιας λογοτεχνίας που φοβίζουν με το μέγεθος και τη σημασία τους, ζητάει ώριμους αναγνώστες, επαγγελματίες σχεδόν θα μπορούσε να πει κανείς. Απαιτεί να είσαι έτοιμος όταν πάρεις την απόφαση να βουτήξεις στο σύμπαν του, με όλες τις προκλήσεις, επιλογές και διλήμματα που τοποθετούνται επί τάπητος, έτοιμος να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το πιο παράξενο βιβλίο στην ιστορία της λογοτεχνίας, όπως έχει χαρακτηριστεί, αλλά και με τον ίδιο σου τον εαυτό. 

Θα γίνει κι αυτό... ελπίζω.

Το κείμενο που ακολουθεί ανήκει στον Γ.Ι. Μπαμπασάκη. 

******

Η μοίρα των καινοτόμων είναι η περιπέτεια. Όχι μονάχα να ζούνε περιπέτειες αλλά να τις προκαλούν. Αναστατώνουν τα πάντα και τους πάντες γύρω τους, ακόμα κι αν δεν το επιδιώκουν. Αλλάζουν το τοπίο της τέχνης τους. Μεταβάλλουν δραστικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. Συνθέτουν ανήκουστες μελωδίες με τις λέξεις, με τα χρώματα, με τις νότες, ακόμα και με το πώς ανάβουν το τσιγάρο τους ή αγγίζουν την αγαπημένη τους. Είναι αυτοί που ανατρέπουν τους κανόνες του παιχνιδιού και επιβάλλουν αναίμακτα τους δικούς τους. Είναι αυτοί που μετά το πέρασμά τους από τούτον τον πλανήτη τίποτα πια δεν είναι όπως ήταν πριν. Είναι αυτοί που παράγουν νέα κριτήρια. 

Τέτοιος άνθρωπος, τέτοιος καινοτόμος ήταν ο Τζέιμς Τζόυς. Πάντα Ιρλανδός, μα και πάντα εξόριστος. Πάντα Δουβλινέζος και Παριζιάνος, μα και πάντα Ευρωπαίος, παγκόσμιος, πέρα από τα όρια του χώρου και, μέσα από το πολυσχιδές έργο του, πέρα από τα όρια του χρόνου. Ο Τζόυς μπόρεσε να κάνει κέντρο του κόσμου μια μικρή κάμαρα, και τον ίδιο του τον μεγαλοφυή εαυτό. Κι από κει, βραδυφλεγώς, να αναστατώσει το σύμπαν, να κατακρημνίσει συμπαγείς πεποιθήσεις και στέρεες βεβαιότητες. Κάθε του βιβλίο ήταν κάτι πέρα και πάνω από τυπωμένες σελίδες, κάτι πέρα και πάνω από λογοτεχνία: ήταν ανάσα, βρυχηθμός, σπασμός, ουρλιαχτό, ψίθυρος, εξέγερση, μουσική των κορμιών, κλείσιμο αμετάκλητο ενός κύκλου και υπαινιγμός για το άνοιγμα χιλίων άλλων. «Αυτή η ξέφρενη Σύνοψη των πιο δελεαστικών παιχνιδιών, αυτή η Ποιητική τέχνη σε δέκα χιλιάδες μαθήματα, δεν είναι δημιουργία της τέχνης αλλά αυτοψία του πτώματός της», έγραψε εύστοχα και ανησυχητικά κάποιος θεωρητικός για το περιλάλητο Finnegans Wake. Δεν είναι καθόλου λίγο να καταφέρνεις να συμπυκνώσεις όλο το νόημα, όλο το μεγαλείο και όλη την τραγωδία της Μοντέρνας Τέχνης σε ένα μυθιστόρημα! Καθόλου λίγο! 

Το Δουβλίνο είναι πια ο Τζόυς, είναι το «Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόυς», όπως το Παρίσι είναι το Παρίσι του Ζακ Πρεβέρ. Απαθανάτισε την πόλη όπου είδε, τις 2 Φεβρουαρίου του 1882, το πρώτο φως, όπου περιπλανιόταν ατέρμονες ώρες ρουφώντας το παγερό φως πάνω στη θάλασσα, στην άμμο, στα φουσκωμένα κύματα, παίζοντας ακατάπαυστα με τους λεκτικούς αντικατοπτρισμούς που χόρευαν στο μυαλό του από την εφηβεία και σ’ όλη του τη ζωή. Ταλαιπωρημένος από τους Ιησουίτες του Κολεγίου Κλόνγκουζ Γουντ, όπου τον έστειλε ο πατέρας του για να τον προικίσει με την καλύτερη παιδεία, ο Τζόυς θα τους χαρακτηρίσει « ένα τάγμα άκαρδων ανθρώπων που φέρουν το όνομα του Ιησού κατ’ αντίφρασιν», θα αποφασίσει να αμαρτήσει με μια γυναίκα που θα εκστασιαζόταν μαζί του μέσα στην αμαρτία, θα θελήσει να γίνει ένας περιπλανώμενος τροβαδούρος, ένας ανέστιος ποιητής της ζωής, ένας μεθοδικά ανέμελος παρίας. Το κύριο μέλημά του ήταν να δουλεύει ξανά και ξανά τις συλλαβές μέχρι να μοιάσουν με «αναρίθμητα πολύχρωμα πρίσματα». Ο Ερρίκος Ίψεν και, φυσικά, ο Βάρδος, ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, μαζί με το σύνθημα «Μακριά απ’ το να σε λυπούνται» θα γίνουν οι στύλοι για το γαϊτανάκι των περιπετειών του Τζόυς, θα γίνουν οι προσηλώσεις και τα σημεία αναφοράς του. Η πνευματική νάρκη που άπλωναν τα εκκλησιαστικά δόγματα του ήταν απεχθής. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο με σάρκα και οστά, και μετά να τον μετατρέψει σε ένα πολυκύμαντο, βουερό, παλλόμενο έργο τέχνης.

Όπως τόσοι άλλοι λάτρεις των λέξεων και της ζωής, έτσι και ο Τζόυς θα ονειρευτεί το Παρίσι, ναι, κυριολεκτικά, το είδε στον ύπνο του και ήταν «ένα φως μέσα στο δάσος του κόσμου για τους εραστές». Και φυσικά θα πάει στο Παρίσι. Και θα γίνει εκεί ο βαθύτερος εαυτός του. Ο ίδιος του ο μύθος με σάρκα και οστά. Το γαλάζιο θα γίνει το αγαπημένο του χρώμα, θα έχει γι’ αυτόν μαγικές ιδιότητες φυλαχτού. Θα κάνει παρέα με γλεντζέδες φοιτητές, γλεντζές κι ο ίδιος, και θα φωτογραφίζεται μιμούμενος τις πόζες του Αρθούρου Ρεμπώ, σαν άσωτος μποέμ μ’ ένα μακρύ παλτό και αγέρωχο βλέμμα. Είναι ήδη ένας ανυπότακτος, ένας μοναδικός. Στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, ο Τζόυς θα συνοψίσει , με την πάντα συγκλονιστική λιτότητα των ανθρώπων που ξέρουν τι λένε και τι κάνουν, που λένε αυτό που κάνουν και κάνουν αυτό που λένε, το πιστεύω του, το non serviam, το ου δουλεύσω, δεν θα υποταχτώ: «Δεν θα υπηρετήσω κάτι στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε εκκλησία. Θα προσπαθήσω να εκφράσω τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο ζωής ή τέχνης όσο μπορώ πιο ελεύθερα και πιο ολοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνά μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου – σιωπή, εξορία, πονηρία».

Συνεπής στα λόγια του ήρωά του, ο Τζόυς θα ζήσει εκτός πατρίδας, εκτός εκκλησίας, εκτός οικογένειας, και, κατά πολλές έννοιες, εκτός λογοτεχνίας. Θα καταπιεί τόμους ολόκληρους, θα ελιχθεί στο αχανές ορυχείο της μυθιστοριογραφίας και της ποίησης, θαρρείς για να απορρίψει εντέλει τους πάντες και τα πάντα και να γίνει ο ίδιος ένα έργο τέχνης, ελισσόμενος ανάμεσα στα κολοσσιαία αριστουργήματα χωρίς να γίνει υποτακτικός τους, όπως ακριβώς ελισσόταν στα μπαρ όπου ήταν πασίγνωστος, «ένας υπεροπτικός νεαρός», όπως γράφει όμορφα η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «με τριμμένα ρούχα, λαστιχένια παπούτσια και ναυτικό καπέλο, ικανός να ξεγλιστράει και να προσποιείται, να συζητάει για τον Ευκλείδη, τον Ακινάτη και τη Νέλλυ την Πουτάνα και να προειδοποιεί τους εχθρούς του ότι θα τους κουρελιάσει με τους σατιρικούς του στίχους». Είναι καλό να υπενθυμίζουμε ότι, παρ’ όλα όσα λένε, στην  επιστήμη της εξέγερσης η συνείδηση έρχεται πάντα πολύ νωρίς, κι ότι ο Τζόυς από πολύ νεαρός είχε κατασταλάξει σε θέσεις που άλλοι χρειάζονται δεκαετίες για να υιοθετήσουν όταν πια είναι πολύ αργά. Πίστευε, και το έλεγε μεγαλόφωνα, μεθυσμένος από ιρλανδέζικο ουίσκι και σιγουριά, ότι το ταλέντο του θα καίγεται πάντα με την «αρραγή έκσταση μιας ακατέργαστης πολύτιμης πέτρας», ότι η βία και ο πόθος είναι η αναπνοή της λογοτεχνίας, ότι αν κιοτέψεις έστω και μια στιγμή στη ζωή ή στην τέχνη είναι αναπόφευκτη η ολέθρια ολίσθηση στο βδέλυγμα των βδελυγμάτων: στη μετριότητα!

Θα γνωρίσει τη Νόρα Μπάρνακλ, και θα την ερωτευτεί παράφορα, αδιαφορώντας όπως κάθε γνήσιος άντρας αν αξίζει ή όχι τις περιποιήσεις, τις ικεσίες, τις καντάδες, τους καβγάδες, τον πόνο που συνοδεύουν κάθε τρελό έρωτα – καίτοι το «τρελός» όταν μιλάμε για τον Έρωτα είναι ένας φαιδρός πλεονασμός: κάθε έρωτας είναι τρελός ειδεμή πρόκειται για ανώδυνο και άτονο, για άχρωμο και άοσμο προσκοπισμό! Η κρίσιμη συνάντησή τους στις 16 Ιουνίου του 1904, πριν από ακριβώς έναν αιώνα, θα αναχθεί – και ιδού η ακαταμάχητη δύναμη του ερωτευμένου άντρα – όχι μονάχα σε μία από τις πλέον εμβληματικές ημερομηνίες της λογοτεχνίας αλλά και σε παγκόσμια γιορτή: ο Τζόυς την έκανε πρωταγωνίστρια στο αριστούργημά του, τον Οδυσσέα και έκτοτε όλος ο κόσμος ονομάζει «Μπλούμζντεη», «Μέρα του Μπλουμ», τη 16η Ιουνίου, και στο Δουβλίνο συρρέουν κάθε χρόνο πλήθη για να την τιμήσουν! Πρόκειται για μια από τις ευγενέστερες εκδικήσεις της λογοτεχνίας και του έρωτα το να ξεφαντώνει κάθε χρόνο μια πόλη γεμάτη προσκυνητές από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης επειδή ένας συγγραφέας αντάμωσε με την αγαπημένη του!

O πλάνης Τζόυς θα ζήσει στην Τεργέστη, διδάσκοντας και διαβάζοντας, πίνοντας και γράφοντας, όπως έκανε σχεδόν σε όλη του τη ζωή, κι εκεί θα γεννηθεί ο γιος του, ο Τζόρτζιο και η θυγατέρα του, η Λουτσία. Θα συνθέσει τους περίφημους Δουβλιζένους, θα μετακομίσει στη Ρώμη, θα εργαστεί ως τραπεζικός υπάλληλος, θα επιστρέψει στην Τεργέστη, θα δανείζεται διαρκώς, πνιγμένος πάντα στα χρέη, και θα έχει τη φαεινή, πλην παταγωδώς αποτυχημένη ιδέα, να γίνει εισαγωγέας πυροτεχνημάτων και πράκτορας υφασμάτων!



Ενώ θα μένει προσηλωμένος στη Νόρα,  ο ρομαντικός Τζέιμς Τζόυς δεν έμεινε αλώβητος από τα βέλη του έρωτα (ποιος μένει, άλλωστε; Μονάχα οι δειλοί!) Θα ξετρελαθεί με την Γερτρούδη Κέμπφερ, μια νεαρή γιατρό και συνάμα ασθενή – έπασχε από φυματίωση και βαθιά μελαγχολία. Θα παρασυρθεί σε αφροσύνες για τα μάτια αντιλόπης και τη χαρούμενη τραγουδιστή φωνή της Αμαλίας Πόππερ, μιας φοιτήτριάς του. Θα σαγηνευτεί από την αριστοκρατική ομορφιά της Μάρθας Φλάισμαν, θα την βομβαρδίζει με παθιασμένες ερωτικές επιστολές προτού καν μάθει το όνομά της – τις άφηνε ο ίδιος στο διαμέρισμά της και μετά στεκόταν έξω στο δρόμο  και την απολάμβανε την ώρα που εκείνη διάβαζε τις πυρωμένες και απρεπείς ικεσίες του. Η Φλάισμαν θα απαθανατιστεί,  θα γίνει η Ναυσικά του στον Οδυσσέα, υπέρτατη τιμή για μια γυναίκα που διάβαζε άψυχα μυθιστορήματα, που άλλαζε διάθεση ανάλογα με το φεγγάρι, που κύριο μέλημά της ήταν η ενδυματολογία.Κι ανάμεσα στη Νόρα και τους έρωτές του, ανάμεσα στους κανονιοβολισμούς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την καταφυγή του στη Ζυρίχη και στην ουδετερότητα της Ελβετίας,  ο Τζόυς θ’ αρχίσει να συνθέτει τον Οδυσσέα, έχοντας πια την οικονομική υποστήριξη της διορατικής ευεργέτισσάς του, της εύπορης Χάριετ Σω Γουήβερ. Θα τον ολοκληρώσει στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1920 και έμελλε να μείνει άλλα είκοσι χρόνια, έως λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του.

 Αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, κάτι πέραν του μυθιστορήματος, κάτι σχεδόν πέραν της λογοτεχνίας, όπως και ό,τι άλλο θέλησε να συνθέσει ο Τζόυς, είναι συνάμα ιερουργία και βεβήλωση, είναι τραγούδι και ουρλιαχτό, είναι φιλοσοφική πραγματεία και πονεμένες αναμνήσεις, είναι εκ βαθέων εξομολόγηση και πείραμα, οχετός και ψαλμωδία. Στις 2 Φεβρουαρίου του 1922, την ημέρα των τεσσαρακοστών γενεθλίων του, εκδίδεται στο Παρίσι ο Οδυσσέας, από τον εκδοτικό οίκο Shakespeare & Co, της Αμερικανίδας Σύλβια Μπητς. Η έκρηξη έχει συντελεστεί, και η ιστορία της λογοτεχνίας παίρνει άλλη τροπή. Φυσικά, στις πουριτανικές Ηνωμένες Πολιτείες, το βιβλίο απαγορεύεται ως «πορνογράφημα», και θα χρειαστεί να κυλήσουν δύο ολόκληρες δεκαετίες ώσπου ο περίφημος πια δικαστής Γούλζυ με μιαν ακόμα πιο περίφημη αγόρευση αποφασίσει την ανάκληση της απαγόρευσης. Στο ρόλο άριστου λογοτεχνικού κριτικού, ο Γούλζυ θα μιλήσει  για «την οθόνη της συνείδησης με τις διαρκώς μεταλλασσόμενες καλειδοσκοπικές της εντυπώσεις, για πλαστουργημένα παλίμψηστα όχι μόνο της ζωής όπως την παρατηρεί καθένας γύρω του, αλλά και της ζώνης του λυκόφωτος, με τα ιζήματα από προηγούμενες αποτυπώσεις όπου κυριαρχεί το ασυνείδητο».

Στον Οδυσσέα οι λέξεις είναι ζωντανές, συνδυάζονται μαγικά, στροβιλίζονται, πάλλονται, σκιρτούν. Ο Σάμιουελ Μπέκετ επεσήμανε ότι, φέρ’ ειπείν , όταν μιλάει ο Τζόυς για μια χοροεσπερίδα, οι λέξεις δεν περιγράφουν το χορό αλλά χορεύουν οι ίδιες, κι αυτό είναι επίτευγμα του ποιητή, είναι απόλυτος σεβασμός αλλά και απέραντη μουσική ευαισθησία προς την πρώτη ύλη σου, τις λέξεις. Ο ίδιος ο Τζόυς, σε μιαν επιστολή του, χαρακτηρίζει τη γραφή του, το στιλ του, «ένα μουδιασμένο, στουμπωμένο, πατικωμένο, γοργονοειδές, μαρμελαδιαστό, νανουριστικό γράψιμο με κάτι από λιβάνι, μαριολατρεία, αυνανισμό, μύδια βραστά, την παλέτα ενός ζωγράφου, παπαρδέλες, κτλ, κτλ». Καινοτόμος δίχως χιούμορ είναι κάτι σαν εσπρέσο ντεκαφεϊνέ! Αλλά οι κακοήθεις και οι εξουσιαστές δεν έχουν χιούμορ, καθώς φαίνεται. Μετά την έκρηξη που προκάλεσε αυτός ο κυκεώνας των λέξεων, αυτός ο ορυμαγδός των συγκινήσεων, θα αρχίσει και η καταλαλιά: ο Τζόυς θα χαρακτηριστεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, μισάνθρωπος, κοκαϊνομανής, υποχονδριακός κολεγιόπαις που τον τρώνε τα σπυριά του (αυτό από την Βιρτζίνια Γουλφ!), δευτέρας διαλογής (της ιδίας!!!), κόλακας και με το αζημίωτο συνοδός δουκισσών, μπολσεβίκος προπαγανδιστής, κατάσκοπος στην υπηρεσία της Αυστρίας, ενώ κάποιος παράφρων γραφειοκράτης θα πει ότι το κείμενο του Οδυσσέα ήταν ένας κώδικας για να επικοινωνεί ο Τζόυς με τη βρετανική Ιντέλιτζενς Σέρβις! Πολλοί συνάδελφοί του θα επιτεθούν στο στυλ του, θα το καταγγείλουν ως πεποιημένο, εξεζητημένο, αναληθοφανές. Αλλά όπως σημειώνει η Έντνα Ο’ Μπράιεν, «Από το σχεδόν υπό πολιορκία φυλάκιό του, ο Τζόυς είπε ότι η δεν είχε σημασία αν η τεχνική του ήταν αληθοφανής ή όχι, σημασία είχε ότι του χρησίμευσε ως γέφυρα για να περάσουν από κάτω τα δεκαοκτώ επεισόδια του Οδυσσέα. Τα στρατεύματά του είχαν περάσει, και οι αντίπαλοί του μπορούσαν να τινάξουν τη γέφυρα στον αέρα. Δεν τον ένοιαζε πια».

Παγερά αδιάφορος, ο Τζόυς θα προσηλωθεί στη συγγραφή του περιβόητου Finnegans Wake, διακηρύσσοντας σκασμένος στα γέλια ότι καταπιάνεται με ένα έργο που θα κάνει τους φιλολόγους να σπαζοκεφαλιάζουν τους επόμενους δύο αιώνες. Το έργο αυτό, ένα λεκτικό επίτευγμα άνευ προηγουμένου,  το έφτιαξε από το τίποτα εντελώς, με κεραυνούς και αστροπελέκια, δουλεύοντας εξαντλητικά επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, δημιουργώντας μια νέα γλώσσα στο χωνευτήρι του μυαλού του, πλάθοντας έναν κυκεώνα από «λεξισκουπίδια», από «γλωσσομολυβδοπελεκήματα» όπως έλεγε ο ίδιος μια λεκτική ροή των όπως έρχονται λέξεων, και γελώντας βροντερά μες στα άγρια χαράματα, καθώς ήξερε πολύ καλά ότι πετυχαίνει να σπάσει το φράγμα ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, να φέρει στο πεδίο της εγρήγορσης αυτό που άλλοι κάνουν στον ύπνο τους.

Το 1939, θα εκδοθεί το Finnegans Wake, αυτός ο μεγαλειώδης θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ίδιας της ζωής. Την ίδια χρονιά, ο Σάμιουελ Μπέκετ θα τον βοηθήσει να μαζέψει τα χαρτιά και τα μολύβια του, και να εξοριστεί για μιαν ακόμα φορά. Οι ναζί εισέβαλαν στη Γαλλία, το Παρίσι έπεσε, και ο Ιρλανδός βρέθηκε και πάλι στη Ζυρίχη. Ο Τζόυς, σχεδόν τυφλός, με κλονισμένη την υγεία, θα καταρρεύσει στις 13 Ιανουαρίου του 1941, τρεις εβδομάδες πριν κλείσει τα πενήντα εννιά του χρόνια. Στη λιτή κηδεία του, ο τενόρος Μαξ Μιελί τραγούδησε την άρια «Addioterraaddiocielo» του Μοντεβέρντι. Ένα Βρετανός υπουργός είπε ότι η Ιρλανδία θα εκδικείται εις το διηνεκές την Αγγλία γεννώντας μεγαλοφυείς συγγραφείς που παράγουν λογοτεχνικά αριστουργήματα. Πιο μεστή και πιο… τζοϋσική, η Νόρα Τζόυς, μούσα αλλά και θύμα της ασύγκριτης πένας του Τζέιμς Τζόυς, θα του επιφυλάξει τον καλύτερο, και τόσο ζηλευτό, επιτάφιο: «Ο καημένος μου ο Τζιμ», θα γράψει στην αδελφή της, «ήταν σπουδαίος άνθρωπος.» 

10.1.16

Μη με ρωτάτε αν ερωτεύτηκα


Berthe Morisot, Cashe-Cashe (1873)

Κι εγώ που έλεγα πως η ομορφιά ήταν ένα παιχνίδι μάλλον χαμένο, αφού όλα τα όμορφα γονίδια οι γονείς μου τα έδωσαν στην αδελφή μου. Ορίστε, η δημιουργός του κειμένου έρχεται και λέει πως, αν υπάρχει κάτι που δεν χάνεται, τούτο είναι η ελπίς. 
Ή η ψευδαίσθηση της ύπαρξής της. Το ίδιο κάνει.

******

Δεν ομορφαίνεις απαραίτητα μόνο όταν ερωτεύεσαι. Ομορφαίνεις και όταν ηθελημένα χωρίζεις, όταν αποκτάς υψηλότερη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, όταν θέτεις στόχους και τους πετυχαίνεις, όταν συνεχίζεις με ορμή και πάθος να ονειρεύεσαι, ομορφαίνεις. Όταν τα λάθη σου δεν είναι για σένα αποτυχίες μα μαθήματα ζωής!

Ομορφαίνεις όταν κάθε πρωινό σε ξυπνά μια ακαθόριστη εσωτερική μουσική, όταν έχεις αποβάλει κάθε τοξική σκέψη και κάθε τοξικό άνθρωπο από τη ζωή σου, όταν αποφεύγεις όσους δεν έχουν το σθένος να αποδεχθούν την αλήθεια σου, όταν σκέφτεσαι μόνο θετικά και θετικά. Τις στιγμές που μένεις μόνος και φωνάζεις χαμογελώντας: "έχω εμένα!" τότε ομορφαίνεις.

Όταν φυλάς μέσα σου ανθρώπους, πρόσωπα και λέξεις σπουδαίες, ομορφαίνεις. Όταν εκπέμπεις θετική αύρα κι αγάπη από την ύλη σου και συχνάζεις σε τόπους όπου αγαπιέσαι ομορφαίνεις! Όταν χάνεσαι στα μάτια των παιδιών, πολύ ομορφαίνεις!

Ομορφαίνεις όταν περπατάς μέσα στη βροχή δίχως να φοβάσαι μη τυχόν και βρέξεις τα ρούχα σου, όταν με τις ώρες ξαπλώνεις στη γη και δεν σε απασχολεί αν λερωθείς, κοιτώντας τον ουρανό κι ακούγοντας τις ανάσες του ανέμου επάνω στο πράσινο, επάνω στα μαλλιά και στο πρόσωπό σου. Εκείνες τις ώρες που γίνονται πιο στέρεες οι ρίζες σου και ταυτόχρονα πιο ελεύθερα τα φτερά σου, ομορφαίνεις.

Ομορφαίνεις όταν δε βλέπεις τη ζωή ως μια πεζή καθημερινότητα, μα ως Αμαζόνα Ποίηση, τότε ομορφαίνεις!

Γι' αυτό, μη ρωτάτε αν ερωτεύτηκα!
  
******

* Κείμενο της Ν. Χατζηιγνατιάδου (το μόνο που αναφερόταν στην αναδημοσίευσή του στο fb, όποιος βρει το link με ενημερώνει.)

* Ο πίνακας είναι της Berthe Morisot, της "ξεχασμένης ιμπρεσιονίστριας" όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά σε άρθρο της Telegraph, έχει τίτλο Cache-cache (στα αγγλικά hide-and-seek, δλδ κρυφτό) και ζωγραφίστηκε το 1873. Τα μοντέλα είναι η αδελφή της Berthe, Edma, και η κόρη της Edma, Jeanne.

9.1.16

The fault in our stars



"Είμαι μια χειροβομβίδα. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκραγώ και να ρουφήξω 
μαζί μου όποιον βρίσκεται κοντά μου. Αισθάνομαι ευθύνη γι' αυτό.
Έτσι, ελαχιστοποιώ τις επικείμενες απώλειες, όσο μπορώ."

******

Μια τρυφερή ταινία για την σκληρή πλευρά της ζωής. Σε αυτή την πλευρά η υγεία δεν θεωρείται ως κάτι το δεδομένο και η αίσθηση της αθανασίας που χαρακτηρίζει τους υγιείς ανθρώπους είναι μια παγίδα που οι ετοιμοθάνατοι ήρωες έχουν μάθει να αποφεύγουν. 

Το νεαρό ζευγάρι ξέρει την αλήθεια και την έχει αποδεχτεί. Δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου για να επιλέξει κάτι διαφορετικό. Το τέλος είναι κοντά και αυτό, όσο οδυνηρό κι αν είναι για τους ίδιους και τους οικείους τους, κάνει τα πράγματα πιο διαυγή και πιο αληθινά. Δεν υπάρχει χρόνος για υποκρισία, υπεκφυγές και μάσκες. Μόνο στιγμές. Λίγες, ελάχιστες μα τόσο αληθινές. Τόσο, που μέσα τους μπορούν να χωρέσουν μια αιωνιότητα.


7.1.16

Τα όμορφα σπίτια όμορφα γκρεμίζονται


Ώσπου τα σπίτια της Αθήνας γίνανε διάφανα κουτιά κι απόκτησαν αξίες άλλες, 'αντικειμενικές', και αξιολογήσεις...