24.7.08

Θάνατος στη Βενετία



Το διήγημα του Τόμας Μαν, Θάνατος στη Βενετία δεν είναι καλά-καλά 120 σελίδες. Ο μικρός του όγκος, παρόλα αυτά, δεν ακυρώνει το γεγονός πως αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά κείμενα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η ικανότητα του συγγραφέα να αγγίζει με εξαιρετική προσοχή και δεξιοτεχνία ακόμη και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας και ψυχοσύνθεσης σε ένα θέμα που προκαλεί, η αριστοτεχνική πένα του, με τη συμπυκνωμένη γραφή και τις λεπτεπίλεπτες αναλύσεις, βρίσκουν εδώ τον φυσικό τους χώρο.

Με όχημα τον κεντρικό ήρωα, τον διάσημο συγγραφέα Γκουστάφ φον Άσενμπαχ, ο Μαν ξετυλίγει σε παράλληλη πορεία ένα διπλό ταξίδι. Το απτό, προς μια πόλη που υπόσχεται στον ήρωα, όχι απλά το άγνωστο, αλλά το ασύγκριτο, το «παραμυθένια διαφορετικό» και το άλλο, το υπόγειο, το εσωτερικό ταξίδι από έναν εγκρατή και πειθαρχημένο τρόπο ζωής στα μυστικά μονοπάτια του ανομολόγητου πάθους, της έκστασης, της ολοκληρωτικής παράδοσης σε απύθμενα βάθη ατόφιου και ολοκληρωτικού συναισθήματος.


Η επιθυμία του για το ταξίδι έρχεται σε μια περίοδο δημιουργικού τέλματος. Το έναυσμα αποτελεί ένα αδιάφορο εξωτερικό ερέθισμα, το οποίο όμως αρκεί για να μετατρέψει την επιθυμία σε πάθος και παραίσθηση. Γίνεται σκοπός ζωής για έναν άνθρωπο που τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του είχαν δαμάσει από πολύ νωρίς οποιαδήποτε μορφή παρόρμησης ή ανεμελιάς. Η καταξίωσή του σε κορυφαίο συγγραφέα, ο προσωπικός τίτλος ευγενείας που του απονεμήθηκε ως δώρο στα πεντηκοστά του γενέθλια από έναν γερμανό ηγεμόνα, η αναγνώριση από τον κόσμο που ταυτιζόταν με τους ήρωες των βιβλίων του, όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα αυστηρής πειθαρχίας και ανεξάντλητης αντοχής στις καθημερινές δοκιμασίες, που είχαν ξεκινήσει από την παιδική του ηλικία.


Η ανάγκη φυγής, μακριά από τη στεγνή από φαντασία καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα συναισθήματα που ζητούν εκδίκηση, η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, μπήκαν στη σκιά μιας ιδέας τόσο πλούσιας σε συνέπειες, να ξεχάσει, να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει υπόγειες, σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος, τον οδηγούν στη μελαγχολική Βενετία, μια πόλη που υπόσχεται την ονειρική απομάκρυνση και τη μεταμόρφωση του κόσμου σε κάτι αλλόκοτο, και στην οποία θα μπορούσε να χαθεί στο άχρονο και το άμετρο για όσο χρόνο επιθυμούσε. «Έτσι, είδε πάλι την πιο καταπληκτική προκυμαία, εκείνη την εκθαμβωτική σύνθεση από υπέροχα οικοδομήματα που παράταξε η Δημοκρατία στα γεμάτα δέος και σεβασμό βλέμματα των ναυτικών που πλησίαζαν την πόλη, την ανάλαφρη μεγαλοπρέπεια του Παλατιού και τη Γέφυρα των Στεναγμών, τους κίονες με το λιοντάρι και τον Άγιο στο μόλο, τον παραμυθένιο ναό που πρόβαλε επιδεικτικά τη μία του πλευρά, τη θέα στον Πύργο του Ρολογιού, και σηκώνοντας τα μάτια του, σκέφτηκε πως το να φτάνεις απ’ τη στεριά στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βενετίας είναι σα να μπαίνεις σ’ ένα παλάτι από την πίσω πόρτα, κι ότι δεν θα’ πρεπε κανείς να έρχεται στην πιο απίθανη απ’ τις πόλεις αλλιώτικα, παρά μόνο όπως αυτός τώρα, απ’ την ανοιχτή θάλασσα.»
Γοητεύεται από την απεραντοσύνη της θάλασσας. «Ήταν βαθιά κρυμμένοι μέσα του οι λόγοι που αγαπούσε τη θάλασσα: ήταν η ανάγκη του καλλιτέχνη που δουλεύει σκληρά να ξεκουραστεί, η μεγάλη του επιθυμία να φύγει απ’ την απαιτητική πολυμορφία των φαινομένων και να κουρνιάσει προστατευμένος μέσα στην αγκαλιά του απλού, του τεράστιου. Ήταν η απαγορευμένη, εντελώς αντίθετη στο καθήκον του, κι ακριβώς γι’ αυτό δελεαστική ροπή στο αδιάρθρωτο, το άμετρο, το αιώνιο, το Τίποτα. Αυτός που προσπαθεί να πετύχει το Εξαιρετικό, λαχταρά να ξεκουραστεί στο Τέλειο. Και δεν είναι άραγε το Τίποτα μια μορφή του Τέλειου;»
Οι εντυπώσεις που εισπράττει πολλαπλασιάζονται σε ένταση μέσα του λόγω της μοναχικής του ψυχοσύνθεσης. Και τα πιο μικρά γεγονότα τον αναστατώνουν. «Ο άνθρωπος που ζει μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή, βιώνει τις εμπειρίες του πιο συγκεχυμένα και ταυτόχρονα πιο έντονα απ’ ότι ο εξωστρεφής, οι σκέψεις του είναι πιο βαριές, πιο παράξενες, και ποτέ δίχως μια απαλή απόχρωση θλίψης. Εικόνες και παραστάσεις που θα παραμερίζονταν επιπόλαια με μια ματιά, ένα γέλιο, ένα ανάλαφρο σχόλιο τον απασχολούν υπερβολικά, βουλιάζουν στη σιωπή, αποκτούν βαρύτητα, γίνονται βίωμα, περιπέτεια και συναίσθημα.»
Το ομιχλώδες τοπίο της λιμνοθάλασσας, η παρατεταμένη ζέστη και υγρασία, η αποπνικτική ατμόσφαιρα με τα στάσιμα νερά των καναλιών και τον πνιγηρό αέρα, λίγο έλειψε να τον γυρίσουν πίσω για λόγους υγείας, αφού ένιωθε δυσφορία, και πιθανώς αυτό να είχε συμβεί, αν μια σύμπτωση δεν τον έφερνε πρόσωπο με πρόσωπο με το Κάλλος και το Ωραίο μορφοποιημένα σ’ έναν δεκατετράχρονο έφηβο, που έτυχε να διαμένει με τις τρεις αδελφές του, τη μητέρα και την γκουβερνάντα του στο ίδιο ξενοδοχείο με κείνον. Από αυτό το σημείο κι ύστερα, ποτέ δεν θα ξαναγινόταν ο ίδιος. «Σύμβολο και καθρέπτης! Τα μάτια του αγκάλιαζαν την ευγενική μορφή εκεί, στην άκρη της γαλάζιας θάλασσας, και πλημμύριζε αγαλλίαση πιστεύοντας πως μ’ αυτή τη ματιά κατανοούσε την ίδια την ουσία του κάλλους, τη φόρμα σαν σκέψη του Θεού, τη μοναδική και ανόθευτη τελειότητα, που ζει μέσα στο πνεύμα κι ένα ανθρώπινο είδωλο κι ομοίωμά της ορθωνόταν εδώ ανάλαφρο, γεμάτο χάρη για να το λατρέψουν. Αυτό ήταν μέθη, και αδίστακτα, σχεδόν άπληστα την καλωσόρισε ο καλλιτέχνης που γερνούσε.»
Ο συντηρητικός μεσήλικας, με τη στάσιμη σαν τα θολά νερά των βενετσιάνικων καναλιών ζωή, τις αστικές αντιλήψεις και τον άμεμπτο ηθικό κώδικα, αφήνεται σταδιακά σε μια ελεύθερη πτώση από την πατρική καλοσύνη και στοργή προς τον νεαρό, στον ακόρεστο θαυμασμό και κατόπιν στον απόλυτο, αδιαφιλονίκητο, ακαταμάχητο Έρωτα, στην πιο ιερή του σημασία. Ήξερε πως μέσα του υπάρχει ο Θεός, αφού αυτός που αγαπάει είναι πιο θεϊκός από κείνον που αγαπιέται, και βίωνε την υπέρτατη ευτυχία του συγγραφέα, αφού η σκέψη του μπορούσε να εκφραστεί σαν συναίσθημα και το συναίσθημα να συγχωνευτεί με τη σκέψη. Ένιωθε μέσα του τη δύναμη να ελέγχει και να κατευθύνει μια σκέψη που έπαλλε από συναίσθημα, κάνοντάς τον να μπορεί να χαίρεται για πρώτη φορά τις μικρές χαρές της ζωής, τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας, το φαγητό, τον ύπνο, τη φύση, τον θαλασσινό αέρα, την ανεμελιά των υπέροχα ομοιόμορφων μερών που περνούσε στη Βενετία. Η ομορφιά είχε αποκαλυφτεί μπροστά στα μάτια του στην πιο θεϊκή της μορφή, μπορούσε να την παρατηρήσει, να τη θαυμάσει και να παραδοθεί στη σαγήνη της ανεμπόδιστα. Ήταν ευτυχισμένος…

Ωστόσο, μια ανεπαίσθητη αλλαγή στην ατμόσφαιρα της πόλης που ολοένα δυνάμωνε άρχισε σταδιακά να θορυβεί τους επισκέπτες της. Ο αέρας ανέδυε μια γλυκερή φαρμακίλα που θύμιζε «φτώχεια και πληγές και ένοχη καθαριότητα.» Οι αρχές κώφευαν εξωραΐζοντας την κατάσταση. Οι μαγαζάτορες και ξενοδόχοι επίσης. Όμως οι φήμες άρχισαν να μιλούν για εμφάνιση θανάσιμης επιδημίας στην πόλη. Το κακό που περίμεναν να’ ρθει από ξηράς μέσω Μόσχας ήρθε από τη θάλασσα. Η μυρωδιά της άρρωστης πόλης και τα θύματα που αυξάνονταν ραγδαία δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας. Την Βενετία έχει χτυπήσει επιδημία ινδικής χολέρας.


Ο Άσενμπαχ, κυριευμένος από το πάθος του για τον έφηβο, αδιαφορεί για τον κίνδυνο και αρνείται να φύγει. Μέσα στο μυαλό του προσπαθεί να γυρίσει αυτό το κακό προς όφελός του. Φαντάζεται τον κόσμο να λιγοστεύει, ώσπου να μείνουν οι δυο τους μέσα σε μια άδεια πόλη που θα μπορούσε να φιλοξενήσει άκριτα την αγάπη τους. «Στο πάθος, όπως και στο έγκλημα, δεν ταιριάζει η άνετη καθημερινότητα με την εξασφαλισμένη τάξη της, και κάθε χαλάρωση της κοινωνικής συγκρότησης, κάθε αναστάτωση και δοκιμασία του κόσμου του είναι ευπρόσδεκτη, γιατί μπορεί αόριστα να ελπίζει πως θα επωφεληθεί απ’ αυτήν. Έτσι, ο Άσενμπαχ ένιωσε μια σκοτεινή ευχαρίστηση για τα γεγονότα στα βρώμικα σοκάκια της Βενετίας που οι αρχές συγκάλυπταν – αυτό το κακόβουλο μυστικό της πόλης που συγχωνευόταν με το πιο βαθύ δικό του μυστικό, και που θα’ δινε τα πάντα για να το διαφυλάξει. Γιατί ο ερωτευμένος δεν ανησυχούσε για τίποτε άλλο, παρά μόνο μη φύγει ο Τάτζιο, και με τρόμο κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να ζήσει αν γινόταν κάτι τέτοιο.»

Έχει μεθύσει από ένα αχαλίνωτο πάθος που δεν τολμά να εκδηλωθεί, ενώ τα βήματά του τα οδηγεί ο δαίμονας που διασκεδάζει να ποδοπατά τη σύνεση και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων. Περιτριγυρισμένος από τη σκιά του θανάτου, ζει την ευτυχία μιας όψιμης και βαθιάς μέθης που καμία σχέση δεν έχει με τους φθοροποιούς αγώνες που είχε κάνει ως τώρα προκειμένου να υπερνικήσει τον εαυτό του. Εξουσιαστής του δεν είναι πλέον ο εαυτός του, αλλά ο θεός Έρωτας. Το πάθος του τον έχει παραλύσει και η νηφαλιότητα βρίσκεται ήδη μακριά.

Για τον ίδιο δεν υπάρχει επιστροφή. «Όταν έχει ελευθερωθεί κανείς από τον εαυτό του, δεν απεχθάνεται τίποτε πιο πολύ από το να ξαναγυρίσει πίσω σκλάβος του.» Η άρρωστη πόλη τον έχει αιχμαλωτίσει. Η τέχνη του, η αρετή, το έργο μιας ολόκληρης ζωής δεν έχουν καμία σημασία «μπροστά στα πλεονεκτήματα του χάους» που τον κοιτούν κατάματα. Ο ηθικός νόμος στον οποίο υπάκουε πειθήνια όλη του τη ζωή έχει γίνει συντρίμια. Συνωμοτεί στην προστασία του μυστικού μιας πόλης γεμάτης από υδρατμούς αποσύνθεσης που κρατά φυλαγμένο το δικό του ανομολόγητο μυστικό, και η οποία θα μετατραπεί σε αυλαία της προσωπικής του διαδρομής από την τέχνη στη ζωή κι από κει στο όνειρο, ενόσω η μυρωδιά της φαινόλης συνεχίζει να μπερδεύεται με τα κακά πνεύματα του αέρα που περιφέρονται μέσα στα σκοτεινά και βρώμικα σοκάκια μοιράζοντας κλήρους θανάτου...


Η εξωτική παρόρμηση στην οποία παραδόθηκε άνευ όρων υπερνικά οποιαδήποτε τύψη κι ενοχή, επειδή ο ήρωάς μας δεν είναι ένας απλός άνθρωπος. Είναι ποιητής. «Εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ομορφιάς χωρίς τον Έρωτα σύντροφο κι οδηγό μας. Ναι, ακόμη κι αν, με τον δικό μας τρόπο, είμαστε ήρωες και πειθαρχημένοι πολεμιστές στην τέχνη μας, πάλι είμαστε σαν τις γυναίκες, γιατί ανάταση στην ψυχή μας φέρνει μονάχα το πάθος, και βαθιά μας επιθυμία μένει πάντα η αγάπη – αυτή είναι η απόλαυσή μας και η ντροπή μας. Καταλαβαίνεις μήπως τώρα ότι εμείς οι ποιητές δεν μπορούμε να είμαστε ούτε σοφοί ούτε αξιοπρεπείς; Πως η παραπλάνησή μας είναι μοιραία, πως αναγκαστικά παραμένουμε ακόλαστοι τυχοδιώκτες του συναισθήματος;»

Κι όταν το αντικείμενο του σκοτεινού του πόθου ανταποκρίνεται με ένα φευγαλέο χαμόγελο, η έκσταση είναι πολύ μεγάλη για να την αντέξει. Συγκλονισμένος από τη συγκίνηση και παραδομένος σε μια αγαλλίαση απέραντη σαν το Τίποτα της θάλασσας, ευτυχισμένος και πλήρης, είναι έτοιμος να δεχτεί τον δικό του κλήρο, αυτόν που του φύλαγε η μυστηριακή Βενετία που όρμησε μέσα του βίαια σαν απρόσκλητος επισκέπτης συνθλίβοντας κάθε πνευματική και ηθική αντίσταση, μόνο για να απογειώσει σε ουρανούς δονούμενης συναισθηματικής έκστασης το βασανισμένο είναι του στον επίλογο της μετρημένης του ζωής…



Το διήγημα Θάνατος στη Βενετία γράφτηκε το 1913 και παραμένει μέχρι σήμερα ένα μοναδικό ψυχογράφημα κορυφαίας αρχιτεκτονικής και περιγραφικής διαύγειας και δεξιοτεχνίας, χαρίζοντας το 1929 στον δημιουργό του, Τόμας Μαν, το Νόμπελ λογοτεχνίας.


-.-


16.7.08

Νόα Νόα



Η περιέργεια, η φυγή, η αναζήτηση είναι ένα γνώρισμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο από καταβολής κόσμου. Το ανθρώπινο πνεύμα δύσκολα επαναπαύεται στο δεδομένο και το τετριμένο, γι’ αυτό και συνεχώς αναζητά νέους προορισμούς και νέα ταξίδια, απτά ή νοητά.

Το φαινόμενο αυτό απέκτησε ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη της βιομηχανικής επανάστασης, της νεωτερικότητας και της ραγδαίας αστικοποίησης. Περιηγητές έψαχναν για το εξωτικό και το μυστηριακό στις «υπανάπτυκτες» χώρες της ανεξερεύνητης Ανατολής (συγκαταλέγεται και η Ελλάδα ανάμεσα σ’ αυτές), κάποιοι αναζήτησαν τον ξεχασμένο παράδεισο σε μέρη μακρινά κι ανέγγιχτα ακόμη από τη μέγγενη του "κήβδιλου" δυτικού πολιτισμού.

Ανάμεσά τους κι ένας ζωγράφος, ο ζωγράφος της Κυριακής, όπως ήταν γνωστός στους κύκλους του. Επιτυχημένος χρηματιστής ως τα 40 του, οικογενειάρχης με πέντε παιδιά και ζωή τακτοποιημένη, αποφασίζει εν μία νυκτί και χωρίς καμία ειδοποίηση ούτε στους πολύ δικούς του ανθρώπους να εγκαταλείψει την ήσυχη ζωή του και να ακολουθήσει τον μοναχικό δρόμο του καλλιτέχνη…

Το όνομά του: Paul Gaugin

Ο Γκωγκέν, καταπιεσμένος από τον τεχνητό παράδεισο του αστικού περιβάλλοντος, που στράγγιζε βίαια τη φαντασία μέσα από μια μηχανικά επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, σύντομα άρχισε να αναζητά τρόπους διαφυγής, που ενισχύθηκαν από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις από ιεραποστόλους, εμπόρους και περιηγητές μέσα από κείμενα και γκραβούρες, οι οποίες εισέβαλαν από παντού εξάπτοντας τον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού εκείνη την εποχή.
Σύντομα οι καθημερινές συμβατικότητες που κάλυπταν τον δρόμο του πεπρωμένου του παραμερίστηκαν για να αποκαλυφτεί το όραμα του ζωγράφου, που από εδώ και στο εξής θα ζούσε μόνο για να ζωγραφίζει, μια απόφαση που πλήρωσε ως το τέλος της ζωής του ακριβά με χρόνια ανέχειας, κακουχιών, απογοήτευσης και κακής υγείας. «Σ’ όλη μου τη ζωή ήμουν καταδικασμένος σε μια διαρκή πτώση» γράφει σ’ ένα γράμμα του ο ίδιος. Παρόλα αυτά ποτέ του δεν μετάνιωσε για αυτή τη στροφή, αφού πίστευε πως η σωτηρία βρίσκεται μόνο στην ακρότητα, πιστεύω που ακολούθησε τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη του.

Η Ταϊτή αποκτά μέσα στο μυαλό του ιδεατή εικόνα και ανυπομονεί να συναντήσει αυτόν τον παράδεισο που κρυβόταν στη μέση του πουθενά. «Μακάρι να ερχόταν και μάλιστα γρήγορα η μέρα που θα μπορούσα να καταφύγω στα δάση ενός νησιού της Ωκεανίας και να ζήσω εκεί μέσα στην έκσταση, τη γαλήνη και την τέχνη… Εκεί, στην Ταϊτή, θα μπορούσα, στη σιγαλιά των όμορφων τροπικών νυχτών ν’ ακούσω τη γλυκιά ψιθυριστή μουσική των χτύπων της καρδιάς μου σε μια ερωτική αρμονία με τα μυστηριώδη πλάσματα του περίγυρου. Εκεί τουλάχιστον, κάτω από έναν ουρανό που δεν γνωρίζει ποτέ χειμώνα, σε μια υπέροχη γόνιμη γη, οι Ταϊτινοί δεν έχουν παρά να σηκώσουν το χέρι τους για να κόψουν την τροφή τους κι έτσι δεν εργάζονται ποτέ.» (Φεβρουάριος 1890).
Κάθε μέρα που περνά πείθεται όλο και περισσότερο πως η Ταϊτή κρατά τα κλειδιά της έμπνευσης. Έναν μήνα μετά αναχωρεί από το Παρίσι και την 1η Ιουνίου αποβιβάζεται στην πρωτεύουσα της Ταϊτής Παπεέτε. Ήταν η πρώτη από πολλές απογοητεύσεις, αφού ο παράδεισος που ονειρευόταν είχε προλάβει να εκφυλιστεί από την αποικιοκρατία… Η πρωτεύουσα, οι άνθρωποι, όλα φάνταζαν στα μάτια του σα μια φτηνή απομίμηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας που ήθελε να αποφύγει.

Αποφασίζει να μετοικήσει στο εσωτερικό του νησιού. Εκεί, βρίσκεται για πρώτη φορά κοντά στο όραμά του και εμπνέεται τα περίφημα έργα του από τη ζωή των ιθαγενών.

Οι οικονομικές δυσκολίες και τα προβλήματα υγείας θα τον αναγκάσουν σε πολλές μετακινήσεις, θα επιστρέψει στη Γαλλία και θα ξαναγυρίσει στα τροπικά νησιά κάμποσες φορές, θα πιει το ποτήρι της πίκρας και της απογοήτευσης άλλες τόσες, όμως το όραμά του για την τέχνη του θα παραμείνει αναλλοίωτο ως το τέλος.


Αυτό το οδοιπορικό ψυχής αποφασίζει να το καταγράψει. Το χειρόγραφό του τιτλοφορείται από τον ίδιο Νόα Νόα, που σημαίνει θεσπέσιο άρωμα, αυτό που συνεπήρε τον ζωγράφο όταν σαν προσκυνητής παραδόθηκε στον «απολεσθέντα παράδεισο», παρόλο που η αλήθεια για τον ίδιο παρέμενε πάντα σκληρή…


«Κάθε ημέρα τα πράγματα ήταν καλύτερα για μένα. Τελικά έφτασα στο σημείο να καταλαβαίνω αρκετά καλά τη γλώσσα. Οι γείτονές μου με θεωρούσαν σαν δικό τους. Τα γυμνά μου πόδια έχουν πια συνηθίσει να πατούν το χώμα αφού είναι σε καθημερινή επαφή με τα χαλίκια. Το σχεδόν πάντα γυμνό σώμα μου δε φοβάται πια τον ήλιο. Ο πολιτισμός αρχίζει να φεύγει σιγά – σιγά από πάνω μου κι αρχίζω να σκέφτομαι απλά, να έχω λίγο μόνο μίσος για τον πλησίον μου και λειτουργώ ζωώδικα, ελεύθερα με τη βεβαιότητα ενός αύριο ίδιου με το σήμερα. Γίνομαι ανέμελος, ήσυχος και γεμάτος αγάπη. Έχω ένα φυσικό φίλο που έρχεται κάθε μέρα να με δει. Μια μέρα του εμπιστεύτηκα τα εργαλεία μου και του είπα να δοκιμάσει να φτιάξει ένα γλυπτό. Παιδί… τέτοιος πρέπει να’ σαι για να πιστέψεις ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να είναι κάτι χρήσιμο…» (Π. Γκωγκέν, Νόα Νόα)


Οι περιπέτειές του στον τροπικό παράδεισο, όπως καταγράφτηκαν στα κείμενά του, οι ρηξικέλευθες αποφάσεις του, το συναρπαστικά πρωτόγονο ύφος στην τέχνη του, σύντομα δημιούργησαν τον θρύλο του Γκωγκέν. Λίγοι είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν ακούσει για τον χρηματιστή που θυσίασε τα πάντα για να ακολουθήσει το προσωπικό του όραμα, τον ζωγράφο που για χάρη του ο Van Gough έκοψε σε μια στιγμή παράκρουσης τον λοβό του αυτιού του για να τον προσφέρει σε μια πόρνη της Αρλ, όταν οι δύο ζωγράφοι συναντήθηκαν σε μια άκαρπη τελικά συνεργασία μεταξύ τους.


Ο Πωλ Γκωγκέν αρχικά υιοθέτησε την ιμπρεσιονιστική τεχνοτροπία στα έργα του, με τις μικρές πινελιές καθαρού χρώματος προκειμένου να συλλάβει το φευγαλέο και το ατμοσφαιρικό. Σύντομα, όμως, ανακάλυψε ένα προσωπικό στυλ με τις καθαρά περιγραμμένες φόρμες και τα έντονα χρώματα, εισάγοντας την τέχνη στον μετα-ιμπρεσιονισμό και τον φωβισμό.


Η θυελλώδης ζωή του τέλειωσε από μια καρδιακή προσβολή στις 8 Μαΐου 1903.

14.7.08

Ας μπορούσα...


Μικρό παιδί ας μπορούσα να γενώ
φτου ξελευθερία, να φωνάξω
να σκάσει χαμόγελο στα χείλη
στροβίλισμα στης μοίρας το παιχνίδι
σ’ ανέμου νότες να χάνομαι…

Ουράνιο τόξο ας μπορούσα να γενώ
γέννημα βροχής και ήλιου θρέμμα
μ' άλικο χρώμα σαν το αίμα
ευχής ανείπωτης γεφύρι
τη νύχτα του κόσμου να αισθάνομαι…

Ένα σου δάκρυ ας μπορούσα να γενώ
γυάλινη μνήμη στης θλίψης την άκρη
ουρανό και γη σιωπηλά να στάξω
σ’ αγάπης ράχη να καλπάσω
κι από τη μέση των στιγμών να πιάνομαι…
-.-

9.7.08

Ίδε ο Άνθρωπος ή πώς γίνεται κανείς αυτό που είναι





«Για να γίνει κανείς αυτό που είναι, δεν πρέπει να’ χει την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό που είναι. Απ’ αυτήν την οπτική γωνία, ακόμη και οι γκάφες της ζωής έχουν το νόημά τους και την αξία τους – οι ενδεχόμενοι παράπλευροι δρόμοι και λάθος δρόμοι, οι καθυστερήσεις, οι «μετριότητες», η σοβαρότητα που σπαταλιέται σε προορισμούς άσχετους με τ ο ν προορισμό. Όλα αυτά μπορούν να εκφράσουν μια μεγάλη σύνεση, ακόμα και την υπέρτατη σύνεση, εκεί που το nosce te ipsum (γνώθι σαυτόν) θα ήταν η συνταγή να καταστραφούμε, για να ξεχάσουμε τον εαυτό μας, για να παρεξηγήσουμε τον εαυτό μας, για να γίνουμε μικρότεροι, στενότεροι, μέτριοι.»

Ανατρεπτικές ιδέες όπως αυτή αναπτύσσονται στο κύκνειο άσμα του Friedrich Nietzsche Ίδε ο Άνθρωπος, μιας από τις πιο μεγαλοφυείς και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες των τελών του 19ου αιώνα, αφού λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση του αυτοβιογραφικού αυτού έργου, το 1899, ο γερμανός φιλόσοφος και στοχαστής που άνοιξε νέους δρόμους στην φιλοσοφική σκέψη, προσβάλλεται από φρενοβλάβεια, για να πεθάνει έναν χρόνο μετά, στο λυκαυγές του 20ου αιώνα.

Βασική έννοια με την οποία καταπιάνεται το βιβλίο, όπως δείχνει και ο δευτερότιτλος, είναι πως ο άνθρωπος είναι αιτία του έργου του. Το δίπολο άνθρωπος – έργο διασπάται από τον συγγραφέα σε δύο αυτόνομες και ανεξάρτητες έννοιες. Έτσι, για τον ίδιο, το τι είναι και το τι γράφει είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Μέσα σε ένα παρανοϊκό ύφος (το ίδιο το έργο μοιάζει σαν παραλήρρημα, μέσα στις υπερβολές και την ελλειπτική και αινιγματική του γραφή), ερμηνεύει και αναλύει μέσα από τον εαυτό του τον Άνθρωπο, απελευθερωμένο από κάθε κρυμμένο νόημα ή απωθημένο στοιχείο. Όλα βγαίνουν στη φόρα. Όλα φωτίζονται από την εντασιακή γλώσσα ενός «κοσμοκράτορα», ενός «υπεράνθρωπου» με τον οποίο δύσκολα μπορεί να ταυτιστεί κανείς, πόσο μάλλον ο μέσος αναγνώστης, δημιουργώντας νέες αφετηρίες στην ερμηνευτική διαδικασία, αφού αποδομεί το status quo του βιογραφικού είδους.

Χρησιμοποιεί τους ήδη υπάρχοντες κανόνες και αξίες ως αφετηρία, μόνο για να τα εκθέσει γυμνά από επιχειρήματα και να τα ανατρέψει εκ των έσω, γκρεμίζοντας είδωλα και ηθικές αξίες αιώνων. «Η πραγματικότητα έχασε την αξία της, το νόημά της, την αληθοφάνειά της ακριβώς στο βαθμό που επινοήθηκε μ’ ένα ψέμα ένας ιδεώδης κόσμος. Το ψέμα του ιδεώδους ήταν μέχρι τώρα η κατάρα που κρεμόταν πάνω από την πραγματικότητα. Μέσω αυτού του ψέματος η ίδια η ανθρωπότητα έγινε κίβδηλη και ψεύτικη ως τα πιο θεμελιώδη ένστικτά της – σε σημείο να λατρεύει τις αντίθετες αξίες από κείνες που θα εξασφάλιζαν την υγεία της, το μέλλον της, το ανώτερο δικαίωμα για το μέλλον.» (Νίτσε)

Στόχος του η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο. Πίστευε πως για να ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά, εννοώντας τον καθολικό επαναπροσδιορισμό των ηθικών του αξιών και κοινωνικών προτύπων, θεωρώντας τον εαυτό του ως τη γέφυρα που θα ένωνε τον Άνθρωπο με τον Υπεράνθρωπο που έκρυβε μέσα του. Για να το πετύχει αυτό δεν διστάζει να εκθέσει τον εαυτό του κάτω από τα φώτα της έντονης κριτικής και δημοσιότητας. Σκίζει τις μάσκες της υποκρισίας και αποκαλύπτει χωρίς αναστολές τον πραγματικό του εαυτό, όπως τον αντιλαμβάνεται ο ίδιος, αυτόν που δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει κανείς. «Ούτε με άκουσε κανείς ποτέ ούτε με είδε» (Νίτσε). Παρομοίαζε τον λόγο του με λόγια του ανέμου, ή με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη, οι στίχοι των οποίων ήταν δύσκολο να κατανοηθούν. «Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';» (Νίτσε) Είχε προβλέψει πως τα έργα του θα παρερμηνευτούν, όπως έγινε από τον ίδιο τον Χίτλερ, που στήριξε τη θεωρία του περί αρρειανής φυλής στο νιτσεϊκό έργο Τάδε έφη Ζαρατούστρα, όπου διαπραγματευόταν την έννοια του υπερανθρώπου. «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν» (Νίτσε).

Ο Friedrich Nietzsche μεγάλωσε σε ένα αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον (οι δυο παππούδες του και ο πατέρας του κατείχαν σημαντικές θέσεις στην Προτεσταντική Εκκλησία). Παρόλο η επιστήμη της Θεολογίας ήταν η εύλογη επιλογή για ένα παιδί θεοσεβούμενης οικογένειας, ωστόσο ο ίδιος στράφηκε από νωρίς προς την κλασική φιλολογία και τη Φιλοσοφία. Από πολύ μικρή ηλικία φάνηκε η ευστροφία και η οξύτητα του μυαλού του. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του που τον ήθελε εφημέριο, δέχεται την υποτροφία που κερδίζει στις κλασικές σπουδές. Παράλληλα δουλεύει με πάθος πάνω στις μουσικές συνθέσεις του, διερευνώντας όλες τις κλίσεις και τις δυνατότητές του. Στα 25 του είναι ήδη καθηγητής σε πανεπιστήμιο της Ελβετίας. Συνεχώς ερχόταν σε επαφή με νέες ιδέες και ανθρώπους, όπως ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, ως τη στιγμή της οριστικής ρήξης, λόγω του αντισημιτισμού που χαρακτήριζε τον μουσουργό. Μελέτησε σημαντικούς σύγχρονους με αυτόν στοχαστές και φιλοσόφους, όπως ο Σοπενχάουερ. Οι διαλέξεις του στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο άφηναν άναυδους τους φοιτητές του και η ρητορική του δεινότητα ήταν γνωστή σε όλα τα κοσμικά σαλόνια.

Είναι η εποχή που ξεκινά και το πλούσιο και πολυμορφικό συγγραφικό του έργο. Η γραφή του είναι θυελλώδης κι επιθετική. Ρέει σαν ποταμός και παρασύρει ό,τι εμποδίζει τη σωτηρία του ανθρώπου και της ανθρώπινης ψυχής. Δε διστάζει να συγκρουστεί μετωπικά αφορίζοντας πάγιες αξίες, όπως ο Χριστιανισμός και η Ηθική ή να τα βάλει με σημαντικά πρόσωπα της εποχής του για τους οποίους δεν έκρυβε την περιφρόνησή του. Πίστευε πως οι άνθρωποι έπρεπε να αναζητήσουν το πνεύμα τους μέσα στην ίδια τους την ψυχή και όχι στις θρησκείες, λέγοντας ευθαρσώς πως «ο Χριστιανισμός είναι το πιο μοιραίο και σαγηνευτικό ψέμα που ειπώθηκε ποτέ – το μεγαλύτερο και το πιο ασεβές ψέμα». Αναθεωρεί όλες τις έννοιες. «Όλα όσα πήρε στα σοβαρά μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα δεν είναι πραγματικότητες αλλά φαντασιοκοπήματα – ακριβέστερα ψέματα που ειπώθηκαν από τα κακά ένστικτα άρρωστων φύσεων που ήταν επιβλαβείς με τη βαθύτερη έννοια – ψέματα όλες αυτές οι έννοιες, ο «Θεός», η «ψυχή», η «αρετή», η «αμαρτία», το «επέκεινα», η «αλήθεια», η «αιώνια ζωή» (Νίτσε).

Το 1879 ο Νίτσε εγκαταλείπει την πανεπιστημιακή του καριέρα και ταξιδεύει στην Ευρώπη προς αναζήτηση του ιδανικότερου κλίματος για τη βεβαρημένη υγεία του. Είναι η εποχή που γνωρίζεται με τη συγγραφέα Λου Σαλομέ, την «ενσάρκωση της ιδανικής συντρόφου», όπως έλεγε, το ειδύλλιο όμως δεν κράτησε πολύ και ο Νίτσε συντετριμμένος επιχειρεί να αυτοκτονήσει τρεις φορές. Είναι η περίοδος που η πνευματική του υγεία αρχίζει να εκφυλίζεται, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως το συγγραφικό του έργο υπέστη ύφεση, απεναντίας, μάλιστα. Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ζωής του και με την ψυχική και σωματική του υγεία καταρρακωμένη, ο φιλόσοφος συλλαμβάνει την ιδέα της «αιώνιας επιστροφής», της ανώτατης διατύπωσης της κατάφασης στη ζωή, το μεγάλο ΝΑΙ που γίνεται η ραχοκοκκαλιά του σημαντικότερου ίσως έργου της καριέρας του Τάδε έφη Ζαρατούστρα.

Ο Καρλ Γιουνγκ θα σχολιάσει: «Ο Ζαρατούστρα του Νίτσε δεν είναι φιλοσοφία,αλλά η περιγραφή μιας δραματικής μεταμόρφωσης που έχει καταπιεί ολοκληρωτικά τη διανόηση». Ο ίδιος ο Νίτσε γράφει: «Το να καταλάβει κανείς έξι φράσεις απ’ αυτό το βιβλίο – δηλαδή να τις έχει βιώσει πραγματικά – θα’ φτανε για να τον ανεβάσει σ’ ένα επίπεδο ύπαρξης ανώτερο απ’ αυτό στο οποίο μπορεί να φτάσει ο «σύγχρονος» άνθρωπος.» Τα λόγια του θρησκευτικού προφήτη των Περσών γίνονται βάλσαμο και έμπνευση, μόνο για να τα μεταμορφώσει σε μια ολοκαίνουργια αποκαλυπτική θεωρία που οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωσή του, τον κάνει υπεράνθρωπο, απρόσβλητο από κάθε αρνητικό συναίσθημα ή δοξασία ή κοινωνική ηθική ιδέα.

Ο τίτλος Ίδε ο Άνθρωπος (λατ. Ecce homo) είναι παρμένος από την Αγία Γραφή και συγκεκριμένα από το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Είναι η φράση με την οποία ο Πόντιος Πιλάτος παρουσίασε στον ιουδαϊκό λαό τον Ιησού Χριστό φέροντας ακάνθινο στεφάνι και περιβεβλημένο με ρωμαϊκό πορφυρό χιτώνα, έναν συσχετισμό που μόνο ο ίδιος θα τολμούσε να κάνει. Μέσα στην έκδηλη μεγαλομανία του («γιατί είμαι τόσο σοφός», «γιατί είμαι τόσο έξυπνος», «γιατί γράφω τόσο καλά βιβλία», «γιατί είμαι μια μοίρα» είναι ορισμένοι από τους τίτλους των κεφαλαίων του) ενστερνίζεται τον ρόλο του Διονύσου, αφού το έργο του δεν εκφράζει «την απολλώνεια γαλήνη ενός ώριμου σοφού, αλλά τη διονυσιακή έξαψη ενός επαναστάτη», ρόλος που θα μπορούσε να συσχετισθεί με τη συφιλιδική μόλυνση που τον βασάνιζε και που βαθμιαία τον οδηγούσε σε παράλυση και καταρράκωση του σώματός του, και που ο ίδιος τη μετέφρασε σε «μαινάδες που ξεσκίζουν το μαρτυρικό σώμα του Διονύσου». Μετά από ένα κρούσμα διφθερίτιδας και δυσεντερίας, η υγεία του δεν θα επανέλθει ποτέ σε καλή κατάσταση.


Το υπόλοιπο της ζωής του το περνά έγκλειστος σε άσυλο και αργότερα με τη μητέρα και την αδελφή του, σε πλήρες διανοητικό σκοτάδι, όπου και πέθανε στις 25 Αυγούστου 1900, με την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο.

Αποσπάσματα από το Ίδε ο Άνθρωπος:

«Πόση αλήθεια αντέχει ένα πνεύμα, πόση αλήθεια τολμάει αυτό; Αυτό γινόταν για μένα όλο και πιο πολύ το πραγματικό μέτρο της αξίας. Η πλάνη (δηλαδή η πίστη στο ιδεώδες) δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι δειλία.»

«Η φιλοσοφία, όπως την κατάλαβα και την έζησα μέχρι τώρα, σημαίνει να ζεις με τη θέλησή σου μέσα στα χιόνια και στα ψηλά βουνά – να επιζητάς καθετί παράξενο και αμφισβητήσιμο στην ύπαρξη, καθετί που μέχρι τώρα έχει εξοστρακιστεί από την ηθική.»

«Δεν ψάξατε ακόμη να βρείτε τους εαυτούς σας και βρήκατε εμένα. Έτσι κάνουν όλοι οι πιστεύοντες. Γι’ αυτό είναι τόσο ασήμαντη κάθε πίστη.»

«Η ευσπλαχνία θεωρείται αρετή μόνο από τους παρακμιακούς.»

«Η σιωπή είναι μια αντίρρηση. Το να καταπίνεις τα πράγματα οδηγεί αναγκαστικά σ’ έναν κακό χαρακτήρα – χαλάει ακόμη και το στομάχι. Όλοι εκείνοι που σιωπούν είναι δυσπεπτικοί… το να υποφέρεις από μοναξιά είναι επίσης μια αντίρρηση.»

«Κάθε ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση ενός ισχυρού αντιπάλου ή προβλήματος. Το θέμα δεν είναι απλώς να κυριαρχήσουμε πάνω σ’ ότι αντιστέκεται, αλλά σ’ ότι μας αναγκάζει να κινητοποιήσουμε όλη μας τη δύναμη, την επιδεξιότητα και τη μαχητική ικανότητα: κοντολογίς, το θέμα είναι να κυριαρχήσουμε πάνω σ’ αντιπάλους που είναι ίσοι μας.»

«Η ανθρωπιά μου δεν συνίσταται στο να νιώθω πώς είναι οι άνθρωποι, αλλά στο να αντέχω αυτό που νιώθω μαζί τους.»

«Το να εξακολουθείς να τιμάς κάτι το οποίο απέτυχε, επειδή ακριβώς απέτυχε – αυτό θα ταίριαζε καλύτερα με τη δική μου ηθική.»

«Το διάβασμα είναι ακριβώς η αναψυχή μου από την ίδια τη σοβαρότητά μου.»

«Πρέπει κανείς ν’ αποφεύγει το τυχαίο και τα εξωτερικά ερεθίσματα όσο το δυνατόν περισσότερο. Ένα είδος «μαντρώματος» του εαυτού μας ανήκει στις πιο ενστικτώδικες προφυλάξεις της πνευματικής κυοφορίας.»

«Ο μεγάλος ποιητής αντλεί μόνο από τη δική του πραγματικότητα – στο σημείο να μην μπορεί να υποφέρει καθόλου το έργο του μετά.»

«Δεν ξέρω διάβασμα που να σχίζει τόσο την καρδιά όσο ο Σαίξπηρ.»

«Όλοι φοβόμαστε την αλήθεια.»

«Δεν μπορούμε να είμαστε τίποτε άλλο εκτός από επαναστάτες.»

«Ο κόσμος είναι φτωχός για κείνον που δεν ήταν ποτέ αρκετά άρρωστος.»

«Οι μεγάλες δαπάνες μας είναι αθροίσματα μικρών δαπανών. Το να προσέχουμε, το να μην αφήνουμε τα πράγματα να’ ρχονται κοντά, συνεπάγεται μια δαπάνη, μια ενέργεια που ξοδεύεται για αρνητικούς σκοπούς. Μέσω της διαρκούς ανάγκης για προφύλαξη μόνο, μπορεί να γίνει κανείς αρκετά αδύναμος ώστε να μην μπορεί πια να υπερασπίζεται τον εαυτό του.»

«Δεν έχει έρθει ακόμη καιρός για μένα: μερικοί γεννιούνται μετά θάνατον.»

«Πρέπει κανείς να επαναξιολογήσει όλες τις αξίες για να μπορέσει να χτυπήσει το καρφί στο κεφάλι.»

«Τα βιβλία μου φτάνουν συχνά το ανώτερο πράγμα στο οποίο μπορεί να φτάσει κανείς πάνω στη γη, δηλαδή στον κυνισμό.»

«Όταν φαντάζομαι τον τέλειο αναγνώστη, τον φαντάζομαι τέρας θάρρους και περιέργειας. Επιπλέον, ευλύγιστο, πανούργο, προσεκτικό: έναν γεννημένο τυχοδιώκτη και εξερευνητή.»

«Η τέλεια γυναίκα κάνει κομμάτια αυτόν που αγαπά. Τις ξέρω αυτές τις χαριτωμένες μαινάδες. Αχ, τι επικίνδυνο, έρπον, υποχθόνιο μικρό θηρίο είναι! Κι όμως τόσο ευχάριστο! Μια μικρή γυναίκα που ζητάει εκδίκηση μπορεί να πηδήξει πάνω από την ίδια τη μοίρα. Η γυναίκα είναι πολύ πιο κακή από τον άνδρα. Επίσης και πιο πανούργα: Η καλή φύση σε μια γυναίκα είναι μια μορφή εκφυλισμού. Σε όλες τις λεγόμενες «ωραίες ψυχές» υπάρχει κάτι στραβό από φυσιολογική άποψη.»

«Ο όρος «ελεύθερο πνεύμα» δεν πρέπει να εννοηθεί αλλιώς: σημαίνει ένα πνεύμα που έχει γίνει ελεύθερο, που έχει γίνει πάλι ο κύριος του εαυτού του.»

«Το να μετατρέψω κάθε «ήταν» σε «έτσι το’ θελα εγώ» - μόνο αυτό θα μπορούσα να ονομάσω λύτρωση.»




(πηγές: Δ. Καββαθάς, Ε. Μαραγκόζη, Ίδε ο Άνθρωπος)
-.-

6.7.08

Φεστιβάλ Επιδαύρου 2008


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ



ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ

ΙΟΥΛΙΟΣ

4 & 5

Θέατρο Εθνικό Θέατρο Μεγάλης Βρετανίας - Debora Warner Samuel Beckett,
Ευτυχισμένες μέρες 4 & 5 Ιουλίου 2008, 21:00 / Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

11 & 12

Θέατρο Εθνικό Θέατρο ΒΑΤΡΑ – Χ 11 & 12 Ιουλίου 2008, 21:00 / Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

19 & 20

Όπερα Εθνικό Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού - Pina Bausch Christoph Willibald Gluck, Ορφέας και Ευρυδίκη 19 & 20 Ιουλίου 2008, 21:00 / Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

25 & 26

Θέατρο Αμφι-Θέατρο Σπύρου A. Ευαγγελάτου Ευριπίδη, Φοίνισσες 25 & 26 Ιουλίου 2008, 21:00 / Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

1 & 2

Θέατρο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος Ευριπίδη, Ορέστης 1 & 2 Αυγούστου 2008, 21:00 / Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

8 & 9

Θέατρο Εθνικό Θέατρο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ Τύραννος – Επί Κολωνώ 8 & 9 Αυγούστου 2008, 21:00 / Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

15 & 16

Θέατρο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας - Ανατόλι Βασίλιεφ Ευριπίδη, Μήδεια 15 & 16 Αυγούστου 2008, 21:00 / Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

22 & 23

Θέατρο Θέατρο Δωματίου - Άντζελα Μπρούσκου Αισχύλου, Αγαμέμνων 22 & 23 Αυγούστου 2008, 21:00 / Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου


ΜΙΚΡΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ

ΙΟΥΝΙΟΣ

27 & 28

Θέατρο Matthias Langhoff Heiner Müller, Φιλοκτήτης 27 & 28 Ιουνίου 2008, 21:30 / Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου

ΙΟΥΛΙΟΣ

4 & 5

Θέατρο Θέατρο Άττις – Θεόδωρος Τερζόπουλος Σοφοκλή, Αίας 4 & 5 Ιουλίου 2008, 21:30 / Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου

11 & 12

Μουσική Συναυλία με τη Σαβίνα Γιαννάτου και τους Primavera en Saloniko Γη που δεν ακούς Τραγούδια από τη Μεσόγειο και ολόκληρο τον κόσμο 11 & 12 Ιουλίου 2008, 21:30 / Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου

18 & 19

Μουσική Περικλής Κούκος, Λυρικοί Διάλογοι 18 & 19 Ιουλίου 2008, 21:30 / Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου

25 & 26

Μουσική Κύκλοι τραγουδιών για τη Μαρία Φαραντούρη Ο έρωτας τελειώνει τραγικά 25 & 26 Ιουλίου 2008, 21:30 / Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου


Το θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου αποτελεί ένα λαμπρό μνημείο της αρχιτεκτονικής της ελληνιστικής περιόδου. Είναι έργο του αρχιτέκτονα Πολύκλειτου, των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ. Στο κέντρο βρίσκεται η κυκλική ορχήστρα, ο χώρος δηλαδή που κινείται ο Χορός του δράματος. Το ημικυκλικό αμφιθέατρο έχει κτιστεί στην πλαγιά φυσικού λόφου και χωράει σήμερα περίπου 12.000 θεατές. Κλίμακες ανόδου κι ένα περιφερειακό διάζωμα διευκολύνουν την είσοδο και έξοδο του κοινού. Στην ορχήστρα, η οποία έχει διάμετρο 24 μέτρα, σώζεται και σήμερα η βάση της αρχαίας θυμέλης, του βωμού του Διονύσου, προς τιμήν του οποίου οργανώνονταν οι δραματικές παραστάσεις. Τέλος, πίσω από την ορχήστρα βρισκόταν η σκηνή, όπου παρουσιάζονταν τα πρόσωπα του δράματος και βοηθητικά κτίσματα.

Κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, τα θέατρα είχαν ξύλινα, μάλλον λυόμενα, καθίσματα. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. όμως, όταν η περίοδος της μεγάλης ακμής του κλασικού δράματος είχε πλέον παρέλθει (Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευρυππίδης), άρχισαν να κατασκευάζονται νέα μνημειώδη θέατρα από μάρμαρο, ενώ παράλληλα πολλά παλαιότερα ανακαινίστηκαν στο ίδιο πνεύμα, όπως το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Ο σχεδιασμός αυτός ανταποκρινόταν στις ανάγκες του κλασικού δράματος, με την έμφαση στα χορικά μέρη που απαιτούσαν μεγάλη ορχήστρα. Καθώς όμως ήδη κατά τον 4ο αι. π.Χ. εμφανίστηκαν νέες μορφές δράματος, όπως η Αττική Νέα Κωμωδία, με έμφαση στους χαρακτήρες και τον διάλογο μάλλον παρά τα χορικά μέρη, αλλάζει και η αρχιτεκτονική του ελληνικού θεάτρου και ο συσχετισμός σκηνής-ορχήστρας.

Κατά τον 3ο και 2ο αι. π.Χ., το μπροστινό μέρος της σκηνής, το προσκήνιο, αποκτά αρχιτεκτονικό διάκοσμο με θύρες, κίονες κλπ. που χρησιμοποιούνται στην παράσταση, τα οποία αρχικά ήταν ξύλινα, στη συνέχεια όμως αποτέλεσαν μόνιμο στοιχείο κάθε θεάτρου.

Σε όλη τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου θέατρα κτίστηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις, καθώς το θέατρο ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού που έφεραν μαζί τους οι Έλληνες στην Ανατολή και λειτούργησε ως αναγνωριστικό στοιχείο του ελληνισμού από τους μη Έλληνες (Δήλος, Πριήνη, Μίλητος, Έφεσσος).
Ελληνικό Φεστιβάλ Α.Ε.Χατζηχρήστου 23 & Μακρυγιάννη 117 42 Αθήνα
Πληροφορίες για τα εισιτήρια
Τ.: +30 - 210 32 72 000 Φ.: +30 - 210 32 25 109
-.-

3.7.08

Η μέρα τους...




Σήμερα ορκίστηκαν οι απόφοιτοι των τμημάτων παιδαγωγικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης της ΑΣΠΑΙΤΕ σε μια σεμνή τελετή στο νέο-ανακαινισμένο αμφιθέατρο της σχολής. Επίσημοι τίμησαν γονείς και σπουδαστές με την παρουσία τους, έβγαλαν λόγους, φωτογραφίες, έδωσαν εύσημα στους αποχωρήσαντες εκπαιδευτικούς, αλληλο-επαινέθηκαν, αλληλο-βραβεύτηκαν, όλοι επαίνεσαν τον δήμαρχο κι ο δήμαρχος όλους, όλοι οι προϊστάμενοι των τμημάτων επαίνεσαν αλλήλους για την ανεκτίμητη προσφορά των συναδέλφων τους και τούμπαλιν…

Οι γονείς και οι σπουδαστές... στριμωγμένοι στα ασφυκτικά καθίσματα μιας αίθουσας χωρίς ανοίγματα και χωρίς κλιματισμό, υπομένοντας στωικά την αφόρητη ζέστη. Όλοι περίμεναν καρτερικά. Περίμεναν γιατί ήξεραν ότι η σημερινή μέρα ήταν ξεχωριστή. Ήταν η μέρα τους, το επιστέγασμα των κόπων μιας ζωής, γεμάτης στερήσεις και θυσίες, γι’ αυτό και δεν διαμαρτυρόταν κανείς.

Όμως η ώρα περνούσε κι εκείνοι, επάνω στο βήμα, κολλημένοι στο μικρόφωνο και με τα μάτια στηλωμένα στον φακό της μηχανής, σταματημό δεν είχαν. Έρωτας μεγάλος με το μικρόφωνο, έρωτας και με τον φακό της μηχανής… Οι λόγοι τους ίδιοι κι απαράλλαχτοι. Οι υποσχέσεις τους χιλιοδιατυπωμένες, σα μουσικό κουτί που επαναλαμβάνει την ίδια μελωδία κάθε φορά που ανοίγεις το καπάκι του, ξέροντας ποιες νότες θ’ ακούσεις εκ των προτέρων...

Τα παιδιά, υπομονετικά, να ακούν και να περιμένουν, χωρίς διαμαρτυρία, αφού κόποι, ξενύχτια, απογοητεύσεις, μόχθος, ώρες ατέλειωτες δαπανημένες στο διάβασμα, όλα αυτά θα επιβραβεύονταν σήμερα…

Κι όταν ήρθε η πολυαναμενόμενη στιγμή, μετά από αρκετές βασανιστικές ώρες, να ανεβούν στην εξέδρα και να παραλάβουν το πτυχίο, ως δια μαγείας, όλη η διαδικασία… επιταχύνθηκε άρδην. Ανέβαιναν ο ένας απόφοιτος μετά τον άλλον να παραλάβουν το πτυχίο με τόση ταχύτητα, που ούτε πρόσωπα έβλεπες, ούτε ονόματα άκουγες και μέχρι να πεις παιδεία… είχαν τελειώσει όλοι!!! Εν ριπή οφθαλμού η μέρα των αποφοίτων είχε ολοκληρωθεί!!! Χωρίς φωτογραφίες πια, χωρίς ομιλίες, χωρίς κανείς να τους απευθύνει τον λόγο, βιαστικά κι αθόρυβα ο ένας μετά τον άλλον, σα κορδέλα εργοστασίου που μετέφερε στο ίδιο μπιτ το προϊόν στην επόμενη κορδέλα που θα το παραλάμβανε με τη σειρά του σε μια συνεχόμενη ροή παραγωγής...
Σπουδαστές και γονείς έφευγαν από το αμφιθέατρο πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσουν πως… αυτό ήταν και πάει, τέλειωσε!
Μόνο που δεν ήταν η δική τους μέρα που τέλειωσε, αλλά των εκπροσώπων της τοπικής διοίκησης, των πολιτικών εκπροσώπων και της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η μέρα των παιδιών είχε μετατραπεί ως δια μαγείας σε άλλο ένα σόου ξύλινης υπαγορευμένης ομιλίας και φρούδων υποσχέσεων…

Τα παιδιά ορκίστηκαν από τις θέσεις τους απρόσωπα, λες και κάποιους άλλους τιμούσαν αυτή την ξεχωριστή μέρα και όχι αυτούς…

Η απογοήτευση που χρωμάτισε μελαγχολικά την πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής τους ήταν τόσο ευδιάκριτη που αναλογιζόταν κανείς αν τελικά αξίζει τον κόπο. Κι όταν αυτός που αναρωτιέται είναι κάποιος από αυτούς που κολλάει το στόμα το μικρόφωνο και το βλέμα στην κάμερα, υπάρχει ελπίς, όταν όμως είναι τα παιδιά που ετοιμάζονται να διδάξουν άλλα παιδιά, τότε το πράγμα γίνεται πολύπλοκο, ίσως-ίσως κι επικίνδυνο και καταστροφικό…

Ας ευχηθούμε σε όλους τους αποφοίτους και εις ανώτερα, καλή σταδιοδρομία και τα λόγια της καθομολόγησης να στάξουν στις καρδιές τους ορίζοντας τη δεοντολογία και την εκπαιδευτική και επαγγελματική ακεραιότητα, που τόση ανάγκη έχει ο τόπος για να ορθοποδήσει…




ΚΑΘΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΥ ΑΣΠΑΙΤΕ

«Αξιωθείς/Αξιωθείσα
του Πτυχίου της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης
υπόσχομαι,
ενώπιον του Προέδρου της ΑΣΠΑΙΤΕ και των Προϊσταμένων Τμημάτων,
ότι κατά τη διάρκεια του βίου μου θα καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια
για την προαγωγή της επιστημονικής αλήθειας
και τη διαφύλαξη της αρετής
και θα ασκώ τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του πτυχιούχου
με ευσυνειδησία,
ήθος
και ελεύθερο φρόνημα,
αποφεύγοντας κάθε άδικη πράξη
και φιλοδοξώντας να καταστώ χρήσιμος στο Έθνος και την Πολιτεία».

ΑΙΕΝ ΑΡΙΣΤΕΥΕΙΝ !!!
-.-

1.7.08

Μέκκα...

Όταν οι σκέψεις βαραίνουν…


και διαπιστώνω πως όσα μαθήματα κι αν μου δώσει η ζωή
τα ίδια λάθη ανακυκλώνω…


όταν η πολύβουη καθημερινότητα μου κλέβει προκλητικά την ηρεμία…
και με δυσκολία μπορώ να συντονιστώ με την εσωτερική μου φωνή…


τότε…


είναι η ώρα…


που βάζω τα αθλητικά μου και δραπετεύω…
σε μια όαση που ακόμη επιβιώνει…


στην καρδιά της τσιμεντούπολης…


και που έχω την τύχη…
την ευλογία…


να βρίσκεται δίπλα στο σπίτι μου…


7:30 μ.μ. περίπου το απόγευμα και οι κάθετες ακτίνες του ήλιου έχουν αρχίσει να υποχωρούν χαρίζοντας πλατείς ίσκιους που σκιάζουν γενναιόδωρα το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.







Δεν έχω καλά καλά περάσει την πύλη του πάρκου κι ένας διαφορετικός αέρας αρωματισμένος από τα βότανα της γης και το χαρακτηριστικό άρωμα του πεύκου μου ξυπνά τις αισθήσεις.







Αμέσως αντιλαμβάνεσαι πως έχεις μπει σ’ έναν κόσμο διαφορετικό, αποκομμένο από τους φρενήρεις ρυθμούς της καθημερινότητας, αφού εδώ η φύση ζει στους δικούς της ανεξάρτητους ρυθμούς και θέτει τους δικούς της όρους.


Ο γνώριμος χωμάτινος δρόμος με καλωσορίζει περιμένοντας να τον διανύσω για πολλοστή φορά. Άλλοτε ίσιος και στρωτός, να περνά μέσα από πυκνή βλάστηση, άλλοτε να βγάζει σε ολόφωτα ξέφωτα, πότε να γλύφει τις παρριφές κάποιου απότομου κατεβάσματος, πότε να ανηφορίζει στην πλαγιά του βουνού, σα φίδι που ελίσσεται νωχελικά στην κάψα του καλοκαιριού…









Αριστερά και δεξιά ένα δίκτυο από μικρά μονοπάτια σε προσκαλούν να τα εξερευνήσεις…




Η φύση ξεδιπλώνει όλο της το μεγαλείο…
αιχμαλωτίζει όλες τις αισθήσεις…









Όλα λειτουργούν στους δικούς της ρυθμούς…
τα ζώα, οι άνθρωποι…


Κοτσύφια, καρδερίνες, αηδόνια και τζιτζίκια την ενορχηστρώνουν με σεβασμό. Πέρδικες, σκαντζόχοιροι και χελώνες βρίσκουν σ’ αυτήν το ιδανικό τους περιβάλλον, περνώντας από μπροστά σου χωρίς να ενοχλούνται από την παρουσία σου εκεί…








Η φύση οργιάζει στις αμέτρητες αποχρώσεις του πράσινου.
Πεύκα, ευκάλυπτοι και κυπαρίσσια, πυκνή θαμνώδης βλάστηση, λίγες χουρμαδιές
και αμέτρητες αγριοτριανταφυλλιές…
πανδαισία χρωμάτων...






στις χαράδρες, στα υψώματα…

σαν πίνακας του Βαν Γκογκ…


Στο πρώτο ξέφωτο ήδη βρίσκεσαι ψηλά στην πλαγιά του βουνού και στη θέα της λεωφόρου σκέφτεσαι πόσο μακρινή φαντάζει η ζωή που τρέχει να προλάβει, να φτάσει, να χάσει, να ξαναβρεί…


Ο δρόμος συνεχίζει να ξετυλίγεται και να περιμένει τα βήματά σου, τις σκέψεις σου, τους προβληματισμούς και τα όνειρά σου… Δεν απαιτεί, δεν προδίδει, δεν υποκρίνεται… είναι εκεί για να σε ταξιδέψει… να σου δώσει πίσω αυτό που έχεις χάσει…


Δυο στροφές ακόμα…

και μπροστά σου ξεπροβάλλει το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας να σε ξαφνιάζει κάθε φορά που την αντικρίζεις, σα να' ναι η πρώτη φορά...

Ήρεμη κι απόκοσμη να μπαινοβγαίνει στους μικρούς κολπίσκους της στεριάς και πλοία να κεντούν τα φιλόξενα νερά της, έτοιμη να δεχτεί τη βουτιά του ήλιου, που σήμερα δεν έχει όρεξη να δύσει…

Εδώ τα ξεχνάς όλα.
Αυτό το γενναιόδωρο τοπίο τα έχει νικήσει όλα.
Στην αγκαλιά της φύσης να σε τυλίγουν όλες οι αποχρώσεις του πράσινου
και μπροστά να απλώνεται ο ουρανός και η θάλασσα σε ένα αρμονικό σύνολο,
που τα κάνει όλα εντάξει…

Η Μέκκα μου…

Η καταπόνηση του σώματος καθαγιάζει τις μοναχικές αυτές στιγμές με τον εαυτό σου, που γίνονται όλο και πιο δυσεύρετες...

Ο δρόμος αρχίζει και μαζεύεται. Πολλοί ακολουθούν μαζί μου.
Χορτασμένη από εικόνες, ήχους, χρώματα κι αρώματα και με αγαλλίαση ψυχής
είμαι έτοιμη να επιστρέψω.

Στο βάθος φάνηκαν τα πρώτα σπίτια. Κάπου εκεί, και το δικό μου...

Τα βήματα με ξανάφεραν στην πύλη...

και στην καθημερινότητα που περιμένει να την πιάσω από εκεί που την άφησα…

Όπου να' ναι θα σκοτεινιάσει...