28.4.09

"Γιατί, αυτή είναι η ζωή. Ή μήπως όχι;..."


Ο υπογράφων, Α.Π. Τσέχωφ, γεννήθηκα στις 17 Ιανουαρίου 1860, στο Ταγκανρόγκ. Γράφτηκα πρώτα στο ελληνικό σχολείο της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου κι ύστερα στο λύκειο του Ταγκανρόγκ. Το 1879 έγινα δεκτός στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Μόσχας. Γενικά τότε, δεν είχα ιδέα για τις πανεπιστημιακές σχολές και δεν θυμάμαι τώρα τους λόγους που μ’ έκαναν να επιλέξω αυτή τη σχολή, αλλά ούτε και το μετάνιωσα.

Από τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο, άρχισα να γράφω για εβδομαδιαία περιοδικά και εφημερίδες, και στις αρχές της δεκαετίας του 1880 αυτές οι φιλολογικές μου ασχολίες είχαν πάρει χαρακτήρα μόνιμο και επαγγελματικό. Το 1888 μου απένειμαν το βραβείο Πούσκιν. Είμαι βέβαιος πως το γεγονός ότι ασχολήθηκα με την ιατρική έχει επηρεάσει σοβαρά τη λογοτεχνική μου δραστηριότητα. Δεδομένου ότι είμαι γνώστης των φυσικών επιστημών και της επιστημονικής μεθόδου, είμαι πάντοτε πολύ προσεκτικός. Δεν ανήκω στους συγγραφείς εκείνους που παίρνουν αρνητική θέση έναντι της επιστήμης, και δεν θα ήθελα, από την άλλη, να είμαι κι εγώ σαν μερικούς που όλα τα καταφέρνουν με μοναδική βοήθεια το καθαρό μυαλό τους. Μέχρι τώρα έχω γράψει και δημοσιεύσει περισσότερες από πέντε χιλιάδες τυπωμένες σελίδες, χωρίς να υπολογίζω τα καθημερινά άρθρα που γράφω για τις εφημερίδες.

Στα τριάντα μου χρόνια έκανα ένα ταξίδι στη Σαχαλίνη, στο νησί των εξόριστων, με σκοπό να γράψω ένα βιβλίο για τις σωφρονιστικές αποικίες και τα κάτεργα. Παρόλο που ήξερα ότι το να γράφεις για τη Σαχαλίνη ήταν ένας τρόπος να βγεις από την αδιαφορία, η εμπειρία μου εκεί ήταν οδυνηρή, όμως μέσα από την αλληλογραφία μου εκείνης της εποχής μπορείς να ανακαλύψεις τα βαθύτερα κίνητρα της γραφής μου, μπορείς να βρεις την ηθική δύναμη που καθοδηγεί την πένα μου, τη θέληση που με κατακλύζει να ξεπερνάω όλα εκείνα τα εμπόδια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στην εμπειρία μου που βιώνω, από τη μια, και στη λογοτεχνική της μετάπλαση, από την άλλη.

Είμαι γιατρός, αλλά κυρίως, είμαι συγγραφέας. Κάθομαι πάλι στο γραφείο του σπιτιού μου. Προσεύχομαι στην ξεθωριασμένη πατρική μου στέγη και γράφω. Και αισθάνομαι σα να μην έχω φύγει καθόλου από αυτό το σπίτι. Σε κάθε έρευνα που αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας, μου προτείνουν να πάρω μερικούς βοηθούς, όμως εγώ προτιμώ να εργάζομαι μόνος μου. Όποτε βλέπω συγγραφείς και διανοούμενους να συγκεντρώνονται, για οποιονδήποτε λόγο, νιώθω πως απειλείται η ελευθερία μου. Γι’ αυτό και δεν μου αρέσει να γράφω στα περιοδικά, δεν θα το έκανα αν δεν είχα βιοποριστικούς λόγους να το κάνω. Στα περιοδικά κυριαρχεί μια αφόρητη ατμόσφαιρα λέσχης και φατρίας. Πνίγεσαι. Γι’ αυτό προτιμώ να δουλεύω μόνος. Αυτό που δεν ξέρουν οι πολλοί είναι ότι στην ουσία, δεν με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της έρευνας. Ο βασικός σκοπός μου δεν είναι τα αποτελέσματα, ποτέ δεν ήταν, αλλά οι εντυπώσεις που μου δίνει αυτή καθεαυτή η εξέλιξη της έρευνας.

Ελπίζω να το καταλαβαίνεις αυτό που σου γράφω. Εγώ χρειάστηκε να πάω στο νησί των κολασμένων για να το καταλάβω. Ήταν το ταξίδι που με βοήθησε να αποσαφηνίσω τους λόγους που έγραφα και να συγκεντρωθώ στους έσχατους στόχους μου. Έπρεπε να πάω στην κόλαση, να βιώσω την φρικτή πραγματικότητα της φυλακής για να καταλάβω πως η ζωή είναι μια πορεία προς τη φυλακή και πως η αληθινή λογοτεχνία οφείλει να διδάσκει πώς να διαφεύγεις από αυτήν… ή έστω, να σου υπόσχεται την ελευθερία. Η λογοτεχνία πρέπει να σου τάζει την ελευθερία ειδικά εδώ, στη Ρωσία. Η ζωή στη Ρωσία συντρίβει τον άνθρωπο, μέχρι του σημείου να μη μένει τίποτα από αυτόν, ούτε καν μια υγρή κηλίδα, τον συντρίβει όπως θα τον συνέτριβε ένας βράχος. Κι αυτό σε κάνει να νιώθεις αποξενωμένος. Το να γράφεις γι’ αυτό είναι μια πράξη ελευθερίας. Στην ουσία είμαι ένας απλός χρονικογράφος. Γράφω για την αλήθεια, όπως αυτή είναι, απεριόριστη και τίμια. Άρα, γράφω για τη ζωή, όπως είναι, παρόλο που μπορώ και αισθάνομαι όλο τον παραλογισμό της αντίθεσης μεταξύ αυτών που λέω, αυτών που γράφω και της ζωής που κάνω, ανάλογα με το πόσο παράλογη είναι και η αντίθεση μεταξύ αυτού που πιστεύω ότι είναι και αυτού που πράγματι είναι. Το να γράφεις για τη ζωή και την αλήθεια είναι σα να ψαρεύεις κόντρα στο πνεύμα.

Οι περισσότεροι συγγραφείς κάνουν το λάθος να ωραιοποιούν τη ζωή στα κείμενά τους. Οι καλύτεροι συγγραφείς την περιγράφουν όπως είναι, αλλά με τέτοιον τρόπο που διαβάζοντάς τους μπορείς να καταλάβεις πώς θα έπρεπε να είναι, κι αυτό είναι που γοητεύει. Η αλήθεια και η εντιμότητα είναι η βάση μιας καλής γραφής. Πιστεύω σε ανθρώπους που ξεχωρίζουν, βλέπω τη σωτηρία στις ξεχωριστές προσωπικότητες, ανθρώπους διάσπαρτους σε όλη τη Ρωσία – διανοούμενους ή μουζίκους. Είναι λίγοι, όμως η δύναμη ανήκει σε αυτούς. Δεν κυριαρχούν, όμως η δουλειά τους είναι ορατή. Τι τους κάνει να ξεχωρίζουν; Μα, η ελευθερία. Το να λες «Αυτό δε μ’ αρέσει!», είναι αρκετό για να επιβεβαιώσει την ανεξαρτησία σου και, κατά συνέπεια, τη χρησιμότητά σου. Η ελευθερία για μένα, ανήκει στα ύψιστα ιδανικά. Τα δικά μου άγια των αγίων είναι το ανθρώπινο σώμα, η υγεία, το μυαλό, το ταλέντο, η έμπνευση, η αγάπη και η απόλυτη ελευθερία από την καταπίεση και το ψέμα. Αυτό είναι το πρόγραμμα το οποίο θα ακολουθούσα αν ήμουν μεγάλος καλλιτέχνης.

Πολλές φορές οι σελίδες μου βγαίνουν πυκνογραμμένες, σα να είναι πρεσαρισμένες, και οι εντυπώσεις συνωστίζονται κι αυτές, συσσωρεύονται, συνθλίβουν η μία την άλλη. Κάθε αρχή και δύσκολη, όμως δεν το βάζω κάτω. Επαγρυπνώ, προσέχω και μοχθώ γράφοντας, συντομεύοντας και ξαναγράφοντας τέσσερις και πέντε φορές το ίδιο πράγμα. Δεν είναι εύκολο να κρατάς αποστάσεις από τους ήρωές σου. Δεν είναι εύκολο να είσαι ο αμερόληπτος μάρτυρας των προσώπων και των καταστάσεων του κειμένου σου. Πώς θα μπορούσε να είναι απλό να ξεχωρίζεις τα σημαντικά από τα ασήμαντα, να φωτίζεις σωστά τα πρόσωπα και να μιλάς τη δική τους γλώσσα; Στην τέχνη, όπως και στη ζωή, τίποτε τυχαίο δεν υπάρχει.

Αυτό σημαίνει πως μπορεί για ένα μικροπραγματάκι να σέρνεσαι βράδια ολόκληρα. Πρέπει να φτάσεις, όταν απεικονίζεις ένα πράγμα, ο αναγνώστης να μπορεί να το βλέπει, να το ψηλαφίζει με τα χέρια. Στις περιγραφές της φύσης πρέπει να καταπιάνεσαι με μικρές λεπτομέρειες, οργανώνοντάς τες με τέτοιον τρόπο, ώστε, όταν ο αναγνώστης τις διαβάσει και κλείσει τα μάτια, να δει την εικόνα. Οι περιγραφές της φύσης τότε μόνο είναι κατάλληλες, όταν βοηθούν να μεταφερθεί στον αναγνώστη η μια ή η άλλη διάθεση, όπως η μουσική σε μια απαγγελία. Αυτή είναι η πραγματική τέχνη. Δεν πρέπει να αφήνουμε τα χέρια να γράφουν όταν το μυαλό τεμπελιάζει. Δεν πρέπει να καταγράφουμε ιδέες αν δεν τις έχουμε επεξεργαστεί μέσα στο μυαλό μας τουλάχιστον επί δύο συνεχείς ατέλειωτες μέρες. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να στερούμε την σκέψη μας από την ελευθερία της και ικανός γι’ αυτό είναι μόνο εκείνος ο οποίος δεν φοβάται να γράφει κουταμάρες.

Δεν είμαστε θεοί και οι άνθρωποι που γράφουν θα πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσουν ότι σ’ αυτό τον κόσμο δεν ξέρουμε τίποτε, όπως κάποτε το συνειδητοποίησε ο Σωκράτης και, πιο κοντά σ’ εμάς, ο Βολταίρος. Ο λαός νομίζει ότι τα ξέρει όλα και τα καταλαβαίνει όλα. Όσο πιο ανόητοι είναι οι άνθρωποι όμως, τόσο πλατύτερο βλέπουν τον ορίζοντα. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να πέφτει σε αυτή την παγίδα. Είναι πολύ άσχημο πράγμα όταν ο καλλιτέχνης καταπιάνεται με κάτι που δεν καταλαβαίνει. Ο κύκλος του είναι το ίδιο περιορισμένος όπως και κάθε άλλου ειδικού. Η δουλειά του καλλιτέχνη δεν είναι η λύση του προβλήματος, αλλά η σωστή τοποθέτηση του προβλήματος. Στο είδος του είναι ένας απλός ανταποκριτής.

Τα ξέρω όλα αυτά και μου είναι ευχάριστο να γράφω, αλλά φοβάμαι ότι, μην έχοντας συνηθίσει να γράφω πολλά, και ακριβώς γι’ αυτό, ξεφεύγω από το ύφος μου, κουράζομαι, δεν ολοκληρώνω τις σκέψεις μου και δεν είμαι αρκετά σοβαρός. Αθέλητα είναι τα λάθη μου, γιατί δεν ξέρω ακόμα πώς να γράφω μεγάλα έργα. Παρηγορούμαι από το γεγονός πως τα χειρόγραφα όλων των πραγματικών λογοτεχνών είναι μουτζουρωμένα, σβησμένα κατά μήκος και κατά πλάτος, τριμμένα, καλυμμένα με μπαλώματα, κι ακόμα, διαγραμμένα και βρομισμένα. Πολλοί θα με πουν αντάρτη. Κάποιοι θα με πουν και αναρχικό. Δεν είμαι αναρχικός. Πιστεύω στο πρόγραμμα ζωής. Πιστεύω στην ατομική ελευθερία που θα την ορίζει, στο δικαίωμα του καθενός να δοκιμάζει διάφορες φωνές μέχρι να βρει τη φωνή του και να κάνει λάθη, αισθανόμενος έτσι απόλυτα τον ανθρωπισμό του.

Τι πρέπει να ζητά ο συγγραφέας; Την πλοκή; Μα, αυτό είναι δευτερεύον. Αυτό που θα πρέπει να τον ενδιαφέρει είναι αυτό που γίνεται στο βαθύ και φευγαλέο «αχ» μιας εκπνοής, στα δυο βλέμματα που σμίγουν, στην άπιαστη στιγμή όπου όλα είναι φανερά και μυστηριώδη ταυτόχρονα. Θέλεις να λογάσαι καλλιτέχνης; Αφιέρωσε τον εαυτό σου στη μελέτη της ζωής. Ο καλλιτέχνης κοιτάζει καλά τη ζωή και λέει χαμηλόφωνα: «Γιατί, τελικά, αυτή είναι η ζωή. Ή μήπως όχι;»… κι ύστερα, αρχίζει τη δουλειά για να το εκφράσει.


***


Εκτός από τα διάσημα έργα του, ο Αντόν Τσέχοφ άφησε πίσω του πολυάριθμες επιστολές που έγραψε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Οι περισσότερες από αυτές είναι απαντητικές προς εκκολαπτόμενους φίλους και συναδέλφους του συγγραφείς, οι οποίοι έστελναν κείμενά τους στον ήδη καταξιωμένο ρώσο συγγραφέα και εκείνος, με τη σειρά του, τα διόρθωνε και τα εμπλούτιζε με πολύτιμες συγγραφικές συμβουλές, οι οποίες έχουν συγκεντρωθεί επιλεκτικά σε αυτό το κείμενο, ελαφρώς διασκευασμένα ώστε να αποκτήσουν συνοχή, και η αξία τους παραμένει ανεκτίμητη μέχρι τις μέρες μας.



23.4.09

Παγκόσμια Ψηφιακή Βιβλιοθήκη



Ένα τολμηρό εγχείρημα που ξεκίνησε να υλοποιείται από το 2005 εγκαινιάστηκε από την UNESCO στο Παρίσι, στις 21 Απριλίου, το οποίο χαρακτηρίστηκε και ως «καθεδρικός ναός της διανόησης». Η Παγκόσμια Ψηφιακή Βιβλιοθήκη είναι πλέον γεγονός και στις δύο μέρες που έχει ανοίξει τις πύλες της στο διαδυκτιακό κοινό έχει ήδη δεχτεί δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες.

Σπάνιοι τίτλοι βιβλίων, χειρόγραφα και εκδόσεις, χάρτες, έργα τέχνης, μουσικές παρτιτούρες, αρχιτεκτονικά σχέδια, φωτογραφίες και ηχητικά ντοκουμέντα από όλες τις ηπείρους, από όλους τους πολιτισμούς, ένα ανεκτίμητο αρχειακό υλικό σε ένα site, το οποίο βρίσκεται πλέον στην άκρη των δακτύλων μας και με το πάτημα ενός κουμπιού μπορούμε να το ξεφυλλίσουμε, να το εκτυπώσουμε, να το αποθηκεύσουμε στον υπολογιστή μας. Το Βιβλίο του Διαβόλου που χρονολογείται τον 13ο αιώνα, αλλά και το αρχαίο ιαπωνικό μυθιστόρημα η ιστορία του Γκέντζι, πρωτότυπα κείμενα του Ραπελέ, καρτ-ποστάλ της Σάρα Μπερνάρ, χάρτες του Νέου Κόσμου συγκαταλέγονται στα «διαμάντια» αυτού του ψηφιακού ιστοτόπου.

Κάθε κείμενο αποτελεί σελίδα στην οποία εμφανίζονται η φωτογραφία του με μια σύντομη περιγραφή του κειμένου, χάρτη κλπ., το όνομα του συγγραφέα με ένα σύντομο βιογραφικό, η ημερομηνία που γράφτηκε ή φιλοτεχνήθηκε το έργο, η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο, ο τίτλος στην αρχική του γλώσσα, η χώρα προέλευσης, η κατάταξή του σε κατηγορία (λογοτεχνία, φιλοσοφία κλπ.), ο τύπος του αντικειμένου (χειρόγραφο, βιβλίο κλπ.), μια φυσική περιγραφή (διαστάσεις, χρώμα μελανιού, τύπος βιβλιοδεσίας), σε ποια συλλογή και ποιο ινστιτούτο ανήκει (πανεπιστήμιο, βιβλιοθήκη κλπ.). Πατώντας επάνω στη φωτογραφία ο χρήστης εισέρχεται στον δικτυακό χώρο που βρίσκεται ολόκληρο το έργο, εκεί όπου μπορεί να το ξεφυλλίσει, να το μεγενθύνει, να αποθηκεύσει μέρος του ή ολόκληρο. Η αναζήτηση και η πλοήγηση γίνονται σε επτά γλώσσες, όχι όμως στα ελληνικά.

Η ιδέα αυτού του εγχειρήματος προτάθηκε το 2005 από τον James H. Billington, βιβλιοθηκάριο της Βιβλιοθήκης του αμερικανικού Κογκρέσου και έγινε αμέσως αποδεκτή από την UNESCΟ. Ειδικοί από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν σειρά δυσκολιών, όπως η ανύπαρκτη ψηφιοποίηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των κειμένων και λοιπών έργων που θα ενσωμάτωναν, κυρίως από ηπείρους όπως η Αφρική, αναγκάζοντάς τους να ξεκινήσουν από μηδενικό επίπεδο. Μέχρι τώρα έχουν ψηφιοποιηθεί 1170 έργα, αλλά ο αριθμός τους τείνει να αυξάνεται συνεχώς, χάρη στην ακατάπαυστη προσπάθεια του επιστημονικού επιτελείου που έχει αναλάβει το σπουδαίο αυτό εγχείρημα. Σκοπός, να ψηφιοποιηθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερος αριθμός έργων παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς και σημασίας, έτσι ώστε η γνώση να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, αλλά και να διαφυλαχτούν ανεκτίμητοι πολιτιστικοί θησαυροί από τη φθορά του χρόνου. «Εκτός από την προώθηση της διεθνούς κατανόησης, στόχος της BNM είναι η αύξηση της ποσότητας και της ποικιλίας του πολιτιστικού περιεχομένου στο διαδίκτυο ώστε να χρησιμοποιηθεί από τους καθηγητές, τους μαθητές και το ευρύ κοινό», ανέφερε σε ανακοίνωση της η UNESCO, τονίζοντας ότι η ψηφιακή βιβλιοθήκη θα γεφυρώσει το ψηφιακό χάσμα ανάμεσα στις χώρες και την ανάπτυξη της πολυγλωσσίας.

Το site της Παγκόσμιας Ψηφιακής Βιβλιοθήκης, για το οποίο συνεργάστηκαν η βιβλιοθήκη του κογκρέσου των ΗΠΑ, η UNESCO, καθώς και 32 ακόμη οργανισμοί (βιβλιοθήκη Αλεξάνδρειας, πανεπιστήμιο Yale κλπ.) βρίσκεται στο:

http://www.wdl.org/


14.4.09

Πάθη και Ανάσταση



Τρεις μέρες είχαν περάσει από το «Τετέλεσται» και η πλάση δεν έλεγε να ξημερώσει. Όλα σκοτεινά, σα να πενθούσαν το νεκρό βασιλέα. Ακόμα και οι πιο δύσπιστοι πίστεψαν. Ακόμα και οι δήμιοι μετανόησαν. Ο άνθρωπος-Χριστός ήταν νεκρός και μαζί του είχαν εκπνεύσει όλη η θνητότητα και η φθορά του ανθρώπινου γένους. Παναγία, Μαγδαληνή και Ιωάννης κατέβασαν σιωπηλά το άγιο Σώμα από το σταυρό, το τύλιξαν σε σάβανα και το μετέφεραν σε σκοτεινή σπηλιά, στο σπίτι των νεκρών, και πέτρα κύλησε στην είσοδο σφραγίζοντας το μνημείο, ενώ στρατιώτες διατάχτηκαν να φυλούν σκοπιά μέρα-νύχτα. Νωρίς το πρωί της Κυριακής η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη πήραν μύρο και κίνησαν για τον τάφο, για να περιποιηθούν τον νεκρό όπως όριζε το έθιμο. Μόνο που ο τάφος ήταν κενός. Ένας άγγελος, καθισμένος στην πέτρα που σφράγιζε την είσοδο, τους ρώτησε: «Γιατί αναζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς;» Αυτό τους ρώτησε. Ο θεός-Χριστός είχε αναστηθεί…

Είναι μέσα σ’ αυτή τη φράση που διακρίνω όλο το νόημα του Χριστιανισμού, γιατί τι είναι ο Χριστιανισμός αν όχι η νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο; Και ο θάνατος δεν είναι εύκολος αντίπαλος, μοιάζει με λερναία ύδρα που τα κεφάλια της εισχωρούν σε κάθε πτυχή της ζωής ύπουλα και αθόρυβα, χωρίς κανείς να τον παίρνει είδηση, παρά μόνο όταν είναι αργά. Το νόημα της Ανάστασης, της αναγέννησης δηλαδή και της ελπίδας, της εσωτερικής ενδοσκόπησης και ανάτασης, της υπερίσχυσης του θεϊκού στοιχείου μέσα μας που καταπνίγεται από το ανθρώπινο, παρόλο που το ξεπερνάει, και που πρέπει να σκάψει κανείς βαθιά για να το ανακαλύψει και να το απελευθερώσει, όλα αυτά είναι μηνύματα που πρεσβεύει η χριστιανική θρησκεία σε ένα δεύτερο, πέρα από το θρησκευτικό νόημα των ημερών, επίπεδο, ως ιδεολογία και ως φιλοσοφία ζωής.

Δεν είναι τυχαίο ότι η γιορτή του Πάσχα συμπίπτει με την άνοιξη, εποχή που η φύση ξυπνά και ξαναγεννιέται μετά από τη χειμερία της νάρκη. Η εβδομάδα των Παθών μπορεί συνειρμικά να συγκριθεί με την σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, ο οποίος, φυλακισμένος στους φόβους, τη συνήθεια, τη στασιμότητα, την αρνητικότητα, την προκατάληψη, την ψυχολογική τελμάτωση και με τυφλωμένη την πνευματική του όραση, κουβαλάει έναν προσωπικό σταυρό μη εξέλιξης. Η εσωτερική αναμέτρηση με τον πόνο, τη δυστυχία, τον θάνατο (κυριολεκτικό και μεταφορικό) ως θέματα υπαρξιακά, γίνεται ο προσωπικός Γολγοθάς που ανηφορίζουμε όλοι μας, επιδιώκοντας την δική μας προσωπική Ανάσταση, ώστε να ξαναγεννηθούμε με διαφορετικό τρόπο.

Στην ελπίδα που προσφέρει η γιορτή της Ανάστασης στους ανθρώπους, η οποία χτίζεται από τις μέρες της Σαρακοστής και κορυφώνεται την εβδομάδα των Παθών, κρύβεται όλο το νόημα των ημερών. Το μήνυμα ότι παρά τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει ο καθένας στη ζωή του, μπορεί να τις ξεπεράσει, φτάνει να θέλει και να τολμά να αλλάξει τον ίδιο του τον εαυτό εκ των έσω, είναι φιλοσοφία ζωής που δεν περιορίζεται στα στενά όρια μιας θρησκείας, αλλά γίνεται το δώρο αυτής της θρησκείας στην ανθρωπότητα και μπορεί να εισπραχθεί ή όχι από τον καθένα κατά βούληση, είναι-δεν είναι χριστιανός.



Καλό Πάσχα σε όλους!



7.4.09

Έμπνευση που σε έλεγαν Γυναίκα



Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ζωής και έργου που θα μπορούσε να φωτίσει μέρος της ακατάλυπτης για πολλούς πολυπλοκότητας μιας γυναικείας καλλιτεχνικής ψυχής, είναι εκείνο της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη. Το όνομά της έχει συνδεθεί με την νεορομαντική έκφραση των εκφάνσεων του έρωτα και της ζωής μέσα στον ποιητικό λόγο, ρεύμα που κυριαρχούσε στον λογοτεχνικό χώρο στην Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα. Παρά τον εμπνευσμένο ποιητικό της λόγο, οι κριτικοί δεν μπόρεσαν να διακρίνουν την αξία του έργου της παρά μόνο λίγο πριν τον θάνατό της. Η αιτία αυτού του παραγκωνισμού δεν είχε να κάνει όμως με την ποιότητα της δουλειάς της, αλλά με έναν αξεπέραστο σκόπελο που εμπόδιζε την ελεύθερη πρόσβαση σε εκείνη και το έργο της. Το όνομα αυτού του σκοπέλου: Κώστας Καρυωτάκης. Η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη παραμελήθηκε για χρόνια, αφού για τους περισσότερους κριτικούς η Μαρία ήταν απλά το μέσον για να φτάσουν στην ποίηση του μεγάλου ποιητή και στην ερμηνεία της, προσανατολίζοντας έτσι το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στην ερωτική τους σχέση.

Η Μαρία φαίνεται πως δεν πολυενδιαφερόταν για την αναγνώριση και την καταξίωσή της ως ποιήτρια, αφού για την ίδια το έργο της ήταν η ζωή της. Δεν έγραφε για χάρη της ποίησης, αλλά από ανάγκη εσωτερική να εκφράσει όλες τις εμπειρίες, τα ερεθίσματα και τα συναισθήματα που αντλούσε από την ίδια της τη ζωή. Προσωπικότητα βαθιά ρομαντική διοχετεύει όλον τον ρομαντισμό της σε μια ελεγειακή ποίηση, όπου, στην αρχή τουλάχιστον, η θεματική είναι εντελώς τυχαία. Μιλά για την οικογένεια, τον θρήνο για το πτώμα ενός ναυτικού που ξέβρασε η θάλασσα, για τους κυνηγούς και τη φύση, κι όταν γνωρίζεται με τον Κώστα Καρυωτάκη, μιλά για πρώτη φορά για τον έρωτα.

Η σχέση της με τον Καρυωτάκη αλλάζει άρδειν το ποιητικό της ύφος. Η ποίησή της αρχίζει και απομακρύνεται από τη χαρά και την ξεγνοιασιά της ανέμελης ζωής, γίνεται προοδευτικά όλο και πιο σκοτεινή και πάλλεται από ένα εκχύλισμα πίκρας που απλώνεται σχεδόν στο σύνολο του έργου της, για να καταλήξει, μετά την αυτοκτονία του ποιητή, σε θρήνο για τον χαμό του και στη συνέχεια για τον δικό της χαμό. Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης είναι ο άνθρωπος που σημαδεύει βαθιά τόσο τη ζωή της όσο και το ποιητικό της έργο. Για κείνη είναι ο μεγάλος έρωτας. Για κείνον… όχι και τόσο. Η ανταπόκριση είναι μικρή και επιφανειακή και η σχέση τους λήγει άδοξα, ποτέ όμως δεν θα καταφέρει να τον ξεπεράσει. Ο πόνος του ανεκπλήρωτου και της απώλειας θα την συντροφεύει ως το τέλος, που δεν αργεί να’ ρθει.

«… Έρχεται. Ακούω που χτυπά πιο βιαστικά η καμπάνα.
Είμαι έτοιμη. Μονάχη της το τέλος αντικρύζει
πιο γρήγορο, στον πόθο της η τραγική ψυχή μου,
αμφίβολη αν την πίστεψε αυτός που τη γνωρίζει…»

Το μόνο που διακόπτει τον χείμαρρο του πόνου και του θρήνου είναι κάποιες στιγμές πυρπολημένες από το ερωτικό πάθος και μια κρυφή λαχτάρα ζωής.

«… Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου…»

Έρωτας και Θάνατος γίνονται οι δύο πόλοι στην ποιητική πορεία της Πολυδούρη, μα το ταξίδι της από τον έναν πόλο στον άλλο πάντοτε κυριαρχείται από παλλόμενο λυρισμό.

«… Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου ο κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάει
κι αν του ανακόβεται η στιγμή
να’ ρθεί που τον προσμένω…»

Το οξύμωρο με την Μαρία Πολυδώρη ωστόσο, είναι πως όσο πεσιμιστική κι αν είναι η ποίησή της, άλλο τόσο προοδευτική και φιλελεύθερη ήταν η νοοτροπία της για τη ζωή. Στην δεκατετία του 1920 είναι από τις λίγες γυναίκες που φοιτούν στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ο ανυπότακτος χαρακτήρας της επαρχιωτοπούλας που ήρθε στην πρωτεύουσα για να σπουδάσει δεν θα περνούσε απαρατήρητος. Ακόμα και στη σχέση της με τον Κώστα Καρυωτάκη, η ίδια είναι που θα πάρει την πρωτοβουλία και θα του κάνει με ένα γράμμα της πρόταση γάμου. Ξεκινά να γράφει το ημερολόγιό της την εποχή που γνωρίζει τον Καρυωτάκη, το οποίο από μόνο του αποτελεί ένα αξιόλογο λογοτέχνημα που τολμά να σαρκάσει τις συμβατικότητες μιας συντηρητικής κοινωνίας. Σε μια εποχή που η γυναικεία φωνή δεν ήταν ακόμα αρκετά ηχηρή ώστε να ακουστεί στο ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, η ίδια υιοθέτησε μια ιδιότυπη και ριζοσπαστική στάση ζωής απέναντι στην συντηρητική αθηναϊκή κοινωνία των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.

Αυτές οι ασυνήθιστες και ριζοσπαστικές για την εποχή επιλογές όμως, δεν φαίνεται να πέρασαν στην ποίησή της, κάτι που γεννά το εύλογο ερώτημα: πού βρίσκεται η αληθινή Πολυδούρη, στη ζωή ή στο έργο της; Η ίδια υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της που είναι ακατάλυτες. Φαντασία και πραγματικότητα μπλέκονται σε ένα αδιάσπαστο κουβάρι και ενώ η ίδια αισθάνεται και ζει με πολύ σοβαρότητα και με πολύ πάθος και στους δύο κόσμους της, έχει κανείς την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει. Η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο ειλικρινές πάθος που έχει κι η ποίησή της. Και το αντίστροφο, η ποίησή της έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας ή και αναρχίας που έχει η ζωή, φτάνοντας να δραπετεύει απ’ τη ζωή, με την ίδια γενναιότητα που την έζησε.

Συνεχίζοντας τον συλλογισμό θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε: Γιατί θα πρέπει να ακυρώνει ο ένας κόσμος τον άλλο (ζωή και ποίηση) και όχι να τον συμπληρώνει; Καμία καλλιτεχνική προσωπικότητα δεν είναι, άλλωστε, μονοδιάστατη, πόσο μάλλον η γυναικεία. Έζησε τη ζωή της σύμφωνα με τις αρχές της και παράλληλα εξέφρασε μέσα από τον ποιητικό λόγο όλον τον συναισθηματισμό που πλημμύριζε τον εσωτερικό της κόσμο, το πάθος για τη ζωή, το πάθος για τον έρωτα, τη συντριβή για ό,τι δεν έζησε, το κενό του ανεκπλήρωτου, τη φθαρτότητα, τη σκιά του θανάτου και στο τέλος, τον ίδιο τον θάνατο. Δεν θα μπορούσε να γράψει για οτιδήποτε άλλο, γιατί απλά, οτιδήποτε άλλο θα ήταν λίγο.

«Δεν θα το πουν, ο πόνος μου πώς άνθισε
παρά τα λυπημένα μου τραγούδια
σαν πεταλούδες οι χαρές με σίμωναν
γιατί ήμουν δροσερή σαν τα λουλούδια.

Δεν θα το πουν, ο πόνος μου πώς μέστωσε
παρά τα πικραμένα μου τραγούδια
οι έρωτες, αηδόνια μου τραγούδαγαν
γιατί ήμουν τρυφερή σαν τα λουλούδια.

Δεν θα το πουν, πώς γιγαντώθη ο πόνος μου
παρά τα σπαραγμένα μου τραγούδια
οι χαροκόποι ανύποπτα με σίμωναν
γιατί ήμουν σιωπηλή σαν τα λουλούδια.

Δεν θα το πουν ο πόνος μου πώς πέθανε
παρά τα σιωπημένα μου τραγούδια
και θα περνά΄η ζωή πάνω μου ξένοιαστη
πώς έσβησα γλυκά σαν τα λουλούδια.»


Μιλώντας για την Πολυδούρη σε σχέση με τον Καρυωτάκη, η Λιλή Ζωγράφου γράφει:
«Μέσα στην Πολυδούρη φώλιαζε μια μανία ζωής, ενώ εκείνος ήταν ολότελα αντιζωικός. Αλλ’ όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς... Πως να μην συγκλονιστεί λοιπόν ο Καρυωτάκης – που γεννήθηκε νικημένος – από μια γυναίκα που ’βαλε σε δοκιμασία την υποκρισία, τη βλακεία και την ανηθικότητα της εποχής της με μόνη τη λεβεντιά της να ’ναι ειλικρινής και γνήσια;...»Συνεχίζοντας να μιλά για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη:
«… Μια αιώνια παρεξήγηση, να τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους. Μια μοιραία αλυσίδα παρανοήσεων και παρεξηγήσεων που θα τους χωρίζει στις πιο δύσκολες στιγμές και ακριβώς όταν θα ’χουν περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλο.»Και μιλώντας μόνο για τη Μαρία:
«… Από τέτοιους μεγάλους άπιστους, μεγάλους ερωτικούς τυχοδιώκτες, μα πιστούς σ’ ένα πείσμα ν’ ανακαλύψουν μιαν ανύπαχτη τελειότητα κι ένα πάθος να ζήσουνε την απόλυτη ομορφιά, δημιουργηθήκανε τα σύμβολα της ακατάλυτης πίστης – Πηνελόπη, Βεατρίκη, Περσεφόνη – και η Μαρία Πολυδούρη ήτανε από τη στόφα αυτή των Ποιητών.»

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1902 στην Καλαμάτα. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύτηκε στα 14 της χρόνια. Το 1918 τελειώνει το Γυμνάσιο και διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Εκδηλώνει το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο Ζήτημα και τη χειραφέτηση της Γυναίκας. Το 1921 εγγράφεται στη Νομική Σχολή και μετατίθεται στη Νομαρχία Αττικής. Φοιτάει στο Πανεπιστήμιο και γνωρίζει τον Καρυωτάκη, οπόταν και ξεκινά το σύντομο αλλά καταλυτικό για την πορεία τους ειδύλλιο. Το 1925 εγγράφεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Έναν χρόνο μετά προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται. Τα επόμενα δύο χρόνια μπαινο-βγαίνει στα νοσοκομεία. Το 1928 μαθαίνει την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Τον Μάρτη του 1930 μεταφέρεται από την κλινική Χριστομάνου στην εξοχή, μετά από παράκλησή της. Στις 3 τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου πεθαίνει. Είναι μόλις 28 χρονών.

«Νέε, με την άχρωμη ματιά, με το σφιγμένο στόμα,
η θλίψη σου έκαμε ν’ ανθίσει η σκοτεινή καρδιά μου.
Μα δεν εθάρρεψα ποτέ κι ούτε και τώρα ακόμα
και τράβηξα στο γνώριμο στρατί προς τη νυχτιά μου.

Άλλες ελπίδες γύρω σου χαρούμενες γυρίζουν
έχεις ένα χαμόγελο γλυκά υποσχετικό
κι εγώ όλο απομακρύνομαι, που να μην ξεχωρίζουν
στα προδομένα μάτια μου το μάταιο μυστικό.

Κι αν δε με πήρε ούτε στιγμή στ’ ανάλαφρα φτερά της
η πίστη της χαράς εμέ, κι εγώ να ονειρευτώ
μα πως εσύ χαμογελάς γλυκά στο κάλεσμά της
ας μη μου τύχαινε ποτέ να’ ναι μια πλάνη αυτό.

Τη θλίψη σου που αγάπησα να μην ιδώ ποτέ μου
ενάντια σου να εγείρεται μοιραία καταστροφή
και ανώφελη η αγάπη μου, πάλι χαρά του ανέμου
να’ ναι και μας ασίγαστης μανίας η τροφή.»