25.2.09

Καρναβάλι στη Βενετία



Είχα ακούσει γι’ αυτό, είχα διαβάσει, είχα δει φωτογραφίες, φέτος όμως διαπίστωσα πως μόνο αν το ζήσεις μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει Καρναβάλι στη Βενετία. Δεν ξέρω αν φταίει η γεωφυσική ιδιαιτερότητα της πόλης που την κάνει τόσο μοναδική, το γεγονός ότι καταφέρνει να μένει απαράλλακτη μέσα στον χρόνο διατηρώντας το ιδιαίτερο χρώμα και χαρακτήρα της, το ότι βυθίζεται χειμώνα-καλοκαίρι από τα εκατομμύρια των επισκεπτών της, όπως ακριβώς βυθίζεται και η ίδια χιλιοστό-χιλιοστό μέσα στα παλιρροϊκά νερά της φυσικής λιμνοθάλασσας που την περιβάλλει, γεγονός είναι πως η γοητεία που αποπνέει η πόλη της Βενετίας είναι διαχρονική και ανεξίτηλη.

Χτισμένη πάνω σε μια ανομοιογενή επιφάνεια εκατό και πλέον χαμηλών νησιών που ενώνονται μεταξύ τους με χτιστές γέφυρες (αρχικά ήταν ιδιωτικές που για τη χρήση τους χρεώνονταν διόδια και καμιά δεν είχε κιγκλιδώματα, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο κατά τη διάρκεια της νύχτας), η Βενετία είναι περισσότερο στραμένη προς το παρελθόν παρά στο παρόν της. Λίγα οικοδομήματα έχουν αλλάξει τα τελευταία 200 χρόνια, αν και η χρήση τους, ειδικά στα παλάτσα, τις αποθήκες και τις μονές της, έχει προσαρμοστεί στα σύγχρονα τουριστικά δεδομένα κι έχουν γίνει καταστήματα, ξενοδοχεία, διαμερίσματα, μουσεία και κέντρα αποκατάστασης έργων τέχνης. Ήδη από το 1500, η πόλη είχε αποκτήσει σχεδόν τη μορφή που έχει σήμερα.

Λόγω των εξαιρετικά αντίξοων συνθηκών, οι Βενετοί οικοδόμοι ανέπτυξαν τεχνικές κατασκευής ανθεκτικές στην διάβρωση, τις παλίρροιες και το λασπώδες υπέδαφος. Όλα τα οικοδομήματα της πόλης στηρίζονται σε πασάλους από ξύλο βελανιδιάς και πεύκου τοποθετημένους σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μην απελευθερώνεται οξυγόνο – ζωτικό για τα μικρόβια που προκαλούν την αποσύνθεση – κι έτσι να μη σαπίζουν. Συχνά, τα καμπαναριά γέρνουν εξαιτίας της αστάθειας του υπεδάφους, ανάμεσά τους και το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου, η δική μας ορθόδοξη εκκλησία που βρίσκεται στην καρδιά της ελληνικής παροικίας, πίσω από την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου ύψους 98,5 μέτρων δεν γλίτωσε, αφού κατέρρευσε το 1902, μετά από 1000 χρόνια από την κατασκευή του. Όταν ξαναχτίστηκε, χρησιμοποιήθηκαν και πάλι ξύλινα θεμέλια διπλάσια σε μέγεθος από τα αρχικά.

Μια πόλη χωρίς δρόμους, έκανε δρόμους τα κανάλια της. Πριν τη σύνδεσή της με τον σιδηρόδρομο, οι επισκέπτες έφταναν κυρίως με πλοίο, γι’ αυτό και μόνο οι προσόψεις των κτηρίων που αντίκριζαν το κανάλι ήταν περίτεχνα διακοσμημένες. Οι πιο σημαντικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που απαντά κανείς στα παλάτσα της Βενετίας είναι ο βυζαντινός (12ος-13ος αι.), ο γοτθικός (13ος-μέσα 15ου αι.), ο αναγεννησιακός (15ος-16ος αι.) και ο μπαρόκ (17ος αι.). Η γνώση των θαλάσσιων δρόμων της πόλης είναι άμεσα συνυφασμένη με τους γονδολιέρηδες, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του συμβολισμού και της γραφικότητας της Βενετίας. Η γνώση περνά από πατέρα σε γιο και εξακολουθεί και παραμένει αντρικό προνόμιο μέχρι και σήμερα. Η γόνδολα, με τον λεπτό κορμό και την επίπεδη κάτω πλευρά, κατασκευασμένη με τεχνικές του 1880, έχει το κατάλληλο σχήμα ώστε να πλέει στα στενά και ρηχά κανάλια. Κάποτε χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά αγαθών από την αγορά στα παλάτσα, σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως για τουριστικές βόλτες, προσφέροντας μια εντελώς διαφορετική οπτική της πόλης, μιας και το να γλιστρά κανείς στα ήσυχα νερά που βρέχουν πλούσια αρχοντικά με ένα μέσο μεταφοράς χιλίων χρόνων αποτελεί μια πραγματικά ανεπανάληπτη εμπειρία.

Παρόλο που η Βενετία προσφέρεται για διακοπές όλο τον χρόνο, οι δέκα μέρες της γιορτής του Καρναβαλιού είναι ιδιαίτερα ξεχωριστή περίοδος. Το Καρναβάλι της Βενετίας έχει τις ρίζες του στον 11ο αιώνα. Μετά από μια περίοδο παρακμής που ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, αναβίωσε ξανά το 1979. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη, που η Πολιτεία αναγκάστηκε να κλείσει τους δρόμους που οδηγούσαν στην πόλη. Σήμερα, εξακολουθεί και διατηρεί το χρώμα αλλοτινών εποχών. Σκοπός του Καρναβαλιού δεν είναι να σατιρίσει το σήμερα, αλλά να αναβιώσει το χτες. Πληρώματα με φανταχτερά κοστούμια από βαριά βελούδα, σατέν και ανεκτίμητες βενετσιάνικες δαντέλες, παπούτσια και τσάντες εποχής, κοσμήματα και κονκάρδες, πολύχρωμα φτερά και, φυσικά, τις διάσημες βενετσιάνικες μάσκες, φτιαγμένες με την τεχνική του παπιέ μασέ (πεπιεσμένο χαρτί) και επεξεργασμένες έτσι ώστε να φαίνονται σαν φίνες πορσελάνες, όλες ζωγραφισμένες στο χέρι με περίτεχνα μοναδικά σχέδια, κατακλύζουν την πιάτσα Σαν Μάρκο, όπου δεσπόζουν η μεγάλη Βασιλική και το Παλάτι των Δόγηδων, και όλα τα στενά της πόλης, ποζάρουν στην προθήκη του καφέ Florian, το αγαπημένο στέκι του λόρδου Βύρωνα, μπλέκονται ανάμεσα στον κόσμο, φωτογραφίζονται μαζί του, δίνοντας μια μαγευτική ατμόσφαιρα στην ήδη μαγευτική πόλη της Βενετίας. Την Κυριακή της Αποκριάς στήνεται μια ξέφρενη γιορτή στην πλατεία, όπου διαγωνίζονται πληρώματα από όλο τον κόσμο, ώστε να αναδειχτεί η πιο πρωτότυπη αποκριάτικη στολή, πέρσι, μάλιστα, η ελληνική ομάδα κατέκτησε την τρίτη θέση. Τα ιταλικά τηλεοπτικά κανάλια ανέφεραν ότι από το πρωί ως το μεσημέρι της Κυριακής πέρασαν από την πιάτσα Σαν Μάρκο περί τους 250.000 επισκέπτες. Το Καρναβάλι λήγει την Τρίτη, όπου γεμίζει ο ουρανός πυροτεχνήματα.

Μπορεί οι λαμπρές τοιχογραφίες των αρχοντικών να έχουν ξεθωριάσει, τα πολύτιμα μάρμαρα να έχουν φθαρεί και τα θεμέλια των κτηρίων να έχουν διαβρωθεί από τις παλίρροιες, μπορεί τα καλοκαίρια η μυρωδιά από τα στάσιμα νερά των καναλιών να είναι αποπνικτική, όμως η Βενετία που λατρεύτηκε και υμνήθηκε από ποιητές, διανούμενους και ζωγράφους, με τον Άγιο Μάρκο, το Παλάτσο Ντουκάλε, τη γέφυρα των στεναγμών, το Ριάλτο, το Κανάλε Γκράντε, τα μοναδικής ομορφιάς νησιά της λιμνοθάλασσάς της (Τορτσέλο, Λίντο, Μουράνο, Μπουράνο), τα ανεκτίμητα έργα τέχνης σπουδαίων ζωγράφων όπως ο Βερονέζε, ο Τιτσιάνο, ο Καναλέττο, ο Μπελίνι, ο Τιντορέτο, ο δικός μας Δομήνικος Θεοτοκόπουλος κτλ., η πάλαι ποτέ αυτοκράτειρα των θαλασσών Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, η Βενετσιά που φιλοξένησε τους Έλληνες μετά την Άλωση της Πόλης και έγιναν η μαγιά που θα φούσκωνε το ζυμάρι της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, η πόλη που πασκίζει να στηριχτεί στα ξύλινα θεμέλιά της και που βυθίζεται ένα τέταρτο του χιλιοστού χρόνο με τον χρόνο, εξακολουθεί να αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου με την αξιοπρέπεια μιας ξεπεσμένης αριστοκράτισσας, παραμένοντας μία από τις πιο μαγευτικές πόλεις της Ευρώπης που αξίζει κανείς να επισκεφτεί τουλάχιστον για μία φορά στη ζωή του.



18.2.09

Degas: Ο αιρετικός των ιμπρεσιονιστών



Τον κατατάσσουν ανάμεσα στους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, όμως, αν και αρχικά ασπάστηκε το κίνημα λόγω της φιλίας του με τον Μανέ, γρήγορα στράφηκε σε μια πιο ρεαλιστική απόδοση των θεμάτων του. Δεν ζωγράφιζε στο ύπαιθρο, όπως οι ιμπρεσιονιστές συνάδελφοί του, δεν κυνηγούσε το φως και την αντανάκλασή του στο νερό, δεν γειτνίαζε συμπληρωματικά χρώματα με μικροσκοπικές πινελιές για να παράγει την ψευδαίσθηση του κύριου.

Ο Edward Degas (1834-1917) ήταν ο ζωγράφος του ατελιέ. Όλα σχεδόν τα έργα του φιλοτεχνήθηκαν μέσα σε κλειστό χώρο, χωρίς ίχνος αυθορμητισμού, αφού το κυνήγι της τελειότητας απαιτούσε από εκείνον εξαντλητική και επαναλαμβανόμενη μελέτη όλων των λεπτομερειών του έργου. Η γκάμα των θεμάτων του ήταν μικρή και πάνω σε αυτήν δούλευε πυρετωδώς συνέχεια, μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Το κυριότερο από όλα του τα θέματα, με το οποίο έφτασε στα όρια της εμμονής, ήταν ο εύθραυστος κόσμος του χορού. Όχι ως αποτέλεσμα που απολάμβανε το φιλοθεάμον κοινό του Παρισιού των τελών του 19ου αιώνα στο παλκοσένικο των θεατρικών αιθουσών, αλλά ως προετοιμασία. Ο κόσμος των παρασκηνίων, η ρουτίνα της καθημερινής άσκησης, ο κάματος, ο ιδρώτας, η αναμονή, οι πρόβες, οι ερωτικές σχέσεις που εκτυλίσονταν πίσω από τη σκηνή, αυτά ήταν τα θέματα που σαγήνευαν τον μεγάλο γάλλο ζωγράφο. Συχνά χρησιμοποιούσε την φωτογραφική μηχανή για να αποθανατίσει κινήσεις και στιγμές και μετά πήγαινε στο ατελιέ και πάνω σε αυτά δούλευε τα έργα του. Μέσα σε σαράντα χρόνια άφησε πάνω από χίλια σχέδια, παστέλ, γκραβούρες και λάδια πάνω στο θέμα του χορού.

Από πολύ νωρίς ο Ντεγκά άρχισε να χάνει την οξύτητα της όρασής του, πρόβλημα που με τα χρόνια επιδεινώθηκε, ώσπου στο τέλος της ζωής του έμεινε τελείως τυφλός. Σ’ αυτή την ώριμη φάση της καλλιτεχνικής του καριέρας, ο Ντεγκά στράφηκε προς τη γλυπτική και τα παστέλ, τα οποία τον διευκόλυναν περισσότερο μιας και δεν απαιτούσαν την οξεία όραση που απαιτούσε η ζωγραφική. Η επιδίωξη της τελειότητας στα θέματά του και ειδικά στις κινήσεις των χορευτριών τον οδήγησαν στο να πειραματιστεί με ένα πλήθος εκφραστικών μέσων, όπως τα προπλάσματα με κερί, πηλό και πλαστελίνη.


Κάποια από τα γύψινα εκμαγεία του ανακαλύφτηκαν πρόσφατα σε περιοχή έξω από το Παρίσι, στο χυτήριο που χρησιμοποιούσε ο κορυφαίος ζωγράφος και γλύπτης. Τα εκμαγεία είχαν παραμείνει στο χυτήριο μέχρι το 1936 και καθώς πτώχευσε και ξαναγοράστηκε, τα εκμαγεία ξεχάστηκαν. Οι ειδικοί θεωρούν ότι πρόκειται για τα τελευταία έργα που βγήκαν από τα χέρια του καλλιτέχνη. Αυτά τα εκμαγεία ήταν σπουδές και δεν είχαν σκοπό να εκτεθούν. Οι κληρονόμοι του αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν την απρόσμενη ανακάλυψη με την έγκριση κατασκευής μιας περιορισμένης σειράς μπρούτζινων γλυπτών τα οποία θα παρουσιαστούν στον κόσμο για πρώτη φορά σε μια περιοδεύουσα έκθεση.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μουσεία, σχετικά με το ποιο από αυτά θα είναι ο πρώτος σταθμός αυτής της σημαντικής έκθεσης ήταν μεγάλος. Τελικά, τα ηνία αναλαμβάνει η Ελλάδα, αφού η έκθεση με τα πρωτοεμφανιζόμενα γλυπτά του Ντεγκά αναμένεται να ξεκινήσει στις 21 του ερχόμενου Νοέμβρη στην Αθήνα, όπου και θα φιλοξενηθεί στο Μουσείο Ηρακλειδών (Ηρακλειδών 16, Θησείο, τηλ. 210 34 61 981). Τυχεροί λοιπόν οι Έλληνες, και δη, οι Αθηναίοι, που θα έχουν την μοναδική ευκαιρία να θαυμάσουν πρώτοι σε όλο τον κόσμο τα πιστοποιημένα έργα του καλλιτέχνη.

Πρωταγωνίστρια ανάμεσα στα 74 γλυπτά του Ντεγκά θα είναι η διάσημη «μικρή δεκατετράχρονη μπαλαρίνα», ύψους ενός περίπου μέτρου, έργο που δημοπρατήθηκε πρόσφατα από τον οίκο Sotheby’s σε άγνωστο πλειοδότη από την Ασία έναντι του αστρονομικού ποσού των 19 εκατομμυρίων δολλαρίων. Σύμφωνα με τον οίκο δημοπρασιών το ποσό αποτελεί ρεκόρ για γλυπτό του Ντεγκά, το οποίο θεωρείται ένα από τα πιο φημισμένα γλυπτά όλων των εποχών.

"Ο Ντεγκά δεν είχε παρουσιάσει κανένα από τα γλυπτά του όσο ζούσε καθώς θεωρούσε ότι ο Ροντέν ήταν ο καλύτερος γλύπτης της εποχής και δεν μπορούσε να εμφανίζεται και ο ίδιος ως γλύπτης. Το μοναδικό έργο που ο ίδιος είχε παρουσιάσει ήταν η “Μπαλαρίνα” και αυτή ήταν από κερί, όχι από μπρούτζο", αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Φυρός, υπεύθυνος του μουσείου Ηρακλειδών, ο οποίος παράλληλα επισημαίνει: «Στην έκθεση που θα φιλοξενήσουμε περιλαμβάνονται και δύο από τα γύψινα εκμαγεία των έργων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γεγονός καθώς μας δίνει την ευκαιρία να θαυμάσουμε από κοντά το έργο που ο ίδιος ο Ντεγκά δούλεψε με τα χέρια του... Το σημαντικό αυτής της έκθεσης είναι πως το κοινό θα έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να δει μια πλήρη σειρά των έργων γλυπτικής του Ντεγκά, τον οποίο γνωρίζει κυρίως ως ζωγράφο και ως δείγμα της γλυπτικής του έχει δει μόνο την περίφημη "Χορεύτρια"».

Εκτός από τις μπαλαρίνες, άλλα θέματα που θα εκτεθούν είναι άλογα (άλλο ένα από τα αγαπημένα θέματα του δημιουργού), βάζα, προσωπογραφίες, κτλ. Η έκθεση θα διαρκέσει πέντε μήνες και πρόθεση των κληρονόμων του Ντεγκά είναι μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας η μόνιμη έκθεσή τους σε μουσείο.


14.2.09

Μονόγραμμα


Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εδώ, μ’ ακούς
Σ΄αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς;

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι, μ’ ακούς
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει, μ’ ακούς
Στα νερά ένα-ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες, μ’ ακούς
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς;

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς;

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;…
Οδυσσέας Ελύτης


11.2.09

Guilty

Guilty of all your silence

of casting me your spell

of keeping me enraptured

of passing me through hell.

 
Guilty of misconceiving

of tearing me apart

Guilty of frosting shadows

upon my gentle heart.

 
Guilty of breaking promises

of using perfect rimes

Guilty of disbeleiving me

Guilty of all your crimes.



Guilty a thousand times.

10.2.09

Τα τσιγγάνικα βιολιά της Βουδαπέστης στην Αθήνα



54 βιολιά, 10 βιόλες, 10 τσέλο, 10 κοντραμπάσο, 10 κλαρινέτα, 6 κύμβαλα, 100 δεξιοτέχνες, 2 σολίστες, καμία παρτιτούρα, μία γλώσσα, μία ψυχή. Η γλώσσα της μουσικής και η ψυχή των τσιγγάνων. Το ουγγρικό όνομα της ορχήστρας: Szaztagn Cinanyzencokow (στα ουγγρικά σημαίνει 100 τσιγγάνικα βιολιά), ίσως όμως τους ξέρετε με το άλλο τους όνομα:
Budapest Gypsy Symphony Orchestra,
τουτέστιν Συμφωνική Ορχήστρα Τσιγγάνων της Βουδαπέστης.

Η μεγαλύτερη τσιγγάνικη συμφωνική ορχήστρα στον κόσμο έρχεται στην Αθήνα για δεύτερη συνεχή χρονιά, μετά τις sold-out παραστάσεις που έδωσε πέρσι ξεσηκώνοντας το κοινό της πρωτεύουσας με το πάθος της μουσικής τους. Ο ήχος τους μεθυστικός και αυθόρμητος σαν τσιγγάνικη γιορτή, που δεν χωρά μέσα σε πεντάγραμμα, αλλά γίνεται ουράνιο τόξο και μαγεία και συναίσθημα και ένστικτο αλάνθαστο. Οι μουσικοί παίζουν από μνήμης με κοινή ψυχή και με κοινό υπόστρωμα την κουλτούρα ενός λαού που γνωρίζει την μουσική πιο καλά από τις λέξεις, με την απόλυτη όμως πειθαρχία και ακρίβεια ενός κλασικού ορχηστρικού σχήματος.

Η παγκόσμιας φήμης Budapest Gypsy Symphony Orchestra γεννήθηκε σε μια στιγμή αυτοσχεδιασμού, από τους μουσικούς που συνόδεψαν τον διασημότερο τσιγγάνο σολίστα της Ουγγαρίας Sandor Jaroka στην τελευταία του κατοικία. Έκτοτε, όπου κι αν παίξει ξεσηκώνει θύελλα χειροκροτημάτων και ενθουσιασμού. Το σχήμα δεν μένει ποτέ σταθερό, αφού κάθε χρόνο, διοργανώνει διαγωνισμό για σολίστες στην Βουδαπέστη και οι νικητές γίνονται αυτόματα μέλη της.

Το φετινό ρεπερτόριο περιλαμβάνει τόσο τσιγγάνικες μελωδίες, από τον «Χορό των Σπαθιών» του Kachaturian (έναν ξεσηκωτικό ρυθμό στα βήματα των Αρμενίων πολεμιστών), Ουγγαρέζικους Χορούς του Brahms και σλάβικες μελωδίες, όπου οι μουσικοί θα φορούν τις πολύχρωμες φανταχτερές παραδοσιακές στολές τους, μέχρι κλασικό ρεπερτόριο με έργα των Straus (πατέρα και γιου), Bizet, Liszt, Berlioz, όπου θα εμφανιστούν με φράκα.

Οι 100 δεξιοτέχνες της Βουδαπέστης θα πλημμυρίσουν με την μπριόζικη μουσική τους το θέατρο Badminton, στο Γουδί (τηλ: 211 1086024), από τις 13 – 18 Φεβρουαρίου και από τις 20 – 22 Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη, στο Μέγαρο Μουσικής.

Πληροφορίες – Κρατήσεις: http://www.ticketnet.gr/

Τα εισιτήρια κυμαίνονται από 20€ - 80€

7.2.09

Ξημέρωμα Σαββάτου


Ξημέρωμα Σαββάτου πνιγμένο στη σιωπή
σαν ψίθυρος θανάτου που ψάχνει να με βρει

σα μυστική πορεία σ’ υπόγεια διαδρομή
σημάδια που’ χα αφήσει η αγάπη μου να βρει.


Ξημέρωμα Σαββάτου το ίδιο σκηνικό
σκιά που εκείνη φεύγει κι εγώ την κυνηγώ
του χρόνου οι αναμνήσεις πληγές μου που μετρούν
ονείρου παραισθήσεις που καίνε και μεθούν.


Ξημέρωμα Σαββάτου πεθαίνει μια ευχή
σαν κύμα που γυρεύει την τελευταία ακτή

σαν ψέμα που ζητάει αλήθεια να ντυθεί
και τον χαμό της βρίσκει σε κάθε ανατολή…

 

2.2.09

Αναζητώντας τον Ρεμπώ



Τα ποιήματά του χαρακτηρίστηκαν ως λογοτεχνικές ωρολογιακές βόμβες. Για τον Αλμπέρ Καμύ ήταν «ο ποιητής της εξέγερσης και μάλιστα ο σημαντικότερος από όλους». Γάλλοι ομότεχνοί του τον αποκάλεσαν «Μεσσία». Δεν δέχτηκε καμιά επιρροή και επηρέασε τους πάντες. Σύμφωνα με τον Πωλ Βαλερύ «όλη η γνωστή λογοτεχνία είναι γραμμένη στη γλώσσα της κοινής λογικής - εκτός από εκείνη που έχει γράψει ο Ρεμπώ».

Για τον Αρθούρο Ρεμπώ (Arthur Rimbaud,1854-1891) δεν υπάρχουν ουδέτερες αντιδράσεις. Ή τον μισείς ή τον λατρεύεις. Αυτό φαίνεται καθαρά από τις ακραίες κριτικές που έχουν γραφτεί γι’ αυτόν και το έργο του:

«Ένα αγγελικό μυαλό που είχε αναμφίβολα δεχτεί τη θεία φώτιση». (Πωλ Κλωντέλ)
«Ο εφευρέτης των ρυθμών της σύγχρονης πεζογραφίας και η βάση στην οποία στηρίχτηκαν όλες οι θεωρίες του είδους» ( Ίντιθ Σίτγουελ)
«Ένα από τα υψηλότερα "πνεύματα" μέσα στο σώμα ενός άγριου και τρομερού παιδιού». (Ζακ Ριβιέρ)
«Ένας αληθινός θεός της εφηβείας». (Αντρέ Μπρετόν)
«Ο πρώτος ποιητής ενός αγέννητου πολιτισμού». (Ρενέ Σαρ)
«Ένας επηρμένος διανοητικά έκφυλος με την επιπρόσθετη επιπλοκή, σε περιόδους λογοτεχνικής παραγωγής, του τοξικού παραληρήματος». (Δρ Ζάκμεν-Παρλιέ )
«Ιδιοσυστατικός ψυχοπαθής». (Δρ Ζ. Α. Λακάμπρ)
«Ο πρώτος άνδρας που έκανε ποτέ μια σημαντική δήλωση για την απελευθέρωση των γυναικών, λέγοντας ότι όταν οι γυναίκες απελευθερωθούν από τη μακροχρόνια δουλεία τους στους άνδρες, θα είναι πραγματικός χείμαρρος. Νέοι ρυθμοί, νέα ποίηση, νέοι τρόμοι, νέες ομορφιές». (Πάττι Σμιθ)

Πολλοί έχουν βαδίσει στα ίχνη του προκειμένου να ανακαλύψουν πού κρύβεται η αλήθεια για αυτόν τον τόσο αντιφατικό ποιητή. Αρκετοί τον ακολούθησαν ως τις αχαρτογράφητες περιοχές που διένυσε ως εξερευνητής. Πάνω από δέκα βιβλία είναι ο μέσος όρος των βιογραφιών που γράφονται γι’ αυτόν κάθε χρόνο, καμία όμως δεν έχει κατορθώσει να αιχμαλωτίσει όλες τις πτυχές του πολυδιάστατου και αινιγματικού χαρακτήρα και έργου του, με αποτέλεσμα η καθολική αλήθεια να εξακολουθεί να παραμένει άπιαστη.

Ο ίδιος ήταν ο πρώτος που αποκήρυξε με τις επιλογές του τους μύθους που συνδέθηκαν με την φήμη του. Άγνωστο γιατί, αποφασίζει να εγκαταλείψει την ποίηση στα είκοσί του χρόνια και ενώ είχε ήδη δείξει σαφή δείγματα δυνατής ποιητικής γραφής. Εγκαταλείπει τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού και ξεκινά μια περιπετειώδη ζωή, ερχόμενος συνεχώς σε μετωπική σύγκρουση με τα χρηστά ήθη της εποχής του. Έχει μείνει στην ιστορία η παθιασμένη σχέση του με τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό του, επίσης ποιητή, Πωλ Βερλαίν, την οποία δεν κάλυψε ποτέ κάτω από κοινωνικές μάσκες και ταμπού (ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τον 19ο αιώνα ακόμη), αντίθετα την προασπίζεται με θέρμη ως μοντέλο κοινωνικής αλλαγής. Ταξιδεύει σε πολλές χώρες του κόσμου, εργάζεται ως εργοστασιακός εργάτης, παιδαγωγός, επαίτης, λιμενεργάτης, μισθοφόρος, ναυτικός, εξερευνητής, έμπορος, λαθρέμπορος όπλων, αργυραμοιβός και, για ορισμένους κατοίκους της νότιας Αβησσυνίας, ως μουσουλμάνος Προφήτης.

Ο ίδιος ήταν αυτός που με τις ανατρεπτικές επιλογές και την αδυσώπητη γραφίδα του, διαμόρφωσε τον θρύλο του. Εμπνευσμένος αναρχικός, ναρκομανής, ομοφυλόφιλος, με εκδηλώσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς που έφτανε συχνά στα όρια της παρανομίας, ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο ιδανικός αντι-ήρωας, ο σκοτεινός και πολυδιάστατος, ο ευφυής και δαιμονικός, υπήρξε από τις πιο καταστρεπτικές και λυτρωτικές παρουσίες στον πολιτισμό του 20ού αιώνα.

Ποιητής με άγριο κυνισμό και επιδέξιος χειραγωγός, προκαλούσε, αμφισβητούσε, κατέρριπτε και ανέπλαθε με τα πάντα τα πάντα, ακόμη και την ίδια την πραγματικότητα, την οποία θεωρούσε ένα πεδίο πολύ περιοριστικό για την τέχνη της ποίησης, αφού ο αληθινός ποιητής αποτελούσε για τον Ρεμπώ ένα είδος προφήτη, ικανό να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Για να γίνει αυτό, είχε χρέος να γνωριστεί με τον εαυτό του, να τον μάθει, να τον καλλιεργήσει στο μυαλό και στην ψυχή, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα». Για να γίνει προφήτης, έπρεπε να απορρυθμίσει όλες του τις αισθήσεις, εννοώντας προφανώς την συστηματική υπονόμευση κάθε συμβατικής τους λειτουργίας.

Για τον Ρεμπώ η ποίηση έπρεπε να είναι απαλλαγμένη από όλα τα στεγανά, γι’ αυτό και αναζητούσε με μανία νέες ελεύθερες φόρμες, απομακρύνοντας την τέχνη του από τους περιορισμούς του κλασικού μέτρου που επέβαλε ο μέχρι τότε κυρίαρχος στην γαλλική ποίηση τύπος του αλεξανδρινού στίχου. Ο ίδιος αποκαλούσε αυτούς τους πειραματισμούς του «αλχημεία του λόγου». Η γραφή του έδωσε νέες διαστάσεις στην τέχνη της γραφής, η αμφισημία της οποίας εξακολουθεί και αντιστέκεται σε ορθολογιστικές ερμηνείες, με αποτέλεσμα να απομυθοποιήσει την αστική λογοτεχνία, όπως με την ζωή του απομυθοποιούσε την αστική κοινωνία.
«Η πραγματική ζωή είναι απούσα»
«Εγώ είμαι κάποιος άλλος»
«Τον έρωτα πρέπει να τον επινοήσουμε από την αρχή»
«Να τη η εποχή των Δολοφόνων»,
φράση την οποία ο Χένρυ Μίλλερ συνέδεσε με το χάος της χιλιετίας και τον πυρηνικό πόλεμο14 και η

«λελογισμένη απορρύθμιση όλων των αισθήσεων» - που συχνά παρατίθεται χωρίς τη λέξη «λογική»).

Φράσεις αινιγματικές, απόψεις και επιλογές ακραίες, αναμειγνύονται με μια ζωή ξέχειλη από υπερβολές και καταχρήσεις, ποίηση που καθηλώνει, που ανατρέπει, που ισοπεδώνει και αναπλάθει εκ νέου με νέους όρους και νέα δεδομένα, δημιουργώντας ένα σύνθετο και παθολογικά διφορούμενο έργο, όπου ζωή και τέχνη, τέχνη και ζωή δημιουργούν ένα ισχυρό διανοητικό διεγερτικό και ταυτόχρονα ένα πυκνό αδιαπέραστο ιστό φαντασίωσης και παραίσθησης, από την οποία δύσκολα μπορεί να ξεφύγει κανείς. Εκείνος σταμάτησε να γράφει ποίηση, ελάχιστοι είναι όμως εκείνοι που, αφού αγαπήσουν την ποίησή του, σταματούν να την διαβάζουν.

Παρά την βραχύβια πορεία του (πέθανε στα 37 από μια μορφή καρκίνου των οστών, εγκατέλειψε τους λογοτεχνικούς κύκλους στα 20) πρόλαβε παρόλα αυτά και τάραξε τα λιμνάζοντα λογοτεχνικά νερά, εισάγοντας τον ρομαντισμό στον 20ο αιώνα και προετοιμάζοντας το έδαφος για τα κινήματα του συμβολισμού και σουρεαλισμού. Το έργο του διαπότισε βαθύτατα γενιές ολόκληρες καλλιτεχνών και κινήματα, επηρεάζοντας κατά τρόπο εντυπωσιακό σημαντικά ονόματα από όλους τους χώρους των τεχνών, όπως οι Πάμπλο Πικάσσο, Αντρέ Μπρετόν, Ζαν Κοκτώ, Μπομπ Ντύλαν, Τζον Λένον και Τζιμ Μόρρισον, οι οποίοι μέσα από την πρωτοποριακή του τέχνη βρήκαν μια έξοδο κινδύνου από τον χώρο των συμβάσεων και του κομφορμισμού.


***


Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ(Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου)


"Και τώρα η σειρά μου. Η εξιστόρηση μιας τρέλας μου.

Για πολύ καιρό καυχήθηκα πως κάθε πιθανού τόπου ήμουν ο κυρίαρχος και ως γελοιότητες χαρακτήριζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποιήσεως.

Αυτά που μ΄ άρεσαν ήταν: τα παράλογα έργα ζωγραφικής, τα διακοσμητικά στις εξώπορτες, τα σκηνικά, οι μεταμφιέσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα διαφημιστικά φυλλάδια, οι λαϊκοί διάκοσμοι, η ντεμοντέ λογοτεχνία, τα Λατινικά της εκκλησίας, τα ανορθόγραφα ερωτικά βιβλία, οι νουβέλες της γιαγιάς, τα παραμύθια, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλαιές όπερες, τα ανόητα ρεφρέν και οι αφελείς ομοιοκατάληκτοι ρυθμοί.

Ονειρεύτηκα σταυροφορίες, εξερευνητικά ταξίδια που κανείς δεν είχε υπόψη του, ανιστόρητες δημοκρατίες, καταπνιγμένους θρησκευτικούς πολέμους, επαναστάσεις των ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων. Πίστευα σ’ όλα τα μάγια.

Εφηύρα των φωνηέντων το χρωματολόγιο! Το Άλφα για το μαύρο, το Έψιλον για το λευκό, το Ιώτα για το κόκκινο, το Όμικρον για το κυανό, το Ύψιλον για το πράσινο. Οριοθέτησα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου, και, με ενστικτώδεις ρυθμούς, κολακεύτηκα με την ανακάλυψη μιας ποιητικής γλώσσας, που σήμερα ή αύριο, όλοι θ’ αναγνώριζαν. Και κράτησα για μένα τη μετάφραση της.

Αρχικά ήταν κάτι σαν έρευνα. Έγραψα για σιωπές, για νύχτες, έδωσα λέξεις στ’ απερίγραπτο, σταμάτησα την περιδίνηση. "



Arthur Rimbaud


***