30.12.11

Γράμμα στον Άγιο Βασίλη

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,

ύστερα από 42 χρόνια αποφάσισα να σου γράψω κι εγώ ένα γράμμα, μέρες που είναι. Πρώτα απ' όλα, θα ήθελα να σου υπενθυμίσω πόσο καλό κορίτσι ήμουν όλα αυτά τα χρόνια, ήσυχη, ευγενική, συνεπής στις υποχρεώσεις μου, με το χαμόγελο σταθερά διαθέσιμο για όποιον το είχε ανάγκη και με διάθεση αλληλεγγύης και προσφοράς προς τους συνανθρώπους μου. Θέλω να πιστεύω πως υπήρξα καλή σύζυγος και μητέρα, ίσως όχι τόσο καλή κόρη όσο θα μπορούσα, σίγουρα όχι τόσο καλή αδελφή.. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, μπορώ να πω με ότι, ναι, ήμουνα εκεί. Για τους πάντες. Απόψε σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σου ζητήσω με τη σειρά μου να ακούσεις μερικά από τα δικά μου θέλω.

Θέλω για αρχή να πάρεις από πάνω μου την κατάρα του 'καλού κοριτσιού'. Δώσε την κάπου αλλού, εγώ χόρτασα. Θέλω επίσης να μου φτιάξεις μια πανοπλία που θα με κάνει άτρωτη στην αχαριστία, την υποκρισία, την αναισθησία, το ψέμα. Θα χτυπούν επάνω της όλες οι πληγές του κόσμου και θα σωριάζονται σαν κουνούπια στο έδαφος. Θέλω επίσης να μου χτίσεις έναν εγωισμό τόσο τεράστιο που να γκρεμίζει τείχη στο πέρασμά του, ωσάν ολυμπιονίκης αλλοτινών εποχών. Να με μάθεις να με ενδιαφέρει μόνο τι θα γίνει στο επόμενο επεισόδιο αυτού του τούρκικου σίριαλ που έχει καθηλώσει όλη την Ελλάδα και ποιον μπρατσαρά σούπερ γκόμενο φιλοξένησε αυτό τον μήνα στο κρεβάτι της η τάδε τηλεπαρουσιάστρια και όλες οι καλλίγραμμες γλάστρες των τηλεοπτικών καναλιών, να γνωρίζω κάθε επιταγή της μόδας, όλα τα trendy νυχτερινά κλαμπάκια της πόλης, να ξέρω ποιος χώρισε με ποια και ποια κοιμήθηκε με ποιον, προκειμένου να είμαι μέσα στα πράγματα και in.
Αυτά θέλω να με απασχολούν από εδώ και πέρα, η μασημένη τροφή και τα νια-νια, που δεν απαιτούν φαιά ουσία για να τα αφομοιώσεις, που δεν ζητούν ευθύνες και απολογισμούς και που βάζουν κρίση και κριτική στα αζήτητα, μέχρι που να γίνουν ατροφικά και να εξαφανιστούν από μόνα τους και να μην ενοχλούν πλέον τύψεις και συνειδήσεις. Με δυο λόγια, θέλω να με κάνεις ίδια με όλους τους 'πέρα βρέχει' αυτού του κόσμου... Έλα όμως που μου αρέσει η βροχή και ΘΕΛΩ να είμαι εκεί όταν βρέχει.. και με αυτό το τελευταίο 'θέλω' θαρρώ πως ακύρωσα και επισήμως όλα τα προηγούμενα 'θέλω' που γράφτηκαν σε αυτό το γράμμα..

Τελευταία ανάρτηση του χρόνου

Καλή Πρωτοχρονιά

22.12.11

Καλές Γιορτές!

Merry Christmas by Eva Psarrou
Merry Christmas, a photo by Eva Psarrou on Flickr.

Δύσκολη η χρονιά που πέρασε

Εύχομαι η επόμενη να μας ανταμείψει όλους


Για τις αντοχές μας...


Υγεία


Δύναμη


Δημιουργικότητα


Και προπαντός


Καλή καρδιά!


Θα τα πούμε πάλι από του χρόνου


Να είστε καλά


Να περάσετε τέλεια


Κοντά στους ανθρώπους που αγαπάτε


Καλά Χριστούγεννα, Kαλές Γιορτές!



20.12.11

'..ρα-πα-παμ-παμ, ρα-πα-παμ-παμ..'

Christmas notes by Eva Psarrou
Christmas notes, a photo by Eva Psarrou on Flickr.

Βγήκαν οι κούτες, γυάλισαν οι μπάλες, στήθηκε ο κορμός..
Πρώτα τα λαμπιόνια, ύστερα τα στολίδια, τέλος η φάτνη με την Άγια Οικογένεια..
'Μου' παν έλα να πάμε να δεις...' σιγομουρμούρισα, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον μικρό μου που παρακολουθούσε όπως κάθε χρονιά με έκσταση την ιεροτελεστία..
Του έδωσα ένα αγγελάκι, το κρέμασε προσεκτικά στο δέντρο..
'..Χριστός γεννήθηκε στην άκρη της γης..' συνέχισε εκείνος και μαζί πιάσαμε να κρεμάμε τα στολίδια ένα-ένα, πρώτα τις μπάλες, ύστερα τις γιρλάντες..
'..ρα-πα-παμ-παμ, ρα-πα-παμ-παμ..' σιγοτραγουδούσαμε κι οι δυο συγχρονισμένοι στο ρυθμό του μικρού τυμπανιστή και γέμιζε το δέντρο στολίδια..
Ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να στριμώξω μέσα στο σαββατοκύριακο, τόσα τρεχάματα, προγραμματισμένα και έκτακτα, τόσες υποχρεώσεις..
Είχε φτάσει βράδυ Κυριακής και ήμουν πεθαμένη στην κούραση..
Μόλις ξεκίνησα να στολίζω το δέντρο όμως, σαν κάτι να άλλαξε, το μυαλό ηρέμησε, η καρδιά φούσκωσε από αγαλλίαση..
Μέχρι να μπει και το τελευταίο στολίδι, κάθε μου κούραση είχε πετάξει μακριά..
Και του χρόνου!

28.11.11

Μέγα Σπήλαιο

Mega Cave, in the heart of by Eva Psarrou
Mega Cave, in the heart of, a photo by Eva Psarrou on Flickr.

Η φωτογραφία είναι από το Μέγα Σπήλαιο Καλαβρύτων, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη σε ένα πανέμορφο απόκοσμο σκηνικό στη βάση ενός απότομου βράχου ύψους 1.200 μέτρων.

Μέσα στο σπήλαιο βρέθηκε εικόνα της Παναγίας φιλοτεχνημένη από τον ευαγγελιστή Λουκά.
Είναι φτιαγμένη από κερί και μαστίχα.
Στο σημείο χτίστηκε μοναστήρι το 326 μ.Χ. και είναι το παλαιότερο μοναστήρι που έχει χτιστεί σε ελλαδικό χώρο.
Δυστυχώς, έχει καταστραφεί ολοσχερώς.
Στη θέση του έχει σηκωθεί οκταόροφο οικοδόμημα υπερπολυτελείας, που περισσότερο θυμίζει ξενοδοχειακό συγκρότημα παρά μοναστήρι.
Το Σπήλαιο ωστόσο κρατά κάτι από την αρχική του ανόθευτη ομορφιά.

22.11.11

Ευβοϊκά Τέμπη

There is something about rivers by Eva Psarrou

Κλείσε μέσα στην καρδιά σου την βόρεια Εύβοια

Με τον Κηρέα ποταμό που βρέχει το φαράγγι του Δερβενιού


Και με τις όχθες τις σπαρμένες με το μαγεμένο πλατανόδασος


Κλείσε την μ’ όλα της τα κάλλη, τους ήχους και τα χρώματα


Σε βαθμό υπερθετικό μέσα στην καρδιά σου


Και θα αισθανθείς κάθε μεγαλείο να φτερουγίζει..


20.11.11

Έπεα πτερόεντα

Λένε για τα λόγια πως σαν το γάργαρο νερό κυλούν

Πως τίποτα δεν τα γυρίζει πίσω


Πως όλες οι σκέψεις που θα κάνεις προτού να  γίνουν λόγια


Μόνο ως τότε σε σένανε ανήκουνε στ' αλήθεια


Πως σαν το βάλεις με το νου


Απάνω σε χαρτί να τα στοιχίσεις


Φευγάτα γίνανε με μιας σαν τα απόδημα πουλιά του ποιητή


Σαν έπεα πτερόεντα.


Κανένα δεν απόμεινε δικό σου


Επειδή εσύ το αποφάσισες.


10.11.11

Η μέρα της μαρμότας

Sleep of the merry by eve.ps
Sleep of the merry, a photo by Eva Psarrou on Flickr.

Με την τηλεόραση δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις, εδώ και τρεις μέρες όμως σχεδόν δεν έχει σβήσει. Στήνομαι με τις ώρες μπροστά της, παρακολουθώ με περισσή προσοχή τα τεκταινόμενα σε ζωντανή μετάδοση και περιμένω το αυτονόητο, που για κάποιον λόγο που μου διαφεύγει, αρνείται με πείσμα να φανεί. Κι όσο εκείνο δεν έρχεται, τόσο περισσότερο κολλάω μπροστά στην οθόνη. Με το που βλέπω να αλλάζει το κανάλι σε κάτι άσχετο, ορύομαι και επαναφέρω την τάξη, εδώ καιγόμαστε σίριαλ θα βλέπουμε;

Η Νέλλη κολλημένη στα πόδια μου, εγώ κολλημένη στην οθόνη και στην οθόνη κολλημένη η λεζάντα 'σε λίγο το όνομα του νέου πρωθυπουργού'. Αναρωτιέμαι πόσο λίγο διαρκεί αυτό το 'σε λίγο' σε πολιτικό χρόνο. "Ξέρω γιατί το κάνουν" ακούω το Γιάννη να μουρμουράει ενοχλημένος από την αναπάντεχη κατάληψη της ηλ. συσκευής από τη μαμά, "για μας τα παιδιά το κάνουν, για να μη βλέπουμε κινούμενα σχέδια." Με αποστομώνει. Μένω έκπληκτη στη διαπίστωση ότι αυτή είναι η πιο σοβαρή δήλωση που έχω ακούσει εδώ και μέρες, και ερχόταν από τον 11χρονο γιο μου.

Παραμένω απτόητη και συνεχίζω να παρακολουθώ με προσήλωση τα τεκταινόμενα σε ζωντανή μετάδοση. Ο Γιάννης επιστρέφει στο δωμάτιο, πάλι δεν είδε παιδικό κανάλι. Προσπαθώ να λύσω τους γρίφους που μου έχουν βάλει, αισθάνομαι ότι συμμετέχω σε τηλεοπτικό παιχνίδι ερωτήσεων που αν βρω τη σωστή απάντηση κερδίζω τη διαμονή σε έναν ονειρεμένο προορισμό: Γιατί διαστρεβλώθηκε η έννοια του χρόνου; Γιατί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνείται να αντιδράσει; Γιατί είναι τόσο δύσκολο να χωρίσουν δυο γαϊδάρων άχυρα; Γιατί δεν τα βρίσκουν; Γιατί γελούν όλοι μαζί μας; Γιατί φτάσαμε να μιλάμε για σωτηρία της Ελλάδας; Γιατί μένουμε στα λόγια;


Συνεχίζω και περιμένω με αγωνία στημένη στην τηλεόραση. Και μαζί μου περιμένει η Ελλάδα. Και μαζί με την Ελλάδα ο κόσμος όλος. Οι περαστικοί μέσα από τα αυτοκίνητά τους ρωτούν τους δημοσιογράφους που καταγράφουν μπροστά στα γραφεία των Μεγάλων "βγάλαμε πρωθυπουργό;" Άλλη μία ερώτηση που προστίθεται στο μαραθώνιο τηλε-κουίζ. Δεν απαντά κανείς. Περιμένουμε όλοι με κομμένη την ανάσα να εκπνεύσει το 'σε λίγο' κι όσο γίνεται αυτό, τόσο τα σκηνικά, οι δηλώσεις, τα σχόλια που διαδέχονται το ένα το άλλο στην οθόνη δείχνουν να επαναλαμβάνονται με την ίδια σειρά και με τα ίδια πρόσωπα που χρησιμοποιούν την ίδια ξύλινη εξωκοσμική γλώσσα ξανά και ξανά και ξανά, κι εγώ συνεχίζω να παραμένω εκεί, κολλημένη, να περιμένω, κι ας ξέρω ότι ακούω το ίδιο σενάριο που έχω αποστηθίσει όσο περιμένω να εκπνεύσει το 'σε λίγο' ζώντας για πολλοστή φορά τη μέρα της μαρμότας.


7.11.11

Πάντα θα υπάρχει το Παρίσι




Ξέρω έναν κύριο παράξενο πολύ

που λόγια πάντα αλλόκοτα μιλεί

για το Παρίσι

στη συντροφιά μας όταν έρθει να καθίσει









Λένε γι' αυτόν

πως από τα μαθητικά του χρόνια είχεν ορίσει

μοναδικό μες στη ζωή του ιδανικό

να πάει στο Παρίσι.




 Χρόνια και χρόνια τον μεθούσε

το ονειρεμένο αυτό ταξίδι που ποθούσε.



Παντού για κείνο συζητούσε

Μες στα όνειρά του αυτό θωρούσε

Τόσο που ο πόθος του με τον καιρό

του' γινε μες στην ύπαρξή του

ένα στολίδι λαμπρό

Να πάει στο Παρίσι..



Για το ταξίδι αυτό το ονειρευτό

σκότωνε φευγαλέες επιθυμίες

και έκανε αιματηρές οικονομίες

για να το πραγματοποιήσει

να πάει στο Παρίσι



Και να! που κάποια μέρα στα στερνά το κατορθώνει

Κι ένα πρωί μέσα στου τρένου το βαγόνι

για το Παρίσι μεθυσμένος ξεκινά.




Μα μόλις αντίκρυσε μακριά τον Πύργο του Άιφελ ν' αχνοδιαγράφεται στο φόντο τ' ουρανού

φρικτή μια σκέψη εισόρμησε στην κάμαρα του νου:

'Κι ύστερα; Κι ύστερα τι θα γινόταν; Πώς θα μπορούσε πια να ζήσει

με δίχως τη λαχτάρα αυτή για το Παρίσι;'

Γιατί ένιωθε τώρα καλά πως όταν σε λίγο στο Παρίσι θα βρισκόταν

μέσα σ' ελάχιστο διάστημα ασφαλώς

θα το βαριόταν.

Και τότε;




Και τότε πήρε μια τεράστια απόφαση που ως τώρα δεν ευρέθηκε να του τη συγχωρήσει κανείς

Αντίς να προχωρήσει στο Παρίσι, κατέβηκε σ' ένα προάστιο, στο Σεντ Ντενίς.

Και το πρωί ξανάθρε εδώ από την ίδια οδό.


Και τώρα, σαν και τότε πρωτού φύγει, πάλι

με μια λαχτάρα σαν και πριν μεγάλη

μιλάει και λέει παντού πως έχει ορίσει

μοναδικό μες στη ζωή του ιδανικό




να πάει στο Παρίσι.



Ορέστης Λάσκος


4.11.11

Εσάνς από φθινόπωρο

Autumn is here by eve.ps
Autumn is here, a photo by Eva Psarrou on Flickr.
Τρεις κούπες σπόροι από ρόδι, δυο κούπες ζάχαρη, λίγα μυρωδικά. Για αλκοόλ, πεντάστερο κονιάκ. Τα βάζω σε κατσαρόλα, τα σβήνω λίγο πριν πάρουν βράση ίσα για να αναμειχθούν οι γεύσεις. Κλείνω το καπάκι και τα αφήνω να κοιμηθούν παρέα για 24 ώρες. Μαζεύω τα φλούδια, πλένω τα σκεύη, σκουπίζω το νεροχύτη. Όλα είναι τακτοποιημένα πίσω στη θέση τους. Το μόνο που μαρτυράει το τελετουργικό που μόλις προηγήθηκε είναι το ανεπαίσθητο άρωμα του γαρύφαλλου και της κανέλας που έχει διαποτίσει την ατμόσφαιρα του σπιτιού.
Η πρώτη γουλιά, όπως κάθε φορά, ανήκει στον άνδρα μου. Πριν δοκιμάσω οτιδήποτε αφήνω να προηγηθεί αυτή η ανεκτίμητη στιγμή που θα δω την έκφρασή του σε μια καινούργια γεύση, σε μια καινούργια έκπληξη. Του αρέσει-δεν του αρέσει-του αρέσει, φυλλομετράω αθόρυβες σκέψεις εναλλάξ, σα να μαδάω την πρώτη μαργαρίτα της άνοιξης αδημονώντας με χτυποκάρδι να φτάσω στο τελευταίο πέταλο. Χαμογελάει. Του αρέσει... Δοκιμάζω κι εγώ. Μου αρέσει κι εμένα. Το χριστουγεννιάτικο λικέρ είναι έτοιμο. Στην υγειά σας!


3.11.11

Bliss of solitude

Bliss of solitude by eve.ps
Bliss of solitude, a photo by Eva Psarrou on Flickr.

I wandered lonely as a cloud

That floats on high over vales and hills
When all at once I saw a crowd
A host of dancing daffodils;
Along the lake, beneath the trees,
Ten thousand dancing in the breeze.

The waves beside them danced but they

Outdid the sparkling waves in glee
A poet could not but be gay
In such a laughing company
I gazed and gazed but little thought
What wealth the show to me had brought.

For oft when on my couch I lie

In vacant or in pensive mood
They flash upon that inward eye
Which is the bliss of solitude
And then my heart with pleasure fills
And dances with the daffodils.

W. Wordsworth

30.10.11

Αλληγορία των ματαιοτήτων (3)

Had I wings by eve.ps
Had I wings, a photo by Eva Psarrou on Flickr.
"Δεν μπορώ να σε καταλάβω, βρε Παναγιώτη, μα τον σταυρό που σου κάνω.. Η Μίνα σ' αγαπάει και ξέρω ότι την αγαπάς κι εσύ, κάντε μια προσπάθεια ακόμα, βρε αγόρι μου, αμαρτία από τον Θεό να χαλάσετε έτσι το σπίτι σας!" Ήταν η ίδια υποδοχή που του επιφύλασσε κάθε φορά που τον επισκεπτόταν στο γηροκομείο και η συζήτηση γυρνούσε σταθερά στο θέμα της Μίνας και του γάμου τους. Αγαπιόντουσαν τόσο, δεν είχε άδικο ο γέρος του, μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευε ότι ήταν μια χαρά μεταξύ τους, τι είχε πάει στραβά;...
Είχαν γνωριστεί στη Γερμανία, εκείνος γεννημένος εκεί, εκείνη είχε πάει να κάνει το μεταπτυχιακό της στην ψυχολογία. Συναντήθηκαν στο πάρτυ ενός φίλου του, ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον κεραυνοβόλα, παντρεύτηκαν εκεί, χώρισαν εδώ.. Δεν πρόλαβαν καλά καλά να τακτοποιηθούν με το σπίτι τους, με τις δουλειές τους και χώρισαν.. Λες και ο τόπος δεν τους ήθελε... Η αλήθεια είναι βέβαια ότι εκείνη δεν ήθελε τον τόπο, του το είχε πει, άλλωστε, από πριν φύγουν από την Γερμανία. Της άρεσε η ζωή εκεί, ο τρόπος που ήταν όλα ρυθμισμένα ως την τελευταία λεπτομέρεια, της άρεσε αυτό το ελεγχόμενο περιβάλλον που πρόσφερε η ξένη χώρα. Εκείνος όμως πίστευε ότι ήταν ένας κύκλος που είχε έρθει η ώρα του να κλείσει. Δεν θεωρούσε τις ενστάσεις της Μίνας άξιες σοβαρής συζήτησης, εκείνος την είχε ζήσει την ξενιτιά από τα γεννοφάσκια του, κανείς δεν την ήξερε καλύτερα από εκείνον. Ενθουσιασμός ήταν που θα καταλάγιαζε με τον καιρό, ήταν σίγουρος γι' αυτό, και τότε θα έβλεπε πόσο δίκιο είχε που σκεφτόταν να επιστρέψουν.
Για τον ίδιο βέβαια δεν ήταν στην ουσία επιστροφή, αφού επιστροφή προϋπέθετε πως είχε φύγει πρώτα, ενώ εκείνος δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα. Άκουγε που συζητούσαν γι’ αυτήν οι δικοί του, ιστορίες για τον τόπο τους και τους ανθρώπους που είχαν αφήσει πίσω για να τους ζεσταίνουν τις παγωμένες νύχτες του βορρά, έβλεπε το νόστο να τους καίει τα σωθικά, η εμπειρία του ωστόσο από την πατρίδα σταματούσε εκεί. Πόσες φορές δεν άκουγε τη μάνα του να παρακαλάει τον πατέρα του να επιστρέψουν πίσω. ‘Πάρε μας από δω, δεν αντέχω άλλη ξενιτιά, θα πεθάνω... Δεν θέλω να πεθάνω στα ξένα...’ του έλεγε δακρυσμένη στις κουβέντες που έκαναν μόνοι οι δυο τους όταν νόμιζαν ότι εκείνος είχε αποκοιμηθεί με μια φωνή που λυγούσε και σίδερα. "Αγάντα γυναίκα" ήταν η σταθερή απάντηση που εισέπρατε από τον κυρ-Γιάννη, "αγάντα να ξεμπερδέψουμε πρώτα." Και έκανε ‘αγάντα’ η Ειρήνη και έσφιγγε τα δόντια μήνες, χρόνια, ώσπου μια μέρα δεν άντεξε η καρδιά από το ‘αγάντα’ και πέθανε στα ξένα. Από εκείνη τη στιγμή η ψυχολογία του Παναγιώτη άλλαξε. Δεν έβρισκε πλέον κανένα ενδιαφέρον στη δουλειά του, οι γερμανοί φίλοι του του φαίνονταν αδιάφοροι, δεν τον χωρούσε το σπίτι του. Το ανέφερε στη Μίνα, όμως εκείνη δεν ήθελε ούτε να ακούσει για επιστροφή, με το που τελείωσε ήρθαν αμέσως κάποιες δελεαστικότατες επαγγελματικές προτάσεις, η μία δίπλα σχεδόν στο σπίτι τους, στο αντικείμενό της, τα λεφτά ήταν πολύ καλά, ο Παναγιώτης όμως δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον ενθουσιασμό της γυναίκας του, το σαράκι του είχε ήδη ρημάξει τα σωθικά.
"Τώρα που όλοι κοιτάζουν να φύγουν από εκεί, εμείς θα επιστρέψουμε; Σύνελθε, αγάπη μου, εδώ είναι το μέλλον μας, δεν μπορείς να το δεις;" εκλιπαρούσε η Μίνα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να του αλλάξει τα μυαλά. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να το δει. Παρόλο που οι προοπτικές δεν ζωγραφίζονταν ευοίωνες αφού θα ξεκινούσε από το μηδέν σε έναν τόπο που μόνο ακουστά τον είχε, είχε πάρει πλέον την απόφασή του. Κι έτσι, μια ωραία πρωία, τα μαζέψανε και φύγανε. Και η Μίνα.. τον ακολούθησε χωρίς να πει τίποτα.
Δεν ξανασυζήτησαν για το θέμα, δεν το θεώρησε απαραίτητο αφού το ζήτημα είχε λυθεί. Βρίσκονταν όλοι πίσω στην Αθήνα, ο διάδοχος ήταν ήδη στα σχαριά -είχε φροντίσει άμεσα γι' αυτό, ο καιρός περνούσε κι εκείνος δεν γινόταν νεώτερος- και δεν θα μπορούσε να είναι πιο ενθουσιασμένος για το νέο ξεκίνημα της ζωής τους στην Ελλάδα, τον τόπο του πατέρα και της μάνας του και από εδώ και στο εξής, και δικό του και της οικογένειάς του..

26.10.11

Αλληγορία των ματαιοτήτων (2)

Death river by eve.ps
Death river, a photo by Eva Psarrou on Flickr.
Μέχρι να επιστρέψει στο σπίτι είχε γίνει μούσκεμα από τη νεροποντή που τον βρήκε στο δρόμο, δυο-τρεις φορές γλύτωσε παρά τρίχα το τρακάρισμα. Το μόνο καλό με τη βροχή ήταν πως έκανε τα αδέσποτα να λουφάξουν κι έτσι θα είχε λίγη ησυχία πριν ξαναφύγει το απόγευμα. Από κηδεία σε γάμο.. ωραία... Μετά από έναν χρόνο χωρισμένοι, ήρθε μια κηδεία για να πουν δυο κουβέντες. Και αυτές γεμάτες κυνισμό και πικρία.. Έβγαλε τα παπούτσια, τα έβαψε για να είναι έτοιμα και τα τοποθέτησε κάτω από το παντελόνι δίπλα στην καρέκλα. Δεν έφταιγε εκείνος που είχαν φτάσει ως εκεί. Σίγουρα έφταιγε, όμως δεν έφταιγε. Δεν είχε χαλάσει εκείνος το σπίτι τους. Δεν ξενοπερπατούσε, δεν έβγαινε με τις παρέες του, δούλευε. Δούλευε μέρα-νύχτα για να μην τους λείψει τίποτα, και το ευχαριστώ ήταν να τον πετάξει έξω από το σπίτι. Τι άλλο ήθελε, επιτέλους; Γιατί δεν μπορούσε να είναι ευχαριστημένη; Τι της έλειπε;
Η ώρα ήταν περασμένη. Πεινούσε. Παρήγγειλε δυο σουβλάκια και μια μπύρα από το σουβλατζίδικο της γειτονιάς. Δεν είχε φύγει στ' αλήθεια, του ήταν αδύνατο να απομακρυνθεί από το σπίτι του και έψαχνε από την πρώτη στιγμή να βρει ένα διαμέρισμα κάπου εκεί κοντά, ας ήταν και μια τρύπα δεν τον ένοιαζε, αρκεί να μπορούσε να βλέπει τον μικρό να πηγαίνει στο σχολείο. Τι καλά που θα ήταν να περνούσε κάθε μέρα μπροστά από το σπίτι του, να τον βλέπει πίσω από τις γρύλιες του παραθύρου του, τέλεια θα ήταν... Και η τύχη του χαμογέλασε. Με το που είδε το τοιχοκολλημένο ενοικιαστήριο πήρε τηλέφωνο και το έκλεισε κατευθείαν, χωρίς καν να το ελέγξει. Ό,τι και να' ταν, ήταν αυτό που ήθελε, στη θέση που το ήθελε.
Ζούσε μέσα σε ένα σκοτεινό και άδειο διαμέρισμα, μόνα έπιπλα ένα τραπέζι, μια καρέκλα και ένα στρώμα στο πάτωμα. Δεν πήρε τίποτα από το σπίτι, πέρα από μερικά ρούχα του, της τα είχε αφήσει όλα. Άναψε ένα τσιγάρο, έβαλε ένα ποτό, σήκωσε το ποτήρι ψηλά.. 'στην υγειά της αχάριστης' μονολόγησε και το κατέβασε μονορούφι..
Σε κάποιο επαγγελματικό του ραντεβού έτυχε να περνάει έξω από ένα κατάστημα εξοπλισμού camping. Η βιτρίνα ήταν γεμάτη από χίλια δυο εξαρτήματα, πολλά από τα οποία ούτε και ήξερε πού χρησίμευαν. Του τράβηξε την προσοχή ένα ζευγάρι κυάλια. Μπήκε και τα αγόρασε. Και από τότε άρχισε να στήνεται καθημερινά στο παράθυρο του σαλονιού και να παρακολουθεί τη γειτονιά περιμένοντας την ώρα που θα εμφανιζόταν ο γιος του. Είχε πάει μία και, ό,που να'ταν θα εμφανιζόταν... Νά' τος! Επέστρεφε παρέα με τους φίλους του. Η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Το μουτράκι του ήταν καταϊδρωμένο, σίγουρα θα έπαιζε μπάλα με την ομάδα του σχολείου του.. Το μαναράκι του... Κάθε φορά που το έβλεπε του φαινόταν και πιο ψηλός, πιο όμορφος... Τι του έκανε; Τι του είχε κάνει;... Τον παρατηρούσε έτοιμος να κλάψει με τα κυάλια, είχε ψηλώσει. Την είχε κατηγορήσει πως είχε βρει άλλον, ότι γι' αυτό το είχε διαλύει. Έναν χρόνο όμως τώρα που παρακολουθούσε την κίνηση του σπιτιού του με τα κυάλια, άντρας δεν είχε πατήσει στο σπίτι. Τον ακολούθησε με το βλέμμα ώσπου χάθηκε πίσω από την πόρτα του σπιτιού. Άφησε τα κυάλια στο περβάζι του παραθύρου και έπιασε να ντυθεί όπως-όπως, πώς πέρασε έτσι η ώρα, είδηση δεν πήρε. Η βροχή είχε σταματήσει και ένας ήλιος λαμπερός εμφανίστηκε πίσω από τα μολυβιά σύννεφα. Ούτε και σήμερα φάνηκε κανείς.. Είχε αργήσει.

24.10.11

Αλληγορία των ματαιοτήτων (1)

Steenwyck Harmen, Allegory of vanities, 1612-1656
Ο καιρός ήταν μουντός, είχε μπει από νωρίς το φθινόπωρο εκείνη τη χρονιά. Όλα ήταν βρεγμένα από τη νεροποντή της προηγούμενης νύχτας. Την άκουγε τη βροχή στον ύπνο του, αλλά τώρα διαπίστωνε ότι δεν ήταν όνειρο.  Είχε ξυπνήσει μέσα στα νεύρα από το αλύχτισμα των αδέσποτων που είχαν κάνει κατάληψη στη γειτονιά εδώ και μήνες, ευχόμενος να βρισκόταν κάποτε ένας χριστιανός να τα ξεπαστρέψει. Και τώρα που επιτέλους είχαν ησυχάσει, εκείνος έπρεπε να σηκωθεί. Άσχημα ξεκινούσε η μέρα του, κάτι που προμήνυε ότι θα συνεχιζόταν με τον ίδιο τρόπο, την έβλεπε τη δουλειά. Άνοιξε εκνευρισμένος τη ντουλάπα, έβγαλε το μοναδικό σκουρόχρωμο κοστούμι, έψαξε για κανένα σιδερωμένο πουκάμισο, πού στο διάβολο εξαφανίζονταν όλα όποτε τα χρειαζόταν; Γεμάτος δυσφορία φόρεσε το πρώτο που βρήκε και βγήκε στον δρόμο. Βρίζοντας για τις λάσπες που λέρωσαν τα παπούτσια του και για την ανικανότητα του δημάρχου να φτιάξει επιτέλους τον δρόμο έξω από το σπίτι του τόσον καιρό μετά τα έργα αποχέτευσης, μπήκε όλος τσαντίλα στο αυτοκίνητο.
Στο νεκροταφείο έφτασε καθυστερημένα. Το φέρετρο βρισκόταν ήδη στη θέση του κάτω από τη φρεσκοσκαμμένη λάσπη όταν έφτασε. Ανάμεσα στους λιγοστούς παρευρισκόμενους είδε την γυναίκα του. Προτίμησε να κρατήσει απόσταση. Κάποια στιγμή κοιταχτήκανε. 'Τι να κάνω;' της έκανε νόημα, όμως εκείνη γύρισε αλλού το βλέμμα ανέκφραστη. Δεν έφταιγε εκείνος που είχε αργήσει, τι ήθελε επιτέλους! Είχε ανασηκώσει τους ώμους συρρικνώνοντας τον σβέρκο του μέσα στην λασπωμένη καπαρντίνα σε μια απολογητική κίνηση, ήταν φανερό όμως ότι δεν έφτανε για να συγχωρεθεί από την πρώην. Δεν του έκανε εντύπωση, ποτέ δεν της έφτανε τίποτα, εκείνη η αλάθητη και εκείνος πάντα ο σκάρτος. Σήμερα ωστόσο ήταν αποφασισμένος να μη δώσει συνέχεια, εξάλλου τη μάνα της έθαβε, δικαιολογούνταν να είναι αναστατωμένη κι ας μην το έδειχνε. Ήταν σίγουρος ότι θα του το συγχωρούσε μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα, όπως του τα συγχωρούσε πάντα κι ας μην το είχε παραδεχτεί ποτέ.
"Έχεις θράσος, αυτό μπορώ να σου το αναγνωρίσω" ήταν η πρώτη φράση που άκουσε με το που βρέθηκαν μόνοι.
"Είχα δουλειά, δεν μπορούσα να φύγω νωρίτερα. Ήρθα, δεν ήρθα;"
Την απάντηση την έδωσε και πάλι το βλέμμα της. Μετά από τόσον καιρό χώρια, εξακολουθούσε να κόβει σαν λεπίδι. Ένιωσε άβολα για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου, δεν είχε και άδικο.. Ίσως να ήταν και οι τύψεις για τον τρόπο που της είχε φερθεί που τον έκανε να μην πυροδοτήσει τον καβγά.. Δεν ήθελε να δώσει συνέχεια, αν και μπορούσε, ήταν καλός σ' αυτό. Πρόσεξε ότι φορούσε το αγαπημένο του μαύρο ταγέρ, αυτό που είχαν αγοράσει μαζί στο ταξίδι τους στην Πράγα. Είχαν περάσει όμορφα τότε, λες κι ήταν σε άλλη ζωή.. Ήταν διακριτικό το μακιγιάζ της, τα μαλλιά της επιμελώς μαζεμένα σε σινιόν. Ήταν όμορφη... Ένας κόμπος του έσφιξε το στομάχι. Η αλήθεια ήταν πως ήταν κάθαρμα τις περισσότερες φορές, ήξερε όμως, είχε προπονηθεί καλά πάνω στο πώς να τα διώχνει μακρυά τέτοια άβολα συναισθήματα.. πώς να διώχνει τα συναισθήματα γενικώς, θα ήταν το πιο σωστό να πει.
"Φρόντισε μεθαύριο να είσαι στην ώρα σου, μπορείς να το κάνεις;"
"Μπορώ.."
"Ωραία. Και βάλε κάτι σιδερωμένο αυτή τη φορά."
Γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσει. Την παρακολουθούσε σιωπηλός που απομακρυνόταν. Εκείνος μέσα στις λάσπες, εκείνη αψεγάδιαστη, σαν κούκλα από πορσελάνη.. Ακόμα περπατούσε με την ίδια χάρη.. πόσο αγαπούσε αυτό το λίκνισμα.. Έβγαλε από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα, άναψε ένα.
"Ντροπή! Σεβαστείτε την ιερότητα του χώρου, παρακαλώ, σβήστε το!" Ήταν ο παπάς. Το έσβησε χωρίς να μιλήσει. Εξάλλου, ήταν εκείνος που πριν από λίγα λεπτά του είχε θάψει την πεθερά, του χρωστούσε αυτή τη χάρη.

9.10.11

Τα χρόνια της αθωότητας

Age of innocence by eve.ps
Age of innocence, a photo by eve.ps on Flickr.

Γεννημένη το 1862, η Edith Wharton είναι μία από τις πιο σημαντικές αμερικανίδες συγγραφείς των αρχών του 20ου αιώνα. Με το διάσημο φλεγματώδες της ύφος εξετάζει κριτικά τις αξίες της υψηλής κοινωνίας (στην οποία ανήκε και η ίδια) και της επικρατούσας ηθικής φωτίζοντας με την πένα της όλους τους συμβιβασμούς και υποκρισία τους.

Τις θέσεις της τις υποστήριξε και έμπρακτα, αφού έγινε η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το βραβείο Pulitzer για τη νουβέλα της 'Τα χρόνια της αθωότητας' το 1920, σπάζοντας με το προσωπικό της παράδειγμα τα ηθικά δεσμά της εποχής.

Ακολούθησαν πολλές βραβεύσεις ακόμα, ενώ τα περισσότερα έργα της έγιναν best-sellers. Το 1923 τιμήθηκε με το Honorary Doctorate of Letters του Πανεπιστημίου Yale και το 1930 εκλέχθηκε στην Αμερικανική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε επτά χρόνια αργότερα σε ηλικία 75 χρονών.