30.10.11

Αλληγορία των ματαιοτήτων (3)

Had I wings by eve.ps
Had I wings, a photo by Eva Psarrou on Flickr.
"Δεν μπορώ να σε καταλάβω, βρε Παναγιώτη, μα τον σταυρό που σου κάνω.. Η Μίνα σ' αγαπάει και ξέρω ότι την αγαπάς κι εσύ, κάντε μια προσπάθεια ακόμα, βρε αγόρι μου, αμαρτία από τον Θεό να χαλάσετε έτσι το σπίτι σας!" Ήταν η ίδια υποδοχή που του επιφύλασσε κάθε φορά που τον επισκεπτόταν στο γηροκομείο και η συζήτηση γυρνούσε σταθερά στο θέμα της Μίνας και του γάμου τους. Αγαπιόντουσαν τόσο, δεν είχε άδικο ο γέρος του, μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευε ότι ήταν μια χαρά μεταξύ τους, τι είχε πάει στραβά;...
Είχαν γνωριστεί στη Γερμανία, εκείνος γεννημένος εκεί, εκείνη είχε πάει να κάνει το μεταπτυχιακό της στην ψυχολογία. Συναντήθηκαν στο πάρτυ ενός φίλου του, ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον κεραυνοβόλα, παντρεύτηκαν εκεί, χώρισαν εδώ.. Δεν πρόλαβαν καλά καλά να τακτοποιηθούν με το σπίτι τους, με τις δουλειές τους και χώρισαν.. Λες και ο τόπος δεν τους ήθελε... Η αλήθεια είναι βέβαια ότι εκείνη δεν ήθελε τον τόπο, του το είχε πει, άλλωστε, από πριν φύγουν από την Γερμανία. Της άρεσε η ζωή εκεί, ο τρόπος που ήταν όλα ρυθμισμένα ως την τελευταία λεπτομέρεια, της άρεσε αυτό το ελεγχόμενο περιβάλλον που πρόσφερε η ξένη χώρα. Εκείνος όμως πίστευε ότι ήταν ένας κύκλος που είχε έρθει η ώρα του να κλείσει. Δεν θεωρούσε τις ενστάσεις της Μίνας άξιες σοβαρής συζήτησης, εκείνος την είχε ζήσει την ξενιτιά από τα γεννοφάσκια του, κανείς δεν την ήξερε καλύτερα από εκείνον. Ενθουσιασμός ήταν που θα καταλάγιαζε με τον καιρό, ήταν σίγουρος γι' αυτό, και τότε θα έβλεπε πόσο δίκιο είχε που σκεφτόταν να επιστρέψουν.
Για τον ίδιο βέβαια δεν ήταν στην ουσία επιστροφή, αφού επιστροφή προϋπέθετε πως είχε φύγει πρώτα, ενώ εκείνος δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα. Άκουγε που συζητούσαν γι’ αυτήν οι δικοί του, ιστορίες για τον τόπο τους και τους ανθρώπους που είχαν αφήσει πίσω για να τους ζεσταίνουν τις παγωμένες νύχτες του βορρά, έβλεπε το νόστο να τους καίει τα σωθικά, η εμπειρία του ωστόσο από την πατρίδα σταματούσε εκεί. Πόσες φορές δεν άκουγε τη μάνα του να παρακαλάει τον πατέρα του να επιστρέψουν πίσω. ‘Πάρε μας από δω, δεν αντέχω άλλη ξενιτιά, θα πεθάνω... Δεν θέλω να πεθάνω στα ξένα...’ του έλεγε δακρυσμένη στις κουβέντες που έκαναν μόνοι οι δυο τους όταν νόμιζαν ότι εκείνος είχε αποκοιμηθεί με μια φωνή που λυγούσε και σίδερα. "Αγάντα γυναίκα" ήταν η σταθερή απάντηση που εισέπρατε από τον κυρ-Γιάννη, "αγάντα να ξεμπερδέψουμε πρώτα." Και έκανε ‘αγάντα’ η Ειρήνη και έσφιγγε τα δόντια μήνες, χρόνια, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε η καρδιά από το ‘αγάντα’ και πέθανε στα ξένα. Από εκείνη τη στιγμή η ψυχολογία του Παναγιώτη άλλαξε. Δεν έβρισκε πλέον κανένα ενδιαφέρον στη δουλειά του, οι γερμανοί φίλοι του του φαίνονταν αδιάφοροι, δεν τον χωρούσε το σπίτι του. Το ανέφερε στη Μίνα, όμως εκείνη δεν ήθελε ούτε να ακούσει για επιστροφή, με το που τελείωσε ήρθαν αμέσως κάποιες δελεαστικότατες επαγγελματικές προτάσεις, η μία δίπλα σχεδόν στο σπίτι τους, στο αντικείμενό της, τα λεφτά ήταν πολύ καλά, ο Παναγιώτης όμως δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό της γυναίκας του, το σαράκι του είχε ήδη ρημάξει τα σωθικά.
"Τώρα που όλοι κοιτάζουν να φύγουν από εκεί, εμείς θα επιστρέψουμε; Σύνελθε, αγάπη μου, εδώ είναι το μέλλον μας, δεν μπορείς να το δεις;" εκλιπαρούσε η Μίνα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να του αλλάξει τα μυαλά. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να το δει. Παρόλο που οι προοπτικές δεν ζωγραφίζονταν ευοίωνες αφού θα ξεκινούσε από το μηδέν σε έναν τόπο που μόνο ακουστά τον είχε, είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Κι έτσι, μια ωραία πρωία, τα μαζέψανε και φύγανε. Και η Μίνα.. τον ακολούθησε χωρίς να πει τίποτα.
Δεν ξανασυζήτησαν για το θέμα, δεν το θεώρησε απαραίτητο αφού το ζήτημα είχε λυθεί. Βρίσκονταν όλοι πίσω στην Αθήνα, ο διάδοχος ήταν ήδη στα σχαριά -είχε φροντίσει άμεσα γι' αυτό, ο καιρός περνούσε κι εκείνος δεν γινόταν νεώτερος- και δεν θα μπορούσε να είναι πιο ενθουσιασμένος για το νέο ξεκίνημα της ζωής τους στην Ελλάδα, τον τόπο του πατέρα και της μάνας του και από εδώ και στο εξής, και δικό του και της οικογένειάς του..

26.10.11

Αλληγορία των ματαιοτήτων (2)

Death river by eve.ps
Death river, a photo by Eva Psarrou on Flickr.
Μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι είχε γίνει μούσκεμα από τη νεροποντή που τον βρήκε στο δρόμο, δυο-τρεις φορές γλύτωσε παρά τρίχα το τρακάρισμα. Το μόνο καλό με τη βροχή ήταν πως έκανε τα αδέσποτα να λουφάξουν κι έτσι θα είχε λίγη ησυχία πριν ξαναφύγει το απόγευμα. Από κηδεία σε γάμο.. ωραία... Μετά από έναν χρόνο χωρισμένοι, ήρθε μια κηδεία για να πουν δυο κουβέντες. Και αυτές γεμάτες κυνισμό και πικρία.. Έβγαλε τα παπούτσια, τα έβαψε για να είναι έτοιμα και τα τοποθέτησε κάτω από το παντελόνι δίπλα στην καρέκλα. Δεν έφταιγε εκείνος που είχαν φτάσει ως εκεί. Σίγουρα έφταιγε, όμως δεν έφταιγε. Δεν είχε χαλάσει εκείνος το σπίτι τους. Δεν ξενοπερπατούσε, δεν έβγαινε με τις παρέες του, δούλευε. Δούλευε μέρα-νύχτα για να μην τους λείψει τίποτα, και το ευχαριστώ ήταν να τον πετάξει έξω από το σπίτι. Τι άλλο ήθελε, επιτέλους; Γιατί δεν μπορούσε να είναι ευχαριστημένη; Τι της έλειπε;
Η ώρα ήταν περασμένη. Πεινούσε. Παρήγγειλε δυο σουβλάκια και μια μπύρα από το σουβλατζίδικο της γειτονιάς. Δεν είχε φύγει στ' αλήθεια, του ήταν αδύνατο να απομακρυνθεί από το σπίτι του και έψαχνε από την πρώτη στιγμή να βρει ένα διαμέρισμα κάπου εκεί κοντά, ας ήταν και μια τρύπα δεν τον ένοιαζε, αρκεί να μπορούσε να βλέπει τον μικρό να πηγαίνει στο σχολείο. Τι καλά που θα ήταν να περνούσε κάθε μέρα μπροστά από το σπίτι του, να τον βλέπει πίσω από τις γρύλιες του παραθύρου του, τέλεια θα ήταν... Και η τύχη του χαμογέλασε. Με το που είδε το τοιχοκολλημένο ενοικιαστήριο πήρε τηλέφωνο και το έκλεισε κατευθείαν, χωρίς καν να το ελέγξει. Ό,τι και να' ταν, ήταν αυτό που ήθελε, στη θέση που το ήθελε.
Ζούσε μέσα σε ένα σκοτεινό και άδειο διαμέρισμα, μόνα έπιπλα ένα τραπέζι, μια καρέκλα και ένα στρώμα στο πάτωμα. Δεν πήρε τίποτα από το σπίτι, πέρα από μερικά ρούχα του, της τα είχε αφήσει όλα. Άναψε ένα τσιγάρο, έβαλε ένα ποτό, σήκωσε το ποτήρι ψηλά.. 'στην υγειά της αχάριστης' μονολόγησε και το κατέβασε μονορούφι..
Σε κάποιο επαγγελματικό του ραντεβού έτυχε να περνάει έξω από ένα κατάστημα εξοπλισμού camping. Η βιτρίνα ήταν γεμάτη από χίλια δυο εξαρτήματα, πολλά από τα οποία ούτε και ήξερε πού χρησίμευαν. Του τράβηξε την προσοχή ένα ζευγάρι κυάλια. Μπήκε και τα αγόρασε. Και από τότε άρχισε να στήνεται καθημερινά στο παράθυρο του σαλονιού και να παρακολουθεί τη γειτονιά περιμένοντας την ώρα που θα εμφανιζόταν ο γιος του. Είχε πάει μία και, ό,που να'ταν θα εμφανιζόταν... Νά' τος! Επέστρεφε παρέα με τους φίλους του. Η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Το μουτράκι του ήταν καταϊδρωμένο, σίγουρα θα έπαιζε μπάλα με την ομάδα του σχολείου του.. Το μαναράκι του... Κάθε φορά που το έβλεπε του φαινόταν και πιο ψηλός, πιο όμορφος... Τι του έκανε; Τι του είχε κάνει;... Τον παρατηρούσε έτοιμος να κλάψει με τα κυάλια, είχε ψηλώσει. Την είχε κατηγορήσει πως είχε βρει άλλον, ότι γι' αυτό το είχε διαλύει. Έναν χρόνο όμως τώρα που παρακολουθούσε την κίνηση του σπιτιού του με τα κυάλια, άντρας δεν είχε πατήσει στο σπίτι. Τον ακολούθησε με το βλέμμα ώσπου χάθηκε πίσω από την πόρτα του σπιτιού. Άφησε τα κυάλια στο περβάζι του παραθύρου και έπιασε να ντυθεί όπως-όπως, πώς πέρασε έτσι η ώρα, είδηση δεν πήρε. Η βροχή είχε σταματήσει και ένας ήλιος λαμπερός εμφανίστηκε πίσω από τα μολυβιά σύννεφα. Ούτε και σήμερα φάνηκε κανείς.. Είχε αργήσει.

24.10.11

Αλληγορία των ματαιοτήτων (1)

Steenwyck Harmen, Allegory of vanities, 1612-1656
Ο καιρός ήταν μουντός, είχε μπει από νωρίς το φθινόπωρο εκείνη τη χρονιά. Όλα ήταν βρεγμένα από τη νεροποντή της προηγούμενης νύχτας. Την άκουγε τη βροχή στον ύπνο του, αλλά τώρα διαπίστωνε ότι δεν ήταν όνειρο.  Είχε ξυπνήσει μέσα στα νεύρα από το αλύχτισμα των αδέσποτων που είχαν κάνει κατάληψη στη γειτονιά εδώ και μήνες, ευχόμενος να βρισκόταν κάποτε ένας χριστιανός να τα ξεπαστρέψει. Και τώρα που επιτέλους είχαν ησυχάσει, εκείνος έπρεπε να σηκωθεί. Άσχημα ξεκινούσε η μέρα του, κάτι που προμήνυε ότι θα συνεχιζόταν με τον ίδιο τρόπο, την έβλεπε τη δουλειά. Άνοιξε εκνευρισμένος τη ντουλάπα, έβγαλε το μοναδικό σκουρόχρωμο κοστούμι, έψαξε για κανένα σιδερωμένο πουκάμισο, πού στο διάβολο εξαφανίζονταν όλα όποτε τα χρειαζόταν; Γεμάτος δυσφορία φόρεσε το πρώτο που βρήκε και βγήκε στον δρόμο. Βρίζοντας για τις λάσπες που λέρωσαν τα παπούτσια του και για την ανικανότητα του δημάρχου να φτιάξει επιτέλους τον δρόμο έξω από το σπίτι του τόσον καιρό μετά τα έργα αποχέτευσης, μπήκε όλος τσαντίλα στο αυτοκίνητο.
Στο νεκροταφείο έφτασε καθυστερημένα. Το φέρετρο βρισκόταν ήδη στη θέση του κάτω από τη φρεσκοσκαμμένη λάσπη όταν έφτασε. Ανάμεσα στους λιγοστούς παρευρισκόμενους είδε την γυναίκα του. Προτίμησε να κρατήσει απόσταση. Κάποια στιγμή κοιταχτήκανε. 'Τι να κάνω;' της έκανε νόημα, όμως εκείνη γύρισε αλλού το βλέμμα ανέκφραστη. Δεν έφταιγε εκείνος που είχε αργήσει, τι ήθελε επιτέλους! Είχε ανασηκώσει τους ώμους συρρικνώνοντας τον σβέρκο του μέσα στην λασπωμένη καπαρντίνα σε μια απολογητική κίνηση, ήταν φανερό όμως ότι δεν έφτανε για να συγχωρεθεί από την πρώην. Δεν του έκανε εντύπωση, ποτέ δεν της έφτανε τίποτα, εκείνη η αλάθητη και εκείνος πάντα ο σκάρτος. Σήμερα ωστόσο ήταν αποφασισμένος να μη δώσει συνέχεια, εξάλλου τη μάνα της έθαβε, δικαιολογούνταν να είναι αναστατωμένη κι ας μην το έδειχνε. Ήταν σίγουρος ότι θα του το συγχωρούσε μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα, όπως του τα συγχωρούσε πάντα κι ας μην το είχε παραδεχτεί ποτέ.
"Έχεις θράσος, αυτό μπορώ να σου το αναγνωρίσω" ήταν η πρώτη φράση που άκουσε με το που βρέθηκαν μόνοι.
"Είχα δουλειά, δεν μπορούσα να φύγω νωρίτερα. Ήρθα, δεν ήρθα;"
Την απάντηση την έδωσε και πάλι το βλέμμα της. Μετά από τόσον καιρό χώρια, εξακολουθούσε να κόβει σαν λεπίδι. Ένιωσε άβολα για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, δεν είχε και άδικο.. Ίσως να ήταν και οι τύψεις για τον τρόπο που της είχε φερθεί που τον έκανε να μην πυροδοτήσει τον καβγά.. Δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, αν και μπορούσε, ήταν καλός σ' αυτό. Πρόσεξε ότι φορούσε το αγαπημένο του μαύρο ταγέρ, αυτό που είχαν αγοράσει μαζί στο ταξίδι τους στην Πράγα. Είχαν περάσει όμορφα τότε, λες κι ήταν σε άλλη ζωή.. Ήταν διακριτικό το μακιγιάζ της, τα μαλλιά της επιμελώς μαζεμένα σε σινιόν. Ήταν όμορφη... Ένας κόμπος του έσφιξε το στομάχι. Η αλήθεια ήταν πως ήταν κάθαρμα τις περισσότερες φορές, ήξερε όμως, είχε προπονηθεί καλά πάνω στο πώς να τα διώχνει μακρυά τέτοια άβολα συναισθήματα.. πώς να διώχνει τα συναισθήματα γενικώς, θα ήταν το πιο σωστό να πει.
"Φρόντισε μεθαύριο να είσαι στην ώρα σου, μπορείς να το κάνεις;"
"Μπορώ.."
"Ωραία. Και βάλε κάτι σιδερωμένο αυτή τη φορά."
Γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσει. Την παρακολουθούσε σιωπηλός που απομακρυνόταν. Εκείνος μέσα στις λάσπες, εκείνη αψεγάδιαστη, σαν κούκλα από πορσελάνη.. Ακόμα περπατούσε με την ίδια χάρη.. πόσο αγαπούσε αυτό το λίκνισμα.. Έβγαλε από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα, άναψε ένα.
"Ντροπή! Σεβαστείτε την ιερότητα του χώρου, παρακαλώ, σβήστε το!" Ήταν ο παπάς. Το έσβησε χωρίς να μιλήσει. Εξάλλου, ήταν εκείνος που πριν από λίγα λεπτά του είχε θάψει την πεθερά, του χρωστούσε αυτή τη χάρη.

9.10.11

Τα χρόνια της αθωότητας

Age of innocence by eve.ps
Age of innocence, a photo by eve.ps on Flickr.

Γεννημένη το 1862, η Edith Wharton είναι μία από τις πιο σημαντικές αμερικανίδες συγγραφείς των αρχών του 20ου αιώνα. Με το διάσημο φλεγματώδες της ύφος εξετάζει κριτικά τις αξίες της υψηλής κοινωνίας (στην οποία ανήκε και η ίδια) και της επικρατούσας ηθικής φωτίζοντας με την πένα της όλους τους συμβιβασμούς και υποκρισία τους.

Τις θέσεις της τις υποστήριξε και έμπρακτα, αφού έγινε η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το βραβείο Pulitzer για τη νουβέλα της 'Τα χρόνια της αθωότητας' το 1920, σπάζοντας με το προσωπικό της παράδειγμα τα ηθικά δεσμά της εποχής.

Ακολούθησαν πολλές βραβεύσεις ακόμα, ενώ τα περισσότερα έργα της έγιναν best-sellers. Το 1923 τιμήθηκε με το Honorary Doctorate of Letters του Πανεπιστημίου Yale και το 1930 εκλέχθηκε στην Αμερικανική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε επτά χρόνια αργότερα σε ηλικία 75 χρονών.


6.10.11

Μη μου τους κύκλους τάραττε...

Για ποια τέχνη, για ποιον πολιτισμό να μιλήσω.. μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα βουλιάζουμε ολοένα και περισσότερο, η μικρή Δανία του νότου που μας υποσχέθηκαν έγινε και επίσημα Ινδία, δια στόματος πρωθυπουργού... Κανένας δεν αγαπάει αυτό τον τόπο πια; Γιατί τέτοιο ξεπούλημα;  Έλληνες είμαστε να πάρει η ευχή, έχει κανείς τους ιδέα τι σημαίνει αυτό; Μας έχουν καταντήσει επαίτες της Ευρώπης κι εμείς αγρόν αγοράζουμε. Ακόμα και τώρα που πέφτουμε σε ελεύθερη πτώση, συνεχίζονται οι προσλήψεις χρωματισμένων παιδιών (25.000 μόνο επί θητείας του νυν πρωθυπουργού), συνεχίζονται τα ρουσφέτια, η χορήγηση κονδυλίων σε οργανισμούς για το ζευγάρωμα των ιππόκαμπων!.. ως πότε; Μέχρι πότε; Πώς προχωράμε έτσι, χωρίς όραμα, στα τυφλά, πώς; Πού είναι οι ηγέτες; Πού έχουν κρυφτεί; Γιατί δεν φανερώνονται τώρα που ο τόπος τους χρειάζεται; Η Ελλάδα μας, έτσι όπως την ξέραμε, εξαφανίζεται, κάποιοι έχουν φροντίσει γι' αυτό. Αυτοί που έχουν αναλάβει τα ηνία του τόπου μας, θα τους αφήσουν όλους αυτούς τους επιτήδειους "πολιτισμένους" να μας καταπιούν; Έτσι, αμαχητί; Αυτοί είμαστε λοιπόν;

Όταν η ίδια κατάσταση επικράτησε και στην περιβόητη περίοδο του πρώτου "επτωχεύσαμεν", μιας και η ιστορία κύκλους κάνει, ήρθαν οι σύμμαχοι και είπαν: αν θέλετε να σωθείτε και να ξανακερδίσετε τις αλύτρωτες πατρίδες σας και να ξαναστήσετε την πατρίδα σας, θα κάνετε όλοι στην άκρη, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο και θα αφήσετε την τύχη του τόπου στα χέρια του ενός, κιχ δεν θα βγάλετε. Και πήγαν και τον έφεραν από την Κρήτη και τον βάλαν στο τιμόνι, κάνοντας όλοι στην άκρη. Δεν ξέρω τι πρωθυπουργός ήταν ο Βενιζέλος, με ποια παράταξη συνέπνεε, ποιους υποστήριζε, αν ήταν φιλοδυτικός ή φιλοανατολικός, δεν με ενδιαφέρει. Αυτό που ξέρω είναι ότι μέσα σε δέκα χρόνια έβαλε την Ελλάδα σε πέντε πολέμους. Και από εκεί που η Ελλάδα ήταν εξαφανισμένη από τον χάρτη, την διπλασίασε και την ξανάφερε στα ίσα της. Χάρη στο όραμα ενός και μόνο ανθρώπου, σε μία δεκαετία η Ελλάδα ξαναμπήκε στον χάρτη και ξανακέρδισε τα χαμένα της και ακόμα παραπάνω. Δεν υπάρχει 'δεν μπορώ' επομένως. Κάποιος είχε τσαγανό, για να μην το πω αλλιώς και θεωρηθώ μη κόσμια και το έκανε να γίνει, πήρε τα ηνία, δεν μοιρολάτρησε, δεν τα έριξε στους άλλους. Έδωσε λύσεις. Και έφερε αποτέλεσμα. Δέκα χρόνια πολέμου όμως ήταν πολλά, ο κόσμος άρχισε να διαμαρτύρεται, δεν άντεχε άλλο, ήθελε να ξαναγυρίσει σε ρυθμούς καθημερινότητας. Και έκανε το ολέθριο λάθος και κάλεσε δημοψήφισμα, το ίδιο που πάνε να κάνουν και τώρα. Και ο κόσμος που δεν ήθελε άλλο πόλεμο, που ήθελε να γυρίσει επιτέλους στο σπίτι του, να ξανακαλλιεργήσει το χωράφι του κι αυτός ο καημός του τον εμπόδιζε να δει τη μεγάλη εικόνα, δεν τον ξαναψήφισε ούτε καν ως βουλευτή και βγήκαν οι άλλοι, οι πολιτικοί αντίπαλοι. Οι σύμμαχοι όμως δεν αναγνώριζαν τους καινούργιους, δεν είχαν συμφωνήσει τίποτα μαζί τους. Αυτοί ήξεραν τον έναν που τώρα δεν τον ήθελε κανείς και αυτόν είχαν συμφωνήσει ότι θα υποστηρίξουν, με το αζημείωτο βέβαια, πάντα με το αζημείωτο. Και μας γύρισαν την πλάτη, αφήνοντάς μας στην τύχη μας, αφού εμείς ξέραμε καλύτερα, όπως πάντα ξέρουμε καλύτερα εμείς, σωστά;... Και ήρθε η καταστροφή της Σμύρνης, ο "συνωστισμός στο λιμάνι" όπως γράφουν τα βιβλία ιστορίας των παιδιών μας, και ό,τι κερδήθηκε με αγώνα, πολέμους και αίμα, ξαναχάθηκε εν μία νυκτί. Και από εκεί που η Ελλάδα είχε αναστηθεί από τις στάχτες της και είχε γίνει κυρίαρχη δύναμη, του εαυτού της πρώτα, ώστε τα χωράφια που θα όργωναν οι παραπονεμένοι και οι κουρασμένοι από τους πολέμους, να ήταν τα δικά τους χωράφια, όχι αλλονών, άρχισε να συρρικνώνεται ξανά από την αρχή και να μιζεριάζει και να φτάσει σήμερα να έχει απομείνει μια κουκίδα που τρεμοπαίζει, έτοιμη να εξαφανιστεί και αυτή... Τότε, δεν ξέρανε. Σήμερα που ξέρουμε, ακόμα να μάθουμε το βασικότερο όλων, ότι η ιστορία κύκλους κάνει...

3.10.11

Omnia vanitas

Omnia vanitas by eve.ps
Omnia vanitas, a photo by Eva Psarrou on Flickr.

VANITAS VANITATUM OMNIA VANITAS

by: Anne Bronte (1820-1849)

In all we do, and hear, and see,
Is restless Toil and Vanity.
While yet the rolling earth abides,
Men come and go like ocean tides;

And ere one generation dies,
Another in its place shall rise;
That, sinking soon into the grave,
Others succeed, like wave on wave;

And as they rise, they pass away.
The sun arises every day,
And hastening onward to the West,
He nightly sinks, but not to rest:

Returning to the eastern skies,
Again to light us, he must rise.
And still the restless wind comes forth,
Now blowing keenly from the North;

Now from the South, the East, the West,
For ever changing, ne'er at rest.
The fountains, gushing from the hills,
Supply the ever-running rills;

The thirsty rivers drink their store,
And bear it rolling to the shore,
But still the ocean craves for more.
'Tis endless labour everywhere!
Sound cannot satisfy the ear,

Light cannot fill the craving eye,
Nor riches half our wants supply,
Pleasure but doubles future pain,
And joy brings sorrow in her train;

Laughter is mad, and reckless mirth--
What does she in this weary earth?
Should Wealth, or Fame, our Life employ,
Death comes, our labour to destroy;

To snatch the untasted cup away,
For which we toiled so many a day.
What, then, remains for wretched man?
To use life's comforts while he can,

Enjoy the blessings Heaven bestows,
Assist his friends, forgive his foes;
Trust God, and keep His statutes still,
Upright and firm, through good and ill;

Thankful for all that God has given,
Fixing his firmest hopes on Heaven;
Knowing that earthly joys decay,
But hoping through the darkest day.


***




Γεννημένη το Γενάρη του 1820 η Anne Bronte ήταν το νεώτερο μέλος της οικογένειας Bronte. Τα περισσότερα ποιήματά της τα έγραψε σε συνεργασία με τις δυο – επίσης λογοτέχνιδες – αδελφές της, Emily (Ανεμοδαρμένα Ύψη) και Charlote (Τζέιν Έϋρ). Πέθανε μόλις 29 χρονών από φυματίωση. Στο σύντομο της ζωής της έγραψε ποιήματα και νουβέλες με έκδηλη την επίδραση του ρεαλισμού, σε αντίθεση με τον άκρατο ρομαντισμό των αδελφών της. Αυτό, σε συνδυασμό με τους προβληματισμούς της πάνω σε ζητήματα θρησκείας, αλλά και την εκλεπτυσμένη ειρωνική της ματιά, στάθηκαν σημεία διαμάχης με τις δύο αδελφές της. Το έργο της θα είχε ίσως καλύτερη τύχη αν δεν εμποδιζόταν η επανέκδοσή τους από την αδελφή της Charlote. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την υστεροφημία των δύο διάσημων αδελφών της.


***